Όλοι ξεκουράζονταν.
Καταμεσήμερο φθινόπωρου, ίδιου με άνοιξη
Στην αρχή μιλήσαμε για δολοφονίες, ενόχους, παραμυθάδες
Σα σε φωτογραφία. Σ’ ένα παγκάκι, σταυρωμένα τα χέρια.
‘’Θυμάσαι την Αίγινα,την Καλλιθέα, το Θησείο, το Κατσιπόδι, τον Ασύρματο τότε ;’’
-‘’Όχι Νίκο, δεν τα πρόλαβα’’
Δεν μου είπες για τον οδοντίαστρο που ποτέ δεν ήρθε
Για τη μόλυνση με μια σκόνη να ρίχνεις, πάνω
Κάτι μέσες άκρες.... στην αρχή
Μα δεν μου είπες για τους άδειους που ακολουθούσαν τάχα
Δεν μου είπες και τι τρώγατε μέσα εκεί, κάθε πότε
-Αγάπα το κελί σου και τρώγε το φαγί σου-
Ξαφνικά σκέφτηκες την Πρέσπα, τη Φλώρινα :
‘’Τι όμορφα μέρη! Ειδικά με την ελπίδα νάναι απέξω τους’’
-’’Μόνο μια χαζή εκδρομούλα έχω πάει Νίκο, τι να πω ;
Σκέφτηκα τα μιλιούνια στο Καλλιμάρμαρο
Τα παράνομα ταξίδια-προετοιμασίες , διαφορές στις εκτιμήσεις, συμφωνίες-αγωνία θάχαν.
‘’Ξέρεις μπιλιάρδο ;’’
-‘’Μπα, έτσι να περνά η ώρα. Χαρτιά ξέρω.........χάνω συνήθως, βέβαια’’
Στη βόλτα κάναμε πλάκα με τους ψυχίατρους :
Τις διαγνώσεις, την αγωνία να δώσουν μια λύση, τα διάφορα φάρμακα
Σου άρεσε μάλλον η κανονική ιατρική
Το θαύμα της εποχής σας.
Κάποια ονόματα σου έρχονταν συχνά :
Μικροί σκοτωμένοι σύντροφοι
Πρόσφατοι γνωστοί, γείτονες από κει πέρα
Κάποιοι επισκέπτες από Ελλάδα, ανεξαρτήτως
Δεν σχολίαζες για κάποιον από αυτούς, ήτανε μάλλον στο μπροστά του νου.
Έπιασε να βρέχει,‘’όπου πάω βρέχει συνέχεια, παράξενο’’
Μείναμε να καθόμαστε όρθιοι σ ένα υπόστεγο.
‘’Παλεύεις τόσο καιρό να με βρείς. Δεν έχει νόημα
Κάποια μικρά, αγέννητα πάντα αυτά, έχουν
Η μνήμη είναι ένα γιo-γιό :
Το ανεβοκατεβάζεις σαν μεθυσμένο...........
Μετά βαριέσαι, αλλάζεις παιχνίδι’’.
-‘’Τι θέλεις να τους πω ; Στους πιο αγαπημένους’’
Έξω συνέχιζε η ψιλή βροχή
Μιλούσες για το μέρος, το τόσο ήσυχο
Ρώτησες κάπου ενδιάμεσα ποιές φυλακές, υπάρχουν ακόμη.
‘’Βλέπεις αυτή τη γεματούλα ; Με ξέρει με τ΄όνομά μου-το κανονικό
Πιο νέος.....θα τα φτιάχναμε μάλλον. Έχει φωτεινό πρόσωπο........
Έλεγα πάντα ‘’γεια χαρά’’, θυμάμαι
Σα νάταν αποχαιρετισμός, η τελευταία φορά
Τελευταία που θα λάθευα, θα με πιάναν, θ΄αγαπιόμουν.......
Θ΄ανέπνεα, θα έλπιζα, θα κοίταγα τις όμορφες.
Είναι καλό να γεννηθείς
Νάτο ρε συ!
Αυτό πες τους’’
Καταμεσήμερο φθινόπωρου, ίδιου με άνοιξη
Στην αρχή μιλήσαμε για δολοφονίες, ενόχους, παραμυθάδες
Σα σε φωτογραφία. Σ’ ένα παγκάκι, σταυρωμένα τα χέρια.
‘’Θυμάσαι την Αίγινα,την Καλλιθέα, το Θησείο, το Κατσιπόδι, τον Ασύρματο τότε ;’’
-‘’Όχι Νίκο, δεν τα πρόλαβα’’
Δεν μου είπες για τον οδοντίαστρο που ποτέ δεν ήρθε
Για τη μόλυνση με μια σκόνη να ρίχνεις, πάνω
Κάτι μέσες άκρες.... στην αρχή
Μα δεν μου είπες για τους άδειους που ακολουθούσαν τάχα
Δεν μου είπες και τι τρώγατε μέσα εκεί, κάθε πότε
-Αγάπα το κελί σου και τρώγε το φαγί σου-
Ξαφνικά σκέφτηκες την Πρέσπα, τη Φλώρινα :
‘’Τι όμορφα μέρη! Ειδικά με την ελπίδα νάναι απέξω τους’’
-’’Μόνο μια χαζή εκδρομούλα έχω πάει Νίκο, τι να πω ;
Σκέφτηκα τα μιλιούνια στο Καλλιμάρμαρο
Τα παράνομα ταξίδια-προετοιμασίες , διαφορές στις εκτιμήσεις, συμφωνίες-αγωνία θάχαν.
‘’Ξέρεις μπιλιάρδο ;’’
-‘’Μπα, έτσι να περνά η ώρα. Χαρτιά ξέρω.........χάνω συνήθως, βέβαια’’
Στη βόλτα κάναμε πλάκα με τους ψυχίατρους :
Τις διαγνώσεις, την αγωνία να δώσουν μια λύση, τα διάφορα φάρμακα
Σου άρεσε μάλλον η κανονική ιατρική
Το θαύμα της εποχής σας.
Κάποια ονόματα σου έρχονταν συχνά :
Μικροί σκοτωμένοι σύντροφοι
Πρόσφατοι γνωστοί, γείτονες από κει πέρα
Κάποιοι επισκέπτες από Ελλάδα, ανεξαρτήτως
Δεν σχολίαζες για κάποιον από αυτούς, ήτανε μάλλον στο μπροστά του νου.
Έπιασε να βρέχει,‘’όπου πάω βρέχει συνέχεια, παράξενο’’
Μείναμε να καθόμαστε όρθιοι σ ένα υπόστεγο.
‘’Παλεύεις τόσο καιρό να με βρείς. Δεν έχει νόημα
Κάποια μικρά, αγέννητα πάντα αυτά, έχουν
Η μνήμη είναι ένα γιo-γιό :
Το ανεβοκατεβάζεις σαν μεθυσμένο...........
Μετά βαριέσαι, αλλάζεις παιχνίδι’’.
-‘’Τι θέλεις να τους πω ; Στους πιο αγαπημένους’’
Έξω συνέχιζε η ψιλή βροχή
Μιλούσες για το μέρος, το τόσο ήσυχο
Ρώτησες κάπου ενδιάμεσα ποιές φυλακές, υπάρχουν ακόμη.
‘’Βλέπεις αυτή τη γεματούλα ; Με ξέρει με τ΄όνομά μου-το κανονικό
Πιο νέος.....θα τα φτιάχναμε μάλλον. Έχει φωτεινό πρόσωπο........
Έλεγα πάντα ‘’γεια χαρά’’, θυμάμαι
Σα νάταν αποχαιρετισμός, η τελευταία φορά
Τελευταία που θα λάθευα, θα με πιάναν, θ΄αγαπιόμουν.......
Θ΄ανέπνεα, θα έλπιζα, θα κοίταγα τις όμορφες.
Είναι καλό να γεννηθείς
Νάτο ρε συ!
Αυτό πες τους’’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου