(Ανασημοσίευση από το www.booktimes.gr)
Η ποιητική συλλογή «Άγρια Ίρις» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός) της βραβευμένης με Νόμπελ (2020) Λουίζ Γκλικ εκδόθηκε το 1992 και το 1993 βραβεύτηκε με Πούλιτζερ. Εν τω μεταξύ, το πρώτο βιβλίο της Γκλικ που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού – Δήμητρας Κωτούλα, ήταν η « Πιστή και Ενάρετη Νύχτα».
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που περιλαμβάνει τρία μέρη, τα οποία ωραία συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Τρία στοιχεία που όμως ορίζουν έναν κόσμο: ο θεός, τα λουλούδια, ο άνθρωπος που πάσχει. H φύση, ο δημιουργός και τα δημιουργήματα. Σε χαμηλούς και σχεδόν εξομολογητικούς τόνους εξιστορούνται μικρά ορατά και αόρατα θαυμαστά έργα. Εναλλαγή φωνών και εποχών. Άνοιξη, καλοκαίρι και αρχές φθινοπώρου, είναι η χρονική έκταση που καταλαμβάνεται προκειμένου να ξεδιπλωθεί το χρονικό ενός ιδιότυπου μύθου, που διαθέτει ξεχωριστή χροιά και έχει τη δύναμη να προσφέρει την αίσθηση μιας μυσταγωγίας στον αναγνώστη. Αυτός πάλι μπαίνει στη διαδικασία να αναρωτηθεί αναφορικά με το νόημα των ανθρώπινων πραγμάτων, τη συναλλαγή και την αναμέτρησή τους με τα θεία, καθώς και με την υφή της ύπαρξης.
H ζωή μέσα στην οποία εναλλάσσονται η δημιουργία και ο μαρασμός είναι μια απέραντη άγρια ομορφιά και αυτό αποτυπώνεται έξοχα στην ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη αυτή ποιητική σύνθεση. Ποια η σχέση του Δημιουργού με τα δημιουργήματά του; Κατάφεραν άραγε αυτά να εκπληρώσουν την αποστολή τους, να κάνουν περήφανο τον δημιουργό; Ακούμε σκληρή και αναστοχαστική συνάμα τη φωνή του Δημιουργού:
«Όταν σας δημιούργησα σας αγαπούσα / Τώρα σας λυπάμαι. / Σας έδωσα ό,τι είχατε ανάγκη: / κρεβάτι από χώμα, κουβέρτα από γαλανό αέρα – / Καθώς απομακρύνομαι από σας / σας βλέπω πιο καθαρά».
Πόσες φωνές ακούγονται και συνομιλούν μεταξύ τους για να δημιουργηθεί μια πολυφωνία που δίνει ανάγλυφη την Αλλαγή, την Επανάληψη αλλά και το μυστήριο και το νόημα του Κύκλου της ζωής. Καθολικά ανιχνεύει η Γκλικ το Ορατό, αλλά κυρίως το Αόρατο που κινεί τα νήματα της Φύσης, αλλά και της ανθρώπινης ζωής. Ποια η θέση του ανθρώπου, των φυτών, των λουλουδιών, του ανέμου μέσα στο σύμπαν; Πώς ισορροπούν μεταξύ τους αυτά τα στοιχεία διατηρώντας έκαστο την ομορφιά που του αναλογεί, αλλά και εδραιώνοντας την ύπαρξή του μέσα σε έναν πλουραλιστικό, απαιτητικό και συχνά εχθρικό ή έστω ανισόρροπο κόσμο που είναι γεμάτος με πολλά αντιθετικά προς αυτά στοιχεία; Για παράδειγμα, μας μαθαίνει η Γκλικ πόσο ωραίο είναι να συνυπάρχουν η αγριότητα και η ομορφιά. Μέσα από τη σύνθεσή τους να αναδύεται το Ουσιαστικό, το Αληθινό, το Θείο, που –μεταξύ άλλων– συμφιλιώνει τις πολλαπλές αντιθέσεις, προστατεύει, γοητεύει, δημιουργεί στον άνθρωπο την αίσθηση μιας ασφάλειας ή μιας ανασφάλειας, αλλά πάντως του χαρίζει τη βεβαιότητα πως ζει, πληγώνεται, ελπίζει. O Ποιητής-Δημιουργός έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει, να φιλτράρει την ομορφιά, ακόμα κι αν αυτή κρύβεται ή είναι μεταμφιεσμένη.
Ο κήπος με τις φωνές έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί σημασιολογικά και σε συνάρτηση με μυθολογικές προεκτάσεις. Η πρόταση μιας ιδιαίτερης μυθολογίας από την επιδέξια ποιήτρια ανοίγει νέες πόρτες στη συνείδηση των αναγνωστών. Μέσα από τους καλοδουλεμένους, σφριγηλούς και σοφούς στίχους της, η Γκλικ, που με ιδιαίτερη αίσθηση και γνώση μεταφράζει ο Χάρης Βλαβιανός, θίγει θέματα που αφορούν στην υφή της ζωής, της αναγέννησης και του θανάτου. Και αυτό γίνεται σε ένα πλαίσιο διαρκούς αναστοχασμού και μέσω της δημιουργίας μιας σύνθεσης που μοιάζει σαν ένα ανάλαφρο φτερούγισμα, αλλά ταυτόχρονα και σαν μια πικρή διαπίστωση. Διαβάζω:
(σελ.17-18)
Στο τέλος του μαρτυρίου μου / υπήρχε μία πόρτα. / Άκουσέ με: αυτό που ονομάζεις θάνατο/ το θυμάμαι. / Πάνω μας, θόρυβοι, κλαδιά πεύκου που θροΐζουν. / Έπειτα τίποτα. Ο αδύναμος ήλιος / τρεμόπαιξε πάνω στην ξηρή επιφάνεια. / Είναι τρομερό να επιζείς / ως συνείδηση / θαμμένη στη σκοτεινή. / Έπειτα τελείωσε: αυτό που φοβάσαι, να είσαι ψυχή και ανήμπορη / να μιλήσεις, να τελειώνει απότομα, η σκληρή γη να κάμπτεται λιγάκι. Κι αυτό που νόμισα πως ήταν / πουλιά ν΄ αναπηδούν στα χαμόκλαδα. / Εσύ που δεν θυμάσαι / το πέρασμα από τον άλλο κόσμο / σου λέω πως θα μπορούσα να μιλήσω ξανά: ό,τι / επιστρέφει από τη λήθη επιστρέφει / για να βρει φωνή: από το κέντρο της ζωής μου αναδύθηκε / ένα μεγάλο σιντριβάνι, βαθυκύανες / σκιές σε γαλάζιο θαλασσινό νερό.
Υπάρχει διάχυση η αίσθηση πως η Γκλικ δεν γράφει για να φανεί αισιόδοξη ή για να διηγηθεί μια ακόμα ιστορία αλλά για να αποδεχτεί το πένθος και τον αφανισμό. Στη σελίδα 151 και στο τέλος του ποιήματος «Νανούρισμα» γράφει χαρακτηριστικά: « τ΄ ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να διδαχθούν να αγαπούν τη σιωπή και το σκοτάδι» Άλλωστε η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αγαπά μόνο και να σκορπά αγάπη, μπορεί να αγαπά και το ίδιο το επικίνδυνο και αποκρουστικό τέλος. Ίσως θα μπορούσε να ειπωθεί πως αυτή η σύνθεση είναι ένα μεταφυσικό κάλεσμα προς τις συνειδήσεις να συμβιβαστούν με το ασυμβίβαστο, να αποδεχτούν ό,τι θα τους οδηγήσει στη λήθη. Αυτού του είδους η αποδοχή θα μπορούσε να ταυτιστεί με μια ιδιότυπη τελετουργία με τη συμμετοχή της νόησης, των αισθήσεων, των παραισθήσεων, των ερμηνειών, της ποίησης. Η ποίηση μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα εκείνη ανάμεσα στη ζωή και τον επερχόμενο θάνατο και να αποτελέσει όχι απλά παραμυθία, αλλά και να χαρίσει μια εύγλωττη και πειστική ερμηνεία περί του θανάτου.
Στη φύση του ανθρώπου καθρεφτίζονται όλες οι αντιθέσεις, το φως και η σκιά, η αλήθεια και το ψέμα, το τέλος και η αρχή. Εκείνος έχει τη δύναμη να μην εξαφανίζεται μέσα στη σιωπή, αλλά να επιβιώνει μέσα στην απόγνωσή του.
Κλείνοντας, θα λέγαμε πως πρόκειται για ένα ανεξάντλητο και ευφυές κείμενο, σε μια επιδέξια ποιητική γλώσσα που χαρίζει εκλεκτή διανοητική συγκίνηση και που κινητοποιεί εσωτερικά τον αναγνώστη να ανακαλύψει την ομορφιά, αλλά και τη φύση του. Ένα κείμενο που, με το πάθος που τον διακρίνει, αναδεικνύει ο μεταφραστής!