Translate

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ του Δημήτρη Αθηνάκη

Η εύκολη, και η πιο αληθινή ίσως, απάντηση στην ερώτηση «Γιατί γράφεις;» είναι: «Γιατί έτσι». Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, αν πρέπει ν' αναζητάμε τον λόγο που γράφουμε, τον λόγο που εκδίδουμε, τον λόγο που εκτιθέμεθα. Ο Μπόρχες, νομίζω, σημείωσε κάπου πως εκδίδουμε γιατί, αλλιώς, θα διορθώναμε για πάντα. Εδώ, θα κρατήσω το «για πάντα». Για έναν και μόνο λόγο: γιατί αποδεικνύει πως συνεχώς θα κρεμιόμαστε απ' τις λέξεις, οι οποίες είναι η δουλειά μας, θαρρείς και να 'μαστε έτοιμοι να γκρεμιστούμε από 'να βάθρο εσωτερικό που πάει να βγει στον έξω κόσμο. Γιατί ο μέσα κόσμος κλοτσάει, είτε επειδή πλήττει που βρίσκεται εκεί είτε διότι ο έξω κόσμος σταμάτησε ν' ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας.

[Προσδοκίες...
Βαρετή λέξη - καλύτερα να μιλάμε για φαινόμενα, για διεργασίες, για όνειρα,
όσο μελοδραματικά μελιστάλαχτο κι αν ακούγεται την εποχή των φθινόντων αισθημάτων.]

Αν μπει μέσα σου το σαράκι του γραφιά, είναι πια πολύ αργά για συμβουλές. Τις περισσότερες φορές, δεν υπάρχει γυρισμός. Και καλά κάνει. Κι άλλες, πάλι, υπάρχει. Κάλα κάνει ξανά. Σ' αυτό τον κόσμο, ευτυχώς, η αιωνιότητα είναι μια λέξη που πια δεν έχει σημασία. Ούτε η δήθεν αφοσίωση. Αυτό που μας χρειάζεται είναι η πραγμάτωση της αλήθειας μας κάθε μία στιγμή - ή έστω η πάλη γι' αυτήν. Ακόμη, εννοείται, κι αν κάποτε σταματήσει να περιλαμβάνει την ποίηση. Τι να κάνουμε;

[Λένε ότι η ποίηση είναι αποκλίνουσα συμπεριφορά. Λέω ότι μπορεί και να 'ναι αλήθεια. Ωστόσο, η ποίηση είναι το ίδιο μας το αίμα. Δεν λέω ότι σώνει και καλά πρέπει να το χύσουμε - ή ότι σώνει και καλά το κάνουμε. Λέω μόνο ότι, θες-δεν-θες, αν σε τρυπήσει, πάει μαζί σου. Και είναι και λίγο ανθεκτικότερη από σένα: όσο περισσότερο αίμα χύσεις εν ζωή, τόσο περισσότερο το ποίημα θ' αντέξει, έστω και μόνο για σένα, όταν αυτό, το αίμα, θα σου τελειώσει. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, θα σου τελειώσει. Όπως και όποτε...]

Αυτά είναι μόνο, όμως, εντός του πλαισίου των πιθανοτήτων. Στην ποίηση, δεν παίζεις με τις πιθανότητες˙ στην ποίηση παίζεις με τη βεβαιότητα πως το μηδέν είναι κάπου εκεί γύρω και καραδοκεί. Στο χέρι σου είναι αν θα το κάνεις δικό σου ή αν, τελικά, θ' αποστρέψεις το βλέμμα σου και θα φτάσεις, γι' άλλη μια φορά, κι άλλη κι άλλη κι άλλη, να πατήσεις το διαβολεμένο κουμπάκι "send" (καλώς ή κακώς, ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας - αλλά μπορούμε αυτό να το δούμε και συμβολικά). Από κει και πέρα, fingers crossed... Αλλά το μηδέν θα 'ναι εκεί. Όχι;

[Ό,τι και να λέμε, βέβαια, διαρκώς θα έχω στο μυαλό μου πως κανένα ποίημα δεν μπόρεσε ποτέ, και ποτέ δεν θα μπορέσει, ν' αντικαταστήσει καμία αγκαλιά. Καμία.]