Αιμίλιος, ο θηριώδης
«Ο Νταής ο Γιάννης το θεριό, τ’ αγριεμένο φίδι
ρεμούλα πήγε κι έκαμε στου Γιώργη το παιχνίδι.
Κι η Γιάνναινα εφώναξε ποιος είναι αυτός ο νέος;
Σαράντα τονε δέρνανε και στέκονταν γενναίος.»
Δημώδες, Ι. Κονδυλάκης, εφημ. Εμπρός, 25/2/1903
Στέκεται στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και κοιτάζει αφηρημένα κάτω. Μια παρέα εφήβων παίζει μπάλα στο φαρδύ πεζοδρόμιο της Θησέως. Ένας από αυτούς χάνει το κοντρόλ και το τόπι προσγειώνεται στο κεφάλι ενός κυρίου που περίμενε στη στάση. Το περουκίνι μετακινείται, ο κύριος ντροπιασμένος γιατί ένιωσε σαν γυμνός, βουτάει οργισμένος το νεαρό και τον αρχίζει στα χαστούκια. Η παρέα του νεαρού, ίδια με αγέλη άγριων ζώων, μαζεύτηκε αμέσως κοντά κι όλοι μαζί άρχισαν να γρονθοκοπούν ανελέητα τον κύριο. Πού μπορεί να μπλέξει κάποιος; Μικρός ή μεγάλος.
Βερολίνο, 1972. Στην ξενιτειά έμεινε δύο χρόνια. Δυο χρόνια που χάθηκαν απροσδιόριστα. Απόπειρες για σπουδές, βόλτες επωφελείς αλλά και νυχτοπερπατήματα χωρίς σκοπό. Άλλαζε με ευκολία και χωρίς φραγμούς πολιτικές ανησυχίες, καλλιτεχνική δραστηριότητα και αλητοπερπατήματα. Στην πατρίδα χούντα και αβεβαιότητα. Κι αυτός βράδυ παρά βράδυ σουλάτσο με το Λάκη και τον Αρτέμη. Τους γνώρισε στη σχολή Γερμανικών, τη Χαρντνακσούλε. Για πανεπιστημιακές σπουδές ετοιμάζονταν αυτός κι ο Λάκης απ’ το Βαρθολομιό κι έπρεπε να μάθουν καλά τη γλώσσα, με την Αττική σύνταξη, τα ελάχιστα φωνήεντα και τα πολλά χτ. Για να μάθει να γράφει και να διαβάζει τα Γερμανικά ο Αρτέμης. Είχε γεννηθεί στο Βερολίνο, ζούσε με τη μάνα του, ο πατέρας κάπου στη Δυτική Γερμανία ξαναπαντρεμένος.
Ένα βράδυ κατά τις οχτώ βρέθηκαν στη «Μεξικάνα», το ελληνικό σκυλάδικο των μεταναστών στο Κρόϊτσμπεργκ. Μπροστά υπήρχε μια ευρύχωρη αίθουσα που λειτουργούσε σαν καφέ, πίσω μια ακόμη πιο μεγάλη που από το απόγευμα έπαιζαν μπουζούκια. Ο Λάκης είχε όρεξη κι έλεγε ανέκδοτα. Ο Αρτέμης κοιτούσε αδιάφορα τον κόσμο που μπαινοέβγαινε στο μαγαζί, ο Βασίλης παρακολουθούσε τους σερβιτόρους που με τις παραμάνες στους ώμους πήγαιναν τροφές και υγρά στα ξενιτεμένα θηρία που είχαν μερακλώσει από τα λαϊκά άσματα. Η μουσική που έφτανε μέχρι έξω στον μπροστινό χώρο, όχι μόνο δεν τον ενδιάφερε, αλλά τον ενοχλούσε κιόλας. Ροκ κι άγιος ο Θεός αυτός τότε. Ροκ ή τίποτα.
Μπαίνει ο Θέμης με δυο άλλους νεαρούς Έλληνες. Φίλος του Αρτέμη, μαζί μεγάλωσαν στο Βερολίνο. Δυο ελληνόπουλα, δυο κουτάβια με τα μάτια κλειστά κι οι δύο παρά το γεγονός πως έκαναν τους περπατημένους. Ο Θέμης είχε κερδίσει στη ρουλέτα πολλά χρήματα. Στο Βερολίνο εκείνη την εποχή κάθε κνάιμπε είχε και μια παραλλαγή της γνωστής ρουλέτας νόμιμα. Και παίζονταν μικρά αλλά και μεγάλα ποσά όλο το εικοσιτετράωρο.
«Ελάτε μέσα ρε! Κέρδισα! Κερνάω μπίρες» φωνάζει αλλά κανένας από τους τρεις φίλους δεν είχε όρεξη για μπουζούκια. Ο Αρτέμης γλυκοκοίταζε δυο Γερμανιδούλες σε διπλανό τραπέζι, ο Λάκης κι αυτός περίμεναν τα αποφάγια του όταν θα πήγαινε σε λίγο με το γοητευτικό του χαμόγελο να πιάσει κουβέντα. Η ώρα περνούσε, ο Αρτέμης είχε καθίσει στο τραπέζι με τις Γερμανιδούλες κι όλο χαχαχα ήτανε, δεν παιζόταν όμως κάτι συνταρακτικό, κάτι που να έκανε τους ξενιτεμένους νεαρούς να ελπίζουν πως απόψε επιτέλους θα πηδήξουν, μελαγχόλησε κι αυτός κι ο Λάκης, όταν από την μέσα αίθουσα με τα μπουζούκια ακούστηκε φασαρία.
Σε λίγο οι σερβιτόροι του μαγαζιού βγάζουν σηκωτούς το Θέμη με τους φίλους του. Έπεσαν και αρκετές ξεγυρισμένες μπουνιές, οι νεαροί αντιστάθηκαν, έφαγαν ξύλο και ξευτιλίστηκαν, δεν είχαν περιθώριο να αντιδράσουν. Δεν είχαν περιθώριο να αντιδράσουν; Όχι ακριβώς. Ο Βασίλης κι ο Αρτέμης πήγαν στο μπαρ για να μάθουν λεπτομέρειες.
«Τα ηλίθια ενοχλούσαν διπλανές παρέες. Τους κάναμε συστάσεις αλλά με τίποτε αυτά» είπε ο μπάρμαν.
«Και με τον Αιμίλιο τι θα κάνετε τώρα;» ρώτησε ο Αρτέμης.
Ο μπάρμαν τον κοίταξε με απλανές βλέμμα. «Θα τον φέρουν και μάλιστα σύντομα. Ο ένας από αυτούς είναι ανιψιός του. Κι επειδή ο πατέρας του πέθανε πρόπερσι σε τροχαίο ο Αιμίλιος τον έχει σαν γιο του. Μα κι εσείς να δείρετε τον ανιψιό του Αιμίλιου;»
«Πάμε να φύγουμε. Θα πέσουν πιστολιές σε λίγο» λέει ο Αρτέμης σ’ αυτούς. Φαινομενικά έδειχνε ψύχραιμος, αλλά μόνο φαινομενικά.
Δεν θυμάται ο Βασίλης με τι επιχειρήματα τους έπεισε να καθίσουν στο ακριανό τους τραπέζι και να περιμένουν να δουν τι θα συμβεί. Αλλά όταν είσαι δεκαοχτάρης δεν θες κι ατράνταχτα επιχειρήματα για να αντιμετωπίσεις φάτσα κάρτα τον κίνδυνο.
Στο μαγαζί εν τω μεταξύ η τάξη είχε επανέλθει, οι Γερμανιδούλες βέβαια με τη φασαρία τρόμαξαν κι έφυγαν. Οι φίλοι κοιτούσαν την πόρτα για να δουν άλλες Γερμανιδούλες να μπαίνουν ή να εμφανίζεται ο Αιμίλιος. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν ο γνωστός μπράβος της βερολινέζικης νύχτας, ο φόβος και τρόμος πολλών νυχτόβιων, μπουκάρισε αγριεμένος. Θηριώδης, πενηντάρης, ψηλός, τετράγωνος, με προχωρημένη καράφλα, όρμησε βρίζοντας δυνατά και χωρίς να κρατάει πιστόλι στο χέρι. Σε λίγο αναποδογύρισε τα ποτήρια στην μπάρα και ρωτούσε αγριεμένα ποιος χτύπησε τον ανιψιό του. Μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά σερβιτόροι και προσπαθούσαν να του πουν τι είχε παιχτεί. Ο Αιμίλιος τους κοιτούσε υπεροπτικά, σαν μυρμήγκια. Πιάνει έναν από τα πέτα και του ρίχνει μια κουτουλιά στη μύτη. Ο σερβιτόρος γεμάτος αίματα γονάτισε βογκώντας. Μετά γυρνά κι αρπάζει έναν άλλον, μπουκάλια άρχισαν νε πετιούνται στην αίθουσα, οι πελάτες τρόμαξαν και το μαγαζί άδειασε μονομιάς. Μόνο οι τρεις έμειναν να παρακολουθούν: ταινία; την πραγματικότητα; Ποιος να τα ξεχωρίσει με βεβαιότητα; Και βλέπει τον μπάρμαν να σκύβει να πιάνει ένα ρόπαλο σαν αυτά που έχουν οι αμερικάνοι στο παιχνίδι τους, να έρχεται απαρατήρητος και να κοπανάει με δύναμη τον Αιμίλιο που του είχε στραμμένη την πλάτη. Το ρόπαλο τον βρήκε στο δόξα πατρί. Ένα κομμάτι του δεξιού τμήματος του κρανίου του βούλιαξε. Μαζί και το μάτι.
Όπως έμαθε πολλά χρόνια αργότερα ο Βασίλης, μετά από έναν χρόνο ο Αιμίλιος τελείωσε με τις εγχειρήσεις. Έχασε ένα μάτι, του έμεινε μια μόνιμη εγκεφαλική βλάβη κι ένα τραύλισμα, όμως γλύτωσε τη ζωή του. Επέστρεψε στη Σαλονίκη κι έχει ένα πόστο δικό του, κάπου κοντά στην Ερμού, να ζητιανεύει.
* Η φωτογραφία είναι παρμένη από το Pixabay