Ο Χάρης Βλαβιανός υπογράφει «Το Αίμα Νερό» ως «μυθιστόρημα» της ζωής του, με το χωρισμό του «σε σαράντα πέντε πράξεις» να παραπέμπει σε δράμα. Όπου πλήθος από άστοχες πράξεις και φαρμακωμένα λόγια των ανθρώπων που έφεραν στη ζωή τον συγγραφέα διασταυρώνονται με την προσωπικότητά του, μια οντότητα στην οποία απευθύνεται στο δεύτερο ενικό πρόσωπο. Σαν να διατυπώνεται η απάντηση σε ένα άγραφο αλλά παρόν ερώτημα : «Να συγχωρέσω, να συμφιλιωθώ, αλλά πώς;». Ο συγγραφέας συνδιαλέγεται με τον εαυτό του, καθώς εξιστορεί και μοιάζει να αναρωτιέται:
Πώς να κάνεις σχέση με μια μητέρα που σε αφήνει, νήπιο, να πλανιέσαι σε καράβι που διασχίζει θάλασσα, που κλείνεται στη φυλακή για χάρη των κοσμημάτων της, που παίζει αέναα παιχνίδια γοητείας με εναλλασσόμενους συντρόφους μεταξύ των οποίων και τον πρώην άντρα της, τον πατέρα σου;
Πώς να σχετιστείς με έναν πατέρα που κάνει κι άλλη μία οικογένεια, που διατηρεί μία αυλή από αφοσιωμένους φίλους /συντρόφους στα γλέντια του που εσύ παρακολουθείς χωρίς να συμμετέχεις; Που σε εναποθέτει σε ανοίκειά σου πρόσωπα όταν εσύ περιμένεις να τον συναντήσεις. Ειδικά αφού οι συναντήσεις σας είναι σπάνιες, όταν μεσολαβεί ένας ωκεανός (αποξένωσης) μεταξύ σας, εκτός από τη γεωγραφική απόσταση διαφορετικών χωρών Ευρώπης – Αμερικής;
Πώς να συγχωρήσεις μια μητέρα που απομυζά το άφθονο χρήμα του πατέρα με πρόσχημα εσένα, ενώ το ίδιο χρήμα στοιβάζεται μέσα σου, χωρίς καν να το νέμεσαι, που παράλληλα το αντιλαμβάνεσαι σαν ένοχη προοπτική που φιμώνει την –έγκαιρη- έκφραση; Μήπως το χρήμα δεν ήταν το συνεχές ζητούμενο, δεν ήταν το πρόσχημα που οι δύο διαζευγμένοι σου γονείς σχετίζονταν αντί να διεκδικούν εσένα;
Όσο μεγάλωνες έστρεφες το εύγλωττο, γεμάτο προσδοκία, βλέμμα προς τον πατέρα που βλέπουμε στο εξώφυλλο. Όταν κατέφυγες σε άλλους τόπους για να μην πρωταγωνιστείς στο «δράμα» που σκηνοθετούσαν άλλοι, μάταια τον περίμενες να χαρεί για οτιδήποτε κατάφερνες. Ο άθλος να προχωράς με τόση μοναξιά, χωρίς καθοδήγηση και οικογενειακή εστία για να επιστρέψεις ερχόταν πάντα αντιμέτωπος με τη σιωπή, την μη παρουσία μιας πατρικής φιγούρας. Τον θυμάσαι να παίζει μια ατέλειωτη παρτίδα σκάκι αντί να παίξει μαζί σου, αντί να σχεδιάσει τη στρατηγική της δικής σου ζωής σ΄ εκείνες τις κρίσιμες καμπές της.
Μέχρι το τέλος των γονιών σου, περιπλανιόσουν συμβολικά στους δαιδαλώδεις διαδρόμους σκάφους που ταξιδεύει, όπως ακριβώς το ανασύρεις από την νηπιακή σου μνήμη στη πρώτη πράξη. Πάντα ελπίζοντας και πάντα αναμένοντάς τους, να αναλάβουν έστω και αργά –και καλύτερα- το ρόλο που τους αναλογούσε. Ο πατέρας όμως παρέμεινε αδιάφορος και πολύ απασχολημένος με την εικόνα του, την άνοδο, τη γοητεία του. Παρόμοια η μητέρα, μια κοσμική χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην κοινωνία, μία ματαιόδοξη καλλονή, να καθρεφτίζεται πανέμορφη στα μάτια άλλων παιδιών και να παραμένει απρόσιτη και εγωκεντρική στη σχέση της με τα δικά της. Να μην καταφέρνει να αγαπήσει ούτε και την κόρη που αποκτά στη συνέχεια, την αδελφή σου. Στα δύσκολα θα σε θυμηθεί και θα προστρέξει σ΄ εσένα, θα σε φορτώσει ακόμα μία ενοχή και άπειρες ευθύνες για τις κακοτοπιές της ζωή της που είχε η ίδια προκαλέσει.
Και οι δύο γονείς του αφηγητή απέκτησαν κι άλλα, εξ ίσου άτυχα παιδιά, αλλά το θέμα που τους κατέστησε «γονείς των άλλων» - θά έλεγα- δεν ήταν αυτό το γεγονός, το βιολογικό και αδιαμφισβήτητο. Η συναισθηματική του ακτημοσύνη δηλώνεται και από τη φόρμα που επέλεξε, με τη κτητική αντωνυμία «μου» να μην συνάπτεται ούτε με τους γονείς ούτε με κανέναν άλλον από τους ομοαίματούς του.
Βέβαια τις λογοτεχνικές αυτοβιογραφικές μαρτυρίες που αναφέρονται σε τραύματα δεν είναι δυνατόν να της προσεγγίσει κανείς παρά με τον άπλετο σεβασμό που δικαιούνται. Τον κερδίζουν με την τόλμη που προϋποθέτει η ανατομία της κακοποίησης, η ανάκληση στη μνήμη και η μεταγραφή σε λογοτεχνικό έργο. Ίσως το πιο επώδυνο και αξιοσέβαστο στο συγκεκριμένο, είναι η τεκμηρίωση της μη συγχώρεσης. Εκκρεμής όσο και σαφής η αφήγηση: Η κάθαρση του δράματος συνίσταται στην ίδια τη διατύπωση και τη καταγραφή του.
Στο «μυθιστόρημα», αποκαλύπτεται ό,τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες με τους συντελεστές της ψυχικής κακοποίησης να φορούν στη δημόσια εικόνα τους, μάσκες. Ο φυσικός χώρος, τα σκηνικά του οικογενειακού δράματος, το κοσμοπολίτικο περιβάλλον και τα φανταχτερά ενδιαιτήματα, αντιδιαστέλλονται με την ψυχική φτώχεια, την ανέχεια συναισθημάτων αγάπης και στοργής στα πρώτα χρόνια∙ κατανόησης, καθοδήγησης και επικοινωνίας στα εφηβικά και πρώτα νεανικά που ακολούθησαν.
Ο λόγος, λιτός -με χαρακτηριστικά ποιητικού- αποδίδει με επιτυχία την απόδοση του συναισθηματικού κλίματος. Φαίνεται να είναι αποτέλεσμα και της προηγούμενης άσκησης του Χ.Β. στη μετάφραση της ποίησης, τη τέχνη της μεταγραφής από μια γλώσσα σε μιαν άλλη (από τη γλώσσα της οδύνης, στη γλώσσα της αφήγησης). Και στην άσκησή του σε ένα ζύγι ακριβείας τόσο για το βάρος, όσο και για το ειδικό -συναισθηματικό- βάρος της κάθε λέξης.
Καθώς ο συγγραφέας επιλέγει εικόνες από τους σταθμούς της ζωής που τον σημάδεψαν, εκείνες που διατηρούνται στη μνήμη χωρίς «ξέφτια» από τα προηγούμενα και επόμενα γεγονότα, η κάθε λέξη παίζει το ρόλο της και προδιαγράφει, γεφυρώνοντας, τα χρονικά κενά που μεσολαβούν. Είτε ως διάλογος, είτε ως εσωτερικός, ο λόγος λειτουργεί σαν ραχοκοκαλιά που συγκρατεί αυτά τα αποσπάσματα ζωής και τα ενώνει. Ενσωματώνοντας ενδεικτικούς διαλόγους, αιχμηρές καταστάσεις, ακόμα και άψυχα αντικείμενα με συμβολική δύναμη.
-«Ο Αμερικανός έφυγε από το σπίτι σας κακήν κακώς, άφησε όμως πίσω του το σπαθί».
-«κάθε φορά που έγραφες το ο, σκεφτόσουν πάντα ένα πρησμένο μάγουλο»
-«Κι έτσι η παιδική σου ηλικία χάθηκε για πάντα, μ’ εσένα να παρακολουθείς από μακριά άλογα να τρώνε αξιωματικούς και πύργους να σωριάζονται στο χώμα για χάρη μιας βασίλισσας».
-«Γι΄ αυτήν εσύ ήσουν προδότης.»
-«Τετρακόσιες τριάντα έξι επιστολές που έσταζαν οργή και απόγνωση.»
Η οικονομία, η ακρίβεια και η δύναμη συμπύκνωσης της ποιητικής διατύπωσης φαίνεται να ακόνισαν την πένα και συνέλεξαν το κατάλληλο ψυχικό μελάνι προκειμένου να ξεδιπλωθεί πιστά, αποστασιοποιημένα αλλά και έντονα το κεκκαθαρμένο - ή μη- δράμα. Τα συναισθήματα δεν αναλύονται ούτε αναπτύσσονται. Η παράθεση των γεγονότων αρκεί. Οι έριδες, οι εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και τα πικρά ερωτηματικά που κληροδότησαν αποκρυσταλλώνονται σε μια καλοδεμένη συλλογή από μαύρα μαργαριτάρια.
Κάπως σαν «τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, τα δάκρυα που δεν κύλησαν, τραγούδια που δεν τραγουδήθηκαν». (από το λιμπρέτο της όπερας «Τανχόϊζερ» του Ρ. Βάγκνερ)
Μαρία Ιωαννίδου
Αναδημοσίευση από vakxikon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου