Translate

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ΕΙΡΗΝΗ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ///ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ/// Οι χαλκομανίες της Μ.Πέμπτης.



“Δεν είναι μόνο τα γόνατα που ματώνουν, είναι και τα αυγά”.
Τούτη την σκέψη έφτιαξε το μυαλό της, με το που άνοιξε με τα δακτυλάκια της το ήδη ραγισμένο τσόφλι του αυγού, και αποκαλύφτηκε η ψίχα από μέσα. Το ασπράδι είχε λερωθεί από την πορφυρή μπογιά, το μισό αυγό είχε γίνει κόκκινο, και μάλιστα, εκεί που ήταν από πάνω τα σπασίματα του κελύφους, το διέτρεχαν τώρα γραμμές άλικες, ολόιδιες με φλέβες ανοιγμένες. “Για δες”, σκέφτηκε, “σαν να τρέχει αίμα απ’ το άσπρο, όπως κι απ’ τα γόνατά μου όταν τα γδέρνω”.
Η μάνα της είχε πριν δυο ώρες βγάλει δυο ντουζίνες από αυγά από την κατσαρόλα. Τα έπιανε με την τρυπητή κουτάλα τρία τρία και τα απίθωνε στη μεγάλη πιατέλα παραδίπλα, ενώ εκείνα άχνιζαν, και τα τζάμια των παραθύρων της κουζίνας είχαν θολώσει από το βράσιμο. Της είχε πει η μάνα της να περιμένει οπωσδήποτε πρώτα να κρυώσουν , και να μην τα πιάσει πιο πριν, γιατί θα καιγόταν στα δάκτυλα και θα έπρεπε μετά να της κάνει “φου φου” για να μην κλαίει.
Τώρα είχαν κρυώσει αυτά, και η μάνα τα είχε ήδη γυαλίσει ένα ένα με ένα πανάκι νοτισμένο με λάδι. Σιχαινόταν η μικρή τη μυρωδιά του ξυδιού την ώρα που το νερό κόχλαζε. Δεν το ήθελε με τίποτα το ξύδι στις σαλάτες και στις φακές, και παρακάλαγε τους μεγάλους να μην της το βάζουν, και ας “έκανε καλό”, όπως της έλεγαν.
Και τώρα, που στο σχολείο στα θρησκευτικά ,έμαθε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες έβαλαν στην άκρη του δόρατος ξύδι για να κεντρίσουν τα πλευρά του Χριστού στο Σταυρό, τόσο χειρότερα ανακατευόταν που το μύριζε , και με τη φαντασία της έβλεπε εικόνες με εκατόνταρχους να κάνουν κακά πράγματα και τους αποστόλους να κλαίνε από δίπλα.
Τα φρεσκοβαμμένα αυγά γυάλιζαν λαμπρά μετά την επάλειψη με λάδι από τα ικανά χέρια της μητέρας, και ήταν κρύα και στεγνωμένα τώρα, έτοιμα να δεχτούν την τελική παρασημοφόρηση, δουλειά που είχε ανατεθεί λοιπόν στη μικρή. Της είχαν πάρει για το καθήκον αυτό από το μπακάλικο δεκάδες μικρές χαλκομανίες, και θα τις κόλλαγε τώρα, μία μία και υπομονετικά, πάνω στα αυγουλάκια.
‘Ηταν μακρόστενα ωοειδείς αυτές, και τόσο δα μικρούλες , ωστόσο μπορούσε να δει καθαρά τις ζωγραφιές επάνω, που ήταν δυο ειδών. Η μια ζωγραφιά ήταν ο Χριστός με τα άμφιά του να ευλογεί, και ένας ήλιος με ακτίνες να λάμπει από πίσω, ενώ η άλλη ζωγραφιά ένας Χριστός με έναν κόκκινο μανδύα και τον Σταυρό στο χέρι να ίπταται. Στη μια ζωγραφιά ο Χριστός ήταν καστανός και στην άλλη ξανθός. ‘Οταν είχε ρωτήσει τους γονείς της τι χρώμα τελικά είχαν από τα δύο τα μαλλιά του Ιησού, δεν πήρε ικανοποιητική απάντηση.
Τώρα , ενώ η μάνα ξάπλωσε να ξεκουραστεί, άρχισε να παίρνει ένα ένα αυγό και να κολλάει τις χαλκομανίες επάνω. Μερικές τις κατάφερνε καλά, άλλες έμπαιναν στραβά γιατί γλίστραγαν, άλλες κόβονταν και χάλαγε η εικόνα. Είχε πάρει ρητή εντολή να μην φάει κανένα βαμμένο αυγό γιατί “θα έβγαζε σπυριά αν τα έτρωγε πριν την Ανάσταση”, και ακόμα, να μην ξεφλουδίσει κανένα, για να μείνουν όλα ανέπαφα για το πασχαλινό τραπέζι.
Αλλά την έτρωγε η περιέργεια. Μερικά αυγά είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους στο βράσιμο, και ήταν ήδη τραυματισμένα, πονεμένα, με τσακισμένο το κέλυφος, έτοιμα να παραδώσουν το πνεύμα, μετά από αυτό που περάσανε στο πουργκατόριο της κατσαρόλας. Ενώ τους έβαζε τις χαλκομανίες, δεν άντεξε στον πειρασμό να σπάσει το ετοιμόρροπο τσόφλι στο πιο ταλαιπωρημένο . Θα της έμενε το κουσούρι τούτο μια ζωή : μόνιμα θα έψαχνε να διακρίνει τι βρίσκεται κάτω από το κέλυφος των πραγμάτων.
‘Εξυσε το ήδη σπασμένο τσόφλι λοιπόν, και το είδε το ψαχνό από κάτω καταματωμένο, πληγιασμένο, με τις φλέβες να χάσκουν ανοιχτές και να αιμορραγούν, και το ασπράδι να είναι το μισό κόκκινο, και ακόμα – ακόμα, κιτρινομωβ στον πάτο, εκεί που ξεμυτούσε ο πετρωμένος κρόκος. Τα αυγά ομολογούσαν με τα βασανιστήρια όλα τα μυστικά τους.
Δεν είχε ακόμα παραστάσεις από άλλες, πιο δυσάρεστες αιμορραγίες,ή βάσανα, και τη Μ.Πέμπτη αυτή, το μόνο αηδιαστικό και ενοχλητικό ήταν η αίσθηση του ξυδιού που γέμιζε την ατμόσφαιρα.
Ο μόνος μόχθος της ζωής ήταν το σχολειό, τα διαβάσματα, και η ορθογραφία που ήταν κοπιαστική, μα πανέμορφη, γεμάτη πνεύματα και τόνους. Βέβαια είχαν μια περίεργη αγριάδα και στις τάξεις οι καιροί, κάπου στις αρχές του ’70, ( και εκτός και από την έξω από το σπίτι αγριάδα, που η μικρή δεν ήταν σε θέση να την κατανοήσει) : οι δάσκαλοι βαράγανε με βέργα τα μικρά χεράκια των μαθητών, λες και τα χεράκια αυτά, που ακόμα αμαρτίες πάνω τους δεν έφεραν, έπρεπε για κάτι σοβαρό να λογοδοτήσουν και τιμωρηθούν. Η ίδια δεν έτρωγε ποτέ ξύλο, αλλά τη μια και μοναδική φορά που τις της έβρεξε η κυρία, νόμιζε για μέρες μετά ότι η βέργα άφησε σημάδι στην παλάμη της. Τελικά ήταν δυο παράλληλες γραμμές, από τις φυσικές γραμμές που είναι ζωγραφισμένες στα χέρια των ανθρώπων , αυτές ‘της μοίρας’.
Στο υπόλοιπο του απογεύματος, απελευθερωμένη μέσα στις διακοπές του Πάσχα από τα μαθήματα , αλλά και από τις έγνοιες για οποιοδήποτε μελλούμενο, ή για οποιαδήποτε ‘Μεγάλη Παρασκευή’ πλην εκείνης της επομένης ημέρας, συνέχισε να εφαρμόζει τις χαλκομανίες με επιμέλεια, κρύβοντας άτσαλα το ανοιγμένο αυγό σε μερικές χαρτοπετέτες, πετώντας το ύστερα στα σκουπίδια, έχοντας την αφελή εντύπωση ότι η μητέρα της δεν θα το ανακάλυπτε εκεί.

ΣΤΗΛΗ //ΤΗΕ ΑRTMANIACS///KΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

 ...συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη


Θα σας πάω χρόνια πίσω. Πώς ξεκινήσατε με τη γραφή;
Αυτό το «χρόνια πίσω» με σακατεύει. Θα μπορούσατε να διατυπώσετε πιο διακριτικά την αιχμή σας για την ηλικία μου. Ας είναι. Δίχως να 'μαι «παιδί θαύμα», αντιθέτως μάλλον πάντα βρισκόμουν σ' αυτό που προσδιορίζεται ως «μέσος όρος», ξεκίνησα κι εγώ στο Γυμνάσιο παρότι είμαι επιφυλακτικός μ' όλους αυτούς που «γράφουν από παιδιά». Αφορμή ένας ξεχωριστός φιλόλογος εκ Σάμου ονόματι Βαγιανός που μας έβαζε να μετατρέπουμε σε ποίηση, πεζά κείμενα των νεοελληνικών.


 O Μανδραγόρας είναι ένα περιοδικό που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα λογοτεχνικά πράγματα...Μιλήστε μου λίγο για αυτό... Εκπληρώνονται οι προσδοκίες που είχατε όταν αρχίσατε αυτήν την ιστορία...


Είναι ένα περιοδικό έντιμο των προθέσεων και των δυνατοτήτων των δημιουργών, διαμορφωτών, συνεργατών του. Επιθυμία μας να 'ναι τόσο επαναστατικό ώστε να «συνάπτει συμβόλαιο με δαίμονες», ή να βάζει μπουρλότο στην Τέχνη, απόδειξη ο Παρθενών, όπως λέει ο Νικόλαος Κάλας. Κι έχει κάνει σπουδαία πράγματα που μένουν στ' αζήτητα όπως ας πούμε η αλληλογραφία Σινόπουλου και ζωγράφου Danil (Παναγόπουλου), το αφιέρωμα στον Ε.Χ. Γονατά, στον Δ. Παπαδίτσα, η σπουδαία συνέντευξη του Νίκου Καρούζου στους Γιαγιάννους (Απόστολο και Αριστείδη), το αφιέρωμα στον Καραγάτση, στην Μαντώ Αραβαντινού, στο δημοτικό τραγούδι, στα στα στα.. Ποιος τα ξέρει, ποιον ενδιαφέρουν, ποιος τ' αγοράζει; Γιατί το μόνο που ενδιαφέρει κάποιον σήμερα είναι πώς θα δημοσιεύσει το ποιηματάκι του και πώς θα εξασφαλίσει παρουσίαση στο βιβλιαράκι του.


 Ένα σχόλιο για τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα. Διαβάζει σήμερα ο κόσμος ποίηση; Είναι καιροί για ποίηση αυτοί;

Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα κι οι άλλοι μισοί δε διαβάζουν τίποτα, έλεγε ο Θωμάς Γκόρπας. Κι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός συμπλήρωνε: «Τι τι θέλετε την ποίηση; Δεν παίρνετε καλύτερα κανένα βίντεο;». Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα και παραμένουν. Με τη διαφορά ότι σήμερα, λόγω διαδικτύου και υπολογιστών, έχει αυξηθεί κι η προχειρότητα. Ο καθένας αισθάνεται επαρκής να γράφει, ακόμα και ανορθόγραφα, και να λέει, με ευκολία, ό,τι του κατεβαίνει. Και μαζί του κι εγώ.


Αγαπημένοι σας ποιητές, παλαιότεροι και σύγχρονοι.

Κώστας Καρυωτάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Ανδρέας Εμπειρίκος, Μαγιακόφσκι, Νικόλαος Εγγονόπουλος, Νικόλαος Κάλας και άλλοι πολλοί.


 Τρία βιβλία που σας στιγμάτισαν και σας άλλαξαν το βλέμμα για τα πράγματα.

Της Αλεξάνδρας Ραχμάνοβα «Η τραγωδία μιας αγάπης, Ιστορικό μυθιστόρημα της ζωής του Λέοντα Τολστόι», Τίτου Πατρίκιου «Ποιήματα Ι 1948-1954», εκδ. Θεμέλιο 1977, και εξ ημισείας «Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, με το «Ευθύτης οδών» και «Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου.


 Πιστεύετε στην κριτική;

Ασφαλώς, με ενδιαφέρει, τη χρειάζομαι, την ψάχνω, μακάρι να την είχαμε δυναμική στον Μανδραγόρα. Την επιχειρήσαμε με τον Χρήστο Ηλιόπουλο σύντροφο και φίλο, ο μικρότερος συλληφθείς στα χρόνια της χούντας, που δυστυχώς μας άφησε οριστικά στα σαράντα του στις 23 Ιανουαρίου 1997.


Ποίηση και Διαδίκτυο
Μάλλον πληθώρα, ανεβαίνει ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά εξαφανίζεται. Στο διαδίκτυο περισσεύει η οικονομία. Βέβαια μπορεί να κάνει και καλό αν μπουχτίσουμε με όλα αυτά τα περιττά, ξεφουσκώσει και επανέλθουμε στην οικονομία του εντύπου. 


Ποιά άλλη τέχνη πέραν της Ποιήσεως σας συγκινεί;

Η ζωγραφική που τη θεωρώ μοναδική και τη χαίρομαι όταν μπορώ και μόνο ως θεατής, καθώς είμαι εντελώς ατάλαντος. Ετοίμαζα μια γκαλερί στο χώρο του Μανδραγόρα, που αναβάλλω λόγω κρίσης. Να δούμε. 


 Τελευταία γίνεται προσπάθεια για τη διάδοση του ψηφιακού βιβλίου...

Όποια προσπάθεια διάδοσης είναι καλοδεχούμενη γιατί σίγουρα βοηθά στην υπόθεση του βιβλίου.


Ως εκδότης θα εχετε αποκομισει πολλες εμπειριες .επισης..Ποσα βιβλια περιπού εχει εκδώσει ο Μανδραγόρας...Ποια η φιλοσοφία του όλου εγχειρηματος;

Έχουμε ήδη στο ενεργητικό μας 170 βιβλία, τίτλοι σημαντικοί για το εύρος των εκδοτικών μας δυνατοτήτων. Τα περισσότερα ποιητικά, νέων κυρίως ανθρώπων, αλλά και πολλών της γενιάς μου, ποικίλης τεχνοτροπίας και ρευμάτων. Άλλωστε βρισκόμαστε εμφανώς σε στάδιο μεταβατικό όπου τα πάντα έχουν ειπωθεί, είναι πια άμεσα προσπελάσιμα, οι επαφές μας διευρύνουν ορίζοντες και πεδία. Κι όμως το αποτέλεσμα όσων παράγουμε/παράγονται γενικώς (όχι ειδικά στις εκδόσεις του Μανδραγόρα) -αξιοπρεπούς αισθητικής και ουσίας- παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμήχανο, ασφυκτικά κλεισμένο περί τον άξονά του. Μόνο που δεν το βλέπουμε γιατί συνήθως επικεντρώνουν τα πυρά μας οι άλλοι, αφού εμείς εξακολουθούμε να παραμένουμε στο απυρόβλητο. Για μένα παραμένει ως μόνη λύση/πρόταση η γνωστή ευαγγελική(;) παρότρυνση «νηστεία και προσευχή», ακόμα και για τους άθεους. Ή το επίσης γνωστό τρίπτυχο, ο άλλοτε χρυσούς κανών των εγκλείστων πολιτικών κρατουμένων: «τρώγε το φαί σου, αγάπα το κελί σου και διάβαζε πολύ».


Τι ονειρεύεστε;Σχέδια για το μέλλον.

Μια συλλογική πλατειά μαζική επανάσταση της ποίησης της ζωής της ομορφιάς που θα εξοβελίσει στο πυρ το εξώτερο τους βλάσφημους και χαμερπείς καιρούς των Τροϊκανών, των Σαμαράδων, των Κουβέληδων και των Βενιζέλων. Τουλάχιστον να ζήσουμε ασφαλείς υπό την σκέπη του Μητσοτάκη. Βασική φιλοσοφία μας είναι να υπάρχει ένα βήμα ώστε να εκφραστούν οι ανησυχίες των νέων. Και μια οπτική να αντιμετωπίζουμε τους άλλους όπως θα 'θελαμε να αντιμετωπίζουν κι εμάς.