Translate

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ /// ΤΙ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΣΤ΄ΑΛΗΘΕΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ




Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //
(Αναδημοσίευση από Φράκταλ)

Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι ένας ποιητής, αλλά πριν από αυτό είναι ένας μανιακός αναγνώστης.
Του αρέσει να κάνει βουτιές σε βιβλιοθήκες, να μυρίζει γιασεμί ακόμα κι όταν γιασεμί δεν υπάρχει, να μεταφράζει, να γράφει για βιβλία και ποιητές, να κρατάει σημειώσεις στα τετραδιάκια του, να κάνει λίστες με
ό,τι αγαπάει, βιβλίο ή άλλο, να παρακολουθεί ή να συμμετέχει σε βραδιές ποίησης.
Για την τέχνη της ανάγνωσης, τον ιδανικό αναγνώστη, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, τους βιβλιόφιλους, τους βιβλιοφάγους, το ποιόν και το ήθος του παθιασμένου Αναγνώστη κι άλλα παρόμοια γράφει στο βιβλίο του «Το 24ωρο ενός αναγνώστη» (Πόλις, 2017). Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (2018) κυκλοφορεί το βιβλίο του «Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο» που περιέχει μεταφράσεις ποιημάτων του Ramond Carver.
Στο παρόν κείμενο μας απασχολεί η ποιητική του τέχνη που παρουσιάζει ενιαίο ύφος στα βιβλία του «Γράμματα σε έναν πολύ νέο ποιητή»(Πόλις 2012). «Μια λεπτομέρεια που κανείς δεν την παρατηρεί» (Free Thinking Zone, 2013) και «Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής» (Πόλις 2016).
Πρόκειται για ένα βλέμμα ιδιαίτερο πάνω στα πράγματα. Ένα ποιητικό βλέμμα που έχει εδραιωθεί και αποτελεί παράλληλα και μια ακόμα περίπτωση ιδιοπροσωπίας στο ποιητικό γίγνεσθαι. Γίνομαι αμέσως πιο αναλυτική. Ο ποιητής έχει εμμονή με αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του, το μικρό ή μεγάλο θαύμα. Έχει εμμονή με αυτό που ο έντονος ρυθμός ζωής συχνά το διαλύει ή το προσπερνά.


(σελ.64)


Καθημερινά θαύματα


Κάθομαι στο μπαλκόνι και διαβάζω,
Κυριακή πρωί του Ιουνίου,
όταν κλείνω για μια στιγμή τα μάτια
ν’ αφουγκραστώ λίγο τα γύρω μου:

ένα πουλί δοκιμάζει όλους τους ήχους της φωνής του,
ο Τόμπι στα πόδια μου ρουθουνίζει μισοκοιμισμένος,
μια μέλισσα ζουζουνίζει πιο κει,
η γειτόνισσα καταβρέχει τα φυτά της
μιλώντας συγχρόνως στο τηλέφωνο,
αυτοκίνητα διασχίζουν το δρόμο,
από μέσα ακούω χαμηλά τους διαλόγους
κάποιας σειράς στη τηλεόραση
και μια φωνή: «Μαμά πότε να μπω για μπάνιο;

Είναι θαύμα πώς καταφέρνουμε,
ώρες ώρες να συγκεντρωνόμαστε.
Μα τα καταφέρνουμε.





Ο άνθρωπος συχνά και ποικίλους λόγους, δεν νιώθει τις αισθήσεις του ή απορροφημένος στα ποικίλα προβλήματα και υποχρεώσεις τολμούμε να πούμε πως έχει ξεμάθει να αισθάνεται. Έρχεται όμως ο ποιητής και αποτυπώνει στο χαρτί ό,τι κινδυνεύει να χαθεί ή να περάσει άδοξα στη λήθη. Έρχεται για να συλλέξει αισθήσεις, στιγμές, στιγμιότυπα. Πάει να κάνει λέξη ακόμα και το λεπτό, και το δευτερόλεπτο το ίδιο πάει να το κάνει στίχο, ποίημα. Από το μικρό, δευτερεύον, ίσως και ανούσιο καμιά φορά, δημιουργεί μία σύνθεση διευρυμένη, με γλώσσα άμεση και διαυγή, που πολλές φορές ενδέχεται να φαντάζει και «αντι-ποιητική». Με την έννοια ότι δεν φαίνεται να συνδέεται με τίποτα που να έχει σχέση με το μοντέρνο, το μεταμοντέρνο, το περίπλοκο, το ελλειπτικό, την πρακτική της αυτόματής γραφής, το γλωσσικό πυροτέχνημα, την ρίμα, την παραδοσιακή ποίηση. Όμως η ιστορία της Λογοτεχνίας έχει αποδείξει ότι μέσα στην απλότητα κολυμπά, από την απλότητα αναδύεται η Μεγάλη Ποίηση. Λες και δεν τον νοιάζει το «ύψος» (πολυσυζητημένη λέξη) αλλά δημιουργεί ποίηση με την γνώση ότι το βάθος και η ένταση εντοπίζεται
στα απλά, καθημερινά πράγματα, που κάποιος που γράφει ποίηση έχει υποχρέωση να μην προσπερνά, να μην παραβλέπει. Επίσης, η επιλογή των λέξεων και ο συνδυασμός τους κάθε φορά δίνουν την αίσθηση ότι τίποτα δεν είναι περιττό μέσα στο ποίημα, το οποίο έχει κάποιο στόχο, κάποιο λόγο ύπαρξης, ακόμα κι αν αυτός είναι η αποτύπωση μια αίσθησης, ή η απόδοση μιας δυνατής εικόνας. Αλλά το ακόμα πιο γοητευτικό είναι οι σκέψεις-σχόλια που κάνει ο ποιητής πάνω στα πράγματα. Άλλοτε με μια γραμμή καθολικότητας ή και δίνοντας ενίοτε έναν αποφθεγματικό χαρακτήρα. Χωρίς όμως ποτέ διδακτισμούς, αοριστίες, φλυαρίες, συναισθηματισμούς ή μελοδράματα.
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος ακούει τη ζωή με σεβασμό, ευλογεί τη ζωή δια της ποιήσεως, ίσως γιατί δεύτερη δεν έχει. Σαν μικρό παιδί γαντζώνεται από μια λεπτομέρεια, παρατηρεί και ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή. Αν μπορούσα να περιορίσω τις σκέψεις μου, να τις καταθέσω σύντομα και επιγραμματικά, θα επέλεγα το ίδιο το δικό του ποίημα που νομίζω ότι εύγλωττα μας παραπέμπει στην υφή της ποιητικής του. Και αυτό το ποίημα είναι οι Φιλοδοξίες, σελ.19:


Ακούγεται ασήμαντο για φιλοδοξία
και ξεπερασμένο και ρομαντικό,
μα δεν είναι άσχημο για πεπρωμένο:

να μείνω στη μνήμη των ανθρώπων
ως εκείνος που κάθε χρόνο
έγραφε για τις αμυγδαλιές
λες και τις έβλεπε για πρώτη φορά.



Μπορεί να γίνει και ειρωνικός, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 11 με το ποίημα «Ποίηση της ήττας»: Τι λες ,σύντροφε,/χάνουμε / μια παρτίδα ακόμα;/

Φαίνεται πως το ζεις τη στιγμή μπορεί να είναι το ωραιότερο ποίημα. Και μου έρχεται αμέσως στο μυαλό το ποίημα «Κάτω από τη βροχή» που κλείνει ως εξής: «[…]για μια στιγμή μόνο αν σταθείς εκεί,/δεν χρειάζεται να γράψεις /κανένα ποίημα εκείνη την ημέρα» (σελ.12)
Το ανθάκι της αμυγδαλιάς, το γυναικείο σώμα και η αίσθηση που αυτό προκαλεί, η γυμνότητα, το γυναικείο στήθος και εσώρουχο ως ερέθισμα,
αλλά και το αιδοίο είναι θέματα που είναι διαρκώς παρόντα στην ποίησή του. Όπως και η τρυφερότητα για τη γυναίκα επανέρχεται πάλι και πάλι. Εδώ αντιπροσωπευτικό είναι το ποίημα «Οικογενειακές ιστορίες» που είναι και αυτοβιογραφικό. Τα ποιήματά του επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι καίριο αυτό όταν συμβαίνει σε έναν ποιητή. Ή το να κλείνει ενίοτε το μάτι στον αναγνώστη όπως στο ποίημα «Η μυρωδιά του λεμονιού και άλλες ιστορίες» που κάπου στη μέση του σε παρένθεση γράφει: «(μας αρέσει αυτό, αναγνώστη, /θα το θυμάσαι και από παλαιότερα ποιήματα)» Μοιράζεται πράγματα με τον άλλο και τον βάζει τόσο αβίαστα στη θέση του. Ο γράφων και ο αποδέκτης της γραφής είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, είναι «φίλοι» που μοιράζονται πράγματα, εμπειρίες, σκέψεις, αγάπες. Ο Γιαννακόπουλος συνηθίζει να μιλάει και να μοιράζεται τις αγάπες του. Αυτό. Απλά και μόνο αυτό. Το ποίημά του είναι εκείνο που όλοι εύκολα αναγνωρίζουν ποιος ποιητής το έχει γράψει.


(σελ.24)


Μικρές αγάπες


Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου,
τις περιπέτειες του Τομ Σόγερ, τη μηλόπιτα,
τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil,
τις αμυγδαλιές-ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες-,
τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ.


Συνήθως οι ποιητές γλείφουν τις πληγές τους στα αυτοβιογραφικά τους ποιήματα, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος που είναι ένας ποιητής που υμνεί τη χαρά της ζωής και του έρωτα καταθέτει στο ολιγόστιχο και εύστοχο ποίημα «Ο ήχος της πληγής» (σελ.27) και δεν έχουμε παρά να συν-ταχθούμε:


Ήθελε ν’ ακούσει
τον ήχο που κάνει η πληγή
όταν επουλώνεται.

Έτσι επέζησε.


Σήμερα έχουμε την απλότητα απόλυτη ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έχουμε ανάγκη να απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή αφού πρώτα μπορούμε ακόμα να την ανακαλύπτουμε, κάτι που δεν θεωρείται πια καθόλου δεδομένο. Η ποίηση του Γιαννακόπουλου μας δείχνει πως η ζωή είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας και δεν έχουμε παρά να την ζήσουμε. Αρκεί να είμαστε σε εγρήγορση, αρκεί να έχουμε τις αισθήσεις μας έτοιμες πάντα και ανοιχτές.


(σελ.66)


Στη θάλασσα


Ούτε σήμερα κατάφερα να περπατήσω πάνω στα νερά,
που είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα τα θαύματα.

Τα άλλα δύο είναι ο έρωτας και η ποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου