Φιλολογικά προλεγόμενα
O όρος Ανθολογία, που σημαίνει συλλογή ανθέων, πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην ελληνιστική εποχή, για να δηλώσει συλλογές εκλεκτών έργων ή αποσπασμάτων έργων διάφορων συγγραφέων, συχνά με σκοπό παιδαγωγικό ή και λατρευτικό, όπως αναφέρεται στο Λεξικό του Πατάκη. Με έναν τέτοιον ορισμό, ίσως η πιο σημαντική ανθολογία στον Δυτικό κόσμο να είναι η Βίβλος, η οποία αποτελεί μια ετερογενή συλλογή εβραϊκών και χριστιανικών κειμένων γραμμένων κατά τη διάρκεια μιας χιλιετίας.
Οι πρώτες ανθολογίες ήταν συλλογές επιγραμμάτων –όπως ο περίφημος Στέφανοςτου Μελεάγρου του 70 περίπου π.Χ.– και πιο γνωστή η Παλατινή Ανθολογία του Κωνσταντίου Κεφαλά του 10ου μ.Χ. Οι πρώτες ανθολογίες λειτούργησαν και ως μέσο διάσωσης, ως πηγή ενός λογοτεχνικού υλικού που χωρίς αυτές, ίσως δεν θα είχε φτάσει ως εμάς. Στην εποχή της Αναγέννησης παρατηρείται μεγάλη άνθηση του είδους και φτάνοντας στη νεοελληνική λογοτεχνία, την πρώτη ανάλογη έκδοση την έχουμε το 1818 στη Βιέννη (μια επιλογή ανώνυμων στιχουργημάτων φαναριώτικης προέλευσης του Ζήση Δαούτη).
Στον 20ό αι. οι ανθολογίες πληθαίνουν και είναι διαφόρων ειδών: γενικές, θεματικές, τοπικές ή ατομικές. Η κατάταξη συνήθως ακολουθεί τη χρονολογική σειρά ή την αλφαβητική σειρά των δημιουργών σε μια ακολουθία που διέπει όλο το εύρος της ανθολόγησης ή κάποιων υποενοτήτων της. Εμφανίζονται ανθολογίες, οι οποίες έχουν ως αίτημα να δείξουν την ιστορική εξέλιξη της ποίησης, όπως η κλασική πλέον Ποιητική Ανθολογία του Λίνου Πολίτη ή των Αποστολίδη, ή την ιστορική εξέλιξη της λογοτεχνίας γενικότερα, όπως η Ανθολογία των εκδόσεων Σοκόλη. Υπάρχουν πιο «ειδικές», όπως του Τέλλου Άγρα για τους νέους ποιητές ή των Υπερρεαλιστών της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου ή μιας λογοτεχνικής γενιάς, όπως της Γενιάς του ’70 του Δ. Αλεξίου ή και θεματολογικές, όπως επί παραδείγματι, ερωτικές ή ανθολογίες από το έργο ενός ποιητή, όπως του Ρίτσου από τη Χ. Προκοπάκη και την Α. Μακρυνικόλα ή μιας πιο περιορισμένης χρονικής περιόδου για παράδειγμα των ετών 1965-1980 του Αλέξη Ζήρα ή των ετών 1980-1997 του Ε. Γαραντούδη. Ανθολογίες που προσπαθούν να παρακολουθήσουν το ανάπτυγμα ενός ποιητικού είδους μιας ευρύτερης περιόδου, όπως της έννοιας του ποιητικού λυρισμού από το 1900 έως το 2000 στη Σκοτεινή Ρίζα της Γεωργίας Λαδογιάννη. Ή και Σειρές Ανθολογιών των καλύτερων, σύμφωνα με το αισθητικό κριτήριο του ανθολόγου τους, ποιημάτων μιας εκδοτικής χρονιάς, όπως αυτές που επί χρόνια επιμελούνταν ο Τάσος Κόρφης.
Θεματικές Ανθολογίες
Έντονη τάση των τελευταίων δεκαετιών αποτελεί η συγκρότηση Ανθολογιών με ένα πολύ ειδικό θέμα, όπως ποιήματα, για παράδειγμα, που αναφέρονται στο Δάσος ή με κείμενα που πολλές φορές ζητούνται και ως «παραγγελία» από τους συγγραφείς, ώστε να καταπιάνονται με ένα προαναγγελόμενο ειδικό θέμα π.χ. την κρίση ή με προϋπόθεση να έχουν αναφορά κάποιων πολύ συγκεκριμένων εννοιών ή και λέξεων ακόμη.
Το ενδιαφέρον γύρω από τις ανθολογίες αυτές τις, τρόπον τινά, πιο στενά θεματικές, προκύπτει κυρίως από τα εισαγωγικά τους σημειώματα, εκεί δηλαδή, όπου προσδιορίζεται όχι μόνο η διαιρετική βάση, αλλά κυρίως τα κριτήρια επιλογής και κατάταξης που αφορούν διαπιστώσεις ερμηνευτικές ή και αξιολογικές, τάσεις είτε της εποχής είτε μιας ομάδας δημιουργών και προ πάντων διαφοροποιήσεις αναφορικά με τα γενικότερα χαρακτηριστικά του έργου των ανθολογουμένων.
Θέατρο και ποίηση
Αν θελήσουμε να εξετάσουμε το θέμα της Ανθολογίας της Ασημίνας Ξηρογιάννη, τη σχέση δηλαδή του θεάτρου με την ποίηση, όλοι γνωρίζουμε την κοινή γενεαλογική καταγωγή τους, τουλάχιστον για την ευρωπαϊκή παράδοση. Το θέατρο προήλθε από την εξέλιξη αλλά και τη συνάντηση της επικής και λυρικής ποίησης στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας, που έδωσε το βασικό εκφραστικό εργαλείο στη δραματική έκφραση, το οποίο και διατηρήθηκε επί αιώνες. Μόλις τον 18ο αι. έχουμε θεατρικά έργα, τα οποία έπαψαν να εκφράζονται με τον ποιητικό και μάλιστα έμμετρο λόγο ή/και έναν λόγο που ήταν γενικότερα δέσμιος συγκεκριμένων και αρκετά περιοριστικών μορφολογικών χαρακτηριστικών.
Από εκεί κι έπειτα το θέατρο αποκτά σταδιακά τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός ελευθερωμένου από περιορισμούς λόγου, με έντονα τα στοιχεία της προφορικότητας και πέρασε από διάφορες τάσεις και φάσεις, όπως και άλλες μορφές τέχνης πέρασαν, άλλοτε με αίτημα την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας και άλλοτε την υπονόμευση της αληθοφάνειας ή της όποιας επιδίωξης «ρεαλισμού».
Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, που οι οριοθετήσεις αλλάζουν και τα διακριτά πεδία τείνουν να αλληλοκαλύπτονται ή και να αλληλοδιαχέονται, το θέατρο επανέρχεται στην ποίηση και στην πεζογραφία −χρησιμοποιώντας ωστόσο και αφηγηματικές τεχνικές από τον κινηματογράφο, το βίντεο ή και τα ψηφιακά μέσα− επανιδρύοντας τον σκηνικό χώρο και χρόνο, την αφηγηματική ροή με τους νέους όρους μιας σχεδόν απόλυτης σχετικότητας. Αφού διανύθηκε μια περίοδος, όχι και τόσο μεγάλη −αν αναλογιστούμε τη διάρκεια του έμμετρου παρελθόντος του θεάτρου− διαπιστώνουμε ότι υπάρχει σήμερα μια τάση επαναφοράς στη θεατρική αναπαράσταση έργων που δε γράφτηκαν με αυτό το αίτημα, όπως μυθιστορήματα ή ποιητικές συνθέσεις.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε ποιητικά ή/και πεζογραφικά κείμενα με έντονη «θεατρικότητα», έργα δηλαδή που έχουν έντονο διαλογικό χαρακτήρα ή τη μορφή δραματικού μονολόγου ή που προτάσσουν σχόλια για τον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα εν είδει σκηνικών οδηγιών.
Στοίχιση περιεχομένων
Βλέποντας τα περιεχόμενα της συγκεκριμένης Ανθολογίας, καταμετρούμε 55 ποιητές και ποιήτριες ηλικίας από 97 έως και 25 ετών με την πλειοψηφία τους να κυμαίνεται στην κρίσιμη ηλικία των 45 έως 60, δηλαδή μιας ηλικιακής ωριμότητας που, ενώ έχει δώσει τα βασικά χαρακτηριστικά των ποιητικών θεωρημάτων, ωστόσο αυτά δεν έχουν ακόμη πλήρως αναπτυχθεί, έτσι ώστε να μπορούμε με βεβαιότητα να βάλουμε το οριστικό τους πρόσημο. Και από τους/τις ποιητές/ποιήτριες αυτούς/αυτές επιλέγονται ποιήματα που έχουν συνάφεια με το θέατρο, μια συνάφεια, η κλίμακα της οποίας καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο εύρος. Κυμαίνεται από τη χρήση της θεατρικής σύμβασης π.χ. μιας διαλογικής σκηνής, από τη χρήση θεατρικών προσωπείων, όπως γνωστών από το θέατρο ηρώων: ο Οιδίποδας, η Μήδεια, ο Άμλετ, έως την αναφορά θεατρικών τόπων, τρόπων, μέσων και μηχανημάτων, όπως το παρασκήνιο, η μάσκα, το κοστούμι ή και την εμφάνιση λέξεων από το θεατρικό οπλοστάσιο, σε εκφραστικά σχήματα, όπως μια παρομοίωση, μια μετωνυμία ή μια συνεκδοχή.
Δια-τακτική ιδιομορφία
Η εισαγωγή του βιβλίου περιέχει το κριτήριο της ανθολόγου, το οποίο επεξηγείται ως ένα ερμηνευτικό νήμα, που συνδέει τα επί μέρους ποιητικά κείμενα μεταξύ τους. διαμορφώνοντας τη δική της εκδοχή σε ένα ερμηνευτικό αφήγημα, το οποίο χτίζει εκ νέου μια υποκειμενική αφήγηση σχετική με το θέατρο. Διακινδυνεύοντας δηλαδή μια κατάταξη μη αλφαβητική ή χρονολογική, με εσωτερική διάρθρωση και λογική που άπτεται της νοηματικής και μορφολογικής συνάφειας −ήτοι ενός δυνάμει ερμηνευτικού και άρα σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικού άξονα− δημιουργεί μια διαλογική πλαισίωση, ένα θεατρικό περικείμενο, όπου τα επί μέρους κείμενα διαλέγονται, αφήνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το καθένα τους ένα διαφορετικό στίγμα, σαν να αναδημιουργείται από την αρχή ένα ποιητικό αφήγημα, που μιλά για το θέατρο, τις συμβάσεις, τα στερεότυπα, την παράδοση και τα εργαλεία του.
Σε μια ανθολογία συνήθως, κυρίως εκεί, όπου η διάταξη είναι αλφαβητική, ο αναγνώστης ακολουθεί στην περιδιάβασή του μια σειρά που του πηγαίνει περισσότερο, παρ-ακολουθώντας τα σήματα των τίτλων που ξεκλειδώνουν νοήματα ή υποδηλώνουν υποσχέσεις που άλλοτε τηρούνται και άλλοτε όχι. Στην Ανθολογία της Ασημίνας Ξηρογιάννη τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά. Τα ποιήματα οφείλουν να διαβαστούν με τη συγκεκριμένη σειρά κατάταξης. Αλλιώς τα σήματά τους συγχέονται δημιουργώντας απορίες, εμπόδια ή και αμηχανία κατά την ανάγνωση.
Ανα-στοχαστική ανά-γνωση
Μετά την ανάγνωση των ποιημάτων, ακολουθώντας το νήμα που μάς υποδεικνύει η Εισαγωγή, αναζητούμε με μια νέα οπτική τις απαντήσεις στα τρία θεμελιακά ερωτήματα των ανθολογητικών εκδόσεων: γιατί γίνονται; πώς; και για ποιον;
Αλλά, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε πρέπει πρώτα να κινηθούμε στο δεύτερο επίπεδο ερωτημάτων που γέννησε η ανάγνωση: Τι εννοούμε όταν μιλάμε σήμερα για τη σχέση της ποίησης με το θέατρο: τις εμφανίσεις του θεάτρου ως είδους τεχνικής, ως σημαινομένου, ως ειδολογικού ή θεαματικού φορέα μιας κοινής αντίληψης; Ή/και πώς προσλαμβάνουν οι ποιητές/ποιήτριες την θεατρική παράδοση που μας κληροδότησε τεχνικές αλλά και μορφές ηρώων που έγιναν αρχετυπικά σύμβολα;
Τα ίδια τα ποιητικά κείμενα μάς δίνουν τις δικές τους απαντήσεις, απαντήσεις που συναρτώνται με το βαθμό της αρχικής τους –εννοώ εκτός της Ανθολογίας− συνάφειας με τη θεατρική σύμβαση ή το θεατρολογικό τους περιεχόμενο. Ωστόσο το παζλ ολοκληρώνεται μόνο στο Επίμετρο της επιμελήτριας Αγγέλας Γαβρίλη, με τίτλο «χαρτί και σανίδι». Αντιγράφω από τη σ. 153:
Από σελίδα σε σελίδα βλέπουμε μια θεατρική παράσταση να στήνεται και να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας με θεατρικούς ήρωες τα ίδια τα ποιήματα , το καθένα με τον δικό του μοναδικό ρόλο και ηθοποιούς τους συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες. Και σχεδόν αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά τα όσα διαδραματίζονται στα παρασκήνια της θεατρικής σκηνής που δημιουργεί αυτός ο τόμος: τις αλλαγές κοστουμιών, την ένδυση των προσωπείων, τις ετοιμασίες των ηθοποιών πριν ανέβει η αυλαία για να υποδυθούν τον ρόλο τους…(και κατά μια έννοια ο τίτλος αυτού του σημειώματος είναι μια ευχή: είθε να έχουμε όλοι την τύχη να δούμε αυτή την ανθολογία να ζωντανεύει στη σκηνή ενός θεάτρου, περνώντας από το χαρτί στο σανίδι…)
Επιλογίζοντας
Στο «Θέατρο στην Ποίηση» επομένως δεν έχουμε μια Ανθολογία με συμβατικές γραμματολογικές απαιτήσεις. Έχουμε ένα ποιητικό ανάγνωσμα που τείνει να αναδημιουργείται ως ένα σκηνοθετημένο διαλογικό παιχνίδι, με οριζόντια διάταξη τη σκηνοθετική του γραμμή και κάθετες διατομές τα διαφορετικά ποιητικά θεωρήματα φωνών που διαλέγονται άλλοτε συμφιλιωτικά άλλοτε εριστικά ή/και εμφύλια, οδηγώντας σε ένα ατελές τέλος, μια που για να ολοκληρωθεί πρέπει να παρασταθεί. Αυτός ο ιδιόμορφος χαρακτήρας γεννά ειρωνικούς ελιγμούς που αποτρέπουν από την μονοθεματική περιστροφή, κάποιες στιγμές φαίνεται σαν να ανακύπτουν οχυρά περιφράγματα, δημιουργώντας απορίες ή/και ενστάσεις, τις περισσότερες φορές ωστόσο ρίχνουν γέφυρες που εξυπηρετούν τη δραματική οικονομία.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ