Translate

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Η ανάγνωση ως φετίχ


 πηγή:http://dimartblog.wordpress.com/2013/02/24/reading-as-a-fetish/
 
Ανάγνωση και αναγνώστες. Η ανάγνωση ως εικόνα, το βιβλίο ως φετίχ. Αφιέρωμα του dim/art με φωτογραφίες συγγραφέων, καλλιτεχνών, επιστημόνων, διανοουμένων, αθλητών κλπ. που διαβάζουν. Φωτογραφίες αυθόρμητες ή στημένες, αναγνώστες πραγματικοί ή σε ρόλο διαβάζουν βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, επιστολές, ημερολόγια, σημειώσεις, σενάρια. Εν είδει εισαγωγής, ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Αλμπέρτο Μανγκέλ Η ιστορία της ανάγνωσης (μτφ. Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις Λιβάνη) κι ένα ποίημα του Wallace Stevens.
Η ιδιωτική υπόθεση της ανάγνωσης
In omnibus requiem quaesivi, et nusquam inveni nisi in angulo cum libro
Ο Αργεντινός συγγραφέας, ανθολόγος, επιμελητής και μεταφραστής Αλμπέρτο Μανγκέλ (άλλη μία από τις δουλειές που έκανε στα νιάτα του ήταν να διαβάζει στον Χόρχε Λούις Μπόρχες, όταν εκείνος είχε χάσει πια την όρασή του), αποθησαύρισε επί επτά χρόνια πλήθος ιστοριών και λεπτομερειών από την ιστορία της ανάγνωσης παγκοσμίως και έγραψε ένα βιβλίο απολαυστικό, ένα βιβλίο-ταξίδι, όπως ταξίδι είναι και το ίδιο το θέμα του: η ανάγνωση.
«Έχω αναζητήσει την ευτυχία παντού», ομολογούσε ο Θωμάς εκ Κέμπης στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα, «αλλά δεν τη βρήκα πουθενά· μόνο σε μια γωνίτσα μ’ ένα βιβλιαράκι». Ποια γωνίτσα όμως; Και ποιο βιβλιαράκι; Είτε πρώτα διαλέξουμε το βιβλίο κι ύστερα την κατάλληλη γωνιά είτε πρώτα βρούμε τη γωνιά και κατόπιν αποφασίσουμε ποιο βιβλίο ταιριάζει στην ατμόσφαιρα της γωνίτσας, δε χωρά καμιά αμφιβολία ότι η σωστή πράξη της ανάγνωσης προϋποθέτει μια αντιστοιχία μεταξύ χρόνου και χώρου, και η σχέση μεταξύ των δύο αυτών συνιστωσών είναι άρρηκτη. Υπάρχουν βιβλία που διαβάζω σε πολυθρόνες και βιβλία που διαβάζω σε γραφεία· βιβλία που διαβάζω στον υπόγειο, σε τραμ και λεωφορεία. Βρίσκω ότι τα βιβλία που διαβάζω σε τρένα έχουν κάτι κοινό με τα βιβλία που διαβάζω σε πολυθρόνες, ίσως επειδή και με τα δύο μπορώ εύκολα να αποκοπώ από τον περίγυρό μου. «Η καλύτερη ώρα να διαβάσει κανείς μια καλή, χαριτωμένη ιστορία», είπε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Άλαν Σίλιτοου,
«είναι τελικά όταν ταξιδεύει μόνος του με το τρένο. Περιτριγυρισμένος όπως είναι από ξένους ανθρώπους και με το άγνωστο τοπίο να τον προσπερνά έξω από το παράθυρο (στο οποίο κάθε τόσο ρίχνει φευγαλέες ματιές), η προσφιλής και πολυδιάστατη ζωή που ξεπηδά από τις σελίδες δημιουργεί απροσδόκητες και βαθιές εντυπώσεις».
Τα βιβλία που διαβάζουμε σε μια δημόσια βιβλιοθήκη ποτέ δεν έχουν την ίδια γεύση με τα βιβλία που διαβάζουμε στη σοφίτα ή στην κουζίνα του σπιτιού μας. Το 1374 ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ πλήρωσε 66 λίρες, 13 σελίνια και 4 πένες για ένα βιβλίο με ειδύλια, «το οποίο θα φυλαγόταν στο δωμάτιό του», όπου προφανώς πίστευε ότι έπρεπε να διαβάζεται ένα τέτοιο βιβλίο. Στο έργο Η ζωή του Αγίου Γρηγορίου του δωδέκατου αιώνα, η τουαλέτα περιγράφεται ως «ένας χώρος όπου κανείς μπορεί να απομονωθεί και να διαβάσει πινακίδες άνευ παρεμβολών». Ο Χένρι Μίλερ συμφωνεί. «Την καλύτερη ανάγνωση την κάνω πάντα στην τουαλέτα», ομολόγησε κάποτε. «Υπάρχουν κομμάτια του Οδυσσέα που μπορούν να διαβαστούν μόνο στην τουαλέτα — αν κανείς θέλει να γευτεί στο έπακρο το περιεχόμενο του έργου». Για την ακρίβεια, το μικρό αυτό δωμάτιο «που προοριζόταν για ειδικότερη και χυδαιότερη χρήση» ήταν για τον Μαρσέλ Προυστ ένας χώρος «για όλες τις ενοχλήσεις μου που απαιτούν απαραβίαστη μοναχικότητα: την ανάγνωση, την ονειροπόληση, τα δάκρυα και την ηδονή των αισθήσεων».
Ομάρ Καγιάμ
Ο επικούρειος Ομάρ Καγιάμ συνιστούσε να διαβάζουμε ποίηση μεγαλόφωνα κάτω από ένα κλαδί· αιώνες αργότερα, ο σχολαστικός Σεντ Μπεβ συμβούλεψε τους αναγνώστες να διαβάζουν τα Απομνημονεύματα της κυρίας Ντε Σταλ «κάτω από νοεμβριάτικα δέντρα». «Έχω τη συνήθεια», έγραφε ο Σέλεϊ, «να ξεντύνομαι και να κάθομαι στα βράχια για να διαβάσω Ηρόδοτο μέχρι να καταλαγιάσει η εφίδρωση». Όμως δεν είναι όλοι ικανοί να διαβάζουν στο ύπαιθρο.«Σπάνια διαβάζω σε παραλίες ή σε κήπους», ομολόγησε η Μαργκερίτ Ντιράς. «Δεν μπορείς να διαβάζεις με δύο φώτα αναμμένα ταυτόχρονα, το φως της μέρας από τη μία και το φως του βιβλίου από την άλλη. Πρέπει να διαβάζεις με ηλεκτρικό φως, σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο σκιές, και μόνο η σελίδα να είναι φωτισμένη».
Είναι δυνατόν να μεταμορφώσει κανείς ένα χώρο με το να διαβάσει σ’ αυτόν. Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών του, ο Προυστ γυρνούσε κρυφά στην τραπεζαρία όταν η υπόλοιπη οικογένεια είχε φύγει για τον πρωινό περίπατό της, βέβαιος ότι θα μπορούσε να διαβάσει με την ησυχία του, αφού για μόνη συντροφιά θα είχε «τα ζωγραφισμένα πιάτα που κρέμονταν στον τοίχους, το ημερολόγιο τοίχου όπου η σελίδα με τη χθεσινή ημερομηνία είχε μόλις κοπεί, το ρολόι και το τζάκι, που μιλούν δίχως να περιμένουν απάντηση και των οποίων η φλυαρία, σ’ αντίθεση με την ανθρώπινη λαλιά, δεν επιχειρεί να αντικαταστήσει την έννοια των λέξεων που διαβάζεις με κάποια άλλη, διαφορετική έννοια».
Δύο ολόκληρες ώρες ευδαιμονίας προτού εμφανιστεί η μαγείρισσα «για να στρώσει το τραπέζι πριν από την ώρα του· και τουλάχιστον να το έστρωνε δίχως κουβέντα! Αλλά εκείνη έπρεπε σώνει και καλά να πει: “Δεν κάθεσαι άνετα έτσι· να σου φέρω ένα γραφείο;” Και μόνο που εγώ έπρεπε να της απαντήσω: “Όχι, ευχαριστώ πολύ”, αναγκαζόμουν να βάλω άνω τελεία στην ανάγνωσή μου και να προστάξω τη φωνή μου ναεπιστρέψει από τους μακρινούς τόπους όπου είχε ταξιδέψει κι όπου επαναλάμβανε γοργά και άηχα πίσω από τα ακίνητα χείλη μου κάθε λέξη που διάβαζαν τα μάτια μου· για να μπορέσω να πω ικανοποιητικά: ”Όχι, ευχαριστώ πολύ”, έπρεπε να ξυπνήσω τη φωνή μου, να την πιέσω να βγει έξω και να την κάνω να ακούγεται πεζή, χρωματίζοντάς την μ’ έναν απαντητικό επιτονισμό που είχε χάσει». Μόνο πολύ αργότερα —τη νύχτα, μετά το δείπνο— και μόνο όταν είχαν απομείνει λιγοστές σελίδες για να αποτελειώσει το βιβλίο ξανάναβε το κερί του, με κίνδυνο όχι μόνο να τιμωρηθεί αν τον ανακάλυπταν αλλά και να μείνει ξάγρυπνος, διότι, μόλις τέλειωνε το βιβλίο, το πάθος με το οποίο είχε παρακολουθήσει την πλοκή και τους ήρωές του θα τον καθιστούσαν ανήμπορο να κοιμηθεί και θα βημάτιζε στο δωμάτιο ή θα κειτόταν ξέπνοα στο κρεβάτι του, ποθώντας να συνεχιστεί η ιστορία ή τουλάχιστον να μάθει κάτι παραπάνω για τους χαρακτήρες που τόσο είχε αγαπήσει.
t από τον Ralph Bruce
Προς το τέλος της ζωής του, φυλακισμένος σ’ ένα δωμάτιο με επένδυση φελού που ανακούφιζε λιγάκι το άσθμα του, ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι γεμάτο μαξιλάρια και δουλεύοντας υπό το φως μιας αδύναμης λάμπας, ο Προυστ έγραφε: «Τα αληθινά βιβλία πρέπει να γεννιούνται όχι από το άπλετο φως της μέρας ή τη φιλική κουβέντα, αλλά από το ζόφο και τη σιωπή». Τη νύχτα στο κρεβάτι, με τη σελίδα να φωτίζεται από ένα αχνό, κιτρινιασμένο φέγγος, εγώ, ο αναγνώστης του Προυστ, αναπαριστώ εκείνη τη μυστηριώδη στιγμή της γέννησης.

Ο Τζέφρι Τσόσερ —ή μάλλον η άυπνη αρχόντισσα στο Βιβλίο της δούκισσας— θεωρούσε την ανάγνωση πριν πέσει για ύπνο καλύτερη ψυχαγωγία από ένα επιτραπέζιο παιχνίδι:
Κι όταν ο ύπνος δεν ερχόταν,
ως αργά μες στην νυχτιά προψές,
όρθια σηκώθηκα, μαθές,
βιβλίο να φέρουν ζήτησα
κι ολονυχτίς εδιάβαζα,
για να περάσω εκείνη τη νυχτιά·
είν’ μεγαλύτερη χαρά
απ’ το να παίξω σκάκι ή ντάμα.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από ψυχαγωγία που αντλεί κανείς από το να διαβάζει προτού να κοιμηθεί: μια ιδιάζουσα αίσθηση μοναχικότητας και προσωπικού χώρου. Το να διαβάζεις στο κρεβάτι είναι μια πράξη εγωκεντρική, ασάλευτη, απελευθερωμένη από τις συνήθεις κοινωνικές συμβάσεις, αόρατη από τον κόσμο, μια πράξη που, επειδή γίνεται ανάμεσα στα σκεπάσματα, σ’ αυτό το βασίλειο της ηδονής και της αμαρτωλής ραθυμίας, εμποτίζεται από το ρίγος που χαρακτηρίζει όλα τα απαγορευμένα πράγματα. Ίσως είναι η θύμηση εκείνων των νυχτερινών αναγνώσεων που προσδίδει μια κάποια ερωτική απόχρωση στις αστυνομικές ιστορίες του Τζον Ντίξον Καρ, του Μάικλ Ίνες και του Άντονι Γκίλμπερτ — που τους διάβασα όλους κατά τις καλοκαιρινές διακοπές των
εφηβικών μου χρόνων. Η συνηθισμένη φράση «παίρνω ένα βιβλίο να διαβάσω στο κρεβάτι» πάντα μου φαινόταν να ξεχειλίζει από αισθησιακή προσαρμογή.
Ο μυθιστοριογράφος Γιόζεφ Σκβορέσκι περιέγραψε τις αναγνώσεις του όταν ήταν παιδί στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, «σε μια κοινωνία που διακυβερνιόταν από μάλλον αυστηρούς και περιοριστικούς κανόνες, όπου η απειθαρχία τιμωρείται με τον παλιό, καλό, προ δόκτορος Σποκ τρόπο. Ένας τέτοιος κανόνας: το φως στην κρεβατοκάμαρά σου πρέπει να σβήσει στις εννέα ακριβώς. Τα αγόρια πρέπει να σηκώνονται στις επτά και χρειάζονται δέκα ώρες ύπνο κάθε βράδυ». Το να διαβάζεις στο κρεβάτι έγινε, συνεπώς, απαγορευμένος καρπός. «Αφού έσβηνα τα φώτα», λέει ο Σκβορέσκι, «κούρνιαζα στο κρεβάτι μου, κουκουλωνόμουν πατόκορφα με μια κουβέρτα και επιδιδόμουν στην ηδονή τού να διαβάζω, να διαβάζω, να διαβάζω. Τελικά, συχνά μετά τα μεσάνυχτα, με έπαιρνε ο ύπνος από την ηδονική εξάντληση».
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Alberto Manguel Η Ιστορία της ανάγνωσης, μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις «Νέα σύνορα» — Λιβάνη, Αθήνα 1997, από το κεφάλαιο με τίτλο: «Κατ' ιδίαν ανάγνωση»].

Το σπίτι ήταν σιωπηλό

Το σπίτι ήταν σιωπηλό κι ο κόσμος ήσυχος
Ο αναγνώστης έγινε το βιβλίο· κι η νύχτα του καλοκαιριού
λες κι ήταν του βιβλίου η συνείδηση.
Το σπίτι ήταν σιωπηλό κι ο κόσμος ήσυχος.
Προφέρθηκαν οι λέξεις σαν βιβλίο να μην υπήρχε.
Μόνο που έσκυψε ο αναγνώστης στη σελίδα,
να σκύψει ήθελε, ήθελε τόσο να ’ναι
ο λόγιος, που γι’ αυτόν το βιβλίο είναι αλήθεια, που γι’ αυτόν
η νύχτα του καλοκαιριού είναι σαν την τελειότητα της σκέψης.
Το σπίτι ήταν σιωπηλό γιατί έπρεπε να είναι.
Η σιωπή ήτανε μέρος του νοήματος, του νου:
η πρόσβαση της τελειότητας στη σελίδα.
Κι ο κόσμος ήταν ήσυχος. Η αλήθεια σ’ έναν κόσμο ήσυχο
στον οποίον άλλο νόημα δεν υπάρχει, η ίδια
είναι ήσυχη, είναι νύχτα και καλοκαίρι, η ίδια
είναι ο αναγνώστης που σκύβει αργά και διαβάζει εκεί.
[Wallace Stevens, μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς]