Translate
Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010
ΣΤΗΛΗ ΤΗΕ ARTMANIACS ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
...συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη
Τα βιβλία σου – Μύθοι και ιστορίες
Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε τον περασμένο αιώνα και ήταν μια μικρή σε μέγεθος συλλογή με τίτλο «Αιώνια Αγαπημένη» (Εκδόσεις Γη, Λευκωσία). Αυτή περιελάμβανε τα διηγήματα «Το Υπόγειο» και «Έρωτας στη Βενετία» καθώς και τα πρώτα κεφάλαια της νουβέλας «Το λάθος πάθος». Το «Έρωτας στη Βενετία» ήταν το πρώτο μου διήγημα που δημοσιεύθηκε σε ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, το «να ένα μήλο» της Λώρης Κέζα. Τόσο αυτό όσο και «Το Υπόγειο» τα έχω ξαναγράψει και ελπίζω να συμπεριληφθούν σε κάποια μελλοντική συλλογή.
Το 2000 κυκλοφόρησε το «Λάθος πάθος» και πάλι από τις Εκδόσεις Γη στη Λευκωσία. Πρόκειται για την ιστορία ενός καταδικασμένου έρωτα με βασικούς ήρωες τις μετεμψυχώσεις κάποιων ποιητών: Τον Κώστα Καρυωτάκη, την Μαρία Πολυδούρη, την Έμιλι Ντίκινσον και τον Ουίλιαμ Μπλέικ. Μια ιστορία με τραγική και αισιόδοξη ταυτόχρονα κατάληξη, γραμμένη με κάποια αθωότητα ίσως, που μοιάζει πια να έχει για τα καλά χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Η «Μίρα, το λουλούδι του πολέμου» ήταν το δεύτερό μου μυθιστόρημα (το προηγούμενο περιφέρεται αδέσποτο κι ανέκδοτο στο λαβύρινθο του κυβερνοχώρου) και το πρώτο μου βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Διόπτρα. Είναι η ιστορία της Μίρας και του Δημήτρη, μιας κοπέλας από την πρώην Γιουγκοσλαβία και ενός νέου από τα Χανιά, τους οποίους ένωσαν ανεξίτηλα ο πόλεμος, ο έρωτας και ο θάνατος. Μια τραγική ιστορία, λίγο μελό μα πολύ ανθρώπινη, που μιλά για το μεγαλείο των ψυχών, αλλά και για τα σκοτάδια στα οποία πολλές φορές αυτές βουλιάζουν. Στη διάρκεια της πρόσφατης, μακράς ως συνήθως, παραμονής μου στην αγαπημένη μου πόλη της Ασίας, την Τσιανγκ Μάι, κάθισα και το έγραψα ξανά από την αρχή κάνοντας πολλές αλλαγές σε ό,τι αφορά την αφήγηση, επεκτείνοντας κάποια κεφάλαια, διορθώνοντας λάθη παλιά. Η Μίρα είναι πραγματικό πρόσωπο.
Την ίδια χρονιά με τη «Μίρα», το 2003 δηλαδή, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γη στη Λευκωσία και το «Γαλανή & Λεύκιος», μια συλλογή με διηγήματα που μοιάζουν με παραμύθια ή με παραμύθια που μοιάζουν με διηγήματα. Πρόκειται για δεκατρείς ιστορίες οι οποίες κινούνται κατά κύριο λόγο στον κόσμο της φαντασίας, εμπνευσμένες από εικόνες, όνειρα, σκηνές της καθημερινής ζωής. Μια από τις αγαπημένες μου είναι αυτή της «Σάριτα» την οποία εμπνεύστηκα από ένα μάτι που είδα ζωγραφισμένο σ’ ένα κορμό δέντρου στη Ρόδο και το όνομα το οποίο άκουσα σε κάποιο όνειρο. Τα γεγονότα της ιστορίας διαδραματίζονται σε κάποια ανώνυμη χώρα της λατινικής Αμερικής. Αγαπημένο επίσης είναι και «Το χωριό φάντασμα», το οποίο σκέφτομαι να δουλέψω ξανά μετατρέποντάς το σε μια παραμυθητική νουβέλα.
Ακολούθησαν πέντε χρόνια εκδοτικής σιωπής μέχρι που ήρθε ο Δημήτρης από το «Μίρα, το λουλούδι του πολέμου» να στοιχειώσει και πάλι τα όνειρά μου. Στο «Οι γυναίκες της συγνώμης» που κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική, τον βλέπουμε να βγαίνει από τη φυλακή, στην οποία ξόδεψε τα τελευταία εφτά χρόνια και να προσπαθεί να φτιάξει ξανά τη ζωή του. Στην προσπάθεια αυτή θα σταθούν δίπλα του κάποιες γυναίκες δυνατές, όπως η αιώνια ερωτευμένη μαζί του Χριστίνα, αλλά και ο Καπετάνιος, ο φίλος του ο Γιώτης που γνώρισε στη φυλακή. Καθώς αυτός θα δίνει τις μάχες με τους μέσα του δαίμονες, πράγματα και καταστάσεις θ’ αλλάζουν συνεχώς γύρω του, επηρεάζοντας και τη δική του ζωή χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνει. Το ταξίδι προς τη λύτρωση θα αποδειχτεί μακρύ κι επίμονο. Κάτι μου λέει ότι δε θα ησυχάσω από δαύτονε. Ψέματα λέω, το ξέρω πολύ καλά ότι δε θα με αφήσει στην ησυχία μου ακόμη, αφού δεν πρόλαβε να ξοφλήσει όλα της ζωής τα γραμμάτια.
Αλλά δε θα ξεφορτωθώ εύκολα ούτε κι εκείνο τον γεροσάλιαγκα τον Καπετάνιο, που από τη στιγμή που πήρε σάρκα και οστά στη φαντασία μου έγινε ο μπαλαντέρ που έψαχνα απεγνωσμένα να βρω ώστε να κλείσω τους λογαριασμούς μου με κάποιες παλιές ιστορίες. Μια απ’ αυτές ήταν κι εκείνη της Αγγελικής. Την ιστορία της την εμπνεύστηκα από ένα άρθρο του διάβασα σε μια εφημερίδα το μακρινό 2001. Η πρώτη εκδοχή της ήταν γραμμένη σαν θεατρικός μονόλογος και έφερε τον τίτλο «Της τύχης τα γυρίσματα». Την έδειξα σε μια φίλη, νέα τότε ηθοποιό, η οποία μου είπε ότι περισσότερο αφήγημα θύμιζε παρά θεατρικό. Δύο χρόνια μετά λοιπόν την ξανάγραψα, υπό τη μορφή ενός εκτενούς διηγήματος. Αλλά και πάλι δεν ήμουν ευχαριστημένος. Την άφησα λοιπόν στην άκρη και άρχισα να ασχολούμαι με άλλα μέχρι που, μεταξύ του χειμώνα του 2007 και του καλοκαιριού του 2008, και καθώς βρισκόμουν και πάλι στην Τσιανγκ Μάι, μου ήρθε η επιφοίτηση. Άρχισα λοιπόν να την γράφω από την αρχή, προσθέτοντας νέους χαρακτήρες και αληθινά επεισόδια, τα οποία γνώριζα από πρώτο χέρι και ρίχνοντας μέσα σαν τζόκερ τη φιγούρα του Καπετάνιου, του ήρωα δηλαδή που χρειαζόμουνα για να λύσω το γόρδιο δεσμό της αφήγησης. Κι αυτός ο μπαγαπόντης έκανε καλά τη δουλειά του! Όταν τέλειωσα με τη δεύτερη γραφή της τρίτης εκδοχής αυτής της ταλαίπωρης ιστορίας είχα δώσει στο κείμενο τον τίτλο «Πωλείται Γυ(μ)νή», ο οποίος τελικά δεν εγκρίθηκε, έτσι από τον περασμένο Δεκέμβρη κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Ιβίσκος σαν «Αγγελική. Το ημερολόγιο μιας πόρνης».
Συγγραφείς που θαυμάζεις και σε επηρέασαν.
Είναι πολλοί οι συγγραφείς που θαυμάζω, αλλά κατά πόσο με έχουν επηρεάσει δεν μπορώ σίγουρα να πω. Πολλές φορές οι επιρροές βγαίνουν ασυνείδητα στην επιφάνεια, άλλες απλά θέλεις να γράψεις με τον τρόπο που γράφει κάποιος συγκεκριμένος συγγραφέας. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι διαβάζοντας ξανά, χρόνια μετά την έκδοσή του, το «Λάθος πάθος» βρήκα μέσα αυτούσια μια πρόταση που «έκλεψα» από τον Τολστόι, ενώ τώρα, καθώς επιχειρώ μια στροφή στη θεματολογία μου εντοπίζω κάποιες επιρροές από τη Σώτη Τριανταφύλλου. Η τελευταία είναι μια από τις συγγραφείς που θαυμάζω. Μου αρέσουν επίσης οι μακαρίτισσες Λιλή Ζωγράφου και Μαργαρίτα Καραπάνου και η πολύ ζωντανή Ρέα Γαλανάκη. Ο Καζαντζάκης είναι πάντα στο μυαλό μου, ενώ απολαμβάνω τον Σουρούνη και τον Αλέξη Σταμάτη. Από τους ξένους, οι κλασσικοί: Τολστόι, Ντοστογιέφσκι και Τόλκιν εξακολουθούν να με ταξιδεύουν. Από τους σύγχρονους θαυμάζω τους λυρικά τραγικούς χιουμορίστες ιρλανδούς: Ρόντι Ντόιλ, Τζον Μπάνβιλ και Σεμπάστιαν Μπάρι. Ο Μπόρχες κάνει επίσης καλό στην υγεία, ενώ είμαι αθεράπευτα ερωτευμένος με τις γραφές των σύγχρονων γιαπωνέζων συγγραφέων: Μπανάνα Γιοσιμότο, Ρίου και Χαρούκι Μουρακάμι, Νάτσουο Κιρίνο, Γιόκο Όγκαβα και Γιόκο Τάβατα. Για τις μουντές μέρες του χειμώνα δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια μυθική περιπέτεια του Ουίλμπουρ Σμιθ ή κάποια φανταστική του Φίλιπ Πούλμαν. Καταβροχθίζω επίσης μετά μανίας αστυνομικά μυθιστορήματα από όπου κι αν προέρχονται αυτά.
Διαδίκτυο και λογοτεχνία
Από την αρχή είχα μια πολύ καλή σχέση με το διαδίκτυο η οποία δε χάλασε στο πέρασμα του χρόνου. Πιστεύω ότι η δημιουργία του έκανε τη ζωή μας πιο εύκολη και πολύ πιο πλούσια. Τώρα μπορούμε πια να παρακολουθούμε τις εξελίξεις άμεσα όπου κι αν βρισκόμαστε και να ερχόμαστε σ’ επαφή καθημερινά με τις νέες τάσεις, εξερευνώντας την ίδια ώρα τις παλιές. Μας βοηθά επίσης να κάνουμε νέους φίλους και να τους χάνουμε. Μέσω του διαδικτύου γνώρισα καινούριους συγγραφείς, εκδοθέντες και μη, και ανακάλυψα κάποιους παλιούς αξιόλογους άγνωστους τότε για μένα (όπως τον εξαιρετικό διηγηματογράφο Σάκι και τις ποιήτριες Έμιλι Ντίκινσον και Κριστίνα Ροσσέτι), ενώ τις πρώτες δημοσιεύσεις πολλών κειμένων μου την έκανα εκεί. Κατ’ ακρίβεια η σχέση μου μαζί του παραείναι στενή αφού διαθέτω έξι μπλογκς, ενώ έχω φτιάξει και σελίδες για τις: Σώτη Τριανταφύλλου, Λιλή Ζωγράφου, Μαρία Πολυδούρη και Μυρτιώτισσα, και μπλογκ-σελίδες για τις Μαργαρίτα Καραπάνου και Μπανάνα Γιοσιμότο. Σήμερα, καθώς ξοδεύω τον περισσότερο χρόνο μου στην Ασία, αποτελεί την κυριότερη πηγή ενημέρωσης για μένα. Ένα χρήσιμο μέσο το οποίο δίνει την ευκαιρία στον καθένα να εκφραστεί όπως ακριβώς θέλει, κάτι που αποτελεί ευλογία και κατάρα μαζί, αφού όπου υπάρχει χρήση υπάρχει και κατάχρηση.
Πολλοί συγγραφείς, πολλές τάσεις, πολλές προσπάθειες...Τελικά γράφονται πράγματα που ενδιαφέρουν και συγκινούν τον Έλληνα; Mήπως διαθέτουμε απλά ποσότητα και έχουμε ξεχάσει την ποιότητα;
Πιστεύω ειλικρινά ότι παρά την γκρίνια υπάρχουν πολύ καλοί έλληνες συγγραφείς. Το πρόβλημα είναι ίσως ότι κάποιοι προτιμούν να τους υποτιμούν. Π.χ. παρατηρούμε πολλές φορές τους κριτικούς να εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν κρίνουν ένα βιβλίο. Ας πούμε θεωρούν καθήκον τους να «θάβουν» τα μπεστ σέλερ, απλά και μόνο επειδή είναι τέτοια, ή τα λεγόμενα βιβλία της «γυναικείας λογοτεχνίας», έστω κι αν είναι καλογραμμένα και έχουν κάτι να πουν. Για να το πω απλά: τις προτιμήσεις τους τις ορίζουν οι παρωπίδες τους. Ένα πρόσφατο παράδειγμα που θυμάμαι ήταν αυτό ενός κριτικού που έγραφε ότι το νέο βιβλίο του Νταν Μπράουν είναι χειρότερο από το προηγούμενο προτού καν κυκλοφορήσει και το πάρει στα χέρια του. Ο ίδιος, σε άλλο φύλλο, έγραφε ύμνους για το μισοτελειωμένο βιβλίο της αγαπημένης του συγγραφέως. Σε τέτοιους καιρούς που ζούμε ευτυχώς που υπάρχουν τα βιβλιογραφικά μπλογκς τα οποία υποκαθιστούν αξιοπρεπώς το λειτούργημα της κριτικής, αφού οι «συντάκτες» τους δεν έχουν πάρε-δώσε με εκδοτικούς οίκους και «συντεχνιακές» προτιμήσεις. Το παράδοξο είναι ότι οι συγγραφείς είναι πολύ πιο πρόθυμοι να εκφραστούν θετικά για ένα συνάδελφο και ανταγωνιστή τους απ’ ό,τι οι δήθεν αντικειμενικοί κριτικοί. Κι αυτό δεν το λέω από πικρία αφού κανένας κριτικός δεν ασχολήθηκε ακόμη μαζί μου (αλλά ούτε και ελπίζω να το κάνει).
Όνειρα και μελλοντικά σχέδια
Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε. Δε θυμάμαι που το διάβασα αυτό. Όχι πώς έχει σημασία. Τα όνειρά μου έχουν πιότερο να κάνουν με τα ταξίδια. Θέλω να πάω σε κάποια μέρη που δεν πάτησα ακόμη, να γνωρίσω κάποιους ανθρώπους ξεχωριστούς που οι μοίρες (στάθηκαν μαζί τους ευγενικές κι έτσι) δεν πρόλαβαν να τους φέρουν στο δρόμο μου. Σχέδια; Πολλά τα σχέδια. Το ίδιο μεγάλα με τα όνειρα. Αλλά το βασικό είναι η συγγραφή. Να γράψω και να εκδώσω πολλά-πολλά βιβλία. Έχω ένα κεφάλι γεμάτο ιστορίες, που περιμένουν να γραφτούν, και έξι τόμους (τρεις συλλογές διηγημάτων, μια νουβέλα και δύο μυθιστορήματα) που περιμένουν να εκδοθούν. Και οι ιδέες, αυτές εξακολουθούν να με επισκέπτονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Κλείνοντας με μια εύθυμη μακάβρια νότα θα έλεγα ότι κανονικά στα σχέδιά μου θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται και η αυτοκτονία, αλλά την άφησα στην άκρη σαν ανέφικτη, αφού είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα γίνει μετά. Ή για να το θέσω με τον τρόπο της Μαργαρίτας Καραπάνου: Αν αυτοκτονήσω εφτά με οκτώ το πρωί, οκτώ με εννιά τι θα κάνω;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)