απόσπασμα από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Μικρή Διαθήκη
ο ψίθυρος σου πνίγει τα ουρλιαχτά, οι παλιές υποσχέσεις συμφιλιώνονται στους λειμώνες της κατανόησης για να τυλιχθεί η φωνή σου μια για πάντα στο χάρτινο μου παλάτι:
οξυδερκής αυτός που παραστέκεται στη σιωπή που κρύβουν
οι εκπληρωμένες του πράξεις.
Στο μαυσωλείο των ονείρων.
Θα έρθω στον ύπνο σου και θα σε στολίσω με το χρυσάφι που για μένα ξόδεψες.
Εκείνο το βράδυ, θυμάσαι; επιστρέφοντας άκουσες το δοχείο
να σπάει που όλο αυτό τον καιρό φύλασσες με τόση προσοχή
σταγόνα, σταγόνα, να συλλέγεις το μέλλον μας.
Σε έσυραν με βία, το κελί έβλεπε μόνο από ένα μικρό παράθυρο: έγινες τόσο επινοητική που τελικά μπορούσες από αυτή την κάθετη σχισμή να επιστρέφεις στο πέλαγος
αναγνωρίζοντας με ευκολία τους κηπουρούς του βυθού τα δελφίνια που κάλπαζαν πίσω σου, και των ματιών σου τα δάκρυα με γαλήνη εξάγνιζαν.
Δεν γίνεται να τελειώσει κάποιος τόσο εύκολα, δεν γίνεται να χτίζεις για αιώνες τείχη, αγνοώντας στο βάθος του χρόνου τη δύναμη της αγάπης, που σμικρύνει τα επιτεύγματα και ισοπεδώνει τις προσπάθειες
που ενώ εσύ λες σκοτάδι εκείνη αντεκδικείται με φως και πείθεσαι για το αιώνιο αποτέλεσμα.
Λένε πως όποιος έφτασε τα όρια έχει και την πιθανότητα να τα ξεπεράσει.
Βρίσκοντας ξανά τα χαμένα του φτερά και την λαλιά των αγγέλων τολμώντας να δαμάσει το άπειρο.
Το άπειρο που ονειρεύτηκες και που μαζί του ταυτίστηκες.