Translate

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΕΙΜΟΥΣ ΧΙΝΙ /// ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ

 


                                        «Μαζεύοντας Βατόμουρα»

                                                         (1966)

 

(σημ : Μια λυρική, μεταφορική  μελαγχολία για τον Αύγουστο, την πορεία προς την ενηλικίωση, την προσμονή, τη  φθορά και τη ζωή)

                              

Του Σέιμoυς  Χίνι (1939 -2013, Νόμπελ λογοτεχνίας 1995)

 

*Το ποίημα ήταν μέρος της ποιητικής συλλογής The Naturalist  -[Ο Φυσιοδίφης], εκδ. 1966,  και ήταν  αφιερωμένο στον Βρετανό ποιητή, δάσκαλο και κριτικό Φίλιπ Χόμπσμπάουμ, στου οποίου την λογοτεχνική ομάδα στο Μπέλφαστ είχε μαθητεύσει μεταξύ άλλων και ο ίδιος ο Χίνι.

 

Mεταφράζει η Ειρήνη Βεργοπούλου

 

Τέλη Αυγούστου, δίνοντας τους πολλή βροχή και ήλιο

Για μια ολόκληρη βδομάδα, τα βατόμουρα γινόντουσαν.

Στην αρχή, μόνο ένα, ένας λείος μαβής θρόμβος

Μέσα στα άλλα, κόκκινο, πράσινο, σαν κόμπος σκληρό.

Έτρωγες εκείνο το πρώτο και η σάρκα του ήταν γλυκιά

Σαν πυκνωμένο κρασί:  του καλοκαιριού το αίμα είχε μέσα του.

Και άφηνε κηλίδες πάνω στη γλώσσα και λαχτάρα για

Μάζεμα. Ύστερα τα κόκκινα όλο μελάνι γίναν  και εκείνη η πείνα

Μας έστειλε όξω με κουτιά για γάλα, κονσέρβες μπιζελιών, βαζάκια μαρμελάδας

Όπου οι θάμνοι γρατζούναγαν  και το υγρό χόρτο ξέβαφε τις μπότες μας.

Γύρω από σανοχώραφα, αγρούς με καλαμπόκι και αυλάκια για πατάτες

Προχωρούσαμε δύσκολα και μαζεύαμε  ώσπου τα κουτιά να είναι γεμάτα,

Μέχρι ο διαρκώς κουδουνιστός τους πάτος να καλυφτεί

Με τα πράσινα , ενώ στην κορφή μεγάλες σταγόνες σαν χάντρες φλέγονταν

Όπως τα μάτια ενός τέρατος. Τα χέρια μας καιγόντουσαν

Από  τσιμπήματα αγκαθιών, οι παλάμες μας κολλούσαν  όπως του Κυανοπώγωνα.

Συγκεντρώναμε τα φρέσκα μούρα στο βουστάσιο.

Αλλά όταν η μπανιέρα γέμιζε βρήκαμε κάτι να τα καλύπτει,

Ένα μύκητα γκρίζο σαν αρουραίο, να κατατρώει την κρυψώνα μας.

Ο χυμός βρώμαγε επίσης. Αφού είχε παρθεί από το θάμνο

Το φρούτο μούχλιαζε από το μύκητα, η γλυκιά σάρκα θα γινόταν ξινή.

Πάντα μου ερχόταν να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο

Που όσα ωραία  γεμίζαμε στις κούτες μύριζαν σαπίλα.

Κάθε χρόνο  ήλπιζα ότι θα βάσταγαν, ήξερα όμως ότι όχι.

 

                  «Blackberry-Picking»

 

Late August, given heavy rain and sun

For a full week, the blackberries would ripen.

At first, just one, a glossy purple clot

Among others, red, green, hard as a knot.

You ate that first one and its flesh was sweet

Like thickened wine: summer's blood was in it

Leaving stains upon the tongue and lust for

Picking. Then red ones inked up and that hunger

Sent us out with milk cans, pea tins, jam-pots

Where briars scratched and wet grass bleached our boots.

Round hayfields, cornfields and potato-drills

We trekked and picked until the cans were full,

Until the tinkling bottom had been covered

With green ones, and on top big dark blobs burned

Like a plate of eyes. Our hands were peppered

With thorn pricks, our palms sticky as Bluebeard's.

 

We hoarded the fresh berries in the byre.

But when the bath was filled we found a fur,

A rat-grey fungus, glutting on our cache.

The juice was stinking too. Once off the bush

The fruit fermented, the sweet flesh would turn sour.

I always felt like crying. It wasn't fair

That all the lovely canfuls smelt of rot.

Each year I hoped they'd keep, knew they would not.