Translate

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Μαρκ Στραντ, Προσωρινή αιωνιότητα. Ανθολόγιο ποιημάτων, Επιλογή – Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη, Πρόλογος: Αναστάσης Βιστωνίτης, Βακχικόν, Αθήνα 2019.

 



Ο ποιητής Μαρκ Στραντ 

Μαρκ Στραντ, Προσωρινή αιωνιότητα. Ανθολόγιο ποιημάτων, Επιλογή – Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη, Πρόλογος: Αναστάσης Βιστωνίτης, Βακχικόν, Αθήνα 2019.



ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ο Μαρκ Στραντ, παρουσιάζεται στο ελληνόφωνο κοινό μέσα από τη μετάφραση και την ανθολόγηση που πραγματοποίησε η ποιήτρια Ασημίνα Ξηρογιάννη σε ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά του ποιήματα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση ποιητή στο μέτρο και στο βαθμό που το έργο του εναγκαλίζεται και μεταστοιχειώνει σε τέχνη του στίχου δύο βασικές κατευθύνσεις του σύγχρονου ποιητικού λόγου, εν πολλοίς αντίθετες και αντιθετικές μεταξύ τους, τον λυρισμό και τον ρεαλισμό. Οι δύο αυτές τάσεις ή διαθέσεις του ποιητικού λόγου, όπως συνυπάρχουν μέσα στην ποιητική του παραγωγή, διαμορφώνουν ένα σύνθετο πεδίο και σκηνικό που κινείται, εν είδει εκκρεμούς, ανάμεσα σε μια έκδηλη ποιητικότητα, σε μια μουσική καθαρά αίσθηση που αφήνουν οι στίχοι καθώς ελίσσονται και εκτυλίσσονται μέσα στο ποίημα, και σε έναν ακόμα πιο έκδηλο ίσως ρεαλισμό όπως αυτός ανακύπτει από το πλαίσιο μέσα στα οποία τοποθετεί πολλές φορές τα ποιήματά του ο Στραντ, ένα πλαίσιο αφηγηματικό που συχνά προσδίδει στις συνθέσεις του τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά μικροϊστορίας. Σε αυτήν την τελευταία εντύπωση συμβάλλει και συντελεί εξ ίσου το πέρασμα μέσα στα ποιήματά του μιας σειράς από πρόσωπα, από χαρακτήρες που είναι άλλοτε οικείοι του ποιητή και άλλοτε αντιπροσωπευτικοί τύποι ανθρώπων. Το στοιχείο αυτό πέρα από την αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης που γεννά, πολλές φορές δίνει το στίγμα μιας δραματικότητας που τη συναντά κανείς, με τον ίδιο περίπου τρόπο στα μονόπρακτα θεατρικά έργα. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την έντονη και ισχυρή παρουσία του δημιουργού ως υποκινητή και καθοδηγητή της «δράσης», ως του βασικού εκείνου παράγοντα που διευθετεί και ρυθμίζει το σκηνικό προσδίδουν μια νέα διάσταση στην ποίηση του Στραντ, μια διάσταση που την προσανατολίζει στον ορίζοντα της δραματικής σύνθεσης και έκφρασης, της θεατρικότητας όχι τόσο ως υιοθέτησης συγκεκριμένων μεθόδων και τεχνικών, όσο ως ατμόσφαιρας και κλίματος, ως διάχυτης και διαφαινόμενης ροπής προς την καλλιέργεια μιας εικονικής και κινητικής ταυτόχρονα εντύπωσης: Θέλεις να ρίξεις μια καλή ματιά στον εαυτό σου./ Στέκεσαι μπροστά από έναν καθρέφτη,/ βγάζεις το τζάκετ σου, ξεκουμπώνεις το πουκάμισό σου,/ ανοίγεις τη ζώνη σου, κατεβάζεις το φερμουάρ του παντελονιού σου./ Τα εσώρουχά σου πέφτουν κάτω./ Βγάζεις τα παπούτσια σου και τις κάλτσες σου,/ αφήνεις τα πόδια σου γυμνά./ Αποσύρεις το εσώρουχό σου./ Αμήχανος, περιεργάζεσαι τον καθρέφτη./ Να ’σαι λοιπόν! Εδώ είσαι!/ Κι όμως, δεν είσαι εδώ. («Ιδιωτικές στιγμές»)

Οι εικόνες είναι το δεύτερο στοιχείο που προκρίνεται και προεξάρχει στην ποίηση του Στραντ. Πρόκειται άλλοτε για εικόνες με σαφές και ευκρινές το περίγραμμά τους και άλλοτε για θολά και αξεκαθάριστα τοπία και σκηνικά που έρχονται από το εσωτερικό της σκέψης του ποιητή για να εξωτερικευθούν και να αποτελέσουν εν τέλει τμήμα του εξωτερικού περιβάλλοντος και χωροχρόνου. Το στοιχείο αυτό δεν είναι άσχετο και δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί σε στενή συνάφεια και σχέση με την οικείωση του ποιητή στην τέχνη της ζωγραφικής την οποία εν τέλει κατέληξε να υπηρετεί και να θεραπεύει μέσα από την ποίηση. Γιατί πράγματι οι λεκτικές εξεικονίσεις που μπορεί κανείς να συναντήσει μέσα στην ποίησή του είναι τέτοιας ποιότητας και υφής που οδηγούν με άκρα ευθύτητα την φαντασία του αναγνώστη στην ανασύνθεση του περιβάλλοντος κατά τρόπο αναδημιουργικό, μέσα δηλαδή από μια πορεία που εκκινεί από τις λέξεις και καταλήγει στον αισθητό κόσμο ο οποίος έχει πια προικισθεί με κάτι από το νόημα και την τάξη του λόγου. Οι εικόνες του Στραντ έχουν τη θέση και τη λειτουργία στιγμιοτύπων, λεπτομερειών δηλαδή στις οποίες όμως φαίνεται πως βρίσκεται όλο το νόημα και η αλήθεια του κόσμου. Γιατί αυτό ακριβώς είναι που επιχειρεί να συλλάβει ο ποιητής μέσα και μέσω των συνθέσεών του, το νόημα του κόσμου όπως αυτό ενυπάρχει μέσα στην δημιουργία. Αυτό διαμορφώνει μια άλλη, διαφορετική ερμηνεία της ποίησής του από εκείνο που μπορεί να σχηματίζει ως πρώτη εντύπωση ο αναγνώστης. Γιατί ενώ φαίνεται ότι ο ποιητής προσλαμβάνει την πραγματικότητα και την αναπλάθει ποιητικά, κάτι που προσδίδει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στα ποιήματά του, η πραγματικότητα αυτή είναι κατ’ ουσίαν πλαστή και πλασματική, είναι δημιουργημένη μέσα στη συνείδηση του Στραντ όπως όμως αυτή τροφοδοτείται από τις αισθήσεις του.


Ιδιαίτερος είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός εισέρχεται στο ποιητικό του σύμπαν για να το κατασκευάσει, να το νοηματοδοτήσει, να το στήσει. Τις περισσότερες φορές μοιάζει απλός παρατηρητής, ενώ άλλες ως ο απόλυτος ενορχηστρωτής. Στην πραγματικότητα, αυτό που μπορεί κανείς να επισημάνει είναι ότι ο Στραντ ισορροπεί με απόλυτη επιδεξιότητα ανάμεσα σε μια ισχυρή παρουσία, σε μια έντονα διακριτή σφραγίδα της μορφής και της γραφίδας του ως εργαλείου κατασκευής του κόσμου του ποιήματος και στην αίσθηση που αφήνει ότι είναι απλώς και μόνο ο καταγραφέας της ποίησης του κόσμου. Πρόκειται για μια άκρως ευτυχή συγκυρία αντικατοπτρισμού που θέλει τον ποιητή δημιουργό και ταυτόχρονα αποδέκτη της δημιουργίας και το ποίημα προϊόν ή αποτέλεσμα και ταυτόχρονα προϋπάρχουσα δομή και τάξη. Ο Στραντ γνωρίζει καλά πώς να διατηρεί αυτή την ισορροπία για αυτό και το έργο του διατηρεί τη σωστή απόσταση ή, μάλλον τις σωστές αποστάσεις από τον κόσμο, τον άνθρωπο, τον ποιητή, ακριβώς για να μπορέσει να δημιουργήσει με απόλυτη ψυχραιμία, αλλά και με ένα ιδιαίτερα βαθύ και διεισδυτικό βλέμμα που συλλαμβάνει τον παλμό του κόσμου, τους χτύπους εκείνους του πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης που επιθυμούν τη μετουσίωσή τους σε λέξεις οι οποίες θα ηχούν πάντα σαν πρώτο άκουσμα: Ο βράχος είναι απόλαυση/ και ανοίγει/ κι εμείς μπαίνουμε μέσα/ όπως μπαίνουμε στον εαυτό μας/ κάθε βράδυ. («5, Επτά ποιήματα»)