...εγκαινιάζοντας τη νέα στήλη του Περιοδικού VAKXIKON.Δείτε ΕΔΩ
Επιμέλεια: Ασημίνα Ξηρογιάννη
Γιατί
γράφουμε; Ποιές επιρροές έχουμε δεχτεί που μας καθόρισαν ή μας
στιγμάτισαν; Eίναι η πορεία μας αυτή που είχαμε ονειρευτεί ή σχεδιάσει, ή
για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού βρεθήκαμε; H ζωή και η τέχνη αναπόφευκτα
συμπλέουν, μπορεί και να αλληλοσυμπληρώνονται. Ο δημιουργός οφείλει,
θαρρώ, να κοιτά κάθε φορά κατάματα και τη ζωή και την τέχνη του και να
κάνει τον απολογισμό του. Η αυτοκριτική και η αυτογνωσία είναι πάντα τα
ζητούμενα και στον άνθρωπο και στον δημιουργό. Από κει και πέρα η βασική
έγνοια είναι πώς θα υπάρχει δημιουργική εξέλιξη. Αναπόφευκτα μού
έρχονται στο μυαλό όσα γράφει ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά. Κι είναι σαν
να μονολογεί:' Nα γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την
τελευταία λέξη την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη
μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως
το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των
αντιθέτων, εκεί που ο ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Δέκα γυναίκες
δημιουργοί που ζουν και δημιουργούν στο σήμερα. Οι σκέψεις τους, οι
καταβολές τους, οι εικόνες τους, είναι πολύτιμα στοιχεία του
δημιουργικού ΕΓΩ τους. Αναλογίζονται, στοχάζονται, θυμούνται, απορούν,
δείχνουν, καταθέτουν αναμνήσεις, εμπειρίες, συναισθήματα,
αποστασιοποιούνται άλλη λιγότερο, άλλη περισσότερο, εξομολογούνται,
μονολογούν κρύβοντας ή αποκαλύπτοντας, άλλοτε με τρόπο ρεαλιστικό,
άλλοτε επικαλούμενες τον σουρεαλισμό. Όμως, αποδεικνύοντας σε κάθε
περίπτωση πως η τέχνη είναι υπόθεση αυστηρά προσωπική.
Α. Ξ.
Γράφει η Έρικα Αθανασίου*
Χάρτινα ταξίδια
Οι
περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι τους αρέσουν τα ταξίδια. Λίγοι όμως
ταξιδεύουν συχνά και μάλιστα σε άγνωστους προορισμούς. Προτιμούν να τα
ονειρεύονται. Κι όταν τελικά το κάνουν προσπαθούν να ζήσουν με τον τρόπο
που έχουν συνηθίσει στην πατρίδα τους, αναζητώντας γνώριμα φαγητά και
συνήθειες.
Τι
νόημα όμως έχει να ταξιδεύεις αν τελικά δεν δοκιμάσεις τηγανιτές
μπανάνες και παγωτό με σάλτσα πιπέρι; Τι νόημα έχει να ταξιδεύεις αν
είναι να περάσεις τις μέρες σου με κάποιο βραχιολάκι ενός ξενοδοχείου,
προσπαθώντας να μην ξεμυτίσεις από την τεχνητή ασφάλεια που σου παρέχει;
Τι νόημα έχει να ταξιδεύεις αν δεν πάρεις άγνωστους δρόμους που θα σε
οδηγήσουν σε άγνωστους προορισμούς;
Η
συγγραφή μοιάζει πολύ με ένα ταξίδι. Με ένα ταξίδι που μπορεί να γίνει
πραγματικά εξωτικό ή να μη διαφέρει από την παραμονή στο σπίτι. Όπως στα
ταξίδια έτσι και στη συγγραφή μπορείς να διαλέξεις μια σίγουρη οδό ή
μπορείς να πάρεις διαφορετικά μονοπάτια. Μπορεί βέβαια να βρεθείς σε
αδιέξοδο, μπορεί όμως και να ανακαλύψεις μια καινούργια μαγική χώρα.
Ό,τι όμως και να συμβεί μπορείς να γυρίσεις πίσω και να
ξαναπροσπαθήσεις.
Προσωπικά
μου αρέσουν τα ταξίδια. Δεν περιμένω να βρω χρόνο για να πραγματοποιήσω
ένα ταξίδι, όπως δεν περιμένω να μου περισσέψει χρόνος για να γράψω
κάτι. Ο χρόνος απλώς περνάει και μένει σε εσένα να αποφασίσεις πώς
θέλεις να περνάει. Αν θέλεις να βρεις χρόνο για ένα ταξίδι βρίσκεις και
φυσικά πάντα υπάρχει χρόνος για να γραφτούν λίγες γραμμές.
Μ’
αρέσει να παίρνω το κομπιούτερ μου όπου πηγαίνω και να συνεχίζω αυτό που
γράφω όπου κι αν βρίσκομαι. Πιστεύω ότι επηρεάζεσαι από το μέρος που
βρίσκεσαι έστω κι αν αυτό που γράφεις δεν έχει σχέση με τον τόπο αυτό.
Οι μυρωδιές όμως στον αέρα, οι άνθρωποι, κάποιες ιδέες που δε θα σου
πέρναγαν από το μυαλό στο σπίτι σου, αναγκαστικά τρυπώνουν στο γραπτό
σου.
Απόλαυσα
ιδιαίτερα τη συγγραφή του βιβλίου, που γράψαμε μαζί με την αείμνηστη
Κίρα Σίνου, Στο σταυροδρόμι της ημισελήνου, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, 7
Οκτωβρίου 1571. Στη Ναύπακτο είχα βρεθεί πριν αρχίσω τη συγγραφή του για
να συλλέξω πληροφορίες. Δεν μπόρεσα να ξαναπάω όσο το έγραφα αλλά ένα
μικρό μέρος του γράφτηκε στο Κουσάντασι στην Τουρκία, όπου είχα βρεθεί
για λίγες ημέρες διακοπών. Έχω την αίσθηση ότι πίνοντας μαύρο τουρκικό
τσάι, κοιτώντας τους μιναρέδες και ακούγοντας τον χότζα να καλεί για την
προσευχή, μπόρεσα να αποδώσω καλύτερα το μουσουλμανικό στοιχείο στο
βιβλίο, εκτός από το γεγονός ότι ένιωθα ότι πραγματοποιούσαν ένα διπλό
ταξίδι. Στην πραγματικότητα και στο χαρτί.
Απολάμβανα
από μικρή τις ιστορίες της Αγκάθα Κρίστι. Είμαι σίγουρη ότι ένας από
τους λόγους που αρέσουν σε τόσο κόσμο είναι και το γεγονός ότι τις
απολάμβανε και η ίδια όσο τις έγραφε. Αν δεν απολαμβάνεις αυτά που
γράφεις είναι δύσκολο να τα απολαύσουν οι αναγνώστες του.
Μπορείς
να διασκεδάσεις γράφοντας ένα βιβλίο ακόμα κι όταν το θέμα είναι
ζοφερό. Το τελευταίο μου βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Iasonbooks Τρίτο Μνήμα Αριστερά, γράφτηκε με ανάλαφρη διάθεση, παρά τον
ίσως μακάβριο τίτλο του. Η περιήγηση στα διάφορα ταξίδια μου στα διάφορα
νεκροταφεία ήταν διασκεδαστική. Διασκεδαστική γιατί τα περισσότερα
νεκροταφεία είναι ευχάριστοι τόποι, όπου πολλοί πηγαίνουν απλώς για
περίπατο, ψυχαγωγική γιατί μέσα σε αυτά διακρίνεις τόσο διαφορετικούς
πολιτισμούς και έθιμα. Τα τελευταία χρόνια, σε όποιο μέρος και να
πήγαινα αναζητούσα νεκροταφεία για να δω και να φωτογραφίσω κι αυτό,
ακόμα κι αν φαίνεται έτσι, δεν ήταν καθόλου μια μακάβρια απασχόληση.
Είναι
όμορφο να βρίσκεσαι κοντά στο θέμα σου όταν γράφεις. Να έχεις άμεση
επαφή με αυτό. Για την αρχή ενός βιβλίου, συνήθως αρκεί μια ασήμαντη
αφορμή.
Ένα
δημοσίευμα στην εφημερίδα όπως συμβαίνει με το βιβλίο μου Καταραμένη
βρύση» που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τον Κέδρο. Τη συγκεκριμένη
«καταραμένη βρύση» σε κάποιο χωριό της ορεινής Ναυπακτίας δεν πήγα ποτέ
να τη δω, εκείνο τον καιρό όμως που το έγραφα «κόλλαγα» σε οποιαδήποτε
επαρχιακή βρύση, έψαχνα οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το νερό.
Είχα
την τύχη να συμμετέχω τον Οκτώβριο του 2013 στο 4ο Διεθνές Λογοτεχνικό
και Κινηματογραφικό Φεστιβάλ στην πόλη Ορντού, στα ελληνικά Κωτυώρα,
στον Πόντο, στην Τουρκία. Οι άνθρωποι εκεί έχουν καταλάβει πόσο
σημαντικό για το συγγραφέα είναι να βρίσκεται στον τόπο για τον οποίο
γράφει και έχουν δημιουργήσει ένα πανέμορφο σπίτι της Γραφής. Εκεί
φιλοξενούνται συγγραφείς που έχουν σκοπό στο έργο τους να συμπεριλάβουν
και την πόλη τους. Από το παράθυρο βλέπεις τη Μαύρη Θάλασσα και πιστεύω
ότι είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ιστορία εκεί και να μην παίξει κάποιο
ρόλο η Μαύρη Θάλασσα στο έργο σου.
Όλα
τα θέματα έχουν κάποτε γραφτεί, συνηθίζουν να λένε όσοι ασχολούνται με
το γράψιμο. Κι όμως όσοι άνθρωποι και να περάσουν από τη γη, ο καθένας
έχει τη δική του διαφορετική ιστορία. Εξαρτάται πώς βλέπεις την κάθε
ιστορία.. Μ’ αρέσει να αναζητώ την πρωτοτυπία περισσότερο στο
περιεχόμενο και όχι στη μορφή. Δεν με ικανοποιεί ένα μυθιστόρημα που
χαρακτηρίζεται ως πρωτότυπο απλά επειδή δεν έχει τέλος ή μπερδεύει τις
χρονικές περιόδους και τις πραγματικότητες. Το «εύρημα» μ’ αρέσει να
είναι στην πλοκή και αναζητώ πάντα το εύρημα αυτό, ενώ η έλλειψή του με
απογοητεύει.
Η
συγγραφή είναι μια μοναχική διαδικασία πιστεύουν πολλοί. Στην ουσία όμως
μόνο ένα μέρος της είναι μοναχικό. Τη στιγμή που αποτυπώνονται οι ιδέες
στο χαρτί. Για να δημιουργηθούν όμως οι ιδέες απαιτείται η συναναστροφή
με κόσμο, η συλλογή ιστοριών, εμπειριών και χαρακτήρων.
Αυτό
που θεωρώ ότι κέρδισα από την έκδοση των βιβλίων μου είναι η επαφή με
τους αναγνώστες μου. Οι προσκλήσεις από σχολεία για να μιλήσω σε παιδιά
για το θαυμαστό κόσμο του βιβλίου και για τους δικούς μου ήρωες για τη
δική μου μυθιστορηματική πραγματικότητα. Να διαπιστώσω τι σκέφτηκαν για
αυτούς και τι τους άρεσε. Να με διορθώσουν και να με κατευθύνουν για το
επόμενο βιβλίο μου. Η χαρά της επαφής του δημιουργού με τους αποδέκτες.
Αν
δεν υπήρχαν τα βιβλία μου δε θα είχα βρεθεί ποτέ σε Διεθνές Λογοτεχνικό
Φεστιβάλ να συζητάω με άλλους ανθρώπους από άλλες χώρες που η δουλειά
τους είναι να εκφράζονται με λέξεις και εικόνες. Δε θα είχα έρθει σε
επαφή με τόσο πολλούς παλιούς γνωστούς και φίλους που ανταποκρίθηκαν
στις προσκλήσεις μου για την παρουσίαση των βιβλίων μου, διαπιστώνοντας
πόσο σημαντικό είναι όταν οι δικοί σου άνθρωποι θέλουν να διαβάσουν για
τους κόσμους που έχεις δημιουργήσει.
Συχνά
διαπιστώνω ότι αναγνώστες μου θυμούνται το περιεχόμενο των βιβλίων μου
καλύτερα από εμένα. Γιατί με το που τελειώνω ένα βιβλίο φροντίζω να το
ξεχάσω. Το αντιμετωπίζω πλέον ως αναγνώστρια, αφού πλέον δεν μπορώ να
επέμβω σε αυτό, να αλλάξω κάποιον χαρακτήρα ή το τέλος του. Και
ετοιμάζομαι για το επόμενο. Που φιλοδοξώ να μη μοιάζει σε τίποτα με το
προηγούμενο. Γιατί κάθε νέο ταξίδι πρέπει να σου προσφέρει καινούργια
πράγματα. Δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνεις διαρκώς τα ίδια ταξίδια.
Πρέπει να γνωρίσεις νέους τόπους απαλλαγμένος από παλιά στερεότυπα.
*H Έρικα Αθανασίου έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Τρίτο μνήμα αριστερά (εκδόσεις Iason Books 2013), τη μελέτη Κίρα Σίνου, η αγαπημένη σύντροφος των παιδικών μας χρόνων (εκδόσεις Κέδρος 2008), και τα βιβλία για παιδιά Μετρώντας βήματα (εκδόσεις Κέδρος 2004) και Στοιχειωμένα θεμέλια (εκδόσεις Κέδρος 2007).
Γράφει η Τζούλια Γκανάσου*
Ο
κόσμος ξεσηκώθηκε: είναι αδύνατο να ελεγχθεί. Πρωτοστατούν οι πιο
ανήσυχοι και όσοι δεν περπατούν πάνω στη γη. Ακολουθούν οι ανυπόμονοι
και εκείνοι που μιλάνε μεγαλόφωνα. Δεν υπάρχει αμηχανία. Μόνο κάποιοι
ελαφρώς διστακτικοί κοιτάζονται για λίγο. Χαμογελούν δειλά και
παρασύρονται. Βλέπω κάποιους να εγείρουν αντιρρήσεις: σηκώνουν χέρια,
όρθωσαν γροθιές! Η μάζα αντιδρά άμεσα και απλά: καταβροχθίζει με
λαιμαργία τις κραυγές τους.
«Δεν υπάρχει γυρισμός…» φωνάζουν τα κοκόρια.
«Δεν υπάρχει έλεος!» συνηγορούν οι γηραιοί.
Βλέπω
κάποιους να σηκώνουν το κεφάλι: δακρύζουν ή αναθεματίζουν για όλα τα
δεινά. Ανάμεσά τους είναι οι πρώτοι ποιητές που με ξεγέλασαν: μου έταξαν
τις χίμαιρες και έθρεψαν κυκλώνες. Ο Καβάφης, ο Πόε, ο Σεφέρης, ο
Εμπειρίκος μίλησαν για ό,τι έπρεπε αφειδώς να ειπωθεί: για την εγγενή
αδυναμία που κάνει λάβαρο τη δύναμη, για το ένστικτο που κυβερνά ως την
αυγή, για το όνειρο που ζώνει με όπλα τους ευφάνταστους, για την θέληση,
την πίστη στη ζωή. Δεν κλείνουν με τίποτα το στόμα. Κάποιοι προσπαθούν
να τους φιμώσουν. Εκείνοι αντιδρούν. Τρέχω προς το μέρος τους μα
στέκονται μπροστά μου οι Βρετανοί.
«Μπορούν και μόνοι τους…» ψιθυρίζουν γλυκά οι γερανοί.
Η
Λέσσινγκ με πιάνει από το μπράτσο: το σύστημα την ενοχλούσε εξαρχής. Και
ο τρόπος που αντιδρούσαν οι γυναίκες. Και η κοινωνική πολιτική.
Καλωσορίζει τον Νάνο με τον Λάνγκερβιστ, συζητούν για ένα μέρος ζοφερό
που μοιάζει με το Λάναρκ (του Σκοτσέζου «Τζέιμς Τζόις» που ακούει στο
όνομα Άλασνταιρ Γκρέι και υπερηφανεύεται με ολοκάθαρο ουίσκι και πυγμή)
και όλο συγχύζονται: τόση επιστήμη, τόση τεχνική πότε θα εκραγεί;
Η
μάζα κινείται ρυθμικά. Κάποιοι τρέχουν, άλλοι μένουν πίσω, κάποιοι
τραγουδούν. Η μουσική φτάνει στα αφτιά μου σαν κελάιδισμα - αυτή ήταν
πάντοτε η σχέση μας: με συντρόφευε, δεν με επηρέαζε βαθιά. Και έτσι όπως
βαδίζω κυκλωμένη από ένα πλήθος αγνώστων στρατιωτών προς εκείνο που
φαντάζει ως «καλύτερο», προς εκείνο που ελπίζουν να αντικρύσουν στο
τέρμα μιας πορείας χωρίς σαφή προορισμό θυμάμαι την πρώτη σκοτεινιά - το
μόνο καταφύγιο - τη γραφή, το Και οι νάνοι ξεκίνησαν μικροί του
Χέρτζογκ, την πρώτη ματαίωση (στον έρωτα ή στην έκδοση - είναι τόσο
συναφή), τις Άγριες φράουλες του Μπέργκμαν, την πρώτη αποδοχή, την
Τελευταία γυναίκα του Φερρέρι και τον Αθώο του Βισκόντι… Τον αθώο. Η
μάζα είναι αθώα. Κυοφορεί τα πάντα και αυτό την κάνει να μην βιώνει
ενοχή. Αντίρροπες δυνάμεις με στόχο την αδράνεια. Δύο παιδιά φιλιούνται
με ταχύτητα. Καταβροχθίζουν σχεδόν ο ένας την άλλη. Εξαντλείται η
υπομονή. Και η συμπόνια. Και η φιλία. Και οι αρχαίοι κλασικοί. Και μια
γωνιά στο μυαλό του Ντοστογιέφσκι ή στις γραμμές του Κίρκεγκωρ που αγαπώ
τόσο πολύ. Κανείς δεν ρώτησε που πάμε. Απλώς ακολουθείς. Την ανάγκη για
επιλογή, για επιβίωση. «Ελευθερία. Ισότητα. Αδελφότητα.» και μια
υπόσχεση για λίγο του Βολταίρου και μια γιαγιά που δαγκώνει με κόπο την
κόρα από το ψωμί για να δώσει την ψίχα στο εγγόνι της. Μια ηλικιωμένη. Η
γιαγιά μου που άφησε την τελευταία της πνοή ανάμεσα στα αλεύρια, στον
φούρνο - ανάστησε πέντε παιδιά μέσα εκεί. Τη μάνα μου. Η μάζα αψηφά τη
γονεϊκή καταγωγή. Είμαι ελεύθερη να είμαι και να σκέφτομαι ό,τι θέλω!
Είμαι ελεύθερη να μιλάω και να σκύβω όσο θέλω! Είμαι ελεύθερη να νιώθω
και να πράττω όπως θέλω!
Ο
κόσμος προχωρά προς τα μπροστά. Κάποιοι βάδισαν για λίγο προς τα πίσω,
άλλοι πήγαν να σταθούν, ξέμειναν μόνοι. Δεν είναι ωραίο να είσαι μόνος.
Δεν έχω αδελφό ή αδελφή - ποτέ δεν ήθελα. Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Το
να μην έχω ακόμη έναν συγγενή με λυτρώνει από το βάρος του να μιλάω σε
ακόμα έναν που δεν έχω επιλέξει. Πάντα θυμάμαι τον Γουάτσον και τον Κρικ
που ανακάλυψαν το DNA – την πληροφορία / τον προγραμματισμό της ίδιας
της ζωής, ακόμη διαβάζω δημοτικά τραγούδια του αγνώστου: «καθένας με τις
χάρες του μισιέται ή αγαπιέται…», καθένας με τις χάρες του…
Η
μάζα κινείται με έναν υγρό ρυθμό και δυνατό: κυοφορεί μυστικισμό και
υποσχέσεις, ένα μωρό που γίνεται καθρέφτης όσων επιθυμήσαμε πολύ. Η
φθορά δεν αντέχει μες στη μάζα. Ούτε ο χρόνος, ούτε τα δηνάρια: η
Παναγία χαμογελά: χαϊδεύει έτσι τα παιδιά της παρέα με τον Βούδα, τον
τρελό Πιερό και τον Καντίνσκι. Κάποιοι βγάζουν τις μάσκες, αργά αργά
γδέρνουν το δέρμα με τα νύχια και από μέσα αναδύεται ένα άλλο προσωπείο,
νέο - καθαρό. Κάποιοι σφυρίζουν δυνατά και σιγοντάρουν τα συνθήματα.
Όσοι προσπάθησαν να σταματήσουν τη μάζα ποδοπατήθηκαν, τέτοια δύναμη
έχει η επαφή. Ένας ύμνος -εθνικός, θρησκευτικός ή μητρικός- γίνεται
μάντρα, καραμέλα για τον κόσμο ώστε να ενωθεί με τον κόσμο του διπλανού
μπουλουκιού και κάποιους στη γωνία: η μάζα μεγαλώνει, γιγαντώνεται,
αλλάζουν οι αντοχές. Μια μυρωδιά από χωριό με παρασύρει, μια μυρωδιά
ψημένου άβγαλτου ψωμιού και μια εικόνα αγιότητας, ένα νεογέννητο αμιγώς
τρομακτικό. Κοιτάω τριγύρω και ευτυχώς δεν βλέπω κανένα που να ξέρω.
Κρατάω μόνο υπό μάλης μια ιστορία της τέχνης, του λόγου, της φιλοσοφίας,
της ύπαρξης ολόκληρης… «Ζωή οδηγίες χρήσεως» και ένα όραμα στο μάγουλο
να καίει, να ψεύδεται, να ψέλνει: ότι η μάζα δεν θα νικηθεί, ότι θα
μείνουμε ενωμένοι, ότι θα ξυπνήσω ξανά με ένα φιλί ένα πρωί και ένα
χαμόγελο στο χέρι.
*H Τζούλια Γκανάσου έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Σε μαύρα πλήκτρα (εκδόσεις Γκοβόστης 2006) και Ομφάλιος λώρος (εκδόσεις Γκοβόστης 2011) και τη νουβέλα Ως το τέλος (εκδόσεις Γκοβόστης 2013).
Γράφει η Σοφία Κολοτούρου*
Tην
πρώτη φορά που μου συνέβη, ήμουν έξι χρονών, εξίμιση, και πήγαινα στη
δευτέρα δημοτικού (είχα «κερδίσει» χρονιά, πενταμισάρια μας λέγανε
τότε). Ήτανε το έτος 1979, παραμονές Χριστουγέννων. Πήρα χαρτί και
μολύβι κι έγραψα τους πρώτους στίχους «Μια νύχτα σκοτεινή και παγωμένη
του χειμώνα, στα πολύ παλιά τα χρόνια μέσα στη βροχή, στα χιόνια…» κι
ακολουθούσε το υπόλοιπο, που περιέγραφε τη γέννηση του Χριστού (με
σαφείς επιρροές από τα κάλαντα και από τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια
που μαθαίναμε στο σχολείο). Λένε ότι ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται,
και το πιστεύω απόλυτα. Γιατί στην πρώτη δημοτικού δεν έκανα άλλο από το
να διαβάζω τα ποιήματα του ανθολογίου και να τα μαθαίνω απέξω. Αλλά και
πριν ακόμα μάθω να γράφω, όπως μου λέει η μητέρα μου, άλλο δεν έκανα
παρά να τραγουδάω όλη μέρα τραγουδάκια με δικά μου λόγια και
ομοιοκαταληξία – δεν θα ήμουν πάνω από 3 ή 4.
Όλα
τα χρόνια που ακολούθησαν στο σχολείο έγραφα πάντα (έχω φυλαγμένα όλα
τα μαθητικά τετράδια). Κάθε χρονιά, εκτός από τα συνηθισμένα τετράδια
του σχολείου είχα δίπλα κι ένα «Τετράδιον Ποιημάτων» όπου καθαρόγραφα με
προσοχή όλες τις εμπνεύσεις μου. Αλλά και με το πεζό είχα ασχοληθεί από
πολύ μικρή – είχα γράψει ένα «μυθιστόρημα» επιστημονικής φαντασίας από
τα 9 ως τα 11 (έχω ακόμα το τετράδιο) και κάποιες νουβέλες στο γυμνάσιο.
Όταν ήρθε η ώρα των πανεπιστημιακών σπουδών, αν και η ισχυρή μου κλίση
με έσπρωχνε προς τη φιλολογία / τις ανθρωπιστικές σπουδές, ωστόσο τα
προβλήματα υγείας μου (κώφωση) σε συνδυασμό με το ιατρικό περιβάλλον των
γονιών μου (πατέρας γιατρός, μητέρα νοσηλεύτρια, νονά γιατρός κλπ) με
κατεύθυναν προς την Ιατρική. Ποτέ όμως δεν ξέχασα τη μεγάλη μου αγάπη,
την ποίηση, και όλα αυτά τα χρόνια διάβαζα ποίηση, πολλές φορές στα
κρυφά, χωμένη μέσα στην Παθολογία και στην Ανατομία, κι έγραφα στίχους
στα περιθώρια των ιατρικών βιβλίων όπως έμαθα αργότερα ότι έκανε και ο
Σεφέρης με τα νομικά του βιβλία.
Το
2000 άρχισα να ανακατεύομαι με τις πρώτες λογοτεχνικές ομάδες που
δημιουργήθηκαν στο διαδίκτυο – η πρώτη πρέπει να ήταν το www.elogos.gr.
Καθώς μέχρι τότε ακολουθούσα αυστηρά το δρόμο της Ιατρικής – είχα πάρει
ήδη πτυχίο από το 1998 και έκανα ειδικότητα στην Κυτταρολογία στον Αγιο
Σάββα – δεν ήταν εύκολο να βρω, να γνωρίσω τους άλλους ποιητές που
θαύμαζα και αγαπύσα τη γραφή τους. Η κώφωση έκανε τα πράγματα ακόμα πιο
περίπλοκα – κι εκεί ακριβώς με βοήθησε το διαδίκτυο και οι κοινωνικές
συνδέσεις που έγιναν μέσω αυτού. Τελικά η πρώτη μου ποιητική συλλογή
εκδόθηκε μόλις το 2007, στα 34 χρόνια μου πια, οπότε οριακά διεκδικούσα
ακόμα τον τίτλο της «νέας ποιήτριας». Από εκεί και πέρα όμως τα πράγματα
άρχισαν να βρίσκουν το δρόμο τους. Το 2010, το 2012 και το 2013
εκδόθηκαν τα επόμενα βιβλία μου, τα δυο από τα οποία είναι πεζά – με το
βιβλίο Tα επτά πρόσωπα της κώφωσης, που εκδόθηκε το 2013 ξαναγύρισα εν
μέρει και στην αρχική μου αγάπη, την επιστημονική φαντασία, αφού
διαδραματίζεται σε μέλλοντα χρόνο.
Από
το 2013 επίσης άρχισα να σπουδάζω και πάλι, στο ΕΑΠ, στο τμήμα του
Ελληνικού Πολιτισμού, κάνοντας στα 40 μου αυτό που ίσως έπρεπε να είχα
κάνει στα 18, δηλαδή τις ανθρωπιστικές σπουδές. Από το ύψος των 40 –
σχεδόν 41 πια – χρόνων μου, πιστεύω ακράδαντα ότι ο ποιητής γεννιέται
και πως, ό,τι και να κάνεις, η ποίηση και η λογοτεχνία αν είναι μέσα σου
θα βρουν το δρόμο τους να εκφραστούν. Είμαι ευτυχής που με τα social
media μπορώ να επικοινωνώ χωρίς πρόβλημα με τους άλλους λογοτέχνες –
γραπτώς – και τολμώ να πω πως αγαπάω τη γλώσσα όσο κι εκείνοι, ίσως και
λίγο περισσότερο, αφού για μένα το γράψιμο είναι το μεγαλύτερο παράθυρο
επικοινωνίας που μπορώ να έχω στον κόσμο. Χωρίς τη γραφή δεν θα είχα τη
δυνατότητα να σας γράψω και αυτόν εδώ τον μικρό μονόλογο σήμερα, και
χωρίς τα social media δεν θα μπορούσα να σας τον στείλω. Γι’ αυτό, αν
και αισθητικά αγαπώ τον μεσοπόλεμο (και επανέρχομαι σε αυτόν και
θεματικά και μορφολογικά), ωστόσο η πρακτική μου διάσταση επικροτεί και
χαίρεται τον 21 αιώνα και την τεχνολογία. Είμαι λοιπόν μια ρομαντική
τεχνολάτρισσα… Χρησιμοποιώ την τεχνολογία για να μπορέσω να προσεγγίσω
τον άνθρωπο. Κι αγαπώ την ποίηση γιατί μας αποκαλύπτει τον βαθύτερο
πυρήνα της ύπαρξής μας, τα βάθη και τα ερέβη στα οποία η τεχνολογία δεν
θα φτάσει ποτέ.
Κι
όπως λέω σε κάποιο ποίημά μου όπου περιέγραφα τη ζωή μου στο
Κυτταρολογικό Tμήμα (μικροσκόπιο): «Μετά η ανάκριση εκ του μικροσκοπίου.
Τον εξετάζουμε, στο φως το ηλεκτρικό. Στ' άδυτα κατερχόμαστε του βίου,
μα όλο ξεφεύγει της ζωής το μυστικό... »
*Η Σοφία Κολοτούρου έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Αν-επίκαιρα ποιήματα (εκδόσεις Τυπωθήτω 2007) και Τρίλιζα (εκδόσεις Vakxikon.gr 2012) και τις συλλογές διηγημάτων Κουφός είσαι ρε; Δεν ακούς; (εκδόσεις ΚΨΜ 2010) και Τα επτά πρόσωπα της κώφωσης (εκδόσεις Gutenberg 2013).
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη*
Ο μίτος της Αριάδνης
Με
ρώτησαν κάποτε σχετικά με τον Θεό. «Όταν τον αναζητάς, τον βρίσκεις»,
απάντησα. Ζηλεύω τόσο πολύ τους ανθρώπους που πιστεύουν σε μιαν άλλη
ζωή! Νιώθω ότι είναι πιο ευτυχισμένοι από κάτι τύπους σαν και του λόγου
μου. Εγώ τρέχω να τα προλάβω όλα σε τούτη τη ζωή, ενώ εκείνοι έχουν
δημιουργήσει στον εαυτό τους την πολυτέλεια να απολαμβάνουν τη σιγουριά,
την ελπίδα μα και τα όνειρα που γεννάει η πίστη μιας αιωνιότητας.
Kανονικός μονόλογος! Απαντώντας σε αόρατες, μα ουσιαστικές ερωτήσεις
που πλανώνται μέσα μου και γύρω και ερεθίζουν τη σκέψη μου...
Απαντώντας πώς ξεκίνησαν όλα με τη γραφή ή τουλάχιστον προσπαθώντας να
κάνω τις σωστές προσεγγίσεις στα πράγματα που αφορούν σ' εμένα και
στην τέχνη που υπηρετώ.
Θα
γυρίσω πίσω στα χρόνια που φοιτήτρια φιλολογίας χωνόμουν μέσα στο
σπουδαστήριο για να μελετήσω λογοτεχνία και να κάνω τις εργασίες του
εξαίσιου καθηγητή μου Βαγγέλη Αθανασόπουλου αναφορικά με τον Βιζυηνό και
τον Παπαδίτσα... Εκείνα τα χρόνια γίνονταν μέσα μου όλες οι ωραίες, μα
και καθοριστικές για την μετέπειτα πορεία ζυμώσεις... Εκείνα τα χρόνια
ανακάλυπτα τον Λειβαδίτη και πάλευα να βρω τη δική μου φωνή, πάλευα να
βάλω σε τάξη την άκρως χαοτική μου προσωπικότητα (κι ακόμα δεν τα έχω
καταφέρει).Τον Ιούλιο του 2000, «το αναλωμένο σε ηδονικούς έρωτες σώμα
μου» μπήκε στην Ανθολογία Νέων Ποιητών που εξέδωσε το περιοδικό Μελωδία
και κυκλοφόρησε σε όλη την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, είχα ήδη μπει με
κατατακτήριες στο Θεατρικών Σπουδών και είχα την τύχη να έχω καθηγητή
τον Νάσο Βαγενά, ο οποίος μάς δίδασκε θεωρία της λογοτεχνίας. Μετά από
παρότρυνση μιας συμφοιτήτριας, τόλμησα να του δώσω να διαβάσει ποιήματά
μου και κείνος τα διάβασε, του άρεσαν και μου είπε «Προχώρα», και
προχώρησα.
Στην
ποίηση είναι άλλωστε όλο το ταξίδι! Στην Ποίηση το Όνειρο, στην Ποίηση
ο στοχασμός, στην Ποίηση το συναίσθημα, στην Ποίηση η Ανατροπή, στην
Ποίηση και η Πίστη!
Συνεχίζοντας...
στη δραματική σχολή ο κόσμος μεγάλωσε πιο πολύ, ο εαυτός μου «άνοιξε»,
διευρύνθηκε και διοχετεύθηκα σε άλλα έντεχνα κανάλια. Ατελείωτες πρόβες
στο θέατρο Εμπρός, συμμετοχή σε καλλιτεχνικά δρώμενα, χοροθεατρικές
κυρίως παραστάσεις και πολλά και ποικίλα σεμινάρια.
Δύο οι βιβλιοθήκες στο σπίτι πια. Μια για τη Λογοτεχνία και άλλη μία, ξεχωριστή, για το Θέατρο.
Τα
θεατρικά διαβάσματα δεν είχαν τελειωμό... Ο Ίψεν, ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο, ο
Τσέχωφ, ο Ουίλιαμς, ο Λόρκα, ο αγαπημένος μου Πίντερ και ένα σωρό
άλλοι. Κι ο Σαίξπηρ πάντα, φυσικά! Και ήταν οι ρόλοι που ζητούσαν
ενσάρκωση. Οι ρόλοι που χρειάζονταν μελέτη και προσέγγιση είτε για
εξετάσεις είτε για παραστάσεις είτε για εσωτερική κατανάλωση. Κάθε φορά ο
ρόλος σε βάζει να βλέπεις τα πράγματα από άλλη σκοπιά, κάθε φορά αγαπάς
την περσόνα σου... μαθαίνεις να την αγαπάς και να την πιστεύεις. Όπως
και ο ποιητής αγαπά τα προσωπεία που δημιουργεί και τα πιστεύει.
Ώσπου
ήρθε η εποχή που οι ενδοσκοπήσεις και οι ειλικρινείς και ουσιαστικές
καταβυθίσεις στα άδυτα του εαυτού μου άρχισαν τόσο να με τρομάζουν, που
με αφάνισαν, με συνέθλιψαν, με όλη τη σημασία της λέξης. Με πήγαν τόσο
χαμηλά, που πιο κάτω δεν υπήρχε. Γιατί όταν ο άνθρωπος πιάνει πάτο δεν
μπορεί να πάει παρακάτω. Μόνο ένας δρόμος υπάρχει μετά... η επιφάνεια.
Και βγήκα στην επιφάνεια. Η μικρή, μα θαυματουργή μου Αριάδνη μού έδωσε
το μίτο της οδηγώντας με -σχεδόν μαγικά- σε μια άλλη θέαση του κόσμου.
Οι μαύρες μέρες πέρασαν (ανεπιστρεπτί; κανείς ποτέ δεν ξέρει). Η
ανάμνησή τους δεν σβήνει, αντίθετα πυροδοτεί τη σκέψη και τη δράση μου.
Μετά τις μαύρες μέρες, ξανάπιασα το νήμα της τέχνης κι οι συνδέσεις
μεγάλωσαν μέσα μου. Πλάτυνα κι άλλο σαν άνθρωπος και σαν δημιουργός....
Ναι!
Είναι αναπόφευκτο τα βιώματά μας να μάς καθορίζουν ως δημιουργούς...
Οι συγκυρίες μάς στιγματίζουν... Οι εμπειρίες συχνά μάς δημιουργούν το
ανοίκειο βλέμμα και μας σπρώχνουν μοιραία στο πείραμα, στο παιχνίδι, στα
κανάλια της δημιουργίας, στην αιώνια περιπλάνηση.
Προσπαθώ
να ανασυνθέσω τον κόσμο μας εξημερώνοντας τα αρχικά μου ερεθίσματα.
Ποτέ δεν ξεχνώ να αναφέρομαι στην μαγεία που μου ασκεί η
διακειμενικότητα. Στις λέξεις που γεννούν τις άλλες λέξεις. Είχα πει
κάποτε στο Πανδοχείο, στον Λάμπρο Σκουζάκη: «Συχνά με ερεθίζουν οι άλλες
λέξεις. Κείμενα άλλων που διαβάζω και μου μιλάνε δημιουργούν μια
διάθεση μέσα μου που μπορεί να αποτελέσει τον οδηγό για τη δική μου
γραφή... Γίνεται μια μυστική γοητευτική ζύμωση! Γενικά και ειδικά με
τρελαίνουν τα παιχνίδια διακειμενικότητας. Η διασύνδεση κρυφή ή φανερή
με άλλα κείμενα και λογοτέχνες». Μου λένε ότι τα βιβλία μου δεν
μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους και ότι είναι σαν να τα έχει γράψει
διαφορετικός άνθρωπος. Αυτό ισχύει και γίνεται σκόπιμα, γιατί με
ενδιαφέρει να περνάω από διάφορα κανάλια, να εργάζομαι με διαφορετικό
τρόπο κάθε φορά. Δεν παγιώνω το ύφος μου ακόμα (χρειάζεται άραγε να το
κάνω ποτέ;) Και γιατί να το κάνω αυτό; Για να είμαι εύκολα αναγνωρίσιμη;
Μα δεν είναι η ευκολία το ζητούμενο! Έχω πολύ καιρό μπροστά μου και
πολλή δουλειά. Και την επίγνωση ότι ποτέ τίποτα δεν θα είναι αρκετό.
Διάβασμα, γράψιμο και σβήσιμο. «Σβήσιμο πιο πολύ! Με τον τρόπο του
Καβάφη!», όπως μας έλεγε ο δάσκαλός μας ο Λιαντίνης.
Στην
νουβέλα μου Το σώμα του έγινε σκιά (εκδόσεις Ανατολικός 2010) ο
αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την αγωνία μου για το χρόνο και κυρίως
για τα γηρατειά. Και αυτά τα νικά η καλή ποίηση.
Στο
πιο πρόσφατο βιβλίο μου με τίτλο Εποχή μου είναι η Ποίηση (εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2013) τολμώ να κάνω ένα διάλογο με την εποχή που διανύουμε
και τη σύγχρονή μας πραγματικότητα, έναν διάλογο με τον κόσμο μέσα στον
οποίο μεγαλώνω. Ήταν αδύνατον να μην επηρεαστώ από αυτό που συμβαίνει
στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Το ενδιαφέρον είναι να δει κανείς πώς
όλα αυτά, τις εικόνες και τα βιώματα της Κρίσης τα φιλτράρω ποιητικά.
Ξέρω
πια πως πάντα το ζητούμενο είναι το φως. Και για τον άνθρωπο και για
τον καλλιτέχνη! Όπως είπε ο Claudel, «υπάρχουν δύο τρόποι για να
λάμπεις, είτε να αντανακλάς το φως είτε να το δημιουργείς». Κι ο καλός
ποιητής μπορεί και το δημιουργεί..! «To ποίημα θέλω να 'ναι γκρέμισμα
πρωτίστως / και μετά χτίσιμο φωτός» (Το ποίημα που σιωπά, ανέκδοτη
συλλογή).
*Η Ασημίνα Ξηρογιάννη έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Η προφητεία του ανέμου (εκδόσεις Δωδώνη 2009), Πληγές (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011) και Εποχή μου είναι η ποίηση (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013), και τη νουβέλα Το σώμα του έγινε σκιά (εκδόσεις Ανατολικός 2010).
Γράφει η Δανάη Παπουτσή*
Αγαπημένος
δάσκαλος, μου ευχήθηκε κάποτε για τη φαντασία μου, να έχει ορατότητα.
Και κάποιος άλλος αγαπημένος, έλεγε συνέχεια πως οι επιλογές μας, μας
καθορίζουν. Πως είμαστε οι επιλογές μας. Κι εγώ επέλεξα το δρόμο του
ηθοποιού. Ήμουν μικρή, ήμουν μόνο πέντε και πολύ ανήσυχη. Για ό,τι
συνέβαινε γύρω μου, πάντα κάτι του έλειπε, η όποια πραγματικότητα, μου
φαινόταν λίγη, μικρή, λες και κάποιος πάντα κάτι μου έκρυβε. Αυτό μου
προκαλούσε άγχος και αϋπνία, μάλλον όχι αϋπνία αλλά καμία πρόθεση για
ύπνο, για να μην χάσω, για να ανακαλύψω όσα μπορώ, όσο περισσότερα, τις
νύχτες κυρίως, κρυφά απ’ τους άλλους, σε απόλυτη ησυχία. Να ψάξω εγώ για
εμένα, και για όλους τους άλλους. Το μπάνιο ήταν ο αγαπημένος μου
χώρος. Σκαρφάλωνα στον καθρέφτη, κάθε βράδυ, συνομιλούσα με κάτι που δεν
υπήρχε, κάθε βράδυ, αυτό που ονομάζουν θάνατο, είχα ακούσει για αυτόν,
εμένα μου φαινόταν κάτι πολύ οικείο, του είχα δώσει πρόσωπο, ήτανε
άνθρωπος, μπορούσαμε να τα λέμε όταν όλοι πήγαιναν για ύπνο. Και όταν
ήθελα να τον καληνυχτίσω και να βγω απ’ το μπάνιο, έφραζα με το χέρι μου
το στόμα για να δω πόσο μπορώ να αντέξω, χωρίς να ανασαίνω. Την ημέρα
όλα κυλούσαν κανονικά, αλλά εγώ περίμενα τη νύχτα πάντα. Είχα
κατασκευάσει έναν ήρωα, και τον έψαχνα χωρίς κανένα φόβο, τον αναζητούσα
προκλητικά πάντα και επίμονα. Την ημέρα, μέσα σε όλα, οι μεταμφιέσεις
μου με τα ρούχα των μεγάλων, σε συνδυασμό με μονολόγους που δεν είχαν
μάλλον κανένα ειρμό, ήταν μεγάλη απόλαυση. Η υπερκινητικότητα μου, ως
βασικό μου χαρακτηριστικό, αποτελούσε μείζον θέμα όχι για μένα, αλλά για
όλους τους άλλους, που έμοιαζαν να μην την καταλαβαίνουν γι’ αυτό
έψαχναν για αρκετά χρόνια την πηγή. Που δεν βρέθηκε. Για εκείνους.
Έγραφα με το αριστερό. Κι αυτό αποτελούσε θέμα. Και όλα μπήκαν σε τάξη,
μέσα στην τάξη. Η κυρία Κατίνα μάλλον δε ζει πια. Ήταν τότε πολύ μεγάλη,
ήτανε εξήντα. Είναι μια από τις γυναίκες που θα ήθελα πολύ να
συναντήσω, να πιούμε καφέ, να την ρωτήσω. Να μάθω.
Όταν
μπήκα στη Δραματική σχολή, για δέκα δεύτερα βρέθηκα πολύ πίσω, σ’
εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, που κατάλαβα τι ήθελα να κάνω. Η δήλωση
των πέντε χρόνων, έπαιρνε σάρκα και οστά στα είκοσι δύο. Η πόρτα αυτή,
σαφώς άνοιξε κι άλλη πόρτα. Αυτή της γραφής. Ήτανε νύχτα πάλι,
πετάχτηκα, άνοιξα τον υπολογιστή και ξεκίνησα ναγράφω. Αυτό, κράτησε 3
μήνες. Χωρίς παύσεις. Οι ήρωες προϋπάρχουν. Για μένα προϋπάρχουν. Οι
ήρωες μου υποδεικνύουν. Αυτή τη «σχολή» αγαπώ και σε αυτή τη σχολή
παραμένω. Το ίδιο μου συμβαίνει και στο βιβλίο που γράφω τώρα, και που
το έχω αφήσει στη μέση, λόγω προβών. Και πώς να χωρέσει ο ένας κόσμος
μέσα στον άλλον; Χρειάζονται αφοσίωση, φροντίδα, βασικά
αποκλειστικότητα. Για να σου δώσουν, για να μπορέσεις να αφηγηθείς.
Η ζωή είναι μια ατέρμονη αφήγηση που δε γερνάει ποτέ.
Οι
συνεχείς αναταράξεις είναι υλικό, οι ευθείες είναι υλικό, και στο βυθό,
όση ώρα κι αν μείνω, όσο χρόνο κι αν μείνω, συλλέγω. Εκεί κάτω πάει και
κάθεται το πολυτιμότερο υλικό, εκεί κάτω συγκεντρώνεται, ανθίζει,
ωριμάζει για να μπορώ να το μαζέψω. Νιώθω πως είναι το μόνο υλικό που
μας ανήκει.
Για
την τωρινή κατάσταση - πραγματικότητα, ψάχνω τον, τους δημιουργούς της.
Κι όταν οι δημιουργοί ενός πράγματος είναι πάρα πολλοί, η αφήγηση
μπερδεύεται.
Εκεί που υπάρχει ρίζα εκεί σουλατσάρει πάντα ένα αθώο κατά τα άλλα σκουλήκι.
Έτσι
ξεκινά το δεύτερο βιβλίο. Δεν ξέρω γιατί, μένει να το ανακαλύψω. Και οι
συναντήσεις μου με τους ανθρώπους, είναι συναντήσεις με τα κομμάτια μου
εκείνα που δεν έχω ανακαλύψει, που δεν πάει ο νους μου καν. Είναι
πολύτιμες οι συναντήσεις μας με όλους τους ανθρώπους. Και οι συναντήσεις
μου με τους ήρωές μου, το ίδιο.
Δυο από αυτούς, στο πρώτο μου βιβλίο αντάλλαξαν τις παρακάτω κουβέντες:
Σάωρη: Θα έρθω στο παράθυρο και ξέρεις τι θα κάνω…
Σοέν: Με απειλείς;
Σάωρη: Σ’αγαπώ. Tο ίδιο είναι.
*Η Δανάη Παπουτσή έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Σε αργή κίνηση (εκδόσεις Κέδρος 2011).
Γράφει η Έλενα Πολυγένη*
εγώ και τα ποιήματα, ή αλλιώς πρόλογος σε κάτι σημαντικό
Το
γεγονός που πρόκειται να αφηγηθώ, μιλάει για ένα, κατά κάποιο τρόπο
άφυλο όν, που τα χαρακτηριστικά του παραπέμπουν σε γερασμένο παιδί.
Φοράει ένα φθαρμένο γυναικείο κοστούμι, μεγαλύτερο απ’ τα μέτρα του. Στο
πρόσωπό του έχει ζάρες, πράγμα που δίνει την εντύπωση της φθοράς, αλλά η
φωνή και οι κινήσεις του αντανακλούν μια παιδικότητα. Αντικρίζοντάς το
–ομολογουμένως όχι με γενναιότητα- προσπαθώ, να το καλύψω με ένα
λογοτεχνικό περίβλημα, πράγμα που κάνω και τώρα. Κι αυτό γιατί η τέχνη
αποτελεί τον μόνο χώρο που μέσα του κάθε λογής ελλείψεις δείχνουν
συμπαθητικές.
Το
παιδί αυτό ενίοτε συμπεριφέρεται και ως γυναίκα, όταν δεν είναι πολύ
φοβισμένο –δηλαδή σπανίως. Καθώς δεν είμαι καθόλου συμφιλιωμένη μαζί
του, προσπαθώ να το αποφύγω μέσω της σιωπής ή –ακόμα χειρότερα- της
βίαιης προσαρμοστικότητας. Κατά συνέπεια το περιορίζω μοιραία σε έναν
μικρό χώρο, διακοσμημένο με επιφανειακή ευθυμία. Μόνο όταν γράφω
κλονίζεται για λίγο αυτό το ανούσιο οικοδόμημα της ευπρέπειας.
Τα
κύρια χαρακτηριστικά μου: η επαναληπτικότητα, η διάσπαση του βλέμματος
και συνεπώς της προσοχής σε πολλαπλά σημεία στο χώρο και η δυσκολία
συγκέντρωσης σε κάτι συγκεκριμένο. Γι’ αυτό πάντα αργά και χωρίς να το
περιμένω γίνεται η είσοδος των προσώπων και των χρωμάτων. Σε αυτό πάνω
το σημείο συνήθως χτίζεται μια ιστορία, στο μεγαλύτερο μέρος της
αδιάφορη. Θραύσματα αυτών των ιστοριών, και ιδίως όσα κινδυνεύουν να
σκεπαστούν από παντοτινή λήθη, τα πιο ανάξια δηλαδή λόγου και
ενδιαφέροντος, τα καταγράφω και τα συνδέω –όχι πάντα με την παρουσία της
λογικής. Μικροκατασκευές που γίνονται με αργές και ως επί το πλείστον
τρεμάμενες κινήσεις. Η εστία τους δεν είναι σταθερή γιατί το μυαλό
διαβάλλεται από συναισθηματικές φορτίσεις. Αποτέλεσμα, το οικοδόμημα όχι
με στέρεες βάσεις, ωστόσο κάπως πιο κοντά στην αλήθεια.
Σημαντικό
εδώ να τονιστεί, ότι τα λόγια που εκφέρονται είναι πάντοτε τα
προηγούμενα ή τα επόμενα, τωρινά δεν υπάρχουν. Γιατί εκτός των υπολοίπων
σαθρών χαρακτηριστικών, το πρόσωπό μου φέρει ως γνώρισμα και την
αδυναμία αποκρυπτογράφησης του παρόντος. Την απορία, την αγωνία και το
πλήρες κενό που δημιουργεί η αιωνίως παρούσα στιγμή, δυστυχώς δεν έχει
βρει ακόμα τον τρόπο να τα καταγράψει.
*Η Έλενα Πολυγένη έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Γράμματα σε μαυροπίνακα (εκδόσεις Δωδώνη 2009) και Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα (εκδόσεις poema 2012).
Γράφει η Μαρία Σούμπερτ*
«Μαμά,
θέλω να μου πάρεις τα Άμπρα Κατάμπρα!» – έξι εφτά χρονών διαβάζω και
ακούω από την κασέτα τα παραμύθια του Άμπρα Κατάμπρα. Χαζεύω με τις
εικόνες, ονειρεύομαι πως είμαι βασιλοπούλα και υπόσχομαι στον εαυτό μου
πως όταν μεγαλώσω θα γίνω αν όχι η πριγκίπισσα του παραμυθιού, τότε
σίγουρα η Κάντυ Κάντυ...
«Μπαμπά,
θέλω να μου πάρεις τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών!» –τελειώνοντας το
δημοτικό και ξεκινώντας το Γυμνάσιο, ο Τόλκιν γίνεται το αγαπημένο μου
ανάγνωσμα. Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, Χόμπιτ, Σιλμαρίλιον, όλα με
ταξιδεύουν σε ένα μαγικό κόσμο.
«Μπαμπά,
θέλω να μου πάρεις το Αυτό του Στέφεν Κινγκ!» –το γυμνάσιο τελειώνει
μέσα στην εφηβεία, τις επαναστάσεις και την απαισιοδοξία. Ποιος
καλύτερος να μου κάνει παρέα από τον Στέφεν Κινγκ; Και πως να πιάσεις
κλασική λογοτεχνία στα χέρια σου, όταν σε απορροφούν σκηνές με τέρατα
και μεταφυσικές δυνάμεις που καταπίνουν τα πάντα στο διάβα τους;
Και
στα χρόνια αυτά –θα πρέπει να ήμουν περίπου 13-14 χρονών, σκέφτομαι:
«Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω συγγραφέας». Κάθισα και προσπάθησα να
ξεκινήσω να γράφω ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο με ήρωα τη καμμένη και
εγκατελειμμενη βίλα του Καμπά (που πολλά χρόνια αργότερα μπήκε τιμής
ένεκεν στο βιβλίο μου Η Ρόζα στη μέση, εκδ. Μελάνι 2008). Διάβασα την
ιστορία μόλις την έγραψα, με κατέκρινα όπως μόνο ο αυστηρότερος των
κριτικών λογοτεχνίας θα μπορούσε να κατακρίνει και το πέταξα στα
σκουπίδια.
«Μαμά,
μπαμπά, δεν θέλω να δω ποτέ ξανά γραμμένες λέξεις σε χαρτί» –οι
πανελλήνιες ήταν ίσως η πιο τραυματική εμπειρία για τον εγκέφαλό μου.
Σελίδες επί σελίδων απομνημόνευσης, χρόνοι στα αρχαία, χρόνοι στα
λατινικά, τυποποιημένες εκθέσεις.
Μέσα
στις πανελλήνιες όμως και με έναν τρόπο μαγικό –γιατί παρ’ ότι τριάντα
τεσσάρων χρονών σήμερα πια, ακόμα πιστεύω στη μαγεία και τα παραμύθια-
το χέρι μου έπιασε το στιλό για να αρχίσει να γράφει κάτι. Κάτι που
έγινε βιβλίο. Και –αν αυτό δεν είναι μαγεία, τότε τι είναι;- βρήκε
αμέσως εκδότη και κυκλοφόρησε στα 19 μου χρόνια (Τα πράσινα, τα καστανά
και τα μαύρα μάτια, εκδ. Πόλις 1998).
Είναι
η περίοδος που νομίζω πως όλα είναι καλά, πως είμαι καταπληκτική, πως
το μέλλον μου είναι στη συγγραφή, γιατί δεν υπάρχει καλύτερος συγγραφέας
από εμένα.
Στα
φοιτητικά μου χρόνια γεννήθηκε το δεύτερο βιβλίο μου, το Club Κυλικείο
(εκδ. Κέδρος 2003). Το ένιωθα πως κάτι ακόμα δεν ήταν όπως έπρεπε, αλλά
δεν ήξερα τι είναι αυτό. Ήμουν μόλις 24 χρονών και δεν ήξερα ακόμα τι
μου γίνεται.
Και
μετά ήρθε η Τήνος, η συνάντηση νέων συγγραφέων που διοργάνωνε το
περιοδικό Να ένα μήλο και η Λώρη Κέζα. Μαζί ήρθε η συζήτηση γύρω από την
ανάγκη να εμβαθύνει κανείς γύρω από την κλασική λογοτεχνία, προκειμένου
να «εξασκήσει» το ταλέντο του ως συγγραφέας.
Όταν
γύρισα στην Αθήνα ήξερα πια με βεβαιότητα πως κάτι έλειπε και το
συνέδεσα με την απουσία κλασικών αναγνωσμάτων. Ίσως στις δικές τους
σελίδες να έβρισκα τις απαντήσεις που τα περισσότερα εργαστήρια
δημιουργικής γραφής δεν μπορούσαν να μου δώσουν.
Έτσι
άρχισα να διαβάζω Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Φλωμπέρ, Ντέμπλιν, Καζαντζάκη,
Φραγκιά, Καραγάτση, Σαρτρ κ.ά. Άλλους τους απόλαυσα, άλλους τους διάβασα
σαν το παιδάκι που πρέπει να πάρει το φάρμακό του. Μέχρι που διάβασα
ένα βιβλίο που άλλαξε τα πάντα. Διαβάζοντας το Συλλαβίζοντας το
καλοκαίρι του Δημήτρη Στεφανάκη, ήξερα πως έπρεπε να διαβάσω Καμύ. Ο
Στεφανάκης με έκανε να αγαπήσω έναν συγγραφέα χωρίς να τον έχω διαβάσει
(εκτός από τα θεατρικά του λόγω σπουδών στη Θεατρολογία). Πήρα το πρώτο
βιβλίο (αν θυμάμαι καλά ήταν ο Ξένος) και ερωτεύτηκα. Έπιασα την
Πανούκλα, την Πτώση, τον Επαναστατημένο Άνθρωπο, τους Γάμους, τα
Σημειωματάρια για να φτάσω σιγά-σιγά στον Πρώτο Άνθρωπο. Το διάβασα μέσα
σε λίγες μέρες και όταν συνειδητοποίησα πως αυτό το κείμενο ήταν η
πρώτη του γραφή, αναρωτήθηκα «εγώ τι κάνω;».
Ευτυχώς
η περίοδος μεμψιμοιρίας πέρασε γρήγορα. Ακόμα και να μην το ήθελα, οι
εικόνες πετάγονταν στο κεφάλι μου η μια μετά την άλλη, ιστορίες
πλέκονταν και έβαζαν τα δάχτυλά μου μονάχα τους να κινηθούν στο
πληκτρολόγιο. Και το φοιτητικό Club Κυλικείο διαδέχτηκε η Ρόζα στη μέση,
μια συλλογή διηγημάτων –ή ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα;- που
χαρακτήριζε μια περίοδο πολύ δύσκολη συναισθηματικά και ψυχολογικά για
εμένα.
Έχω
παρατηρήσει πως η στιγμή που γράφω δεν διαφέρει από τη στιγμή που
διαβάζω. Οι εικόνες και τα συναισθήματα που με ταξιδεύουν σε έναν άλλο
κόσμο, που με κάνουν να ζω τις «ζωές των άλλων» δεν διαφέρουν στη μια
περίπτωση και στην άλλη. Είτε ξεπηδούν οι εικόνες από εμένα, είτε τις
αναπλάθω μέσα από την ανάγνωση το συναίσθημα είναι τόσο δυνατό που με
κατακλύζει.
Μετά
τη Ρόζα στη μέση γεννήθηκε η Συμμορία της Τήλας (εκδ. Πάπυρος 2010). Η
εικόνα δεν θυμάμαι πως μου ήρθε, πάντως κάποια στιγμή φαντάστηκα μια
ομάδα από γιαγιάδες να φτιάχνει μια συμμορία. Στην αρχή σκεφτόμουν η
συμμορία να λειτουργεί όντως σαν εγκληματική οργάνωση, αλλά η πορεία της
αφήγησης με πήγε αλλού. Και τώρα χαίρομαι για αυτό, γιατί έτσι
γεννήθηκαν οι αγαπημένες μου αυτές γιαγιάδες, που αποτελούν ίσως το πιο
αισιόδοξο κομμάτι της γραφής μου μέχρι στιγμής.
Κάποια
στιγμή το 2009 ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Δραματοθεραπεία.
Διαβάζοντας γύρω από μύθους και παραμύθια έκανα αυτό που μου άρεσε
περισσότερο απ’ όλα: διάβαζα ατελείωτα παραμύθια, ενώ μπορούσα πλέον να
εμβαθύνω στη δομή και τις αντανακλάσεις τους. Έτσι μαζί με τη
δραματοθεραπεία, το 2009 ανέβηκε το πρώτο μου θεατρικό έργο Invitation
to a party - not another fairytale, από τη θεατρική εταιρεία Black Dots.
Τα παραμύθια συνέχισαν να με τραβάνε και το 2012 έγραψα το πρώτο μου
παραμύθι (Του φεγγαριού η κόρη, εκδ. Διάπλαση 2013).
Και
μέσα στα παραμύθια βρήκα έναν τρόπο γραφής κωδικοποιημένο και
μινιμαλιστικό. Βρήκα τη μαγεία της γραφής και της αφήγησης μιας
ιστορίας. Που μοιάζει τόσο πολύ με τον τρόπο που γράφουν τα ίδια τα
παιδιά. Με τον τρόπο που θα επικεντρωθούν σε αυτό που τους τραβάει το
ενδιαφέρον, στην ουσία –όποια κι αν είναι αυτή-, χωρίς πλατειασμούς και
μακρηγορίες, χωρίς περιγραφές και άστοχους διαλόγους απλώς και μόνο για
να γεμίζουν σελίδες.
Ναι,
αν θα έπρεπε να καταλήξω κάπου –για να μην πλατειάζω κι εγώ άσκοπα- θα
έλεγα πως τα παιδιά ξέρουν τι είναι σημαντικό και τι όχι. Είτε λοιπόν
απευθύνομαι σε αυτά, είτε μαθαίνω από αυτά, θέλω να πιστεύω πως όσο
περνάνε τα χρόνια, η γραφή μου θα γίνεται όλο και πιο ουσιαστική και
στοχευμένη σε αυτό που θέλω να περιγράψω. Όσο για το τι θέλω να πω, δεν
έχω ιδέα... Συνήθως εγώ δεν λέω κουβέντα. Οι ήρωες των βιβλίων τα λένε
όλα πολύ καλύτερα από εμένα.
*Η Μαρία Σούμπερτ έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια (εκδόσεις Πόλις 1998), Club κυλικείο (εκδόσεις Κέδρος 2002), Η Ρόζα στη μέση (εκδόσεις Μελάνι 2008), Η συμμορία της Τήλας (εκδόσεις Πάπυρος 2010), το θεατρικό έργο Invitation to a party – not another fairytale (εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος 2009) και το βιβλίο για παιδιά Του φεγγαριού η κόρη (εκδόσεις Διάπλαση 2013).
Γράφει η Κατερίνα Τζαβάρα*
«…και
τότε η κοιμωμένη βασιλοπούλα άνοιξε τα μάτια της και μόλις αντίκρισε το
πρόσωπο του αγαπημένου της πρίγκιπα, σήκωσε αργά το κεφάλι της και
χαμογέλασε. Επιτέλους, ήταν και πάλι ζωντανή! Η κακιά μητριά, μόλις
έμαθε το νέο, πέθανε από τη ζήλεια της μέσα στο υπόγειο του πύργου που
την κρατούσαν κλεισμένη.
Ο
γάμος κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες και τρεις νύχτες, όλοι οι κάτοικοι
της πολιτείας γλεντούσαν κι έπιναν στην υγειά του ζευγαριού για να ζήσει
ευτυχισμένο, ως τα βαθειά γεράματα! Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα.»
Δεν
ξέρω αν ζούμε καλύτερα από τους ήρωες των παιδικών παραμυθιών ή αν θα
αντέχαμε να περάσουμε τις δοκιμασίες τους. Ένα μήλο με δηλητήριο, στις
μέρες μας, θα ήταν θανατηφόρο• επίσης, δεν ξέρω κανέναν, τόσο φτωχό, που
να βρίσκει σακιά με λίρες στο χωράφι του. Άσε, που, σπάνια, οι
καθημερινές γυναίκες παντρεύονται τον «πρίγκιπα» των ονείρων τους…
«Μα, γι’ αυτό λέγονται παραμύθια! Αφέσου για λίγο στη μαγεία τους...μην αντιστέκεσαι», φωνάζει η εσωτερική «φωνή».
Αυτό ο αποδομητικός μηχανισμός της σκέψης , με κυνηγάει από παιδί.
Στεκόμουν
δύσπιστα απέναντι στα κλασικά παραμύθια. Με σκεπτικισμό άκουγα τις
αφηγήσεις μητέρας και γιαγιάς στα πρώτα σχολικά χρόνια.
Πιο
κοντά στον μελαγχολικό ρεαλισμό της Jane Austen και του Hector Malot,
παρά στην ελληνικότητα της Άλκης Ζέη. Στην εφηβεία, Άγγλοι θεατρικοί
συγγραφείς στο πρωτότυπο και ατέλειωτες μεταφράσεις. Πολύ μεγαλύτερη
γνώρισα τον πλούτο της ελληνικής ποίησης.
Ανικανοποίητη
τρέχω, ακόμη, πίσω από τις λέξεις, πότε τις πολεμώ, πότε τις αγκαλιάζω,
ποτέ, όμως, δεν περνώ αδιάφορα από δίπλα τους.
«Ποια
είναι η μεγαλύτερη μάχη της ζωής;», ρωτά αδιάκριτα η «φωνή», πάλι. Να
μπορώ να κρατηθώ απ’ τα χέρια της με αγάπη και αξιοπρέπεια.Να φτιάχνω
ιστορίες που όλοι θα ‘θελαν να ζήσουν. Κυρίως, τα παιδιά.
Μη με ρωτήσεις από τι εμπνέομαι…
Εκεί που εσύ βλέπεις μια πέτρα, εγώ βλέπω ουρανό, τόσο γαλάζιο που κολυμπάς.
Εκεί που ένα παιδί κλαίει, εγώ φουσκώνω μπαλόνια χαράς που «σκάνε» σαν πυροτεχνήματα γενεθλίων.
Εκεί
που ακούς θόρυβο και κλείνεις τα αυτιά σου, εγώ τα ανοίγω διάπλατα για
να ακούσω τα μυστικά λόγια αυτών που φοβούνται να βγούνε στο φως.
«Γιατί έγινες γλυκιά και ρομαντική, ξαφνικά;», με αποτελειώνει η «φωνή».
Ίσως γιατί ξεχρεώνω τις άμυνες της παιδικής ηλικίας.
Ίσως ο κόσμος των παιδιών μου έμαθε να μην κρύβομαι.
Ίσως, απλά, να μεγαλώνω.
*Η Κατερίνα Τζαβάρα έχει εκδώσει τα βιβλία για παιδιά: τη σειρά Μαγικές διαδρομές στην τέχνη (2010 – 2011), Έχω ένα μήνυμα για όλα τα παιδιά της γης (2011), Πού να απλώσω τόση αγάπη; (2012), Το μυστήριο της παιδικής βιβλιοθήκης (2013). Όλα από τις εκδόσεις Διάπλους.
Γράφει η Ελένη Τζατζιμάκη*
Όλα είμαι εγώ
Η
άγνοια και η γνώση μου. Η εσκεμμένη μου αστοχία. Ο ματαιόδοξος,
αυτόκλητος πόνος. Η εκκρεμής μου χαρά. Η κουρασμένη μου χαρά. Η
ταλάντωση του μυαλού και η ορθάνοιχτη καρδιά στον ουρανό και στο όνειρο.
Μέσα από το ορθό της απογείωσης καθορίζω το μοιραίο της πτώσης. Ρυθμίζω
το ύψος του βλέμματος ανάλογο προς το βάθος της φωνής, προετοιμάζοντας
την ευθυγράμμιση με τους ανθρώπους.
Εκμεταλλεύομαι
άπληστα τα πάθη τους εντός μου. Ιδεολαμβάνομαι το χρέος για το αύριο.
Ύστερα,τακτοποιώ το χρέος για το πάντοτε. Αγωνιώ για την οφειλή μου στο
«πάντα». Εντοπίζω το κέντρο της αγάπης και αναμετριέμαι με έρωτες
φθισικούς, λογής-λογής και ακατάληπτους: αυτών την αλήθεια
υπερασπίζομαι. Έτσι, μετρώ τα πρώτα βήματα προς το θάνατο, σύντροφοι.
Προτού φύγω, θα έχω αρνηθεί τη δευτεροταγή ανθρωπότητα- είμαστε οι
ανθρώποι ο μοχλός του πεπρωμένου. Κι ο έρωτας για τη ζωή η ισόβια θηλιά
μας. Και η ζωή που πέρασε, μια πλαστική σακούλα στη ράχη της θάλασσας
που αχνοφαίνεται απ' την ακτή.
Σύντροφοι,
γνωρίζετε πως δονείτε τη μήτρα της ιστορίας; Πως ξαναβάφετε το χρώμα
του νερού; Πως ξαναβρίσκετε τα αταξίδευτα νερά; Κι όλοι μαζί, το
αγέννητο παιδί κυοφορείτε μέσα στο κόκκινο γαρίφαλο μου. Κι έχω το χέρι
πάντα απλωμένο, να μ' ανασταίνει η θέρμη σας αργά, περιμένοντας το
ξημέρωμα ολόγυμνη. Και ξημερώνει. Και ξημερώνω.
*H Ελένη Τζατζιμάκη έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Η μαγεία της άνωσης (εκδόσεις Μελάνι 2009) και Μετά την ενηλικίωση (εκδόσεις Μελάνι 2012).
Γράφει η Ελένη Φουρνάρου*
Γράφω όπως μαγειρεύω
Ξυπνώ
το πρωί με μια αόριστη αίσθηση πως κάτι θέλω. Πότε γλυκό, πότε ξινό,
συνήθως ανάμικτο. Μένω λίγο έτσι ξαπλωμένη να το αφουγκραστώ, να
εντοπίσω στους γευστικούς κάλυκες την ανάμνηση της απόλαυσης, να
επαναφέρω τη μυρωδιά, να νιώσω το σάλιο να πλημμυρίζει το στόμα μου με
την ανάγκη να το ξαναγευτώ.
(«Ξαναγευτώ»,
ναι. Όλα όσα μαγειρεύω και γράφω υπάρχουν ήδη καταγεγραμμένα στην
κυτταρική μνήμη των αισθήσεων – γενιές ολόκληρες γυναικών, αντρών,
άστρων του οικογενειακού μου δέντρου έχουν σμιλέψει με τις προτιμήσεις
τους το χάρτη των δικών μου ηδονών. Πορτοκάλια από τη Λακωνία και
σύγκλινο μανιάτικο, τυριά πολλά, ζυμαρικά χειροποίητα, θάλασσες,
θάλασσες, θάλασσες, γεύσεις εξωτικές κι ύστερα Σοφοκλής, Αριστοφάνης,
άγιοι της ορθοδοξίας, Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Ζενέ,
ζουρνάδες και χοροί λεβέντικοι, μοιρολόγια σπαραχτικά, ξερολιθιές στην
αντηλιά, τέρατα, στοιχειά, καλικάντζαροι, Ρίτσος και Καββαδίας και η
Μελίνα Στέλλα).
Έπειτα
πίνω τον καφέ μου μέτριο και βγαίνω στην αγορά. Ιδανικά με λιακάδα κι
ελαφρύ βοριά. Σταματώ στη λαϊκή, στον χασάπη, στον ψαρά, ελέγχω
επισταμένα τα χρώματα, τις σφριγηλότητες, τις σάρκες τις κρουστές,
συνδυάζω νοερά υφές, ποιότητες, ταιριάζω γεύση με επίγευση, χρόνους και
τρόπους μαγειρέματος. Έχω το νου μου πάντα στη σχέση ποιότητας-τιμής, γι
αυτό χαμογελώ τσαχπίνικα στους πωλητές - αθώα για να μη με
παρεξηγήσουν, πονηρά για να μη με θεωρήσουν χαϊβάνι – φλερτάρω ασύστολα,
ανταλλάσσω εξυπνάδες κι ατάκες ταιριαστές με την επικαιρότητα, παζαρεύω
χαριτωμένα, τους κουνιέμαι όσο με παίρνει για να πετύχω τα μέγιστα. Μα
πάντα τους εμπιστεύομαι – φρονώ πως έκαστος εφ' ω ετάχθη, μανάβης
μανάβης, ψαράς ψαράς, γραφιάς γραφιάς, ποια είμαι εγώ που θα αμφισβητήσω
την κλίση του καθενός;
(Αντίστοιχα
γράφω. Σπάνια στο γραφείο μου. Συχνότερα σε καφενεία, αναγνωστήρια,
δημόσιες βιβλιοθήκες. Χρειάζομαι τη βοή της πραγματικότητας για να
συγκεντρωθώ, την απευθείας έκθεση στους τυχαίους συνδαιτυμόνες πριν από
την ελεγχόμενη έκθεση στο τυχαιότερο αναγνωστικό κοινό. Ανακαλώ λέξεις
και εικόνες από πρότερα διαβάσματα - φτηνά αναγνώσματα, τους κλασικούς,
Έλληνες, αλλοδαπούς, άρθρα και ρεπορτάζ από το σοβαρό και τον κίτρινο
Τύπο, ατάκες φίλων κι αυθόρμητες εξομολογήσεις ξένων στο διπλανό κάθισμα
του μετρό, αφίσες και γκράφιτι, στιχάκια από νεανικά λευκώματα,
ταινίες, στίχους, μουσικές. «Ψωνίζω» από την αναξιόπιστη μνήμη μου, που
με προδίδει στα καθημερινά και απαραίτητα μα αποδεικνύεται αστείρευτη
όταν υποκύπτει στην αναζήτηση ιδεών. Ψωνίζω ακούσια, χωρίς να το
συνειδητοποιώ, εδώδιμα κι αποικιακά ξεπηδούν λαχταριστά, πολύχρωμα από
τις πλαστικές σακούλες των εγκεφαλικών μου συνάψεων κι αν με ρωτήσεις
από πού πήρα τι, θα σε κοιτάξω απορημένη κι ανίκανη να θυμηθώ – «δικά
μου είναι» θα μπορούσα να κομπάσω αν δεν ντρεπόμουν μήπως αποκαλυφτώ).
Αφού
τελειώσω με τις αγορές και την περισυλλογή, απλώνω τα λάφυρά μου στον
πάγκο, ανατρέχω σε συνταγές παλιές, καινούριες ή αναπάντεχες, στολίζω τα
κατσαρολικά και τα λοιπά σύνεργα εκεί που να τα φτάνει το χέρι μου και
τότε ξαφνικά αρχίζει η μαγεία.
Γιατί
αυτό που προσδοκά ο δημιουργός - μάγειρας, καλλιτέχνης, εραστής,
παραμυθάς – όταν ανακατεύει υλικά ευτελή και πανάκριβα, επώνυμα ή
αγνώστου προελεύσεως, αυτό που αναζητά, προσεύχεται και ξεπουλιέται για
να πετύχει είναι η στιγμή, η μαγική στιγμή που αρχίζουν να αχνίζουν τα
μίγματα, να αλλάζουν χρώματα, σύσταση, ειδικό βάρος, κατάσταση, να
ακούγονται ήχοι και μυρωδιές από το τίποτα, από το πολύ, από τα πάντα.
Μεγάλωσα
μέσα στα φαγητά και τις ιστορίες. Προέρχομαι από μια οικογένεια που
ακόμα μαζεύεται γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι και αφηγείται ο καθένας,
χωρίς σειρά, τα ελάχιστα της καθημερινότητάς του. Φροντίζει όμως να τα
σαλτσώνει επικά, να τα καθιστά ενδιαφέροντα και μοναδικά για τους
υπόλοιπους, να τα πάρουν αυτοί να τα αφηγηθούν αλλού, με τις δικές τους
παρεμβάσεις, κι έτσι οι συνηθισμένες ιστορίες μας κυκλοφορούν σε κύκλους
διαρκώς μεγαλύτερους, καταπληκτικές, ανήκουστες κι αγνώριστες.
Μεγάλωσα
και μέσα στα βιβλία. Η μάνα μου είχε πάντα ένα στο κομοδίνο της, η
βιβλιοθήκη της ήταν οι πρώτες μου εκδρομές στη λογοτεχνία. Κι έπειτα οι
βιβλιοθήκες οι σχολικές. Λουντέμης, Καζαντζάκης, Μυριβήλης, Τσίρκας,
Ταχτσής, Ντοστογέφσκι, Στάινμπεκ οι πρώτοι προορισμοί. Αλλά και
κοριτσίστικα περιοδικά που περιμέναμε πώς και πώς κάθε Πέμπτη, Βαβούρα,
Άρλεκιν και Φαντάζιο που διάβαζαν οι μαμάδες των φιλενάδων μου, Ώρα για
Σπορ η επιρροή του πατέρα. Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου σε μια
εφηβεία ωραία, ατίθαση, με μηχανάκια, έρωτες, ροκ μουσική, γέλια που δεν
ξεχνώ ποτέ και «τραγωδίες» ρομαντικές που πια δεν θυμάμαι.
Αργότερα,
όταν επιτράπηκαν οι βόλτες στα βιβλιοπωλεία του κέντρου, Πρωτοπορία,
Πολιτεία, όπου ακουμπούσαμε το χαρτζιλίκι μας, οι επιλογές έγιναν πιο
προσωπικές: Ζωγράφου τα άπαντα, Γώγου, Ξανθούλης, οι πρώτοι
λατινοαμερικανοί - Μάρκες, Αλιέντε, Σεπούλβεδα. Φουέντες, Τάιμπο
αγαπημένος? οι ευρωπαίοι σύγχρονοι – πάντα ο Κούντερα, ο Ντανιέλ Πενάκ,
Κόου, Νοτόμπ? και οι ΗΠΑ βέβαια – Ρόμπινς, Άιρβινγκ, Κόπλαντ,
Μπουκόφσκι, Ελρόι.
(Κάθε
όνομα που θυμάμαι μου θυμίζει άλλα εκατό, επιστημονική φαντασία, νουάρ
εμμονικά, ποίηση, στίχους και μουσικές, τέλος, φτάνει ως εδώ).
Άρχισα
να γράφω γιατί ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω καλά. Δεν τραγουδούσα,
δεν ζωγράφιζα, ήμουν ψηλή για χορεύτρια, απείθαρχη για πρωταθλήτρια –
το γράψιμο έβγαινε αβίαστα, εύκολα και δεν με αποσπούσε από την
πολυάσχολη ζωή που λαχταρούσα να ζήσω μέχρι να κοπεί η ανάσα μου.
Άρχισα
να γράφω γιατί μπορούσα. Συνέχισα γιατί μου άρεσε. Η μαγεία που λέγαμε.
Η οφθαλμαπάτη. Η απατεωνιά. Συνέχισα γιατί αγαπώ το ψέμα, την εκδοχή
της ιστορίας που θα μπορούσε να έχει συμβεί αν ή αν δεν. Την εκδοχή που
εγώ διαλέγω σαν παντοδύναμος θεός και σερβίρω στο ανύποπτο πλήθος που με
κοιτάζει έκθαμβο, χωρίς να μπορεί να δει τα μαγικά μου κόλπα στα
παρασκήνια, τα μυστικά συστατικά, τα καθημερινά συστατικά, τα πρησμένα
μου δάχτυλα, τα κόκκινα μάτια, τον καπνό, το ανάθεμα. Το ανάθεμα ξανά
και ξανά.
Δεν
θέλω να πω για το ανάθεμα. Τι να ισχυριστώ, δηλαδή, πώς είναι ζόρικη
δουλειά το να γράφεις; Τράβα να γίνεις τορναδόρος ή κομμώτρια κι έλα να
μου το ξαναπείς. Το να τα δημοσιοποιείς είναι άλλο. Ούτε γι αυτό θέλω να
μιλήσω.
Όσο
μεγαλώνω μαγειρεύω περισσότερο. Όχι κατ' ανάγκη, από άποψη. Και
δημοσιοποιώ λιγότερο. Αυτά που γράφω. Όλο και πιο συχνά οι ιστορίες με
ξεπερνούν. Και τις φοβάμαι. Μη γίνει η μαγεία μαύρη και με καταπιεί. Ή,
χειρότερα: μη μου ξεφύγει και δεν μπορώ να της επιβληθώ. Αλλά ούτε γι
αυτό θέλω να μιλήσω. Ακόμα.
*Η Ελένη Φουρνάρου έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος (εκδόσεις Εμπειρία εκδοτική 2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου