Αναδημοσίευση από το frear.gr
Ασημίνα Ξηρογιάννη,
23 μέρες
Γαβριηλίδης, 2015
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Γαβριηλίδης, 2015
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Τα λογοτεχνικά γένη
και είδη, αν ένα έργο δηλαδή είναι πεζό ή ποιητικό, αν είναι διήγημα ή
μυθιστόρημα, είναι κατηγορίες ταξινόμησης που μας επιτρέπουν να
διακρίνουμε και να ομαδοποιούμε τα λογοτεχνικά έργα ανάλογα με τα κοινά
τους χαρακτηριστικά και τις κοινές τους ιδιότητες. Ο αναγνώστης, σαν να
λέμε, αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας πριν απ’ αυτόν, αντιμετωπίζει
διαφορετικά ένα πεζό κείμενο από ένα ποιητικό – άλλες προσδοκίες και
άλλες υποχρεώσεις αισθάνεται· διαφορετικά ένα δοκίμιο από ένα
μυθιστόρημα· διαφορετικά έναν θεατρικό μονόλογο από ένα σύντομο λυρικό
ποίημα. Πρόκειται φυσικά για συμβατικές ταξινομήσεις που μοναδικό σκοπό
έχουν να διευκολύνουν τη μελέτη της λογοτεχνίας, και όχι βέβαια να
περιορίσουν τη δημιουργική ελευθερία ή την αναγνωστική απόλαυση. Επειδή
όμως πάνε τόσο πίσω στον χρόνο, θεωρούνται απ’ όλους μας αυτονόητες και
υποχρεωτικές. Πόσο εύκολο μάς είναι, ας πούμε, σήμερα να σκεφτούμε την
ποίηση εκτός του πλαισίου της αρχαιοελληνικής διάκρισης σε επική,
δραματική και λυρική; Μπορούμε να φανταστούμε κάποιο άλλο είδος ποίησης;
Όταν μάλιστα αυτή ακριβώς η ταξινόμηση έχει, στη σύγχρονη εποχή, την
ισχυρή νομιμοποίηση ενός Γκαίτε και εκατοντάδων συγγραφέων μετά απ’
αυτόν.
Η αλήθεια είναι
βέβαια πως πολλά από τα λογοτεχνικά έργα που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα
(τα σημαντικότερα συνήθως) αποκλίνουν από αυτά τα πρότυπα, υπερβαίνουν
αυτές τις κατηγορίες, τροποποιούν τα γνωστά μας είδη και, έτσι,
επιτρέπουν στον αναγνώστη να τα διαβάσει, με τη σειρά του κι αυτός,
αδέσμευτος από τέτοιους ειδολογικούς περιορισμούς και πλουτίζοντας με
αυτό τον τρόπο την αναγνωστική εμπειρία. Έτσι μπορούμε, ας πούμε, να
διαβάσουμε την Ιλιάδα σαν να είναι μυθιστόρημα και τα διηγήματα του
Παπαδιαμάντη όπως διαβάζουμε την ποίηση· τα δοκίμια του Μπόρχες σαν
διηγήματα, όπως και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι. Έτσι, επίσης, ο Ρέιμοντ
Κάρβερ έβαλε σε στίχους αποσπάσματα από τα διηγήματα του Τσέχοφ και τα
περιέλαβε στην τελευταία του ποιητική συλλογή.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη,
που έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν και στην ποίηση (με τρεις ώς τώρα
ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό της) και στον πεζό λόγο (με μία
δημοσιευμένη νουβέλα), έρχεται τώρα με τις «23 μέρες» να αναμείξει τα
είδη γράφοντας μια ποιητική νουβέλα αυτή τη φορά, όπως σε κάποιο σημείο
του βιβλίου της αναφέρει. Αν και αλλού φαίνεται και η ίδια να μην είναι
βέβαιη για τον ειδολογικό χαρακτηρισμό που ταιριάζει στο βιβλίο της:
«…μπορεί να γεννηθεί», διαβάζουμε, «ένα ποίημα / ή πολλά ποιήματα / ή
ένα πεζό… / ή…». Πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο που περιλαμβάνει και
ποιητικά μέρη και πεζά, και αφήγηση και λυρισμό, καθώς και μερικά
ενδιάμεσα. Γιατί ακόμα κι αν ξεφυλλίζοντας τις «23 μέρες» μπορούμε, σε
γενικές γραμμές, να διακρίνουμε τα ποιητικά μέρη της αφήγησης από τα
πεζά, πού θα κατατάξουμε άραγε τη φράση «Της λείπει ο λαιμός του»; Το
ερώτημα δεν είναι, νομίζω, εκ του περισσού, καθώς αλλιώς προσλαμβάνεται
από τον αναγνώστη μια τέτοια φράση αν τη θεωρήσει στίχο και αλλιώς αν
την εκλάβει ως μέρος πεζού κειμένου – διαφορετικοί είναι οι συνειρμοί
και διαφορετικές οι προεκτάσεις που κάθε λογοτεχνικό είδος μάς επιτρέπει
να δοκιμάσουμε και μας καλεί να τολμήσουμε.
Τέτοιου είδους
ερωτήματα, που κανονικά εμπίπτουν στη θεωρία της λογοτεχνίας, εγείρει
στο σύνολό του το βιβλίο της Ξηρογιάννη, μια σύνθεση πεζών και ποιητικών
μερών που με αφορμή μια ερωτική ιστορία, ένα ερωτικό τρίγωνο, διερευνά,
μεταξύ άλλων, το μυστήριο της δημιουργίας, πώς δηλαδή γεννιούνται τα
ποιήματα, ποιες είναι –κι αν υπάρχουν– οι ιδανικές συνθήκες για να
συμβεί αυτό, πώς λειτουργεί η διακειμενικότητα στη ζωή του δημιουργού
και στην τέχνη του και πόσες ζωές ζει τελικά ο ποιητής.
Επιτρέψτε μου να σας
θυμίσω ένα σύντομο παλαιότερο ποίημα της Ξηρογιάννη, από τις «Πληγές»,
ποιητική συλλογή του 2011, γιατί, κατά κάποιον τρόπο, μας εισάγει στο
θέμα και του τωρινού βιβλίου. Ο τίτλος του είναι «Επιστροφή»:
Ξαναγυρίζω στα παλιά λημέρια μου,
στο χώρο της ποίησης.
Οικεία και αγαπημένη περιοχή.
Εσύ με έφερες εδώ χωρίς να ξέρεις.
Είπα μήπως και αναπληρώσω γράφοντας
το κενό της απουσίας σου.
Παρόμοια μοιάζει να
είναι η διάθεση και της πρωταγωνίστριας των «23 ημερών». Η Σοφί, όπως
είναι το όνομά της, είναι μια νεαρή γυναίκα, ποιήτρια κι η ίδια, η οποία
κλεισμένη σε ένα δωμάτιο για είκοσι τρεις μέρες περιμένει να γυρίσει
κοντά της ο εραστής της, χωρίς, εννοείται, να είναι βέβαιη για την
απόφαση που εκείνος θα πάρει, καθώς υπάρχει και άλλη μία γυναίκα στη ζωή
του. Αμέσως μετά την αναχώρησή του η Σοφί ανοίγει το σημειωματάριό της
και αρχίζει να γράφει με λύσσα, μια ποιητική νουβέλα in progress, καθώς
σημειώνει, την ιστορία της καθώς τη βιώνει δηλαδή, όσο ακόμα είναι
θερμή. Γιατί «είναι εσωτερική επιτακτική ανάγκη», σημειώνει η ποιήτρια,
«να είναι κανείς θερμός –αν όχι καυτός– απέναντι στο αντικείμενο της
γραφής του. Σε βαθμό που να ερωτοτροπεί άγρια μαζί του, σε κάθε εκδοχή,
σε κάθε σχεδίασμα. Χρειάζεται να καίγεται κανείς μέσα του». Έτσι γράφει η
Σοφί, άλλοτε ποιήματα, άλλοτε πεζά, κάποτε πρόχειρες μόνο σημειώσεις.
Όλα είναι στο μυαλό μου
εδώ
μέσα σ’ αυτόν τον μικρό χώρο
με ακούω
με αφουγκράζομαι
στη σιωπή.
Με ανιχνεύω.
Με καλλιεργώ.
Με αποσυναρμολογώ
για να με συναρμολογήσω πάλι,
αλλά με άλλον τρόπο
έτσι ώστε
όταν θα βρεθώ
μπροστά στη λευκή κόλα
να ‘μαι απολύτως έτοιμη να γράψω
να ‘χω τη σωστή θερμοκρασία
να ‘χω τις σωστές προϋποθέσεις
να αποτυπωθώ.
Σύντροφοι της
ποιήτριας, αυτές τις είκοσι τρεις μέρες της μοναχικής και δημιουργικής
αναμονής της, είναι ένα μπουκαλάκι χάπια σθεντόν, που δια παν ενδεχόμενο
έσπευσε να τα τοποθετήσει πάνω στο κομοδίνο της, ο πίνακας του Έντβαρντ
Μουνκ «Το φιλί», που δεσπόζει πάνω από το κρεβάτι της, και οι
«διακειμενικοί άλλοι», όπως τους ονομάζει, συγγραφείς και ήρωες βιβλίων
με τους οποίους η ερωτευμένη ποιήτρια διαρκώς συναντιέται και συνομιλεί:
κυρίως η Σύλβια Πλαθ (και ο Τεντ Χιουζ), η Αναΐς Νιν (και ο Χένρι
Μίλερ). Αυτοί οι συνομιλητές τη βοηθάνε να σκεφτεί τη ζωή της και την
τέχνη της, καθώς ζει ταυτόχρονα και τη δική της και τη δική τους ζωή,
και συχνά από τα λόγια τους γεννιούνται νέοι στίχοι: «Συχνά με ερεθίζουν
οι άλλες λέξεις. Κείμενα άλλων που διαβάζω και μου μιλάνε δημιουργούν
μια διάθεση μέσα μου που μπορεί να αποτελέσει τον οδηγό για τη δική μου
γραφή… γίνεται μια μυστική γοητευτική ζύμωση», όπως διαβάζουμε στην
εισαγωγική εγγραφή του βιβλίου της Ασημίνας Ξηρογιάννη.
Και η Σοφί γράφει.
Αφετηρία του ποιήματός της ο έρωτας και η απουσία του, ο φόβος του
τέλους και η μοναξιά: «Μέσα στο σώμα της είχαν φωλιάσει όλοι οι λυγμοί
του κόσμου». Οδηγός της «αυτή η ατέρμονη εσωτερική ένταση / που προκαλεί
το αίσθημα του ανικανοποίητου και η επίγνωσή του». Το τελικό αποτέλεσμα
ωστόσο, όπως πάντα συμβαίνει στην ποίηση και στη ζωή, δεν είναι βέβαιο:
«Η βεβαιότητα και η ποίηση είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτή είναι
εξάλλου η καταδίκη κάθε δημιουργού· δημιουργεί εκ του μηδενός ένα έργο,
φέρνει, στην πραγματικότητα, στον κόσμο μια νέα ζωή, βιώνοντας όλες τις
ωδίνες της γέννησης, χωρίς όμως να γνωρίζει αν το δημιούργημά του θα
ζήσει (αν θα αξίζει ευθύς εξαρχής να ζήσει) και αν θα συναντήσει τους
αναγνώστες. Χωρίς να γνωρίζει καν αν αυτή η δύσκολη γέννηση θα λυτρώσει
τον ίδιο από τη θλίψη και τους εφιάλτες του.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη
έγραψε ένα βιβλίο που μας μπάζει στην κουζίνα, καθώς λέμε, του ποιητή,
στην κουζίνα της ερωτευμένης ποιήτριας, ίσως έπρεπε να πω, εκεί που
αναμειγνύει τα υλικά της και δημιουργεί το έργο της. Κι ο αναγνώστης
βλέπει μπροστά του, ταυτόχρονα, να βιώνεται η ερωτική ματαίωση και να
χτίζεται, σελίδα τη σελίδα, το ποίημα. Κάποτε αντικρίζει γυμνά τα υλικά
του ποιήματος, όπως στο «Ποίημα κολάζ», με το οποίο θα κλείσω:
Αν η ποίηση είχε χρώμα…
Οι φιγούρες του Σαγκάλ (που πετάνε)
«Ο καθρέφτης» του Φοίβου Δεληβοριά
Βότανο λουίζα (για το αδυνάτισμα)
23 μέρες μόνο (;)
Ιδανικοί αυτόχειρες
Λευτέρης Βογιατζής: Θέατρο σαν ποίηση
Το κολάζ μου «Η ιστορία της γυναίκας μέσα στους αιώνες»
Οι ώρες (κινηματογραφική ταινία)
Σύλβια Πλαθ και Μάτση for ever
Αμοργός, του Γκάτσου
Διακοπές στην πραγματικότητα του Χάρη Βλαβιανού
Παραμύθια για παιδιά και μεγάλους
Το ποδήλατό μου
Χοσέ (όνομα που μου αρέσει)
Μέριλυν (η γνωστή)
Όλα τα «αν» και τα «γιατί»
Τα ηδονικά του Καβάφη
«Περιέχουμε τα πρόσωπα που αγαπήσαμε» (Μάνος Χατζιδάκις)
Το φιλί του Μουνκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου