Μια συνομιλία της Ασημίνας Ξηρογιάννη με τον Γιώργο Λαμπράκο, με αφορμή το βιβλίο δοκιμίων «Μεταμοντέρνος Έρως: η ερωτική επιθυμία στη σύγχρονη τέχνη» (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013) των Μαρία Γιαγιάννου, Γιώργου Λαμπράκου και Δημήτρη Νάκου.
*******
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Ποιος από τους τρεις είχε την αρχική ιδέα;
Ο διδάκτωρ της Παντείου και σκηνοθέτης Δημήτρης Νάκος προσέγγισε κάποια στιγμή μες στο 2012 τη Μαρία Γιαγιάννου και εμένα με την ιδέα ενός κοινού θεωρητικού βιβλίου. Ύστερα από αρκετές συζητήσεις και εννοιολογικές «ζυμώσεις» καταλήξαμε στο θέμα της αναπαράστασης του έρωτα στις σύγχρονες τέχνες, ένα θέμα που, παρότι αρχικά το θεωρήσαμε κάπως τετριμμένο, στη συνέχεια διαπιστώσαμε με ικανοποίηση πως δεν ήταν επαρκώς μελετημένο στη βιβλιογραφία που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Καθώς η ωραία αυτή ιδέα καρποφόρησε και πολλοί αναγνώστες ανταποκρίθηκαν από θετικά έως εξαιρετικά στο εγχείρημά μας, αποφασίσαμε να το συνεχίσουμε με έναν δεύτερο τόμο πάνω στο «μεταμοντέρνο». Αυτή τη φορά, αντικείμενο της μελέτης μας θα είναι οι αναπαραστάσεις του Σώματος σε μεταμοντέρνα έργα των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Ποιός ο κοινός στόχος των δοκιμίων;
Διακηρυγμένος (στην κοινή Εισαγωγή μας) στόχος των τριών δοκιμίων είναι να μελετηθεί το πολυδιάστατο φαινόμενο του έρωτα στους τρεις τομείς της μεταμοντέρνας τέχνης με τους οποίους έχουμε την εγγύτερη επαφή: τα εικαστικά (Γιαγιάννου), τη λογοτεχνία (εγώ) και τον κινηματογράφο (Νάκος). Όταν διαπιστώσαμε πως και οι τρεις αγαπούσαμε ιδιαίτερα το έργο του Οκτάβιο Πας «Η διπλή φλόγα: έρως και ερωτισμός» (στο οποίο φανερώνονται με ποιητικό όσο και άκρως φιλοσοφημένο τρόπο οι τρεις βασικές πτυχές του ερωτικού φαινομένου: Σεξουαλικότητα, Ερωτισμός, Έρως), αποφασίσαμε το βιβλίο του Πας να αποτελέσει την κοινή βάση πάνω στην οποία θα χτιζόταν η προσωπική θεωρητική πραγμάτευση του καθενός.
Σύμφωνα με το πρώτο δοκίμιο, που έγραψε η Μαρία Γιαγιάννου, ο έρωτας απουσιάζει από τις εικαστικές τέχνες. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η ερωτική διάσταση που απουσιάζει από τις τέχνες, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η Γιαγιάννου στο δοκίμιό της «Καθαροί πια, με βρώμικα φιλιά», είναι κυρίως η πνευματική, η οποία σύμφωνα με τον Πας συνίσταται στην ολοκληρωμένη σχέση δύο ανθρώπων στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας επιθυμίας για σεξουαλική αποκλειστικότητα και διαχρονική αγάπη. Η συγγραφέας δείχνει, με αναφορά σε γνωστά εικαστικά έργα των τελευταίων δεκαετιών (π.χ. της Μ. Αμπράμοβιτς, του Γκ. Ρίχτερ, των αδελφών Τσάπμαν και άλλων, των οποίων εικόνες υπάρχουν μες στο βιβλίο), ότι συμβαίνει το εξής παράδοξο: όσο εντείνεται η ενασχόληση των μεταμοντέρνων καλλιτεχνών με το σεξ και τον ερωτισμό, τόσο το σώμα απεικονίζεται εργαλειοποιημένο και αντιαισθητικό. Τον αμφίσημο ρόλο της έχει παίξει και η σεξουαλική απελευθέρωση των μεταπολεμικών χρόνων, γεγονός που από τη μία χειραφέτησε τον άνδρα και τη γυναίκα της Δύσης από τη μακραίωνη ερωτική τους καταπίεση, από την άλλη είχε ως τίμημα την επιπολαιότητα, την ευκολία, ενίοτε και την ευτέλεια των ερωτικών σχέσεων. Οι περισσότεροι σύγχρονοι καλλιτέχνες, μπροστά στον (δικαιολογημένο) φόβο τους πως μπορεί και να μην υπάρχει ο Μέγας Έρως (και η «Μεγάλη Τέχνη», αφού το ζήτημα είναι επίσης φορμαλιστικό), προτιμούν και επιλέγουν να αναπαριστούν το μεν ερωτικό φαινόμενο στην πλήρη του αποσύνθεση, τον δε δυτικό άνθρωπο στην ολοκληρωτική ερωτική του (και όχι μόνο) απομάγευση.
´Ερωτας/ερωτισμός/σεξουαλικότητα. Αναφέρονται στο πρώτο δοκίμιο ως '' αγρία τριάδα...''
Το συγκεκριμένο τριπλό σχήμα του Πας, στο έργο του οποίου «το σεξ είναι η ρίζα, ο ερωτισμός είναι ο κορμός και ο έρωτας το άνθος», μας βοήθησε να ομογενοποιήσουμε ως έναν βαθμό την ορολογία μας ώστε να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε – είναι ασφαλώς λογικό ο κάθε δοκιμιογράφος να επιλέγει στη συνέχεια όποιους όρους ταιριάζουν καλύτερα στον τρόπο σκέψης του. Και τι πιο άγριο από το ερωτικό φαινόμενο; Η σεξουαλικότητα, που διακρίνει όλα τα ζώα (συνεπώς και τον άνθρωπο), βρίσκεται σε μια αμφίθυμη διαμάχη με τον ερωτισμό, δηλαδή τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς τρόπους εκδήλωσης της σεξουαλικότητας. Με τη σειρά τους, αυτά τα δύο γνωρίσματα είναι σε σχέση έλξης και απώθησης με τον πνευματικό έρωτα, την αληθινή αγάπη, που έτσι φαντάζει πιο εύθραυστη. Αλλά κι αυτή, καμιά φορά, έχει τους δικούς της τρόπους της να επικρατεί. Όταν μάλιστα η συγκεκριμένη τριάδα βρίσκεται σε αρμονική σχέση, η αγριάδα αμβλύνεται και τότε ο άνθρωπος αποκτά μια κάποια ψυχοσωματική ισορροπία – μέχρι να τη χάσει ξανά, και όλο πάλι από την αρχή…
Ποιά η προβληματική του Μισέλ Ουελμπέκ αναφορικά με το ερωτικό φαινόμενο;
Ο σημαντικότερος Ευρωπαίος πεζογράφος της εποχής μας ξεδιπλώνει στο πολυδιάστατο έργο του όλες κυριολεκτικά τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, και προφανώς οι ερωτικές δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος του δοκιμίου μου («Το τέλος του έρωτα στο έργο του Μισέλ Ουελμπέκ»), που συνιστά τη μοναδική στα ελληνικά μονογραφία πάνω στο έργο του Γάλλου συγγραφέα, οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες του Ουελμπέκ δεινοπαθούν, όχι από σεξουαλική έλλειψη (το σεξ βρίθει και περιγράφεται όπως πρέπει στο έργο του), όσο από συναισθηματική κενότητα και απουσία ουσιαστικού νοήματος στις σχέσεις. Το ερωτικό φαινόμενο έχει κατακλύσει τους πάντες και τα πάντα στον Δυτικό κόσμο, εντούτοις οι άνθρωποι νιώθουν φοβισμένοι, αποπροσανατολισμένοι και ρευστοί: αυτό ακριβώς το παράδοξο αναδεικνύει ο Ουελμπέκ στα μυθιστορήματά του, ενώ εγώ πλαισιώνω τη δική του προβληματική με αναφορές σε αρκετούς σύγχρονους στοχαστές.
Ο έρωτας και το μεταμοντέρνο.
Όταν μιλάμε για «μεταμοντέρνο», εννοούμε κυρίως δύο πράγματα, που εδώ μπορώ να τα αναφέρω μονάχα εντελώς επιγραμματικά: πρώτον (γενικότερα), την εποχή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στις ανεπτυγμένες χώρες, ιδίως μετά τα σίξτις, και δεύτερον (ειδικότερα) τις τέχνες (εικαστικά, λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο, χορός, αρχιτεκτονική κ.λπ.) με ορισμένα αισθητικά
γνωρίσματα που τις διαφοροποιούν, λιγότερο ή περισσότερο, από τις τέχνες της εποχής του μοντερνισμού. Εφόσον το ερωτικό φαινόμενο άλλαξε ραγδαία στον μεταπολεμικό κόσμο, αναλόγως άλλαξε και η αναπαράστασή του από τις τέχνες, και αυτές οι αλλαγές είναι που διέγειραν το ερευνητικό μας ενδιαφέρον. Στα δοκίμια του τόμου, με το να πραγματευόμαστε τον έρωτα στις τρεις προαναφερθείσες τέχνες, πραγματευόμαστε εμμέσως πλην σαφώς τον έρωτα στις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες, στις οποίες ανήκει (τουλάχιστον κατά δήλωση και πρόθεσή της) και η ελληνική. Πρόσφατα, ένας αναγνώστης του βιβλίου μάς μίλησε για το πώς ο «Μεταμοντέρνος έρως», όχι μόνο έστρεψε την προσοχή του σε σημαντικά έργα τέχνης που δεν είχε υπόψη του, αλλά και ξεκαθάρισε διάφορες προσωπικές του εμπειρίες ως προς το τι σημαίνει να ερωτεύεσαι στη μεταμοντέρνα εποχή μας.
Ο Στέφανος Ροζάνης στο επίμετρο του βιβλίου γράφει ότι η προβληματική του ερωτικού φαινομένου έχει καταστεί πλέον μια προβληματική της απώλειας.
Στο επίμετρο του Στέφανου Ροζάνη, το οποίο συνοψίζει το βιβλίο μας, διαπιστώνεται ορθά ως κοινός παρονομαστής των τριών δοκιμίων η απώλεια του έρωτα στον σύγχρονο βίο και συνακόλουθα στην τέχνη που αποπειράται να τον αναπαραστήσει. Εδώ, η έμφαση των σύγχρονων καλλιτεχνών στην απώλεια, την απουσία, την έλλειψη, τείνει, αν όχι να καταπνίξει εντελώς, τουλάχιστον να υπερκεράσει τη διάσταση που συνίσταται στην ύπαρξη του έρωτα και των πλέον όμορφων και ζωογόνων πτυχών του.
To 3o δοκίμιο είναι γραμμένο με αφορμή την ταινία ''Ερωτική Επιθυμία" του Γουόνγκ Καρ Βάι. Πώς παρουσιάζεται μέσα σε αυτήν το ερωτικό φαινόμενο;
Ο Δημήτρης Νάκος, στο δοκίμιο «Ο μυσταγωγικός έρωτας», υπογραμμίζει το τελετουργικό μέρος της ερωτικής επιθυμίας, το οποίο μοιάζει να παρασύρεται και να χάνεται μπροστά στην οριακή επιτάχυνση της μεταμοντέρνας εποχής. Σε αντίθεση με τον βιαστικό ερωτισμό, που υπαγορεύεται από λογικές της εικόνας και του θεάματος (και κυρίως της εικόνας του θεάματος), ο ερωτισμός των δύο πρωταγωνιστών της σπουδαίας ταινίας του Καρ Βάι είναι αργός, μεθοδικός, εξού και πολύ πιο ερωτικός. Παρότι (ή ακριβώς επειδή) οι ήρωες δεν ολοκληρώνουν σεξουαλικά τη σχέση τους, ο Καρ Βάι έχει τη δυνατότητα να εντρυφήσει στο πώς δύο άνθρωποι μπορούν να πλησιάσουν και να ποθήσουν ερωτικά ο ένας τον άλλο, χωρίς τον βιαστικό, εξού και συχνά αυτιστικό, τρόπο με τον οποίο συχνά (παριστάνουμε πως) ερωτευόμαστε τον άλλον σήμερα. Ο χρόνος, η σαγήνη, η μυσταγωγία παίζουν χαρακτηριστικό ρόλο σε τούτο το δοκίμιο, το οποίο αναλύει παράλληλα τις ιδιαίτερες κινηματογραφικές τεχνικές με τις οποίες αναδεικνύεται η ερωτική επιθυμία των πρωταγωνιστών.
Eίναι ο έρωτας αλληγορικό φαινόμενο;
Μπορεί κάποιοι να θεωρούν τον έρωτα αλληγορικό φαινόμενο, αλλά εμείς, τουλάχιστον στο παρόν βιβλίο, εκλαμβάνουμε τον έρωτα ως ένα πραγματικό φαινόμενο με ουσιαστικές προεκτάσεις στην καθημερινή ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Και μπορεί παλιότερα ο έρωτας να αποτελούσε αλληγορία για κάτι άλλο (στον χριστιανισμό, π.χ., όπου ο σεξουαλικός έρωτας εν γένει
καταπιέζεται, η αναφορά στον έρωτα ενδέχεται να συμβολίζει τον έρωτα για τον Θεό), σήμερα όμως ευτυχώς διαθέτουμε τόσο την ελευθερία όσο και τα διανοητικά εργαλεία ώστε να μιλάμε ανοιχτά για την ερωτική επιθυμία χωρίς την απερίγραπτη υποκρισία, σεμνοτυφία και εθελοτυφλία του παρελθόντος.
Ποιος ορισμός για τον έρωτα -από αυτούς που γνωρίζεις- σε εκφράζει περισσότερο;
Ναι μεν ο Σιοράν έχει δίκιο όταν γράφει πως «ο εραστής ξεκινά ως ποιητής και καταντά γυναικολόγος!», αλλά ας μην τελειώσω με τόσο κυνικό τρόπο μια συνομιλία για το ερωτικό φαινόμενο. Νομίζω πως ο Σωκράτης, όταν στον πλατωνικό «Φαίδρο» χαρακτηρίζει «Πτέρωτα» τον θεϊκό έρωτα που βγάζει φτερά και πετάει (και μαζί του πετάμε κι εμείς), κάνει ένα καταπληκτικό σε ομορφιά και ακρίβεια λογοπαίγνιο. Από την άλλη, έχει δίκιο όποιος θα πρόσθετε πως η πτήση και η πτώση έχουν μόνο ένα γράμμα διαφορά. Ποιος νοιάζεται όμως για το δίκιο όταν στέκει μπρος στο μεγαλείο του Έρωτα, καθώς και των εξαίσιων αισθητικών του αναπαραστάσεων;
*
Γ.ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ |
Μ.ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ |
Δ.ΝΑΚΟΣ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου