Μια ζωή ίσα βάρκα-ίσα νερά στα οικονομικά του ο κ. Σπύρος, αλλά στα μάτια του κόσμου γύρω του: «ευκατάστατος» καθ' ότι όπως έλεγε η μάνα του η Λάκαινα «ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας πεθαίνω από την πείνα». Της ίδιας σχολής λοιπόν και ο κ. Σπύρος, πάντα αξιοπρεπής και στην τρίχα περπάτησε στον βίο του καθαρός και λουσμένος, ώστε αν τον βρει η στραβή να μη ρεζιλευθεί, αλλά ωραίος ως Ελλην «απιέναι».
Ωσπου, συνταξιούχο πλέον, τον κ. Σπύρο τον μπάταρε (και) αυτή η κυβέρνηση! Περικοπές από 'δώ, φόροι από 'κεί, τέλη, έκτακτες εισφορές, καπάκι νέοι φόροι, κλονίσθηκε ο κ. Σπύρος.
Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη του, δεν ήταν άμαθος, στην πιάτσα (εργαζόμενος) από φοιτητής κι ύστερα στην αγορά ιδιωτικός υπάλληλος, κι άλλες φορές στο παρελθόν είχε ζορισθεί ο κ. Σπύρος, αλλά πάντα καβαντζάριζε, έκανε τα κουμάντα του, υπήρχε προοπτική, ξεκεφάλωνε.
Τώρα ο κ. Σπύρος δεν βλέπει αλλά και δεν έχει καμιά προοπτική. Οι απώλειες που υφίσταται είναι τελεσίδικες και το αργό πετσόκομμα στο οποίο υποβάλλεται ατελείωτο. Κι επί πλέον -το χειρότερο- ες μάτην! Ο κ. Σπύρος αισθάνεται και πια γνωρίζει ότι το υστέρημά του δεν συμβάλλει στο κοινό καλό και στην ανόρθωση της πατρίδας, αλλά ότι υπεξαιρείται από τους ίδιους χρυσοκάνθαρους που συνεχίζουν να πλουτίζουν, ενώ συνεχίζουν επίσης να οδηγούν στην πτώχευση τα πάντα, και τους ανθρώπους και τα πράγματα, της πολιτείας τα πράγματα.
Σύννους ο κ. Σπύρος. Κατηφής. Κι ίσως για πρώτη φορά απόμακρος απ' τη χαρά της ζωής -ενίοτε τρίζει τα δόντια του- «για έναν μαλάκα ρε γαμώτο» συχνά μονολογεί.
Ο κ. Σπύρος για πρώτη φορά στη ζωή του, στα 65 του ψώνισε τσιγάρα βερεσέ από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς του στα Σεπόλια. Δανεικά από φίλους δεν υπήρχαν πια να πάρει -δάνεισαν όλοι ο ένας τον άλλον οι φίλοι ό,τι είχαν και δεν είχαν- δεν είχαν πλέον, στον άσσο ο κ. Σπύρος, έκανε την ανάγκη για το τσιγάρο μισή ντροπή δική του μισή του ψιλικατζή, ζήτησε απ' τον κ. Γιώργο τον Αλβανό, δυο πακέτα Μάλμπορω βερεσέ, «αμέσως, γκύριε Σμπύρο», του είπε ο κ. Γιώργος, του έδωσε τα τσιγάρα κι άνοιξε ένα μαύρο μακρουλό τεφτέρι όπου τα έγραψε (εις άπταιστον αλβανική, υποθέτω, «γκυριος Σμπυρος, Μαλμπορο δύο»).
Την επομένη και τη μεθεπομένη ο κ. Σπύρος πλήρωσε τα δύο πρώτα πακέτα, αλλά πήρε βερεσέ τα επόμενα -ώσπου προς το τέλος της βδομάδας με τα πακέτα πια στα οκτώ, λέει ο κ. Γιώργος ο ψιλικατζής στον κ. Σπύρο τον νεόπτωχο:
«Ομως, γκυρίε Σμπύρο, θα τα πληρώσεις τα τσιγάρα στο τέλος, ε;»...
Εως θανάτου η θλίψη του κ. Σπύρου...
Ωσπου, συνταξιούχο πλέον, τον κ. Σπύρο τον μπάταρε (και) αυτή η κυβέρνηση! Περικοπές από 'δώ, φόροι από 'κεί, τέλη, έκτακτες εισφορές, καπάκι νέοι φόροι, κλονίσθηκε ο κ. Σπύρος.
Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη του, δεν ήταν άμαθος, στην πιάτσα (εργαζόμενος) από φοιτητής κι ύστερα στην αγορά ιδιωτικός υπάλληλος, κι άλλες φορές στο παρελθόν είχε ζορισθεί ο κ. Σπύρος, αλλά πάντα καβαντζάριζε, έκανε τα κουμάντα του, υπήρχε προοπτική, ξεκεφάλωνε.
Τώρα ο κ. Σπύρος δεν βλέπει αλλά και δεν έχει καμιά προοπτική. Οι απώλειες που υφίσταται είναι τελεσίδικες και το αργό πετσόκομμα στο οποίο υποβάλλεται ατελείωτο. Κι επί πλέον -το χειρότερο- ες μάτην! Ο κ. Σπύρος αισθάνεται και πια γνωρίζει ότι το υστέρημά του δεν συμβάλλει στο κοινό καλό και στην ανόρθωση της πατρίδας, αλλά ότι υπεξαιρείται από τους ίδιους χρυσοκάνθαρους που συνεχίζουν να πλουτίζουν, ενώ συνεχίζουν επίσης να οδηγούν στην πτώχευση τα πάντα, και τους ανθρώπους και τα πράγματα, της πολιτείας τα πράγματα.
Σύννους ο κ. Σπύρος. Κατηφής. Κι ίσως για πρώτη φορά απόμακρος απ' τη χαρά της ζωής -ενίοτε τρίζει τα δόντια του- «για έναν μαλάκα ρε γαμώτο» συχνά μονολογεί.
Ο κ. Σπύρος για πρώτη φορά στη ζωή του, στα 65 του ψώνισε τσιγάρα βερεσέ από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς του στα Σεπόλια. Δανεικά από φίλους δεν υπήρχαν πια να πάρει -δάνεισαν όλοι ο ένας τον άλλον οι φίλοι ό,τι είχαν και δεν είχαν- δεν είχαν πλέον, στον άσσο ο κ. Σπύρος, έκανε την ανάγκη για το τσιγάρο μισή ντροπή δική του μισή του ψιλικατζή, ζήτησε απ' τον κ. Γιώργο τον Αλβανό, δυο πακέτα Μάλμπορω βερεσέ, «αμέσως, γκύριε Σμπύρο», του είπε ο κ. Γιώργος, του έδωσε τα τσιγάρα κι άνοιξε ένα μαύρο μακρουλό τεφτέρι όπου τα έγραψε (εις άπταιστον αλβανική, υποθέτω, «γκυριος Σμπυρος, Μαλμπορο δύο»).
Την επομένη και τη μεθεπομένη ο κ. Σπύρος πλήρωσε τα δύο πρώτα πακέτα, αλλά πήρε βερεσέ τα επόμενα -ώσπου προς το τέλος της βδομάδας με τα πακέτα πια στα οκτώ, λέει ο κ. Γιώργος ο ψιλικατζής στον κ. Σπύρο τον νεόπτωχο:
«Ομως, γκυρίε Σμπύρο, θα τα πληρώσεις τα τσιγάρα στο τέλος, ε;»...
Εως θανάτου η θλίψη του κ. Σπύρου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου