ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
Περί πλοίων ο λόγος, στην ουσία ο λόγος για τον άγνωστο εαυτό. Ένα ταξίδι με αφορμή το πλοίο, τη συμβολική και την ιστορία του για να ανιχνεύσει η ποιήτρια την μεγάλη περιπλάνηση ,την υφή και την αξία της.
«Δεν ξέρω τίποτα από πλοία» αναφέρει η Λένα Καλλέργη στο πρώτο ποίημα του πρώτου μέρους της συλλογής της, η οποία φέρει τον τίτλο «Περισσεύει ένα πλοίο». Ενώ το πρώτο αυτό ποίημα έχει τίτλο «Η καταγωγή του είδους» και κλείνει ως εξής: «Ούτε από μένα ξέρω». Η άγνοια, αλλά και η περιέργεια οδηγούν πάντα στη διερεύνηση του γοητευτικού αγνώστου. Και πολλές φορές έρχεται ως φυσικό επακόλουθο η εφευρετικότητα, η αέναη δημιουργία που ταξιδεύει το δημιουργό μέσα στον χωροχρόνο και τον εμπλέκει με την ιστορία.Η περιπλάνηση του δημιουργού μέσα στον κόσμο ακυρώνει κάθε μορφή στασιμότητας και συνεπάγεται την ελευθερία του πνεύματος που «πατρίδα του είναι το σώμα που κινείται». Ο δημιουργός αυτός, ο ποιητής εν προκειμένω, γνωρίζει «ταξιδευτές με χίλιους μύθους» καθώς και «μια γλώσσα σε διαρκή μεταφορά». Αλλά ίσως αυτό δεν είναι αρκετό. Ίσως εκείνο που χρειάζεται είναι να πλάσει μια γλώσσα ιδιωτική, δική του, αλλά που θα είναι το εργαλείο του για να αναπλάσει, να ανασυνθέσει τον κόσμο, δίνοντας συνάμα τη δική του ,προσωπική ερμηνεία γι αυτόν. Ξέρει, άλλωστε, πως δεν κάνουν οι λέξεις τη γλώσσα και κυρίως τη γλώσσα της ποίησης, στην οποία καταφεύγουν διάφοροι για διάφορους λόγους. Όπως ακριβώς διάφοροι καταφεύγουν στη θάλασσα, ο καθένας για το δικό του λόγο (π.χ. άλλος αναζητά υγρασία, οι φλεγόμενοι ζητούν να σβήσουν τα πάθη, κάποιοι θέλουν απλώς να ξεφύγουν…/Το αλάτι, σελ.11/) Η γλώσσα της ποίησης υπερβαίνει τις στέρεες προθέσεις, ανοίγει το δρόμο για το άπειρο. Ο ποιητής σαν μικρός θεός ρίχνει τα δικά του πλοία στη θάλασσα του πνεύματος δίνοντας άλλο νόημα στο υγρό στοιχείο, στη θάλασσα σαν έννοια και στοιχείο της φύσης.Σε ποια γλώσσα θα γράψει ο ποιητής που θα είναι ανοίκεια και που θα εισάγει -επιτέλους- το νέο στην ποίηση και θα την ανανεώσει; H ποιήτρια έχει διάθεση επαναπροσδιορισμού της ποιητικής γλώσσας ή έστω επινόησης τρόπων και τακτικών που θα την αφορούν και θα την κάνουν λειτουργική και ελκυστική. [Άλλοι μετακινούν βουνά, καλλιεργούν πεδιάδες./ Άλλοι προσεύχονται για μια αλμυρή βροχή/Εμείς μένουμε απέναντι./Επινοούμε τρόπους./Είμαστε οι παρυφές αυτού που μας χωρίζει./Μαζί, μας βλέπουν μόνο τα πουλιά./Φανταζόμαστε/πως θα χτίσουμε γέφυρες/με λόγια και νερό./ (Όχθες,σελ.15)] O ποιητής είναι πάντα «ευαίσθητος με τις σκιές» και« επιρρεπής στη νύχτα». Στα μάτια της Καλλέργη ποιητής ίσον περιπλανώμενος, περιηγητής, βλέμμα που ζητά το ταξίδι μπας και ξεδιψάσει. [Δοκιμάζω γλώσσες, αλλάζω πατρίδες/επιστρέφω σε άγνωστα κύματα./«Τυχαίος χρησμός»,σελ.18] Ακόμα, αν η ποίηση ήταν Σειρήνα μέσα από τη σιωπή της θα μονολογούσε μονόλογο για την υφή της. Είναι δύσκολο να αυτοπροσδιοριστεί κανείς χωρίς να γίνει γραφικός. [[..]αν μοιάζω με γυναίκα ή πουλί/αν είναι η φύση μου αποστολή ή απόφαση/Βουβά ,πάνω στο βράχο μου εξασκώ, μετέωρη τέχνη της αναμονής/κι ας φεύγουν τα καράβια./]Η Καλλέργη γράφει: «Δεν έχω τίποτα, ούτε ένα φύλλο μέντας / να δροσίσω τον άλυτο φθόγγο». Ο δημιουργός κρατάει στα χέρια του τη δύναμη να «δίνει πνευματικά δώρα» στον αναγνώστη, αλλά είναι δύσκολο να χωρέσει μέσα σε έναν συμβατικό ορισμό, όπως και η ποίηση. Παρά τους χιλιάδες ορισμούς που έχουν δοθεί στην ποίηση, εκείνη δεν μπορεί να οριστεί, πάντα ξεφεύγει ελεύθερη και ταξιδεύει μέσα στους αιώνες. Έτσι κι ο δημιουργός, ελευθερώνεται μέσω της τέχνης του, σε άπειρο καιρό, μόνος, κατάμονος μοχθεί. Παλεύει με και για την Τέχνη. Η μοναξιά είναι αναγκαία όταν το μεγαλόπνοο έργο καραδοκεί.Η ποίηση συχνά είναι μελέτη θανάτου. Στο ποίημα «Λεπταισθησία» η ποιήτρια κάνει ανατομία του θανάτου. Το μαύρο χρώμα είναι απαγορευτικό για παραλλαγές, ώστε να απαλυνθεί κάπως η πληγή. Πάντως συνεπάγεται μια ισονομία: «τουλάχιστον πηγαίνει σε όλους./Κι εμένα τώρα που τον βλέπω από κοντά, με κολακεύει./Άραγε μπορεί κανείς να συμβαδίζει μαζί του, ή να τον έχει πιστό συνοδοιπόρο; Μέσα στο ποίημα όλα είναι δυνατά, όλα μπορούν να συμβούν, ακόμα και ο θάνατος να σου κρατά το χέρι. Αλλά και στη ζωή το ίδιο, το εύρος της όλα τα χωρά, συμφιλιώνει αυτή όλες τις αντιθέσεις, αρκεί να το αποδεκτεί ο άνθρωπος. Ένας ποιητής πιο εύκολα το αποδέχεται. Εξαίσιο το ποίημα με τίτλο: «Η λιτανεία της άνοιξης»[σελ.24]. Ειρωνικό, σφιχτό, ουσιαστικό. Το σκηνικό διαδραματίζεται μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο. Ποιος ο νεκρός, ποιος ο ζωντανός, πόση αλήθεια απ’ τη ζωή του μπορεί κανείς ν’ αντέξει.[«Κάθε χρόνο στον Επιτάφιο/δεν ξέρεις ποιον μπορεί να συναντήσεις./Ποιος να είναι φέτος ο νεκρός./ Ίσως ο πρώτος έρωτας./Πιστεύει πλέον μόνο στους Ινδιάνους /και σε θυμάται σαν πικρό φιλί./ Ίσως το ζεύγος των παλιών καθηγητών/εκείνη άντρας, εκείνος γυναίκα/τα παιδιά τους χαμένα/μακριά από αμφίβια τελετουργικά./[..]]Ο νεκρός τα ‘χει τακτοποιημένα, ο ζωντανός πρέπει να μπορεί να συνεχίσει να ζει διαχειριζόμενος κάθε φορά ό, τι τον στοιχειώνει και προσπαθώντας να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς.«Δεν είναι ο θάνατος ντροπή» και «Παρασκευή σημαίνει πως δεν είναι ντροπή να πεθαίνεις». Ντροπή ίσως είναι να ζεις σαν νεκρός.Ακόμα, εκτός από τη μελέτη του θανάτου, ο δημιουργός αγαπά να δοκιμάζει καινούρια πράγματα, να μυείται και να μυεί με τη σειρά του τους άλλους σε νέες εμπειρίες. Να μην κολλά στα δύσκολα, να προσπερνά το μαύρο, να δίνει άλλο όνομα στα πράγματα. Ο ποιητής είναι φυγάς, έχει τη δύναμη να αντιστρέφει τον κόσμο, ανα-πλάθει την πραγματικότητα, εναποθέτει τις ελπίδες του στους στίχους, σε νέες πρακτικές και διαδρομές και ιδέες! [«Πες τη χαμένη σου εφηβεία «γιορτή»./Την πιο βαθειά σου σκοτεινιά πες την «μητέρα»./Πες τα καμένα δέντρα «προσευχή»./ Δοκίμασα./ Θέλω να πάω πιο πέρα./Θέλω να πω τη νύχτα «σώμα»/κι είναι μόνο/στιγμή./Θέλω να πω το σώμα «δέντρο»/κι ας είναι μόνο/κλαδί./Θέλω να πω τα δέντρα «δάσος» /κι ας είναι μόνο/κορμοί./»Δοξασίες του δρόμου,σελ.26]Ο δημιουργός έχει πατρίδα; Βoλεύεται σε κάποιο μέρος; ‘H πατρίδα του είναι οι λέξεις, γιατί μόνο με αυτές και μέσα από αυτές μπορεί να ζει σε καθεστώς ελευθερίας, αθωώνοντας συνάμα και καθετί μεμπτό στη ζωή του; Ή πόλη /πατρίδα που κάποτε είχε όνομα τώρα δεν έχει. Βασικά η κατάσταση έχει αλλάξει ,κάτι που προκαλεί αμηχανία στην ποιήτρια. Κουβαλούσε μέσα της για χρόνια την εικόνα και την αίσθηση μιας πατρίδας που δεν υπάρχει πια, ούτε καν στην συνείδησή της ως τέτοια. Ίσως είναι η ευκαιρία της να απογαλακτιστεί, να κάνει το άνοιγμα προς τον κόσμο, προς την ωριμότητα της ψυχής και της γραφής. [«Πώς να σε αποκαλώ./Αν δεν ξεκίνησα από εδώ/κι εδώ δεν καταλήγω/τί μου απομένει;/ Κύματα,/η ελπίδα του τρελού/» Το όνομα της πόλης, σελ.29.] Στο επόμενο ποίημα με τίτλο «Αρπαγή» μαθαίνουμε ότι εκτός από την πόλη έχασε και κάτι άλλο: «Έχασα ολόκληρη εποχή/που δεν ήταν δική μου»(σελ.31). Συχνά τους ποιητές τους βλέπουν ως «ξένους», δεν τους αποδέχονται εύκολα σ’ έναν τόπο. Αλλά και κείνοι μόνη πατρίδα τους την ποίηση έχουν και κατοικούν εκεί και ούτε που τους νοιάζει. ‘Η αλλιώς, πατρίδα είναι ο ίδιος τους ο εαυτός που δημιουργεί, προστάτης τους η ποίηση. Η ποιήτρια δεν φαίνεται να «καίγεται» «να κάψει τους παλιούς θεσμούς ,να σβήσει τους νόμους». Όσο «κι αν αποδήμησε σε πολύβουες πόλεις γεμάτες δροσιά και καλέσματα», «έχει μια φτώχια κι επιστρέφει σε κείνη». Το μόνο που χρειάζεται είναι «απτή καθαρότητα» και διαύγεια για να συνεχίζει το έργο της το πνευματικό. Σιωπηλά και ταπεινά. Εδώ το πλοίο είναι περιττό. Η διάθεση για ποίηση και η ολοκληρωτική απόφαση να την υπηρετεί κανείς συνειδητά αποτελούν το πλοίο που θα την οδηγήσει σε ιερούς προορισμούς.Ο δημιουργός, ο καλλιτέχνης συχνά «ναυπηγεί μόνος του τα πλοία», τους δίνει όνομα, τους ορίζει καπετάνιο και αν η φωνή τον καλεί, πηγαίνει. Ο Paul Gauguin, o περίφημος ζωγράφος, πήγε «σ’ ένα νησί πιο μακρινό απ’ τη θλίψη» και «ξαναβρήκε τις τρεις μαγικές του ικανότητες, απορία, συγκίνηση, δέος». Και το θαύμα συντελέστηκε! Η δημιουργία αποθεώθηκε!«Υπάρχει πάντα ένα πλοίο /στο βάθος των συλλογισμών μας./ Ένα που θα μας έπαιρνε μακριά/ένα που θα έφερνε γαλήνη./Η εικόνα του ολόκληρη λείπει./Η πορεία του άγνωστη./». Εκείνος που μας νοιάζει είναι «να μην πνιγεί», «να πηγαίνει» γράφει στο ποίημα «Νηοπομπή» η Λένα Καλλέργη. Είναι η αίσθηση ότι όλα διασώζονται μέσω της δημιουργίας. Τίποτα δεν πάει χαμένο, αν όχι ολόκληρα, τα πράγματα εξακολουθούν να υπάρχουν ως μέρη μόνο ή ως αποσπάσματα, αφού τα διατηρεί ο δημιουργός με το ζωντανό του έργο που πηγαίνει κόντρα στην απώλεια ή τη φθορά και ευνοεί κάθε είδους διανοητικό ή συναισθηματικό ταξίδι.Το κορμί του ποιητή είναι η ίδια του η φωνή που τον μεταφέρει παντού και μέσω αυτής εκείνος κυκλοφορεί στον κόσμο. Φωνή τρόπος ύπαρξης, φωνή όχημα, φωνή αέναη μεταφορά κυριολεκτικά και μεταφορικά όμως μια και μιλάμε για ποίηση που συνεπάγεται την μεταφορική χρήση της γλώσσας. Δεν βολεύεται το κορμί, εγκλωβίζεται σε συμβατικότητες και «γυμνό δεν μπορεί να πηγαίνει», το λέει και η ιστορία του. «Αν όμως είχα ένα πανί» αναρωτιέται η ποιήτρια στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου με τίτλο «Σκαρί» Και μας κλείνει πονηρά το μάτι.Η Καλλέργη δεν αποχαιρετά σε καμία περίπτωση τη γλώσσα όπως αναφέρει σε τίτλο εκτενούς ποιήματός της. Η γλώσσα είναι το εργαλείο της δουλειάς της όχι μόνο ως ποιήτριας, αλλά και ως μεταφράστριας και κυρίως ως γλωσσολόγου. «Παίζει» κομψά και θαρρετά με τη γλώσσα και διαμέσου αυτής, δημιουργώντας παράλληλα σύμπαντα μεταφορικά και προσφέροντάς μας ως δώρο μια διφορούμενη (γλωσσική) εμπειρία. Δεν μας την προσφέρει όμως ξερά και επιφανειακά. Βάζει ψυχή και αίσθηση, επιλέγοντας με σύνεση κάθε λέξη. Μπορεί να αφήνουμε πίσω μας σώματα, μπορεί οι άνθρωποι να χάνονται, να σβήνουν, όμως, όπως προείπαμε, τίποτα δεν χάνεται αν κάποιος δημιουργός το εγκλωβίσει ως στιγμή μέσα στην τέχνη του και το περάσει με αυτόν τον τρόπο στην αιωνιότητα. Όλα συνεχίζουν να υπάρχουν όταν κάποιος μιλήσει γι’ αυτά. Όταν κάποιος βρει τον τρόπο να τα μεταφέρει σε μια γλώσσα άλλη από αυτήν που αποτελεί την τρέχουσα γλώσσα. «Ό, τι χάνει τη σχεδία του /δεν παύει να υπάρχει./ Περιπλανιέται μέχρι να επινοηθεί ξανά/ το σκεύος της μεταφοράς του.» γράφει . Τίποτα δεν περνάει στην ανυπαρξία, όταν υπάρχει η τέχνη που θα το διασώσει και το μετατρέψει σε κάτι που δεν θα βάλλεται από πουθενά και θα βρει την θέση του στις συνειδήσεις των ανθρώπων.Ώριμο βιβλίο ποιητικής, θα τολμούσαμε να πούμε! H ποίηση της Καλλέργη δεν «καμώνεται» με λόγια περιττά. Αντίθετα τούτη η ποίηση «είναι», από πνεύμα φτιαγμένη, συνδεδεμένη με το μύθο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναμετράται με το αόρατο και το κοινωνεί σε κάθε αναγνώστη που επιθυμεί να νιώσει.
ΠΗΓΉ:fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου