«Εσένα, Νόπη, ποια είναι η αγαπημένη σου εποχή του χρόνου;» την είχε ρωτήσει η δασκάλα στην τρίτη Δημοτικού. «Το φθινόπωρο» είχε απαντήσει γκρεμίζοντας αναπάντεχα την αυθεντία του καλοκαιριού. Κάποια παιδιά γέλασαν. Η δασκάλα της αντέτεινε ένα δύσπιστο «Γιατί;». «Επειδή το φθινόπωρο είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος»είπε,για να δεχτεί τη γνώριμη χλεύη των συμμαθητών της, τότε και μετά.
Μετά, όταν πήγε στο Γυμνάσιο κι
ύστερα στο Λύκειο, ήταν αυτό που έλαμπε στα μάτια των ανθρώπων όταν την κοιτούσαν.
«Φταίει αυτή η αφέλεια που την χαρακτηρίζει» είχε πει ένας ειδικός στη γιαγιά
της, όταν την πήγε στη Θεσσαλονίκη για να την εξετάσει, μετά από προτροπές
γνωστών. Η γιαγιά δεν κατάλαβε τίποτα, «μια πριγκίπισσα είσαι γιαβρί μου, κι
άσε τους άλλους να λένε» της ψιθύριζε κάθε πρωί που της χτένιζε τα μαλλιά κι
ύστερα της τραγουδούσε ένα ποντιακό τραγούδι κι έλαμπαν τα μάτια τους –από χαρά.
Με χαρά επέστρεφε στο σπίτι κάθε
μεσημέρι, μετά το σχολείο, αφού έκανε πρώτα μια στάση στη γωνία κι έβγαζε τον
τσαλακωμένο χάρτη κι έβρισκε τη Φρανκφούρτη -εκεί ψηλά, στον κρύο Βορά- και
μετρούσε την απόσταση με τα δάχτυλα μονολογώντας «το καλοκαίρι που θα έρθουν,
θα τους τα πω όλα» κι ύστερα γύριζε σπίτι χαμογελώντας στη γιαγιά. Και
περνούσαν τα καλοκαίρια, αλλά η ξένη πόλη ήταν πιο μακριά από ό,τι πίστευε και οι
γονείς της δεν έλεγαν να φανούν. Κι όταν
τελικά τα κατάφεραν, την κοίταξαν και τα μάτια τους έλαμψαν όπως όλων των
άλλων-όχι όπως της γιαγιάς.
Και τώρα ακόμη, στην ενήλικη ζωή
της, έτσι την κοιτάζουν όλοι, αλλά δεν τη νοιάζει πια. Μετρά το χρόνο με τις
εποχές και ζει για τρεις μήνες, τους άλλους μόνο περιμένει. Δεν αντέχει το
κρύο, τη ζέστη, τα ανθισμένα ψέματα του Μάη. Αγαπάει τον ήσυχο άνεμο και τα
σύννεφα, όπως χαμηλώνουν και κάνουν τον κόσμο μικρότερο. Αγαπάει τα χρυσά φύλλα
που της χαϊδεύουν το κεφάλι , τη βροχή κι αυτή τη στοργική
μυρωδιά από το στήθος της βρεγμένης γης. «Γι’ αυτό σου λέω» μουρμουρίζει ξυπόλυτη
στο λασπωμένο χώμα, «το φθινόπωρο είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος».
****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου