Translate

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ [«Πληγές»,«23 μέρες», «Η Προφητεία του Ανέμου»,«Οντισιόν»,«Το σώμα του έγινε σκιά»/// ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΥ


Γράφει ο Δημήτρης Βαρβαρήγος,συγγραφέας


Ασημίνα Ξηρογιάννη, μια νέα φωνή στα ελληνικά γράμματα… φωνή δυναμική που στο πέρασμα του χρόνου δείχνει ότι θα καταθέσει στο βωμό της λογοτεχνίας ένα σοβαρό έργο. Ήδη στο ενεργητικό της έχει τρεις ποιητικές συλλογές «Πληγές», «Η Προφητεία του Ανέμου», «23 μέρες» και δύο πεζά βιβλία, «Οντισιόν» και «Το σώμα του έγινε σκιά».


                                 


Vakxikon.gr, 2015
56 σελ.




Με πλούσιο λεξιλόγιο και με αστείρευτα μέσα ιδεών, καταγράφει με ύφος κατανοητό και ξεκάθαρο όσα μέσα από τη θεματική της έμπνευση ενεργοποιούν το πνευματικό της δυναμισμό προβάλλοντας την ουσία του εκάστοτε θέματος με σαφήνεια και άκρατο συναισθηματισμό. Από τα μικρά της διηγήματα όπως στο βιβλίο της «Οντισιόν», ζωντανεύει μέσα από την πρόζα τόσο επιδέξια τους ήρωες της, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται και το θεατρικό ύφος απόδοσης, που μάλλον σκόπιμα έχει πράξει η συγγραφέας για να εμφανίσει και τη θεατρικότητα των κειμένων της. 




Ανατολικός, 2010
96 σελ.




Στο έργο της «Το σώμα του έγινε σκιά» εν ήδη μιας καταγραφής ημερολογίου παρουσιάζει τις ομορφιές, τις διαφορές και τα προβλήματα των διαπροσωπικών σχέσεων ενός ζευγαριού, με τα κοινά στοιχεία και προβλήματα όλων των ανθρώπων και γενικά το σύνολο των ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, ο ατομικός χαρακτήρας του, τα ήθη και οι συνήθειες, οι ελπίδες και οι επιθυμίες τους μέσα στους παραδοσιακούς κανόνες κοινωνικής διαβίωσης. Επιδέξια και σε αυτό το πόνημα της η γραφή της. Τα ποιητικά της έργα «Πληγές» με 42 ποιήματα ποικίλης θεματικής ύλης αλλά με βασικό πάντα άξονα τον έρωτα. 


    
                                        



  Γαβριηλίδης, 2011
46 σελ



          
Και «η Προφητεία του Ανέμου», χωρισμένη σε δύο θεματικές ενότητες παρουσιάζει μέσα από συναισθηματικό κρετσέντο το ίδιο ζήτημα που απασχολεί συνολικά το έργο της, ο Άλλος, ο έρωτας, η απόγνωση, ο χωρισμός, η έλλειψη, η μοναξιά, ο θάνατος. 


                                    

 Ασημίνα Ξηρογιάννη

Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, 2009
62 σελ.


                               
Τι πιο σπουδαίες πηγές για την ποίηση; Αυτά τα δύο στοιχεία της ζωής –και άρα ο έρωτας- και του θανάτου, είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που υπερισχύουν στα έργα της Ασημίνας Ξηρογιάννη. Εξιλαστήριο θύμα πάντα ο έρωτας… η ερωτευμένη γυναίκα που τον έζησε μαζί με τον πόνο της απώλειας, και την επερχόμενη μοναξιά του. Η συλλογή «23 μέρες», είναι ένα ερωτικό ημερολόγιο γεμάτο από την τρέλα της λατρείας για τον Άλλον και η απόγνωση της έλλειψης. Είναι το θεματικό περίγραμμα της αφοσίωσης μέσα από την ευαισθησία που συντελεύτηκε όσο εκείνη, η ηρωίδα, βρισκόταν σε ψυχική έξαρση. Οι ποιήτρια μαντεύει τα λόγια των ηρώων της, τα εύλογα ερωτήματα και τις απαντήσεις τους, διαλογίζεται μαζί τους, διαλέγεται με τον εαυτό της, με αποτέλεσμα να αποκτούν τα ποιήματα της μια εξαιρετική δραματικότητα. Σε εναλλασσόμενες πτώσεις ο λόγος της, καθιστά αμεσότερη τη φορτισμένη συναισθηματικά αφήγηση των ποιημάτων. 

                                           


Γαβριηλίδης, 2015
41 σελ.




Με λόγο λιτό και ύφος καθαρά προσωπικό, θα τόνιζα υπαρξιακά γυμνός από κάθε άλλη εξωγενή παρέμβαση ή ταύτιση, καταγράφεται ως προσωπική βιωματική εμπειρία και τούτο προσδίδει ακόμη περισσότερη δυναμική στο έργο, όμοια με την αλήθεια που συμβαίνει στη ζωή.

Χρύσα Μαστοροδήμου /// 'Ενα διήγημα





                               Φωτό Κυριάκος Γουνελάς




Το αντάμωμα

Τον ξύπνησε ο ήχος του μεγαφώνου. Κάποιος ανακοίνωνε ότι το αντάμωμα στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία θα ξεκινούσε στις 8:30 το απόγευμα. Είχε ξεχάσει τον τρόπο ενημέρωσης στο χωριό και χαμογέλασε. Του έφερε μνήμες από τότε που ήταν παιδί και οτιδήποτε αφορούσε στο χωριό το μάθαινε από το μεγάφωνο. Από τη λειτουργία του σχολείου μέχρι και την αναγγελία κάποιου χρέους που έπρεπε να πληρωθεί στην κοινότητα. «Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν» σκέφτηκε και αυτό τον έκανε να νιώσει οικεία. Οι έντονοι ρυθμοί του Βερολίνου που έζησε τα τελευταία σαράντα χρόνια τον είχαν κάνει να ξεχάσει τους ήρεμους ρυθμούς του χωριού.
Μια άλλη γνώριμη φωνή τον έκανε να νιώσει οικεία και μια ζεστασιά στην καρδιά του. Ήταν η γειτόνισσα, η κυρά Ειρήνη.
- Συ είσαι πιδί μ’; Δημήτρη μ’! Καλά σ’ άκσα εγώ του βράδ’. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της μέχρι που δεν άντεχε άλλο.
- Σιγά θειά θα με πνίξεις, γέλασε. Πραγματικά ήταν ο πρώτος δικός του άνθρωπος που έβλεπε μετά από τόσα χρόνια. Ο πατέρας του είχε χαθεί στον Εμφύλιο και η μάνα του τον ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα από εγκεφαλικό. Η κυρά Ειρήνη του στάθηκε τότε σαν να ήταν παιδί της. Και μήπως δεν ήταν; Αυτή σχεδόν τον μεγάλωσε. Μια πόρτα τα σπίτια τους και συνέχεια μαζί όλη την ημέρα. Μόνο τη νύχτα χώριζαν η μάνα του και η κυρά Ειρήνη. Και κείνος μεγάλωσε με το γιο της κυρά Ειρήνης σαν αδέλφια.
- Τι κάνει ο Κώστας; ρώτησε.
- Μη τα ρωτάς. Τον έφαγε η ρημάδα, η κακοχρονισμένη η ξενιτιά όπως κι εσένα. Δύο γιους είχα και τς’ έχασα έναν εσένα και έναν αυτόν. Στην Αμερική, μαύρη πέτρα έριξε και αυτός πήρε και μια ξένη κι ούτε ματαφάνηκαν. Απ’ τη βάφτιση τ’ εγγονού μου έχω να τους δω δηλαδής πριν δυό χρόνια. Και σένα τα νέα σ’; Τι κάνει ο γιος κι η θυγατέρα σ’;
- Μια από τα ίδια θειά. Ο γιος στο Βερολίνο και η κόρη στην Αγγλία παντρεύτηκε και έμεινε εκεί.
- Μα τι στέκομ’ έτσι;  Πα’ να ψήσω καφέ να τα πούμε. Ξεμωράθηκα η δόλια.
Ο ζεστός καφές και η πίτα της κυρά Ειρήνης τον συνέφεραν. Είχε από χτες το μεσημέρι να φάει και το είχε σχεδόν ξεχάσει. Είχε τόσα στο μυαλό του.
Και εκεί κάτω από τη δροσιά της κληματαριάς που πέρασε τα παιδικά του χρόνια άνοιξαν τις καρδιές του και είπαν τον πόνο τους.
Εκείνος είχε κλείσει πια τα εξήντα πέντε και πήρε τη σύνταξη του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια από την “κακιά” αρρώστια που έλεγε και η κυρά Ειρήνη και τα παιδιά του δεν τον είχαν πια ανάγκη, η κόρη του σπούδασε αρχιτέκτονας καλοπαντρεύτηκε και ζούσε στο Λονδίνο. Πέρσι είχε γίνει και παππούς. Ο γιος του ζούσε στο Βερολίνο και μόλις είχε πιάσει δουλειά σε μια εταιρεία πληροφορικής. Τα κατάφερνε καλά ο μικρός παρόλο που μόλις είχε τελειώσει τη σχολή του. Τον είχαν ξεχωρίσει και τον προωθούσαν στην εταιρεία. Ο Δημήτρης καμάρωνε για αυτό είχε κοπιάσει τόσο πολύ για να έχουν τα παιδιά του μια καλύτερη τύχη που πραγματικά το απολάμβανε.
Η κυρά Ειρήνη παρόλο που κόντευε τα ογδόντα πέντε κρατιόταν καλά ακόμη. Μα την είχε φάει η μοναξιά. Το χωριό ερήμωνε σιγά - σιγά, οι νέοι έφευγαν για τις μεγαλύτερες πόλεις, και τι να έκαναν άλλωστε; Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει από παλιά, οι δουλειές ανύπαρκτες και οι αγροτικές δουλειές σκληρές χωρίς μεγάλα οικονομικά οφέλη.
Χήρα από τα πενήντα της, δεν είχε ξαναπαντρευτεί την είχε συνηθίσει τη μοναξιά όσο μπορεί να τη συνηθίσει κανείς, αλλά που και πού την έπιανε το παράπονο που δεν τη θυμόταν και δεν την έπαιρναν τηλέφωνο.
Ένιωσε άσχημα, πραγματικά είχε καιρό να την πάρει. Οι ρυθμοί της ζωής τον είχαν κάνει να αμελεί τους ανθρώπους που είχε αγαπήσει και δεν ήταν και πολλοί.
Το μυαλό του γύρισε πίσω τότε που ξεκινούσε νέος σχεδόν είκοσι πέντε χρονών με μόνη του αποσκευή δύο αλλαξιές ρούχα για την ξενιτιά. Όπως και τόσα παλικάρια του χωριού για τη Γερμανία. Θυμάται να σέρνει τη θλίψη του στα βαγόνια του τρένου και να μη μπορεί σε κανέναν να πει τον πόνο του γιατί οι άλλοι ήταν χειρότερα. Άλλοι είχαν αφήσει πίσω τις γυναίκες, άλλοι και τα παιδιά τους. Ποιος να παρηγορήσει ποιον; Βασανισμένος τόπος, πρώτα ο πόλεμος, μετά ο χειρότερος πόλεμος ο Εμφύλιος που ξερίζωσε κάθε έννοια αξιοπρέπειας που είχε απομείνει και αφάνισε τόσες οικογένειες, μετά η φτώχεια, η ανέχεια και η μετανάστευση να εμφανίζεται η μόνη λύση. Όταν  ξεκινούσε ο ίδιος είχε υπογράφει πριν έξι χρόνια το 1960 η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία». Εκείνη την εποχή έγινε η μεγάλη έξοδος. Μετανάστευσαν στη Γερμανία περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες. Το ίδιο συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια μετά. Ποιος υπέγραφε και αποφάσιζε αυτές τις συμφωνίες; Το θέμα ήταν ότι ο τόπος τους ερήμωνε όπως και άλλα πολλά χωριά. Έμειναν πίσω μόνο παιδιά και ηλικιωμένοι και οι νέοι δούλευαν για να συντηρούν αυτούς που έμεναν πίσω. Όταν έφτασε στη Γερμανία ήταν Αύγουστος του 1966. Εγκαταστάθηκε κατευθείαν στο Βερολίνο. Ένας δραστήριος κοντοχωριανός  του είχε πουλήσει τα πάντα στην Ελλάδα και άνοιξε ταβέρνα. Ευτυχώς πήγαινε πολύ καλά και τον πήρε για βοηθό του. Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα, τέσσερα άτομα έμεναν όλοι μαζί, αλλά οι δουλειές στην ταβέρνα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο και σύντομα ο εργοδότης του παραχώρησε δικό του δωμάτιο, καλό μισθό και ρεπό του μέσα στην εβδομάδα. Αυτά ήταν πολλά για το Δημήτρη στην αρχή. Από εκεί που δεν είχε δεκάρα τσακιστή στη τσέπη του, του έφταναν και του περίσσευαν για να στέλνει και στην Ελλάδα αλλά να περνάει και αυτός καλά. Σύντομα όμως ένιωθε ότι του λείπει κάτι. Έβλεπε τους Γερμανούς που γευμάτιζαν και άκουγε που μιλούσαν για θέατρο, βιβλία, ζωγραφική και ένιωθε ότι ήθελε και αυτός να μορφωθεί να μάθει κάτι παραπάνω. Μόνο το Δημοτικό είχε καταφέρει να βγάλει στην Ελλάδα μετά έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα του στα χωράφια και τα ζώα. Όμως ανήσυχος καθώς ήταν πήγε και ρώτησε τι μπορούσε να κάνει και γράφτηκε σε σχολείο κάτι αντίστοιχο με το νυχτερινό σχολείο της Ελλάδας. Αυτός ήταν ο λόγος που παράτησε την ταβέρνα και έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο στην πρωινή βάρδια. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Δε γνώριζε τη γλώσσα και έπρεπε να ξενυχτάει για να μπορεί να παρακολουθεί το σχολείο. Πολύ λίγος ύπνος, πολλή δουλειά, αλλά άντεχε. Ήταν νέος και είχε όρεξη. Οι γνωστοί του τον κορόιδευαν στην αρχή αλλά μετά που είδαν ότι το είχε πάρει σοβαρά αναγνώρισαν την προσπάθεια που κατέβαλε. Δε σταμάτησε όμως μόνο εκεί πήγε και πήρε πτυχίο στα οικονομικά και από τότε η τύχη του άλλαξε. Τελείωσαν τα εργοστάσια, οι βάρδιες και η ανασφάλεια. Ο ίδιος ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τον σύστησε σε μια εταιρεία και ανέλαβε τα λογιστικά ώσπου κάποια στιγμή ανέλαβε και μια από τις διευθυντικές θέσεις. Εκεί γνώρισε και τη Ριάνα τη γυναίκα του που δούλευε σαν γραμματέας και παρόλο που είχαν άλλες νοοτροπίες ταίριαξαν αμέσως. Αυτή μια καλόβολη κοπέλα, ευγενική και ήρεμη τον συμπάθησε αμέσως. Ήταν και ομορφάντρας ο Δημήτρης στα νιάτα του, ψηλός με ωραία χαρακτηριστικά, πολλές κοπέλες τον κοιτούσαν, μα εκείνος είχε το μυαλό του μόνο στη δουλειά.
Έπειτα ήρθαν αμέσως τα παιδιά. Πρώτα η κόρη μια ξανθούλα γαλανομάτα σαν τη μητέρα της και έπειτα ο γιος ολόφτυστος ο Δημήτρης. Η ζωή του πέρασε προσπαθώντας το καλύτερο για τα παιδιά του όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του. Σκληρή δουλειά αλλά άξιζε τον κόπο. Τα κατάφερε πολύ καλά και τα παιδιά του μπορούσαν να έχουν μια καλύτερη τύχη και ο ίδιος είχε αρχίσει να ονειρεύεται.
Ο ήχος από τις πρόβες της ορχήστρας τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Μεσημέριαζε και αφού χαιρέτησε την κυρά Ειρήνη αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο χωριό εκεί που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Πέρασε πρώτα από το αλώνι εκεί που μάζευαν το σανό και έπειτα τον άπλωναν πάνω στο πέτρινο πλακόστρωτο. Μετά έδεναν στα άλογα μια ξύλινη σανίδα και τα παιδιά ανέβαιναν πάνω. Γινόταν χαμός από τις φωνές και τα γέλια. Με την πίεση που ασκούσε η σανίδα και το βάρος των παιδιών γινόταν η επεξεργασία του σανού. Το περίμεναν πως και πώς τα παιδιά το άλεσμα του σανού. Ήταν μια γιορτή, το πανηγύρι του καλοκαιριού. Το επιστέγασμα των κόπων των θεριστών. Όλοι παιδιά και μεγάλοι συμμετείχαν σε αυτή τη γιορτή. Σαν έπιανε η νύχτα αργά τότε μόνο μαζεύονταν στα σπίτια τους.
Ύστερα τις μεγάλες μέρες του καλοκαιριού συγκεντρώνονταν στη γειτονιά και έψηναν καλαμπόκια, άλλο πανηγύρι και γιορτή. Οι μεγάλοι συζητούσαν και αστειεύονταν και τα παιδιά χόρταιναν παιχνίδι. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν ήταν πολύ αργά γιατί όλους τους είχε παρασύρει το πνεύμα του καλοκαιριού. Έτσι διασκέδαζε ο κόσμος του μόχθου και της αγροτιάς. Κι όμως παρά τη φτώχεια τα παιδιά ήταν χαρούμενα και οι γονείς αρκούνταν που είχαν το καθημερινό τους. Οι νοικοκυρές ζύμωναν από το πρωί το ψωμί και οι φούρνοι μοσχομύριζαν. Κανείς δεν πεινούσε, γεμάτοι οι κήποι από ζαρζαβατικά και πουλερικά αλλά τα χρήματα λιγοστά Αυτό έκανε τους μεγάλους να συννεφιάζουν που και πού και να συζητούν ως αργά για το μέλλον που φάνταζε δυσοίωνο. Όλοι κάτι καλύτερο ήθελαν για τα παιδιά τους που ωστόσο δε φαινόταν πουθενά. Τα χρέη στο μπακάλικο όλο και μεγάλωναν και πολλοί πήγαιναν σε ξένα χωράφια να ζητήσουν μεροκάματο. Η δική τους γη άγονη, δεν έδινε καρπό. Τι κι αν ήταν νοικοκύρηδες, προκοπή κανείς δεν έκανε. Εργάτες σε ξένα χωράφια κι ας είχαν τόσα στρέμματα, αυτή ήταν η τύχη τους.
Πέρασε και από το περιβόλι του μπάρμπα Μήτσου. Εκεί τα παιδιά σκαρφάλωναν στο πεζούλι για να αρπάξουν κορόμηλα που τους είχαν τόση αδυναμία. Κι αν κατά τύχη τους έβλεπε έτρεχαν γρήγορα να κρυφτούν. Όχι ότι θα τους μάλωνε αλλά σαν παιδιά το είχαν σαν παιχνίδι.
Κάτω στη δημοσιά κάποιος παλιός γνωστός του τον χαιρέτησε. Ένιωσε περίεργα και αγαλλίασε η ψυχή του. Τόσα χρόνια στην ξενιτιά κανείς δεν τον γνώριζε πέρα από το χώρο της δουλειάς του. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Είναι ωραία να επιστρέφεις, σκέφτηκε. Από τότε που πέθανε η γυναίκα του ήταν από τις λίγες φορές που ένιωσε τον εαυτό του να χαμογελάει.
Πέρασε και από το παλιό καφενείο που σύχναζαν σα νέοι πριν φύγει για τη Γερμανία.

Ήταν κλειστό πια και μόνο η σβησμένη επιγραφή του είχε μείνει σαν ειρωνεία στη μοίρα που τους περίμενε «Καφενείο η ωραία Ελλάς». Χαμογέλασε ειρωνικά και κοίταξε κατά την πλατεία στον πλάτανο που παλιά βρισκόταν η βρύση. Εκεί πήγαιναν οι κοπέλες του χωριού να πάρουν νερό από τη βρύση αφού πόσιμο νερό δεν υπήρχε στα σπίτια. Εκεί παραφυλούσαν και τα παλικάρια του χωριού να δουν αυτή που ποθούσε η καρδιά τους στα κλεφτά σαν να έκαναν κάτι κακό. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Θυμήθηκε κι αυτός που ήταν ερωτευμένος με τη  Βαγγελιώ και καρτερούσε από τα αξημέρωτα να τη δει καμαρωτή με το μπορντό φουστάνι,  τη λευκή ποδιά με τα πλουμιστά στολίδια να καταφτάνει περήφανη στη βρύση. Ήταν όμορφη η Βαγγελιώ και καμιά δεν την έφτανε στο χορό και στην περπατησιά. Περνούσε και λύγιζαν τα παλικάρια «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ…» σιγοτραγουδούσαν ξοπίσω της. Κι αυτή το ήξερε, το καταλάβαινε και άλλο τόσο ψήλωνε και γινόταν ακατάδεχτη.
Δύο τρεις φορές προσπάθησε να της μιλήσει.
- Βαγγελιώ καλημέρα…και κοκκίνιζε ως την άκρη των ποδιών του.
-  Καλημέρα Δημητρό. Βιάζομαι τώρα, γειά.
Ψυχρή και ακατάδεχτη και πάλι.
Τη δεύτερη φορά τη σταμάτησε και πάλι και έτρεμε η φωνή του.
- Βαγγελιώ ήθελα να σου πω…
- Ασ’ το καλύτερα Δημητρό. Σε συμπαθώ, αλλά δεν είναι για μας αυτά.
Έτσι και πάλι έφυγε βιαστική και περήφανη.
Την τρίτη φορά ήταν λίγο πριν φύγει. Ήταν πάλι στο πανηγύρι του Αϊ Λιά. Την έπιασε στο χορό και η καρδιά του έτρεμε.
–Βαγγελιώ είσαι πολύ όμορφη.
–Δημητρό, ξέρω τι θέλεις να μου πεις μα μην κάνεις τον κόπο. Δεν είμαστε εμείς για έρωτες. Εγώ έχω άλλες τρεις αδελφές ανύπαντρες. Ήδη λογοδόθηκα με το γιο του κυρ Μηνά. Ο γιος του έχει πολλά στρέμματα και ζώα και θα βοηθήσει και τις αδελφές μου όταν έρθει η ώρα τους. Οι αδελφές μου ήδη πλέκουν βραχιόλια* για το σόι του και ετοιμάζουν δώρα. Ταχιά θα γίνουν οι αρραβώνες. Στο λέω για να μην τα ακούσεις απ’ αλλού και πικραθείς περισσότερο. Έτσι ήταν το τυχερό μου και εσύ κοίτα το δικό σου. Έμαθα ότι η Δέσποινα σε καλοβλέπει, έχει καλή προίκα και κοίτα να βολευτείς.


Μα αυτός δεν άκουγε. Σαν κεραυνός του έκαιγαν την καρδιά τα νέα για τον αρραβώνα της. Και κάπως έτσι πήρε την απόφαση να φύγει, να μη την ξαναδεί πια, να γίνει κάτι στη ζωή του να μην είναι ένας τυχαίος. Την άλλη εβδομάδα κιόλας άρχισε να ετοιμάζει τα χαρτιά του και σαν έφτασε ο Αύγουστος πήρε των ομματίων του κι έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ, παρά τώρα. Άλλωστε οι γονείς του είχαν ήδη φύγει, άλλα αδέρφια δεν είχε και μόνο την κυρά Ειρήνη έπαιρνε κανένα τηλέφωνο που και πού.
Περπάτησε πολλή ώρα μέχρι που τα πόδια του τον έφεραν στο νεκροταφείο. Σταμάτησε να ανάψει ένα κεράκι στα κόκαλα των γονιών του που έφυγαν τόσο νέοι χωρίς να προλάβουν να χαρούν τίποτε. Του πήρε αρκετή ώρα να διακρίνει τα κουτιά των οστών τους, τόσα χρόνια που είχαν περάσει. Σκέφτηκε να κάνει ένα μνημόσυνο στη μνήμη τους την επομένη, τόσα χρόνια που έλειπε οι γέροι του θα ήταν με το παράπονο.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν ξαναέφτασε στο παλιό πέτρινο σπίτι, το πατρικό του. Σκεφτόταν να κάνει κάποιες επισκευές γιατί βρισκόταν σε κακή κατάσταση αν και η κυρά Ειρήνη που είχε το κλειδιά το φρόντιζε όσο μπορούσε και με τα λεφτά που της είχε στείλει ο Δημήτρης είχε κάνει κάποια βασική συντήρηση. Ωστόσο έπρεπε να γίνουν πολλά ακόμη.
Ξάπλωσε στο παλιό ντιβάνι και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Ονειρεύτηκε πως ήταν παιδί και έπαιζε στον κήπο με τον πατέρα. Η μάνα του τους φώναζε από το παραστάθι πως το φαγητό ήταν έτοιμο. Αυτό το όνειρο του έφερε ηρεμία. Ίσως να ήταν και η προηγούμενη επίσκεψη στο νεκροταφείο που τον είχε επηρεάσει. Δε θυμάται από πότε είχε να σκεφτεί τους γονείς του.
Όταν ξύπνησε είχε νυχτώσει για τα καλά. Τα όργανα στον προφήτη Ηλία είχαν πάρει φωτιά. Έφτασε όταν το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Κάποιοι τον αναγνώρισαν και τον κάλεσαν στην παρέα τους. Δέχτηκε μετά χαράς. Πολλοί από αυτούς έλειπαν και εκείνοι και είχαν έρθει για το πανηγύρι και να ανταμώσουν τους παλιούς γνωστούς και φίλους. Είχαν πολλά να πουν άλλωστε, οι περισσότεροι βρισκόταν χρόνια στην ξενιτιά και δεν κατάφερναν να έρχονται συχνά.
Κάποιος από το τοπικό συμβούλιο σταμάτησε τα όργανα για να τον υποδεχτεί και να αναφερθεί στην προσφορά του στον τόπο. Ο Δημήτρης όσα χρόνια έλειπε είχε στείλει αρκετές φορές χρήματα για τις ανάγκες του χωριού και αυτό δεν το είχαν ξεχάσει.


Το κρασί και η παρέα τον έκαναν να ξεφύγει εντελώς. Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν ανάμεσα στους παλιούς φίλους. Θυμήθηκαν τις σκανταλιές που έκαναν μικροί και τα παρατσούκλια που αντάλλασσαν μεταξύ τους. Τόσο πολύ τον συνεπήρε η ευθυμία που όταν τον έσυραν στο χορό δεν αρνήθηκε. Είχε τόσο καιρό να χορέψει. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί και να είχε από τότε που έφυγε. Ακόμη και η κόρη του στο γάμο της έκανε δεξίωση με ευρωπαϊκούς χορούς αφού δεν είχε καμία σχέση με την ελληνική κουλτούρα, ούτε και ο σύζυγός της. Αυτό του είχε κακοφανεί αλλά έτσι ήταν τα πράγματα, η κόρη του μεγάλωσε στο Βερολίνο και σπάνια ερχόταν σε επαφή με την ελληνική μουσική. Εκείνος έλειπε τόσο πολύ από το σπίτι που όταν βρισκόταν ήθελε μόνο να τους δει και να παίξει μαζί τους και όσες φορές τους έβαζε ελληνική παραδοσιακή μουσική ξίνιζαν τα μούτρα. Δυστυχώς αυτό ήταν το τίμημα της ξενιτιάς.
Ο ήχος από τα όργανα τον συνεπήρε.  « Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ…» τραγούδησε ο τραγουδιστής και ένα χέρι τον έπιασε σφιχτά στο χορό. Μια ασπρομάλλα μαυροντυμένη και λίγο καμπουριασμένη γυναίκα τον πήρε από το χέρι. Ο Δημήτρης δε τη γνώρισε στην αρχή. Κάτι γνώριμο στη φιγούρα της αλλά τίποτα περισσότερο. Έπειτα όμως αναγνώρισε το σπινθηροβόλο βλέμμα που αυτό είχε μείνει ίδιο. Ο χρόνος είχε παρασύρει κι εκείνη στο αδυσώπητο μονοπάτι του. Δεν είχε περάσει και λίγα, είχε χάσει τον άντρα και το γιο της σε τροχαίο πριν χρόνια. Είχε μείνει να παλεύει μόνη, με την κόρη της.
- Βαγγελιώ, πως είσαι;
- Συγχώρα με, του είπε. Που σε πίκρανα τότε. Ήμουν νια και άμυαλη.
- Περασμένα, ξεχασμένα Βαγγελιώ, είπε και χαμογέλασε.
«κι από ’πούθε κατεβαίνει...» συνέχισαν οι οργανοπαίχτες.
Έτσι για μια στιγμή, σαν παιχνίδισμα του νου, εκείνος ξαναέγινε νιος τότε που καιροφυλακτούσε για ένα βλέμμα, λαχταρούσε για μια ματιά και ο χρόνος χάθηκε μέσα στη δίνη του χορού. Κι έμειναν εκεί μόνο οι δύο τους, για μια στιγμή μοναχά, ξανά νέοι, γιατί όσο και αν γερνούν τα σώματα οι ψυχές μένουν ίδιες, έτοιμες να παραδοθούν σε ένα λίκνισμα χορού.
Κι έσυρε η Βαγγελιώ το χορό κι από πάνω της σα να χάθηκαν οι ρυτίδες και το κορμί να ξαναβρήκε την πρώτη νιότη, την καλή, ’γιναν κατάμαυρα τα άσπρα μαλλιά και η καμπούρα εξαφανίστηκε και μια νέα λυγερόκορμη φάνηκε.
Κι έσυρε η Βαγγελιώ το χορό και εξαφανίστηκαν τα μαύρα και πρόβαλε ξανά η νια με την κοφτερή ματιά, το μπορντό φουστάνι και τη λευκή ποδιά με τα πλουμιστά στολίδια, καμαρωτή και περήφανη.
Κατασκευή βραχιολιών. Έθιμο του τόπου όπου οι νεαρές κοπέλες κατασκεύαζαν βραχιόλια και τα χάριζαν στο γαμπρό και τους συγγενείς του.
 Δημοσιεύτηκε στην Κρανιώτικη πεζογραφία Συμμετοχική Έκδοση Λάρισα 2011

Ασημίνα Ξηρογιάννη: «Πληγές»…του Θεοχάρη Παπαδόπουλου



Πληγές



Ασημίνα Ξηρογιάννη

Γαβριηλίδης, 2011
46 σελ.


_____________________________________________________

Γράφει ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος


'Exουμε ξαναγράψει πως όταν διαβάζουμε μια ποιητική συλλογή, δεν την κρίνουμε από τον όγκο ή το μέγεθος των ποιημάτων, που περιέχει, αλλά από τη λογοτεχνική της αξία, την πλαστικότητα των στίχων, την όμορφη μεταφορά εικόνων, τον εσωτερικό ρυθμό. Εξάλλου, η ποίηση είναι ένας τρόπος να λες πολλά, γράφοντας λίγα. Έτσι η ποίηση κάνει πράξη το ρητό: «Το λακωνίζειν εστίν φιλοσοφείν». Τούτο, βέβαια, ισχύει, ιδιαίτερα για την εποχή μας, όπου, στην ποίηση, υπάρχει μια ροπή προς τη λακωνικότητα. Ο καιρός των μεγάλων επών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η λύρα έχει πάρει τη θέση της σάλπιγγας. Η σύντομη απαλή μελωδία διαδέχτηκε το εμβατήριο.
Τέτοιες σκέψεις μας έρχονται στο νου, διαβάζοντας το βιβλίο της Ασημίνας Ξηρογιάννη: «Πληγές». Πρόκειται για μια μικρή και κομψή ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ποιήματα κυρίως ερωτικά με μικρές πινελιές κοινωνικού προβληματισμού. Το κάθε ποίημα της Ασημίνας Ξηρογιάννη, πάλλεται από έναν εσωτερικό ρυθμό, ενώ το τέλος του ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη. Μερικές φορές, τα βέλη του έρωτα ανοίγουν βαθιές πληγές, που μένουν ανοιχτές και κάθε φορά, που αλλάζει ο καιρός, πονάνε: «Συχνά τις νύχτες δεν κοιμάμαι. / Φαντάζομαι πως ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις. / Έχεις λάγνο βλέμμα. / Χαϊδεύεις τα κόκκινα μαλλιά. / Μυρίζεις το σώμα μου. / Εγώ δεν κουνιέμαι. / Σκύβεις / μου φιλάς το λαιμό. / Μετά φεύγεις / σιωπηλός / όπως ήρθες. / Μα εγώ έχω την αίσθηση πως κάτι ψιθυρίζεις, / σαν όνειρο πως λες / «Μη σπαταλάς τις νύχτες σου, δε θα ʽρθω».
Στην ποιητική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη «Πληγές», δεν βρίσκουμε μόνο ερωτικά ποιήματα. Η ποιήτρια βουτά το πινέλο της στον κοινωνικό καμβά και μας ζωγραφίζει με έντονα χρώματα τα όνειρα των νέων παιδιών, που βιώνοντας τον πόνο, οραματίζονται ένα κόσμο διαφορετικό, μια κοινωνία πιο δίκαιη: «Ο πόνος μας δε μας ανήκει. / Ανήκει στον κόσμο / σε κείνους που τον προκάλεσαν σε άλλους / στους νέους με τα δακρυγονισμένα μάτια / στα παιδιά με τα ληγμένα χαμόγελα. / Σε όλους αυτούς που ονειρεύονται / έναν κόσμο χωρίς πόνο.»
Παραπάνω, αναφερθήκαμε στη ροπή προς τη λακωνικότητα, που παρατηρούμε στη σύγχρονη ποίηση. Ορισμένα ποιήματα της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής της Ασημίνας Ξηρογιάννη, είναι πολύ μικρά. Μέσα σε δύο ή τρεις μόλις στίχους η ποιήτρια μας δίνει ολοκληρωμένα νοήματα: «Αναζητούσα τα κομμάτια μου, / μα εκείνα ταξίδευαν στο πολύχρωμο του κόσμου.» Και αλλού: «Μη φοβάσαι τις αρνήσεις. / Τελικά μόνο αυτές προάγουν τα ειλικρινή αισθήματα.»
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η Ασημίνα Ξηρογιάννη έχει αναπτύξει πολυσχιδή δραστηριότητα, τόσο στο χώρο της λογοτεχνίας, με την έκδοση της νουβέλας «Το σώμα μου έγινε σκιά», που έχει λάβει έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, όσο και στους χώρο του θεάτρου. Εξάλλου, η ποιήτρια διατηρεί το blog: http://varelaki.blogspot.com, όπου δημοσιεύει έργα αξιόλογων λογοτεχνών.
Κάπου εδώ, τελειώνει το ταξίδι μας στην ποιητική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη: «Πληγές». Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη παρουσίαση, παραθέτοντας ακόμα ένα όμορφο ποίημα: «Αφορίζω την ευαισθησία μου / την αρρώστια της ψυχής μου. / Και οργίζομαι και λέω / γιατί εμένα να με πληγώνουν / τα αναπάντητα ερωτήματα / τα ανέκφραστα συναισθήματα / τα γερασμένα μάτια / τα απογεύματα χωρίς εσένα. / Αφορίζω την ευαισθησία.»


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ /// 'ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ




                                                      


                                                        
Κολάζ Ασημίνα Ξηρογιάννη
                                  



Αποφυγή



Με τερτίπια καλοπιάνω
το χρόνο.
Πέταξα το ρολόϊ μου
γράφω ποιήματα
για τον έρωτα
που όλα τα νικάει
δεν κοιτάζομαι σε καθρέφτες
σκέφτομαι εσένα
που μ' αγαπούσες
ένα καιρό
κι έτσι νομίζω
πως ξεγελώ το χρόνο.
Αλίμονο
μόνο τον εαυτό μου ξεγελώ
μα κι αυτό
μερικές φορές το ξεχνώ.