Translate

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ ///ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Εν δυνάμει πραγματικότητα, Μανδραγόρας ,2016





ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
  

    Πεθαίνουν τα κλαριά απ΄αγάπη
                           F.G.Lorca 

Ρωτώ την ποίηση
για το σχήμα της λύπης
την ιτιά μού δείχνει
το δέντρο που πονά,αυτή
με γερμένα τα κλαριά
προσκυνά βουβό το χώμα
Νευρωνικό αντίστοιχο
λέει η επιστήμη
γυναίκας κλαίουσας που
με λυτά τα μακριά μαλλιά
θρηνεί ασάλευτη
του έρωτα
το φθαρτό σώμα

    
 ***

ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Χρόνια γλυπτικής ο άνεμος
κι η θάλασσα
κι ο βράχος
λιγοστεύει φλούδα φλούδα
Έτσι σμιλεύεται ο στίχος
Με ινδιάνικο βλέμμα
ο ποιητής συνδέει την εξωτερική πραγματικότητα 
με την εκδοχή που φτιάχνει ο νους του
δεν τραγουδά
δεν επιδίδεται σε ζωγραφική τοπίων
Με τη σοφία των κύκλων της φύσης
λειαίνει τη διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα σε ζωή και θάνατο
αποσπά το ουσιώδες άπ΄τα πράγματα
το αιώνιο άπ΄το προσωρινό. 

 ***

 ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Μοβ μορφή
σε ορίζοντα γυμνό
όσο πλησιάζω
δεν είσαι συ
αποδομείσαι
κηλίδες κόκκινες και μπλε

φιγούρα από πίνακα πουαντιγισμού. 

 *** 

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Μάρτυς μου τα δάκρυα
ορκιζόταν
λες κι ο πόνος
είναι ζήτημα αλήθειας. 

 *** 






notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ /// ΦΥΣΙΚΗ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ



Via Dolorosa


Νατάσα Χατζιδάκι

Τυπωθήτω, 2017
163 σελ.


*****

Εσκότωσα έναν άνδρα σήμερα.
Ντυμένο Νύφη.Και  Νταής.
Ήτανε μαύρος και Τραχύς προπαγανδίζων.
Από το Ανάερο Λευκό του Νυφικό.
Ανίερα βαριά παπούτσια.Εκροτούσαν.
Και τον Εστήριζαν.Στης  Γης την Ακαταδεξιά.
Τον κλωθογύριζαν .Και τον ποδοπατούσαν.

Και από τα  μανίκια τα ωχρά.
Χέρια Απόβλητα.Ασφυκτικά.
Την Χλόη της Δαντέλας του κακοποιούσαν.

Δεν ξέρω.'Ισως να με σκότωσε αυτός.
Ίσως με Νύχια Ατσάλινα Χτυπούσε.
Το Ακυρωμένο Παρελθόν.
Τον Αμοραλισμό Διχοτομίας.

Γιατί Διχοτομήθηκες χωρίς να Διπλασιαστείς. 
Μέσα εις Απέραντα Κενά Αέρος.
Κι Ένα Κενό Εξουσίας Αναρριχάται Μέσα μου.
Τον Δρόμο τον Αιματηρό Ανοίγει.
Πασχίζει να Βρει.Να Κρατηθεί.
Το Κραταιό του Κράτος να Ιδρύσει.

                                             14.11.2010


****

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017// ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΑΚΙΑ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Βηματιστές του χρόνου



Μαρία Πατακιά

Μελάνι, 2016
62 σελ.


**** 

ME ANAΣΤΟΛΗ

Ανέκοψε τον ρου των αισθημάτων
η εγκατάλειψη.
Έμεινε άναυδο το μέλλον.
Με αναστολή-επ΄αόριστον-
οι συγκινήσεις
με όρο να παρουσιάζεται
άπαξ της εβδομάδας
στ΄ αζήτητα η ελπίδα.

***

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΠΡΟΥΜΥΤΑ 

'Επεσε μπρούμυτα ο χρόνος
μπήγοντας τους δείχτες του
στο χώμα
ξερνώντας στιγμές αβίωτες
αφήνοντας τα νώτα του 
ακάλυπτα
στις ασελγείς προθέσεις
του απρόσμενου.


***

 Η ΟΜΟΡΦΙΑ

Δεν μας προσφέρεται η ομορφιά.
Μας αφήνει μόλις να μαντέψουμε
την αμείλικτη δύναμή  της
μας τριγυρίζει οριοθετώντας
το αδύνατο
μας παραφυλάει στις γωνιές
του ανεπανόρθωτου
πολιορκεί τις αφύλακτες πύλες
των ενστίκτων
αποδομεί το συνειδητό
απορροφά όλα τα χρώματα
αρθρώνει καθαρά τη σιωπή.

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΜΑΡΙΟΝ ΧΩΡΕΑΝΘΗ /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Μαύρος καθρέφτης


Μουσικές και ψίθυροι των μικρών ωρών

Μάριον Χωρεάνθη
εικονογράφηση: Μάριον Χωρεάνθη

Εκδόσεις των Φίλων, 2015
41 σελ.


**** 

ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΦΙΛΟ 

                             Με τον τρόπο του Νίκου Καββαδία


Να πώς τα φέρνει της ζωής η τραγική ειρωνεία,
η θάλασσα στα πόδια σου κι εσύ να κολυμπάς
στου τέλματος την άγονη,στυφή μονοτονία
κι εξόριστος στον τόπο σου σαν ξένος να γυρνάς.

Να λαχταράς ιριδιστούς ονείρων ωκεανούς
και ν' αρμενίζεις ξέμπαρκος σε θεωρίας πελάγη,
ιδανικά εικονίσματα σε κούφιους ουρανούς,
μέσα σε μιας μακάβριας ρουτίνας την αρπάγη.

Και με βαρύ βηματισμό,το σάπιο το σανίδι
της φυλακής σου να μετράς με πόνο και μ΄οργή,
σαν πλοίο που ξεστράτισε κι έχασε το ταξίδι
κι αντί ν΄ανοίξει τα πανιά καρφώθηκε στη γη.



ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 

Σε δυό κόσμους περπατώ και στα σύνορά τους
αλητεύουν οι άγγελοι δίχως τα φτερά τους.
Σε τοπίο ασπρόμαυρο και σκιτσαρισμένο
τα μεσάνυχτα γυρνώ και τους περιμένω.

Σκοτεινή της μοίρας μου πένθιμη ηλακάτη,
στις πληγές μαράθηκε το αίμα και το αλάτι,
με παράπονο βραχνό και φτιαγμένο ζάρι
καίγεται η άρρωστη ψυχή,σβήνει το φεγγάρι.

Aξημέρωτες μετρώ νύχτες και φοβάμαι.
Κομματάκια κρύσταλλο ο κόσμος που θυμάμαι
κι όλα μου τα μυστικά τα΄χω φυλαγμένα
σ' όνειρα ξυπόλητα και κουρελιασμένα.

Μαύρο χάδι,μαύρο φως,μαύρο πεφταστέρι,
δάκρυ από φθινόπωρο στο άδειο μεσημέρι,
σε χαμένο πέλαγο μαύρο καραβάκι
πίνω το πικρό φιλί,το γλυκό φαρμάκι.

* * * 
Mαύρος Καθρέφτης , Εκδόσεις των φίλων , 2015

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017,/// ΤΕΝΤ ΧΙΟΥΖ /// 'ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ






Η  Τραγωδία του Μήλου


Μετάφραση: Aσημίνα Ξηρογιάννη


Kι έτσι την έβδομη μέρα
Το φίδι ξεκουράστηκε.
Ο Θεός πήγε σ΄αυτό.
«Έχω επινοήσει ένα νέο παιχνίδι», του είπε.

To φίδι τον κοίταξε με έκπληξη.
Στην υπόθεση παρεισδύον
Αλλά ο θεός είπε:«Bλέπεις αυτό το μήλο;
Το στίβω και το κοιτώ-Μηλίτης.»

Το φίδι ήπιε μια καλή γουλιά
Και κουλουριάστηκε παίρνοντας το σχήμα του ερωτηματικού.
Ο Αδάμ ήπιε και είπε: Να ο θεός μου!»
Η Εύα ήπιε και άνοιξε τα πόδια της

Και κάλεσε το πονηρό φίδι
Και του χάρισε ξέφρενες ηδονικές στιγμές
Ο Θεός έτρεξε και το είπε στον Αδάμ
Που σε μεθυσμένη οργή προσπάθησε να κρεμάσει τον εαυτό του στον οπωρώνα.

Το φίδι προσπαθούσε να εξηγήσει φωνάζοντας «Σταμάτα»
Αλλά το ποτό σκορπούσε τη φωνή του
Και η Εύα άρχισε να ουρλιάζει: «Βιασμός! Βιασμός!»
Και χτυπούσε με το πόδι της το κεφάλι του.

Τώρα όποτε το φίδι εμφανίζεται, αυτή ξεφωνίζει
«Εδώ έρχεται πάλι! Βοήθεια! Βοήθεια!»
Τότε ο Αδάμ σπάει μια καρέκλα στο κεφάλι του,
Και ο Θεός λέει: «Είμαι πολύ ευχαριστημένος»

Και όλα πάνε στην κόλαση.

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ./February 07, 2017)
*Η ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΜΕΝΗ ΑΠΌ  ΕΔΩ

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017/// ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΕΡΦΥ /// 'ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ





Ανοησίες

 (Μετάφραση Ασημίνα Ξηρογιάννη)


Για να σε σκέφτομαι
πρέπει να μένω μόνος.
Για να σ’ αγαπώ
πρέπει να είμαστε μαζί.


Νομίζω πως σ΄αγαπώ
όταν είμαι μόνος
περισσότερο απ’ ό,τι σε σκέφτομαι
όταν βρισκόμαστε.


Δεν μπορώ να σκέφτομαι
χωρίς ν’ αγαπώ
ούτε ν’ αγαπώ
χωρίς να σκέφτομαι.


Μόνος μου όταν είμαι, μου αρέσει
να μας σκέφτομαι μαζί.
Μαζί όταν είμαστε, νομίζω πως
θα προτιμούσα να είμαι μόνος.


(Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ/February 14, 2017)

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017/// ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΗΝΙΩΤΗΣ /// ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ





Επιγράμματα


Κωνσταντίνος Μ. Σκηνιώτης

ΑΩ Εκδόσεις, 2015
64 σελ.

****

ΨΙΘΥΡΟΣ

Αγγίζω το αυτί μου στο χώμα.
Αφουγκράζομαι...
Σο βάθος των αιώνων βλέπω.
Μνήμη των γενεών.


*

ΓΑΛΗΝΗ

Στάθηκα στην άκρη,
το έναυσμα πάραυτα εδόθη.
Το σύνθημα ήταν «σιωπή»
μια άλλη όψη της φωνής.

*

ΦΩΣ

Από την πρύμνη ως την πλώρη
-μεσημβρινά,άγνωστα βήματα-
διασχίζεις του κόσμου το όριο.
Βλέπω στο βάθος το πρώτο του κλάμα.

*

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

  Ιδανική ουτοπία Πρωτομαγιάτικη'
αγκαλιά ο Παρθενώνας με το σούρουπο
στων αιώνων τη δημοσιά κατηφορίζουν.
          Φυτεύουν φως,ήλιο.

*

ΑΝΟΙΞΗ

 Το τεντωμένο του ακροβάτη σκοινί,
   του ιχνηλάτη μισοσβησμένο χνάρι,
      μιας εξώπορτας το ρόπτρο,
           μεταίχμιο...

****

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017/// CZESLAW MILOSZ /// TΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



'Εσχατα ποιήματα


Czeslaw Milosz
μετάφραση: Πάβεου Κρούπκα, Γιώργος Πετρόπουλος

Momentum, 2013
148 σελ.


******* 

 ΔΙΧΩΣ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ

Ω Δαιμόνιον,εδώ και δύο βδομάδες δεν με επισκέπτεσαι
Και γίνομαι όποιος θα ήμουν πάντα δίχως τη συμπαράστασή σου. 
Κοιτώ μες στον καθρέφτη και βρίσκω άχαρο το πρόσωπό μου,
Η μνήμη ανοίγει κι εκεί φόβος μέγας είναι.

Ταραγμένος και δυστυχισμένος άνθρωπος είμαι.
Εντελώς αλλιώτικος θα μείνω στα ποιήματά μου.
Θα ήθελα να προειδοποιήσω τους αναγνώστες,να τους ζητήσω συγγνώμη.
Μα ούτε ξέρω να φτιάξω τούτο το παράπονο.

*

TA ΓΕΡΑΜΑΤΑ 

Τελείωσαν τα πρωινά ξυπνήματα
με το όρθιο μαστίγιο
που οδηγεί και δείχνει το δρόμο.
Φανερώνει το Εγώ και είναι
Μια άβυσσος εντελώς μαύρη.

Δεν υπάρχει βυθός του χειρότερου.
Είναι ώρα για ευσεβή λογοτεχνία.
Ν΄ αρπάξω κανένα άγιο πρόσωπο,
παραδείγματος χ'αρη την ευλογημένη Κουνεγώντα
και να κρεμιέται σαν τρίμμα πάνω άπ΄την άβυσσο.
Εκείνη,εν τω μεταξύ,κρατιέται από την εσθήτα του Αγίου Φραγκίσκου
και έτσι,ενωμένοι σε μία γιρλάντα,μετεωριζόμαστε.

Αύγουστος 2003 

*

ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΣΑ  

Πώς μπορούσα
πώς μπορούσα
να κάνω τέτοια πράγματα
ζώντας σ΄αυτόν τον κόσμο τον φρικτό
υποταγμένος στις αρχές του
παίζοντας με τις αρχές του.
Χρειάζομαι έναν Θεό,να με συγχωρήσει
χρειάζομαι έναν θεό ελεήμονα.



****

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ANAΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ //// Lullaby

J. Atkinson Grimshaw, Αντανακλάσεις στο Τάμεση. 1880.  Leeds Museums Galleries.

Lullaby 


κάποτε η φωνή
μάς πάει πιο έξω
και από το παράθυρο
των ματιών μας
πιο μέσα στη σφαγή
των χειλιών 


ας πούμε ότι καληνυχτίσαμε
τη γειτονιά 


ας πούμε ότι δεν κάψαμε
το καζάνι 


ας πούμε πως όσοι αγαπιούνται
βλέπουνε τις ράγες των τρένων.
ας.

πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΥΓΗ τον Ιανουάριο του 2017

******

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// XΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΛΛΙΑ /// ΚΡΑΥΓΕΣ ΖΩΣΕΣ



Κραυγές ζώσες

Ποιητικοί μονόλογοι

Χριστίνα Κόλλια

Ιωλκός, 2013
79 σελ.



(απόσπασμα)

[...]


Συλλαμβάνω αλήθειες 
σε κλεμμένα κατάστιχα.
Λέξεις υπόδικες 
στο κελί της φωτιάς.
Με πόσες
νομιμοποιείται το ψέμα;

Tόσο ανυποψίαστη
στις φυλετικές πλάνες.

*
Οι φίλοι 
τ α ί ζουν τις πληγές μου.
Αγαπούν 
να με  χορτάσουν.

*

Οι εχθροί
καραδοκούν το λυκαυγές μου.
Ανυπομονούν
να με δοξάσουν.

*

Τ΄ αδέλφια μου
ασελγούν στο μέλλον μου.
Τρέμουν
μη διαρρήξω τον κύκλο.

*

Εγώ 
είμαι πέτρα 
που μπλέκεται
ξεδιάντροπα 
στα πόδια τους

*

Είμαι φως.
Κυοφορώ το σκοτάδι.

*

Είμαι σκοτάδι.
Τίκτω τι φως.

*

Είμαι δρόμος
που κορο ι δεύει 
αναίσχυντα 
το χάρτη.

*

Είμαι κορμί..
Λαγήνι από χώμα.
Διψασμένο.

*

Είμαι ψυχή.
'Ανεμος σε τυφώνα .
Κλειδωμένος.

*

Σε εμπόλεμη ψυχή ζω.
Από τότε που γεννήθηκα.
'Οχι
δε γεννήθηκα στη Σπάρτη.
Σε μια γειτονιά της Αθήνας
γεννήθηκα.

[...]

 *****



notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017/// ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ ///Ο ΔΗΜΙΟΣ






Κυριάκος Σταμέλος «Ο δήμιος», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016, σελ. 48
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Δεν είναι εύκολο οι ποιητές να μιλούν για  τον εαυτό τους, για τη ζωή τους. Όχι ότι είναι εύκολο για τους πεζογράφους, απλώς οι  δεύτεροι δεν έχουν να αντιμετωπίσουν σε τόσο μεγάλη έκταση το θέμα της πύκνωσης. Ο Κυριάκος Σταμέλος γράφει ένα έμμετρο εκτενές αυτοβιογραφικό ποίημα που φέρει τον τίτλο Ο Δήμιος και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Σαρκαστικός, αυτοσαρκαστικός, καυστικός, αλλά και απολαυστικός, παρουσιάζεται αλλιώς, δίνει το πορτρέτο του ίδιου του τού εαυτού, την ιστορία της δικής του ζωής. Από το ποίημα δεν απουσιάζει το χιούμορ. Αντίθετα, αυτό είναι καίριο και διεισδυτικό και κερδίζει τον αναγνώστη, ειδικά εκεί όπου συνδυάζεται με μια αιχμηρή ειρωνεία. Ρέοντες στίχοι, παιχνιδιάρικοι, καλοζυγισμένοι, δίνει την αίσθηση ότι ο ποιητής έχει προσέξει ιδιαίτερα την ποιητική οικονομία.
Κάνει, θα λέγαμε, έναν απολογισμό ζωής («Πάντως, αγάπησα, τα όσα κι αν είδα,/το δίκαιο, το άδικο, την ηλιακτίδα […]»)
Μια ζωή που δεν τον εκφράζει, το χρώμα του έρωτα, η ποίηση, οι θεωρίες παντός τύπου, αυτά και πολλά άλλα απασχολούν τον ποιητή, ο οποίος έχει καταφέρει να πάρει τις αποστάσεις του πια  και να τα κρίνει σθεναρά και θαρραλέα με παρρησία μοναδική.
Στο σημείο που γράφει «Η ποίησις θέλω εδώ ν’ ακουστεί, ωσάν ένας χτύπος επά’ στο καρφί,[…]»μάς έρχονται εύλογα στο νου οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη: «[…]σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις /Να μην τις παίρνει ο άνεμος» Μα ο ίδιος o Σταμέλος δεν γεννήθηκε για να χτυπά, όπως σημειώνει. Και αμέσως μετά αναρωτιέται: «[…] όμως δεν ξέρω πούθε θα βρω, λιγάκ’ ευτυχία» Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι αυτό που τον καίει.
Συνεχίζει ως εξής μιλώντας μας για το «καταφύγιό του»: «Kαι καταφύγιο βρίσκω στερνό,/σε όσα πράγματα μπορώ να σας πω,/μέσα και έξω απ’ τον ρυθμό,/πέννας μαλάκας». Άλλο ένα διακειμενικό στοιχείο εντοπίζουμε εδώ, αφού η λέξη «καταφύγιο» μας παραπέμπει στον Κώστα Καρυωτάκη όπου γράφει στο ποίημά του «[Είμαστε κάτι…]»
[…]
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε
στα όνειρά μας μπερδεύεται όλη η φύσις
στο σώμα στην ενθύμηση, πονούμε
κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε. […]
Ούτε και ο ποιητής που εξετάζουμε είναι χαρούμενος και ικανοποιημένος από τη ζωή του, δίνει συχνά εικόνες παρακμής, ή αφήνει μια τέτοια αίσθηση, όμως το θαυμαστό είναι πως έχει τον τρόπο ευφυώς να ανασκευάζει τη θλίψη, να υπερβαίνει την πικρία, να κάνει τις ξεχαρβαλωμένες κιθάρες να παίζουν μουσική.
Ακόμα, σε παλαιότερους καιρούς, εξομολογείται ότι θεωρούσε ότι ξεχώριζε, θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό. Ίσως μια έπαρση που, όμως, τώρα μετετράπη σε γνώση, σε ουσία, σε βάθος. Η γνώση πως είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που διαθέτει ως στοιχεία και το καλό και το κακό, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι. Και ο Σαίξπηρ, ο πρώτος διδάξας, παρουσιάζει χαρακτήρες που συμφιλίωναν στην ψυχή τους και στο «ήθος» τους και τις δύο ποιότητες.

[…]
Παλιά ενόμιζα μοναδικός
είμαι στον κόσμο-τί;-και είμαι αυτός
που ίσως κάν’ να γυρίσ’ ο τροχός
να’ στή η Παράδεισος.

Γνωρίζω τώρα πως είμαι κοινός,
και δεν προσπάθησα γιατ’ ίσως κακός
να είμαι στο βάθος’ και ίσως καλός
αν έχει διάφορο.

[…]
Έχει πια γίνει σοφότερος με τα χρόνια ο αφηγητής-ποιητής μας, έχει αποκτήσει αυτογνωσία και «δεν προσπαθεί παρά μόνο να ζει» (σελ12). Ξέρει καλά πως «υπάρχει κάτι που μας περιμένει να το γευτούμε ή να χαθούμε» (σελ.16) καθώς και ότι  και οι φιλανθρωπίες θέλουν το μέτρο τους και αυτές: «Όποιος γεννήθηκε καλός Σαμαρείτης/εν καιρώ θα ριμάρει κι ερημοσπίτης,/της αφραγκιάς θα είναι-γουστάρω-παιδί της-αγαπημένο.» (σελ.16)
Ο λόγος του Σταμέλου δριμύς, δραστικός, ζωηρός, ακουμπά το είναι του απαιτητικού αναγνώστη. Δεν είναι μια γλώσσα πλαστική αυτή, δεν είναι μια γλώσσα που ξενίζει. Λέξεις κοινές, τολμηρές, αθυρόστομες, αντιποιητικές, αργκό καμιά φορά ή αρχαιοελληνικές: π.χ ταίς λέξεσι, αιέν, αριστεύειν, νταλικάδες, παπάτζα, μουνί, σακαφλιά, νινί, στιχαράκια, κοιλάρα, μαλάκω, τσατσάρα, μαλάκας, σφαλνάς, ερημοσπίτης, γουστάρω, λέξω, μπερκέτι, γαμώ, ξεύρουνε, πατέντα, ζωντανούδια, κονομήσω, χαζός, πλιάτσικο, ευγαμημένη, γλυφομούνι, πουτανίτσα, αρχίδι, λατρεμενάκια, μερακλαντάν, γαμηθείτε, πεταμενάκης και άλλες. Ποικιλία γλωσσικού ύφους και ήθους.
Αλλά όλες τους χωράνε μέσα στον Δήμιο, συνυπάρχουν χωρίς να ξενίζουν τον αναγνώστη, εξυπηρετώντας τον σκοπό του ποιητή, ο οποίος επιτυχώς τις συνδυάζει, αφού πρώτα έχει παιδέψει πολύ τον τρόπο που θα τοποθετήσει τη μία πάνω στην άλλη. Εδώ, τούτη η ποίηση δεν γράφεται με εκλεπτυσμένες λέξεις και ευγενικές και  κομψές εκφράσεις. Και γιατί άλλωστε; O ποιητής λέει τις αλήθειες του στην δική του γλώσσα και αυτό είναι το σημαντικό. Η ποίησή του σφύζει από ζωή και λαχτάρα για ζωή, ακόμα κι αν στραβά τα πράγματα του έχουν πάει. Δεν είναι μοντέρνος, ούτε μεταμοντέρνος, αλλά μας χαρίζει μια «έμμετρη ιδιόλεκτο», αν έτσι μπορεί να πει κανείς. Όχι η γλώσσα για τη γλώσσα, όχι ο στίχος αυτοσκοπός. Αλλά επί της ουσίας: Πόσο εύκολο είναι να γίνεις ο δήμιος του εαυτού σου; Ή πόσο εύκολο είναι να αντικρίσεις κατάματα τη ζωή και -κυρίως -τις αποτυχίες ή τις διαψεύσεις σου;

Ο αφηγητής δεν είναι ούτε Χριστιανός, ούτε Ισλάμης  συμβατικός, αλλά ευθαρσώς δηλώνει: «Aν την ματιά σου μπορώ ν’ αντέξω, είμαι θεός» (σελ.17) Ο Σταμέλος παίζει με τις έννοιες, τις λέξεις, τις εμπειρίες του και παρουσιάζεται φιλοσοφικός και φιλοσοφημένος. Κάνει ποίηση τη χασούρα του, τις ζημιές του. (« [..]γιατί με πίκραναν (κάποιοι φίλοι),/μ’ εξουσιάζουν,/ποτέ δεν μπόρεσαν να με φωνάζουν/Κυριάκο μεγάλε» και «Άλλοι τους έλεγαν «υπαλληλάκος,/θα μείνει για πάντα μωρέ ο Κυριάκος,/έτσι που είναι ψηλός, ένα ράκος,/τι άλλο να κάνει;»
Μπορεί να διαψεύστηκε πολιτικά ή ιδεολογικά, κι αυτό το σχολιάζει: «Tσιγάρα; Δε φτάνουν αυτά τα λιανά/φέρτε μου πούρα Αβάνας χοντρά,/και νά μού δίνει ν’ ανάβω φωτιά,/αυτό το αρχίδι ο Κάστρο.» Και αμέσως μετά: «Γιατ’ είναι ήδη κι αυτός ξοφλημένος./Αν και δεν είναι πολύ μορφωμένος,/είναι το ίδιο κι αυτός προδομένος/από τα κύτταρα.»(σελ.23) Και: «Kαι ‘γω που δεν έγινα πολιτικός/ίσως να είμαι αφελής και χαζός» (σελ.32)
Έρωτες, πρόσωπα, καταστάσεις, στάσεις ζωής, παρελαύνουν μέσα στο βιβλίο, όλα συγκλίνουν σε ένα σταθερό σημείο αναφοράς: το υποκείμενο της γραφής, το οποίο καταφέρνει να διατηρεί ισορροπίες και να μην πέφτει σε άσκοπους συναισθηματισμούς. Έχει ξεπεράσει όλα αυτά, έχει περάσει σε άλλο στάδιο, στην έντεχνη αφήγησή τους πια. Η ρίμα και η έμμετρη μορφή συμβάλλουν στην αποφυγή του μελό. («Δεν είμαι βρε λούμπεν, ούτε κι αλήτης,/ούτε κι απόκληρος ερημοσπίτης, είμ’ ο γαμιάς της και θέλω παιδί της/να είμαι και ‘γω.»


Αναδημοσίευση από :fractal

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ /// «Φέρε κοντά την Άνοιξη»








                                                     Ξένοι με τις εποχές
                                                     από πάντα ξένοι

Ξεδίπλωσε τα χέρια σου
Απλώσου
Το πρόσωπο ν’ ανθίσει
Φέρε κοντά την Άνοιξη
Κοντά φέρε την Άνοιξη
Και χάρισέ της
της θάλασσας την αύρα
–Σαν μικρός θεός–
Και το γαλάζιο
χάρισέ της

Απουσιάζει κι η Ιδέα της ακόμα
από των εποχών τη διαδοχή

Έστω μια φορά λοιπόν
κάνε διάλογο με αυτήν την απουσία
Φέρε κοντά την Άνοιξη
Το μόνο που χρειάζεται
είναι η φαντασία.




(Από την επόμενη ποιητική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη. Πρώτη δημοσίευση στο Περιοδικό «Ο Σίσυφος», τεύχος 11)

πηγή: http://www.andro.gr/empneusi/poems-spring/7/

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΠΕΛΑΓΙΑ ΦΥΤΟΠΟΥΛΟΥ /// ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Κούκος



Πελαγία Φυτοπούλου

Θράκα, 2016
48 σελ.
          

****    
   
ΣΥΜΠΤΩΣΗ

απόψε κάποιοι δε θα κοιμηθούν
περιμένουν
αδελφό να τους πυροβολήσει
ή έστω
έναν περαστικό ν’ ανάψει το φως
σε χαλεπούς καιρούς ακόμη και αυτό
μπορεί να σκοτώσει
απόψε τοποθετούν στον ουρανό
παιδικά καθίσματα


*
     
ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ

ναι, ναι σφουγγάρισα
έπλυνα ναι
οι νυχιές στον τοίχο
είναι η γδαρμένη απ’ τη νοσταλγία
αφηρημάδα σου
το ξέρω ότι είσαι νεκρός
μα φαίνεται ακόμα λερώνεις
κι αυτό πικρό
τα ποντίκια το φτύνουν
σκεπάσου τουλάχιστον
τώρα ταΐζω και ανθρώπους

                                      
*

ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Βυθίζομαι στα χρόνια των άλλων, στα σπίτια τους
Οι θεοσεβούμενοι αγαπούν τις παρθένες
Αναπαύομαι στην έμπιστη, του αρχηγού, πολυθρόνα
Ανοίγω την τηλεόραση
τα πόδια μου ανθίζουν στο τραπέζι που θα φάμε
Ο Μπάστερ Κίτον δε γελά
Ντρέπομαι να με βλέπουν γυμνή, μ’ ευχαριστεί
ωστόσο, η επετειακή τους αμηχανία
Ενός λεπτού σιγή
Τελείωσα λεβέντες
Ναι, ναι έφτασα σε οργασμό
Μπορείτε να κουρδίσετε το τανκ
Ο δονητής υποχώρησε


 *

ΑΝΑΡΧΙΑ

«εμένα, μάνα, η ποίησή μου είναι ξυπόλητη»
«ω, Πελαγιανή, πώς θα κοιμηθείς απόψε με πρησμένα πόδια;»
Η μάνα πάντα ανησυχούσε για μένα
Ειδικά όταν οι πλείστοι επεδίωκαν να μαλακώσουν
τη σφυροδρέπανη επιδερμίδα μου
Βρήκε λύση
Ανταλλάξαμε φέρετρα
Τώρα όλοι θαυμάζουν τη γυναίκα με τα όμορφα πόδια
Ο πελάτης ήταν σαφής
Στο στήθος του πεταμένο ένα κελί
Κανείς δεν πίστευε ότι χωράω μέσα
Δήλωσε ευτυχής
Σ’ ένα μονάχα έπεσε έξω
Όταν χτυπάς τα πόδια μου
Χοροπηδούν στο χρόνο και σε γυρνάει πίσω
Άτυχος άντρας, έπεσε πάνω στο Μάη του ’68
Έπαψε να με θέλει νοικοκυρά
Γευματίζουμε έξω, πληρώνει τις μετρητοίς
«τι θα πάρετε;»
«ο κύριος μια σαρανταποδαρούσα καλοψημένη

κι εγώ ένα «Bloody Mary».

*Από τη συλλογή “Κούκος”, εκδόσεις Θράκα 2016.

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΣΤΟ VARELAKI


H ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΣΗΜΙΝΑΣ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΜΠΑΔΑΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ «Ανταπόκριση από πλανήτη ψυχή»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ /// ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ /// ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ 


 ΔΙΑΘΕΣΗ ΝΥΧΤΑΣ /// TO VARELAKI EYXETAI KAΛΟ ΜΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟ ! 

 Παρουσίαση του θεατρικού έργου "Το όνειρο ενός γελοίου" στο θέατρο Μορφές Έκφρασης 


 H AΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ Κ.ΜΠΟΥΡΑ /// "ΘΕΑΤΡΟΠΟΙΟΥΜΕΝ ΑΝΕΥ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ.../// ΕΚΠΟΜΠΗ 4η

 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 2017 / ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ////ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ 

 ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 2017 /// 'ΕΝΤΥΠΟ VARELAKI

 ΝΤΕΡΕΚ ΓΟΥΟΛΚΟΤ (1930-2017) 

 Τίποτα δεν χρειάζεται – του Ρέιμοντ Κάρβερ

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ /// ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΝ













 




 
Πέτρος Πολυμένης
επιμέλεια: Εύη Κώτσου
μουσική σύνθεση: Έφη Μαρκουλάκη
ερμηνεία: Μιχάλης Βιρβιδάκης, Ματίνα Μόσχοβη

Ατόλη, 2013
55 σελ.


 της Ματίνας Μόσχοβη*

Ο Πέτρος Πολυμένης, στο ενδιαφέρον και πρωτότυπο φιλοσοφικό του πόνημα «Λέξεις, Εμπειρία και οι Ακροβάτες», εκδ. Γαβριηλίδης 2012, γράφει: «To υποκείμενο, χρωματίζεται και εξελίσσεται μέσα σε συγκεκριμένες πρακτικές. Τέτοια πρακτική είναι και η λογοτεχνία. Αλλά για μια στιγμή αποτραβιέται. Στέκει παράμερα, στη σιωπή, και θέτει το ερώτημα -ή το αίτημα- για το πώς το ίδιο υπάρχει έξω από κάθε πρακτική, ή πώς αποκαλύπτεται στα σύνορα των πρακτικών. Στα όρια αυτά, έξω από κατηγοριοποιήσεις και κανόνες, φέγγει ο ηθικός του χαρακτήρας. Απάντηση βρίσκει, λιγότερο ή περισσότερο προσωρινή κι ύστερα ετοιμάζεται να ισορροπήσει σαν ακροβάτης σε έναν ακόμη ρόλο, σε μια ακόμη πρακτική. ‘Ενας ακροβάτης που εξακολουθεί να ισορροπεί ακαταπαύστως, συνέπεια επιδιώκοντας. Αυτός ο κομματιασμένος από καιρό· ο χωρίς σωτηρία καμία. Μέχρι που, τελικά, απέρχεται της σκηνής.»
Aρχίζοντας την προσέγγιση του ποιητικού έργου «Αίθουσα Αναχωρήσεων», εκδ. Ατόλη, 2013,  του Πέτρου Πολυμένη και χάριν μιας αναγκαίας παιδιάς, θα απομονώσω και ταυτόχρονα θα υπογραμμίσω μερικές λέξεις από το προηγούμενο απόσπασμα: αποτραβιέται, στέκει παράμερα, θέτει το ερώτημα, στα όρια αυτά, φέγγει ο ηθικός του χαρακτήρας, σαν ακροβάτης, ρόλο, να ισορροπεί ακαταπαύστως, συνέπεια επιδιώκοντας, κομματιασμένος, απέρχεται της σκηνής.
Ελπίζω να αποκαλύφθηκε το ανάκουστο, κρυφό νόημα των λέξεων καθώς κατακερματίσαμε τη νοηματική αλληλουχία τους. Για τον Πέτρο Πολυμένη η έννοια άνθρωπος είναι διττή α)ποιητής – φιλόσοφος, β)ακροβάτης – ηθοποιός. Αυτή ακριβώς η διττότητα γεννά την ανάγκη της διπλής θέσης παρατήρησης- παράστασης.
Θέση 1η:παρά-σταση από το απαρέμφατο «ἱστάναι», δηλαδή τοποθετείς κάποιον μακριά. Θέση 2η: από το απαρέμφατο «ἵστασθαι» δηλαδή παρίσταμαι, στέκω κοντά.
Μεταξύ αυτών των δύο σημείων θα πραγματοποιηθεί η πράξη της ισορροπίας. Επειδή ο άνθρωπος ποθεί το ύψος και αιχμαλωτίζεται από τη σταθερότητα.  Με ποιον στόχο λοιπόν οφείλει να ισορροπεί ακαταπαύστως; Απλά, με τη συνέπεια και το φέγγος. Ας κρατήσουμε τη λέξη «φέγγος». Τη συνέπεια και το φέγγος λοιπόν του ηθικού χαρακτήρα, που αν και κομματιασμένος, χωρίς σωτηρία, εξακολουθεί να ισορροπεί μέχρι να απέλθει της σκηνής.
Ο τίτλος του έργου αποτελείται από δύο λέξεις: Αίθουσα Αναχωρήσεων. Η αίθουσα είναι ο ξενώνας, η σάλα υποδοχής, το πιο ευρύχωρο και ευπαρουσίαστο δωμάτιο μίας οικίας. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «αἴθω» που θα πει καίω αλλά και φέγγω. Η λέξη αναχώρηση σημαίνει την απομάκρυνση, την εκκίνηση, τον απόπλου.
Ως προς τα δομικά στοιχεία του έργου, τούτο συγκροτείται από τέσσερεις ενότητες-αρμούς: ΔΡΟΜΟΣ, ΛΑΤΡΕΙΑ, ΑΓΟΡΑ, ΚΑΤΟΙΚΙΑ. Τα εναρκτήρια ποιήματα κάθε ενότητας διαβάζονται και ανάποδα από κάτω προς τα πάνω, και περιέχουν ελάχιστα ρήματα ή καθόλου. Στον ΔΡΟΜΟ, για παράδειγμα,  « διασχίζω/ σπασμένες φωνές/ στιγμές/ φανάρια/ συνάντηση/ επιτέλους/ ξέφωτο/ ξεδίπλωτος/ πλωτός/ γαλάζιο  / γλάρος/ γαλήνη / γαλήνη/ γα », αλλά και   «γα / γαλήνη/ γαλήνη/ γλάρος/ γαλάζιο/ πλωτός/ ξεδίπλωτος/ ξέφωτο/ επιτέλους/  συνάντηση/ φανάρια/  στιγμές/ σπασμένες φωνές/ διασχίζω»
Η τετραμερής αυτή ενότητα συνδηλώνει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα του Πέτρου Πολυμένη αλλά και τα τέσσερα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου πάνω στα οποία ασκείται αλλά και μυθολογεί, και δεν είναι άλλα, φυσικά, από το Α και το Ω, το Ε και το Υ. Με τούτα υφαίνεται το τελευταίο αλληγορικό και πεζόμορφο ποίημα «Παραμύθι για τέσσερα γράμματα».
«Μια φορά κι έναν καιρό, ένας φιλόσοφος έλεγε ότι ο άνθρωπος διασχίζει τη θάλασσα της ζωής του, με δύο πλεούμενα: το Έψιλον και το Ύψιλον. Το Έψιλον είναι φορτωμένο χάρακες. [...]  Το πλεούμενο Ύψιλον είναι φορτωμένο χρώματα.  [...] Το Έψιλον ξενυχτά σε γραφεία και το Ύψιλον σε κρεβάτια. Ώρες ώρες το ένα από τα δυο μπάζει νερά, σιγοβουλιάζει. Το άλλο με αυτοθυσία το κρατά στην επιφάνεια.  Άλλοτε βουλιάζουν και τα δύο όταν ακινητήσουν για μήνες στα θολά νερά του αγκυροβολίου. Βέβαια, είναι εποικοδομητικό κάπου κάπου να πιάνεις πάτο, να βλέπεις το βυθό από το βυθό. Είναι σα να ξαναβλέπεις το Άλφα. Να μην ξεχνάμε το Άλφα στη ματιά μας. Ανάδυση. [...]Υπάρχει πάντως ένας θρύλος ότι κάπου στο νότο, υπάρχει ο τόπος του Ωμέγα. Πανάρχαιος τόπος, νότιος αρχαίος τρόπος του καθενός οι αρμονίες. Έψιλον και Ύψιλον θέλουν να συναντηθούν στο Ωμέγα, εκεί να τελειώσουν το ταξίδι τους. Να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.»

ΔΡΟΜΟΣ και ΑΓΟΡΑ λοιπόν το ένα ζεύγος του δημόσιου βίου, ΛΑΤΡΕΙΑ και ΚΑΤΟΙΚΙΑ το άλλο ζεύγος του ιδιωτικού βίου. Αλλά γιατί τέσσερα; Ίσως γιατί ο αριθμός τέσσερα είναι το πρώτο στερεό σχήμα. Το χωρικό. Είναι στατικό σαν αντίθετο προς το κυκλικό και δυναμικό. Ο αριθμός τέσσερα συμβολίζει την ολότητα, την πληρότητα, το λογικό, τη δικαιοσύνη αλλά και τη Γη. Εξ’ άλλου τι περισσότερο νοσταλγεί ένας ποιητής από το εξαίφνης μιας απελευθερωτικής κίνησης προς το άνω, προς τον υπερσυνείδητο χώρο και ταυτόχρονα την αντοχή στην ασφυξία και το άπειρο θάλπος της γης;
Έτσι, σαν σε ενύπνιο όνειρο, η περιπέτεια αρχίζει από την Αίθουσα Αναχωρήσεων του Πρώην Ανατολικού Αερολιμένα Αθηνών. Ατμόσφαιρα του άδειου που εγείρει μνήμες από την ψυχική ενδοχώρα, φυόμενες από το έσω βλέμμα, καθώς εκδιπλώνονται, συμπυκνώνονται, διαλύονται, ανασυντίθενται προκειμένου να κομισθεί εδώ «ένα κράμα ήχων από το άπειρο». Δεν πραγματοποιούνται πτήσεις πια στον Ανατολικό Αερολιμένα. Η αίθουσα, η σφύζουσα άλλοτε από ζωή, που παρείχε αφειδώς στους ταξιδιώτες της την πλάνη ότι εξουσιάζουν το παρόν, τον χρόνο και τις μεταμορφώσεις του, βυθίζεται στην δυσμική της ώρα. Αλλά «πού χάθηκαν οι φίλοι εκείνοι»; Οι φίλοι της πρώτης νιότης; Ή όλοι εκείνοι από τον δήμο των ποιητών και των ηρώων που δεν ενστερνίζονται «την μονοκόμματη ευκολία της ενδοχώρας», αλλά τολμούν να συζευγνύουν   «Παράδεισο και ΄Αδη μαζί», εκείνοι που δεν ολιγοψυχούν μέσα σε «μία παραίσθηση επιστροφής σε διπλή ζωή»  που παραδίδονται σε «μαγικές αταξίες» που ανεμίζουν «μετέωρες φωτογραφίες καρφιτσωμένες σε κόκκινες κλωστές» προκειμένου να ανατάξουν, ανακαινίσουν αυτό που τρέχει να χαθεί μέσα στην τύρβη και την πολυείδεια  του ανθρώπινου βίου, εκτός και αν γίνει αφήγημα, μύθος ή ποίημα, φυλαχτό ή προσευχή. Μήπως εν τέλει είναι τα «πρόσωπα διαρκείας» που στα μάτια τους εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η «υποψία απώλειας που ανθρωπεύει»; Και που «δεν έδιωξαν την ποίηση από το κυρίως θέμα»; Ιδού μερικοί από αυτούς: Ιησούς, Αριστοτέλης, Αίσωπος, Αίας, ο λοχαγός Χατζηπέτρου, ο οποίος εμμέσως αναφέρεται στο ποίημα «Δημόσιο Χρέος».
Η φωνή του ποιητικού αντικειμένου του Πέτρου Πολυμένη διαθέτει ένα δυσεύρετο μέτρο. Σεμνή, ευγενής, ανοιχτή, με επίγνωση μαθητείας στην τέχνη της ακροβασίας (σ’αυτό το «μεταξύ» δύο σημείων που επιτελεί τον προορισμό του ο άνθρωπος), με υπομονή, αντοχή και ευρυθμία, σ’ έναν υπαρκτικό τόπο με θάλασσα, λίμνες σπηλαίων, και θερμά λουτρά. Κάποτε κοντοστέκεται σε συναντήσεις τυχαίες με άγνωστες γυναίκες στην πόλη, κάποτε καθυστερεί σ’ έναν «αποχαιρετισμό που δε λέει να τελειώσει», αιχμαλωτισμένος από την ωραιότητα-ιερότητα, την οποία καλεί και έλκει από τον μυχό της πραγματικότητας, της ιστορίας και του μύθου. Μετεωρίζεται από το άδειο μιας αίθουσας αναχωρήσεων εκζητώντας μια προοπτική ελευθερίας, κατάφασης και πλησμονής.

* Η Ματίνα Μόσχοβη είναι ποιήτρια και ηθοποιός.

*Η φωτογραφία είναι παρμένη από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φράκταλ.

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017 /// ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ /// ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΝΟΣ ΓΕΛΟΙΟΥ

Φιοντόρ Ντοστογέφσκι «Το όνειρο ενός γελοίου», Μετάφραση: Διασκευή: Θωμάς Κινδύνης, Μετάφραση: Άννα Σεβαστή- Τζίμα, εκδ. Βακχικόν, 2016, σελ. 46
 *

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη 

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σπουδαίο κείμενο που, αν και γράφτηκε σε μιαν άλλη εποχή, και συγκεκριμένα το 1877 έχει ακόμα την δύναμη να συνδιαλέγεται γενναία με την κοινωνικοπολιτική μας πραγματικότητα. Έχει την δύναμη να ερεθίζει το μυαλό και την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος εγκλωβισμένος μέσα στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, χάνει συχνά τον προσανατολισμό του και βρίσκεται μετέωρος σε έναν αφιλόξενο κόσμο. Ο κόσμος αυτός χρειάζεται τέτοια μεγάλα κείμενα όπως «Το όνειρο ενός γελοίου» του Ντοστογέφσκι για να αναθαρρεύσει, να προβληματιστεί βαθιά, να επιβιώσει  μπαίνοντας στην διαδικασία να ερμηνεύσει εντέλει όλα αυτά που του συμβαίνουν και άλλα που δεν είναι διόλου ευχάριστα. Πολλές φορές μάλιστα είναι και καταστροφικά για την ψυχική του υγεία και αλλοτριωτικά για τον ίδιο. Και είναι τόσο άσχημα τα πράγματα συχνά για έναν άνθρωπο που φτάνει στο οδυνηρό σημείο να θέλει να  αυτοκτονήσει, επειδή ακριβώς έχει πιάσει πάτο: έχει χάσει το νόημα της ζωής. Και τί νόημα υπάρχει άραγε στο να ζει κανείς μια ζωή δίχως νόημα; Υπάρχει; Όταν τα νήματα με την αλήθεια της ζωής κοπούν, το μόνο που απομένει είναι το σκοτάδι. Ένα Όνειρο μπορεί, έχει τη μαγική δύναμη να αλλάξει τα πράγματα;
Στο πρώτο μέρος του κειμένου που στα χέρια μου κρατώ  ο ήρωάς μας ξεκινά με την εξής πρόταση: «Είμαι ένας γελοίος  άνθρωπος». Χρειάζεται να έχεις καταρρίψει το εγωισμό σου για να το πεις αυτό. Αυτοπροσδιορίζεται με θάρρος, αλλά και προσδιορίζει τη θέση του σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Νιώθει αποξενωμένος παντελώς, αποκομμένος και μόνος. Οι σπουδές του θεωρεί ότι τον κάνουν να φαίνεται ακόμα πιο γελοίος. Η διάθεσή του είναι βαριά ως πένθιμη. Στο όνειρό του τριγυρίζει ένα οκτάχρονο κορίτσι που φωνάζει τη μαμά του. Είναι απολύτως βέβαιος ότι θέλει να αυτοκτονήσει. Το περίστροφο είναι εκεί. Τον περιμένει. Αλλά η σκέψη της μικρής στέκεται εμπόδιο στην ακραία απόφασή του. Ώσπου έρχεται το σημαδιακό Όνειρο της 3ης Νοεμβρίου που του φανερώνει την αλήθεια, του ανοίγει «μια καινούρια δυνατή ζωή». Είδε λέει πως πυροβόλησε ο ίδιος την καρδιά του και πως όλα γύρω του έπαψαν να υπάρχουν. Ένα τρομερό σκοτάδι απλώθηκε. Φέρετρα, τάφος, εγκατάλειψη, υγρασία. Και ξαφνικά ο τάφος του άνοιξε και ένα άγνωστο ον, ένα παράξενο πλάσμα, τον άρπαξε και τον πήρε μαζί του στο άπειρο, μακριά από τη γη. Αυτό τον ενθουσίαζε, καθόλου δεν τον φόβιζε. Κάποια στιγμή ο Ήλιος εμφανίστηκε ολόκληρος μπροστά του και τον αγκάλιασε και τον έκανε να αισθάνεται πως ζει. Τον έκανε ακόμα να συνειδητοποιήσει πως αγαπούσε παράφορα τη Γη που πιτσίλισε με το αίμα του και εγκατέλειψε.
Τι διαφορετικό συνάντησε την νέα Γη… πώς ήταν εκεί τα πράγματα; Μπορούσε να τα αντέξει; Συνάντησε λάμψη πολλή, ασυνήθιστη. Θάλασσα που πάφλαζε ήσυχα στη σμαραγδένια ακρογιαλιά, δέντρα όμορφα και ανθισμένα, χελιδόνια και άλλα μελωδικά πουλάκια, ένα τοπίο ειδυλλιακό. Ακόμα, συνάντησε καλούς και πρόσχαρους ανθρώπους με μάτια και, κυρίως, καρδιές που λαμπύριζαν. Τοπίο με ζωή και ανθρώπους ανώτερους. Όλα σκέτος παράδεισος, που όμως τον δίχασε. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί αυτό που ήδη γνώριζε και αυτό που απλωνόταν μπροστά στα μάτια του, το νέο. Συνάντησε πλάσματα που δεν μπορούσε να κατανοήσει παρόλο που ήταν ένας διανοούμενος, ένας προοδευτικός. Γιατί δεν προσεγγίζονται όλα στη ζωή μέσω μιας τετράγωνης οπτικής ή περιφραγμένης λογικής. Συνάντησε πλάσματα που δεν ήταν υποταγμένα σε φιλοδοξίες ή αρρωστημένες επιθυμίες και έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τη Φύση. Ζούσαν με λίγα και καλά, ένιωθαν ελεύθεροι, πίστευαν στον υγιή έρωτα. Εκτιμούσαν τα ζώα, τα αστέρια, τα προστάτευαν, τα είχαν εξημερώσει. Θρησκεία τους η Ολότητα του Σύμπαντος! Κατάστασή τους: η ευτυχία! Τόση ευτυχία που τον έφερε σε αμηχανία και αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν όνειρο ή αν ήταν βαθύτερες επιθυμίες του και καθαρό γέννημα της καρδιάς του. Ωστόσο, κατάφερε όλους να τους διαφθείρει. Ακολουθώντας τις πρακτικές του, όλοι έμαθαν να λένε ψέματα και να… εκτιμούν την γλύκα τους! Φιληδονία, ζήλια, σκληρότητα, αυτοκαταστροφή, ατομισμός, και καμιά διάθεση μεταστροφή ή επιστροφής στην πρότερη αγνή ζωή τους. Υποταγμένοι πια, σκλαβωμένοι στα πάθη, καταφεύγουν στους πολέμους, στο έγκλημα, στο μίσος και τον αλληλοσπαραγμό. Έφτασαν μέχρι το σημείο να ονομάζουν τον πόνο «ομορφιά» και να τον υμνούν με τα τραγούδια τους! Όταν ο ίδιος ένιωσε απέραντη θλίψη για τη διαφθορά που τους χάρισε, ενώ εκείνοι τον πέρασαν για τρελό, τότε… ξύπνησε ο ήρωάς μας από το όνειρό του! Ξύπνησε και η συνείδησή του, διδάχτηκε αβίαστα, σχεδόν μαγικά, ότι ο άνθρωπος είναι καλός και πως η διαφθορά είναι κάτι που στην ουσία αντιβαίνει την ανθρώπινή του φύση. Διδάχτηκε πως όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι πάντα η Αγάπη. Απαιτείται αυτογνωσία. Για να αγαπήσεις τον πλησίον σου πρέπει πρώτα να έχεις καταφέρει να αγαπήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό και τούτο είναι εξαιρετικά δύσκολο, όσο απλό κι εύκολο κι αν ακούγεται! Γι αυτό το λόγο, δεν γίνεται εύκολα βίωμα η Αγάπη, και μένει μόνο ιδέα ή μόνο στα λόγια κάποιων ονειροπόλων. Ο ήρωάς μας δηλώνει πως  η Αλήθεια του φανερώθηκε ολόκληρη, έχει πια την εικόνα της και την αυτοσυνειδησία που απαιτείται για να πορευθεί με αυτήν και να ενεργεί με μόνο γνώμονα αυτήν.


Μια ιδιάζουσα προσωπικότητα όπως ο Ντοστογιέφσκι δίνει ένα ακόμα έργο ορόσημο στην ανθρωπότητα, αλλά και στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ένα μικρό φιλοσοφικό δοκίμιο λες πως είναι τούτη η παράξενη ιστορία που έχει σαν θέμα του τα υπόγεια περάσματα της Ύπαρξης και τις δημιουργικές Ροές της σκέψης. Έργο διόλου γλυκανάλατο, απεναντίας έργο σκληρό, αυστηρά διεισδυτικό που ερεθίζει τον απαιτητικό νου που θέλει να ξεδιψάσει την πλήξη του, αλλά και αναζητά καίριες απαντήσεις που αφορούν στο μεγάλο παίγνιο της ζωής του. Ποιά η υφή της διαφορετικότητας; Aπ’ ότι φαίνεται, αυτή δεν αντέχεται από κάποιους. Ούτε και ο ίδιος ο άνθρωπος που είναι διαφορετικός δεν μπορεί αβασάνιστα να δεχτεί και να αντέξει την ίδια του τη διαφορετικότητα. Και προτιμά τον Θάνατο, είναι πιο βολικός από το να μάθει να την αντέχει. Αλλά κάποια στιγμή, στην περιπλάνηση του ανθρώπου, με κάποιον μοιραίο τρόπο έρχεται η μεγάλη ανατροπή. Κάτι συμβαίνει από το πουθενά που έχει την δύναμη να ανατρέπει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις και όλα να τα χρωματίζει αλλιώς. Ο γελοίος, τελικά, είναι ο πιο ευφυής άνθρωπος, αυτός που έχει τη διορατικότητα, την ώριμη συναισθηματική νοημοσύνη, που μισεί τους συμβιβασμούς και τις ψεύτικες σχέσεις. Επιθυμεί την Αλήθεια ατόφια και διαθέτει γνησιότητα, δεν αντέχει τις πλασματικές επαφές και έχει επίγνωση ότι οι άλλοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητά του και γι’ αυτό καταφεύγουν στην εύκολη περιθωριοποίησή του. Είναι σαν να ξαναγεννιέται όταν του αποκαλύπτεται το θαύμα της Αγάπης. Είναι πια έτοιμος να παλέψει για έναν καλύτερο κόσμο αντί να βάλει τέλος στη ζωή του. Γιατί μέσω του Ονείρου έχει αποκτήσει την ακράδαντη Πίστη ότι μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος κόσμος. Από τους ανθρώπους εξαρτάται, που κρύβουν μέσα τους τεράστια δύναμη, αρκεί να είναι «ανοιχτοί  και πάντα πρόθυμοι να την ανακαλύψουν και να την χρησιμοποιήσουν για το καλό τους! Πρόκειται για ένα κείμενο που μας ενδιαφέρει όχι για την όποια ηθικοπλασματική του αξία, αλλά γιατί πετυχαίνει στις αράδες του να εξισορροπήσει το φως με το σκοτάδι, την αγριότητα με την νοσταλγία και την αθωότητα, και να συνδιαλεχθεί με επιτυχία με μύχιες πτυχές την ανθρώπινης ύπαρξης. Η τέχνη του Ντοστογιέφσκι με κοινωνικό πρόσωπο πάντα ενθαρρύνει το Όνειρο συνδιαλεγόμενη άφοβα με ό,τι φαίνεται, μοιάζει ή είναι ουτοπικό αποπνέοντας μια τρομαχτική σχεδόν γοητεία.

*** 
Αναδημοσίευση :fractalart.gr

notationes /// ΑΝΟΙΞΗ 2017,/// EΛΙΖΑΜΠΕΘ ΜΠΙΣΟΠ /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ






(Μετάφραση Γιώργος Παναγιωτίδης)



Μία τέχνη


Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα
στο να χαθούν που ο χαμός τους δεν είναι καταστροφή.

Χάνεις κάτι κάθε μέρα. Πέρα από την ταραχή
σαν χάσεις τα κλειδιά σου, άσχημα η ώρα πάει στα χαμένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.

Ασκήσου λοιπόν να χάνεις πιο γρήγορα να χάνεις πιο πολύ:
τόπους και πρόσωπα και όπου προόριζες για σένα
να ταξιδέψεις. Τίποτα από αυτά δεν θα φέρει την καταστροφή.

Έχασα τη φροντίδα της μητέρας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο ή
προτελευταίο χάθηκε από τρία σπίτια μου αγαπημένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.

Έχασα δύο πόλεις, αξιαγάπητες. Και πιο πολύ
κάποιους κόσμους που ανήκα, δύο ποτάμια, μια ήπειρο.
Μου έλειψαν μα δεν ήταν καταστροφή.

Ακόμα χάνοντας εσένα (τη φωνή που αστειευόταν, ένα νεύμα
που αγαπώ) δεν πρόκειται να πω ψέμα. Είναι προφανές
η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
μολονότι μπορεί να μοιάζει σαν (γράψε το!) σαν καταστροφή. 

**** 
Έχω την ανάγκη μιας μουσικής

Έχω την ανάγκη μιας μουσικής που θα κυλάει
στ’ ανήσυχα δάχτυλά μου αισθήσεις σαν να οφείλει
πάνω στα πικρά μολυσμένα, τρεμάμενά μου χείλη,
μελωδία, βαθιά, καθάρια, και ρευστά αργή να πάει.

Ω, παλιά και χαμηλόφωνη, θεραπευτικά να με κουνάει
τραγουδιού τραγουδισμένου ν’ αναπαύσει κουρασμένο νεκρό,
ένα τραγούδι να πέφτει στο κεφάλι μου πάνω σαν νερό,
στ’ ανατριχιασμένα άκρα, όνειρο ξαναμμένο να φεγγοβολάει.

Υπάρχει μία μαγεία που είναι φτιαγμένη από μελωδία
ένα ξόρκι ανάπαυσης, αθόρυβης ανάσας, και γαλήνης
καρδιά που βουλιάζει μέσ’ από ξέθωρα χρώματα βαθιά

μέσα στην υποβρύχια της θάλασσας την ηρεμία,
κι αιώνια αρμενίζει στο φεγγαρόλουστο πράσινο της λίμνης
πιασμένη στου ρυθμού και στου ύπνου την αγκαλιά.



 ****