Translate

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Αλέξης Καζαντζίδης///Κονταίνει ο καιρός



Πρωί - πρωί οι φρουροί φοράνε κουστούμια στα αγάλματα -γραβάτες στους κούρους, φύλλα συκής στις κόρες, στέτσον καπέλα στα φαγιούμ- κι ύστερα προχωρούν στην ανάγνωση της ημερήσιας διαταγής:
«Αχιλλέας Παπασταύρου, υιός του Δημητρίου Παπασταύρου, διακριθέντος κατά τον πόλεμο του 1940 και της Παναγιώτας Σπυροπούλου, ετών 59, εργατοτεχνίτης, απολύεται»...
Ας πρόσεχε τι ψήφιζε, μουρμουρίζει ανάμεσα στα δόντια του το γερόντιον πρώην πρωθυπουργού, διαβάζοντας την εφημερίδα του στο καφενείον «Το Κεντρικόν» όπου, στην πόλη είχαν προπολεμικώς τη λέσχη τους οι συμβολαιογράφοι, καθώς και το στέκι τους δεινοί σκακιστές.
Σήμερα η πόλη καπνίζει το τσιγάρο της και δεν ενθυμείται τις παλιές ιστορίες, όχι και ο πρώην πρωθυπουργός που μάλωνε τους Έλληνες: «ας πρόσεχαν» όταν τους λήστευε ο ίδιος στο Χρηματιστήριο, δεν αφίσταται των συνηθειών του, και τώρα «ας πρόσεχαν» τους λέει καθώς τριάντα χρόνια Κατοχής αρχίζουν.
«Ασημακόπουλος Θοδωρής» ξελαρυγγιάζεται ο επικεφαλής της φρουράς Γρύπας, ο γιος του Ασημακόπουλου Θοδωρή, Αναστάσης κάνει ένα βήμα μπροστά κι αναφέρεται: «Γνωρίζω πόσο άχρηστος, διεφθαρμένος και κοπρίτης είναι ο πατέρας μου και ως εκ τούτου κατανοώ την απόφαση της Σεβαστής ημών Διοικήσεως να παραμείνω άνεργος, ώσπου να μετανοήσω για τις αμαρτίες του πατέρα μου. Διατάξτε!»
Τέτοιες ώρες τις Κυριακές οι μανάδες έστελναν τους πατεράδες μας με το ταψί στον φούρνο για να ετοιμασθεί το ψητό της Κυριακής
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1952, λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου κι άρχισε να καταλαβαίνει (;) τι του γίνεται δέκα - δώδεκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, είχε λοιπόν τότε σε μεγάλη υπόληψη το ψητό της Κυριακής όπως εκ των υστέρων έχω καταλάβει.
Και σε μεγάλο φόβο κάτι χοντράνθρωπους εκείνης της εποχής που έφεραν βρώμικα όπλα, βρώμικα ρούχα -στρατιωτικά- βρώμικα χνώτα (κάτι παραστρατιωτικούς) όπως πάλι εκ των υστέρων κατάλαβα  που κατεδίωκαν τότε όποιον γούσταραν, όπως απολύουν σήμερα όποιον γουστάρουν οι όμοιοί τους -πιο φινιρισμένοι οι σημερινοί είναι η αλήθεια, πιο φινετσάτοι, πιο φλούφληδες, αλλά το ίδιο σκατόψυχοι.
Στη μεγάλη πλατεία της μικρής μας πόλης καθ' όλον το σχολικό έτος σύχναζε η βροχούλα, απαλή κι επίμονη έπλενε τα αγάλματα απ' τα κουστούμια που τους φορούσαν οι Γρύπες και οι Χίτες αλλά άφηνε πάντα τον ήλιο να βγαίνει τις Κυριακές για να λάβει χώραν το νυφοπάζαρο -κορίτσια που κάλπαζαν, αγόρια με δειλά βλέμματα που τα τρόμαζε ακόμα η σκιά τους, όπως τον Βουκεφάλα· ώσπου να ανακαλύψουν την ελευθερία της… ξενιτειάς.
Tίποτα απ' αυτούς τους νέους δεν υπάρχει πια...
«Ας πρόσεχαν» μουρμουρίζει πάλι ο πρώην πρωθυπουργός, διαβάζοντας την εφημερίδα του στο καφενείον «Το Κεντρικόν» και πληρώνοντας τον καφέ του στο μισό, σαν να είχε παρέα να του πληρώσει το άλλο μισό...
Στα καφενεία (εκτός από μερικά ξεχασμένα σε κάποια χωριά) δεν υπάρχουν κρεμασμένοι στους τοίχους ήρωες, μάρτυρες και άγιοι...
Μια μέρα του χειμώνα που σκοτείνιασε από νωρίς σαν νυχτωμένο το μεσημέρι, είδα τα αγάλματα της παιδικής μου πόλης να πίνουν το νερό της βροχής
και στα στήθια τους να ανθίζουν, πια, τα νέα θαυμαστά πιτσιρίκια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου