Translate

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

To Varelaki προτείνει /// ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «Η Οδοντωτός»


 

Οι εκδόσεις Κουκκίδα σας προσκαλούν το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

στις 14:00, στην παρουσίαση του νέου λογοτεχνικού περιοδικού:



H Oδοντωτός


Για την έκδοση θα μιλήσουν:

Eυσταθία Δήμου, ποιήτρια-κριτικός λογοτεχνίας, εκ της διεύθυνσης του περιοδικού

Μάνια Μεζίτη, ποιήτρια-μεταφράστρια

Γιώργος Γώτης, συγγραφέας


Διαβάζουν:

Aριάδνη Καλοκύρη, ποιήτρια

Ασημίνα Ξηρογιάννη, ποιήτρια-μεταφράστρια



Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

TAKHΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ /// 'ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ




Αιμίλιος, ο θηριώδης


«Ο Νταής ο Γιάννης το θεριό, τ’ αγριεμένο φίδι

ρεμούλα πήγε κι έκαμε στου Γιώργη το παιχνίδι.

Κι η Γιάνναινα εφώναξε ποιος είναι αυτός ο νέος;

Σαράντα τονε δέρνανε και στέκονταν γενναίος.»


Δημώδες, Ι. Κονδυλάκης, εφημ. Εμπρός, 25/2/1903


Στέκεται στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και κοιτάζει αφηρημένα κάτω. Μια παρέα εφήβων παίζει μπάλα στο φαρδύ πεζοδρόμιο της Θησέως. Ένας από αυτούς χάνει το κοντρόλ και το τόπι προσγειώνεται στο κεφάλι ενός κυρίου που περίμενε στη στάση. Το περουκίνι μετακινείται, ο κύριος ντροπιασμένος γιατί ένιωσε σαν γυμνός, βουτάει οργισμένος το νεαρό και τον αρχίζει στα χαστούκια. Η παρέα του νεαρού, ίδια με αγέλη άγριων ζώων, μαζεύτηκε αμέσως κοντά κι όλοι μαζί άρχισαν να γρονθοκοπούν ανελέητα τον κύριο. Πού μπορεί να μπλέξει κάποιος; Μικρός ή μεγάλος.

Βερολίνο, 1972. Στην ξενιτειά έμεινε δύο χρόνια. Δυο χρόνια που χάθηκαν απροσδιόριστα. Απόπειρες για σπουδές, βόλτες επωφελείς αλλά και νυχτοπερπατήματα χωρίς σκοπό. Άλλαζε με ευκολία και χωρίς φραγμούς πολιτικές ανησυχίες, καλλιτεχνική δραστηριότητα και αλητοπερπατήματα. Στην πατρίδα χούντα και αβεβαιότητα. Κι αυτός βράδυ παρά βράδυ σουλάτσο με το Λάκη και τον Αρτέμη. Τους γνώρισε στη σχολή Γερμανικών, τη Χαρντνακσούλε. Για πανεπιστημιακές σπουδές ετοιμάζονταν αυτός κι ο Λάκης απ’ το Βαρθολομιό κι έπρεπε να μάθουν καλά τη γλώσσα, με την Αττική σύνταξη, τα ελάχιστα φωνήεντα και τα πολλά χτ. Για να μάθει να γράφει και να διαβάζει τα Γερμανικά ο Αρτέμης. Είχε γεννηθεί στο Βερολίνο, ζούσε με τη μάνα του, ο πατέρας κάπου στη Δυτική Γερμανία ξαναπαντρεμένος.

 

Ένα βράδυ κατά τις οχτώ βρέθηκαν στη «Μεξικάνα», το ελληνικό σκυλάδικο των μεταναστών στο Κρόϊτσμπεργκ. Μπροστά υπήρχε μια ευρύχωρη αίθουσα που λειτουργούσε σαν καφέ, πίσω μια ακόμη πιο μεγάλη που από το απόγευμα έπαιζαν μπουζούκια. Ο Λάκης είχε όρεξη κι έλεγε ανέκδοτα. Ο Αρτέμης κοιτούσε αδιάφορα τον κόσμο που μπαινοέβγαινε στο μαγαζί, ο Βασίλης παρακολουθούσε τους σερβιτόρους που με τις παραμάνες στους ώμους πήγαιναν τροφές και υγρά στα ξενιτεμένα θηρία που είχαν μερακλώσει από τα λαϊκά άσματα. Η μουσική που έφτανε μέχρι έξω στον μπροστινό χώρο, όχι μόνο δεν τον ενδιάφερε, αλλά τον ενοχλούσε κιόλας. Ροκ κι άγιος ο Θεός αυτός τότε. Ροκ ή τίποτα.

 

Μπαίνει ο Θέμης με δυο άλλους νεαρούς Έλληνες. Φίλος του Αρτέμη, μαζί μεγάλωσαν στο Βερολίνο. Δυο ελληνόπουλα, δυο κουτάβια με τα μάτια κλειστά κι οι δύο παρά το γεγονός πως έκαναν τους περπατημένους. Ο Θέμης είχε κερδίσει στη ρουλέτα πολλά χρήματα. Στο Βερολίνο εκείνη την εποχή κάθε κνάιμπε είχε και μια παραλλαγή της γνωστής ρουλέτας νόμιμα. Και παίζονταν μικρά αλλά και μεγάλα ποσά όλο το εικοσιτετράωρο.

 

«Ελάτε μέσα ρε! Κέρδισα! Κερνάω μπίρες» φωνάζει αλλά κανένας από τους τρεις φίλους δεν είχε όρεξη για μπουζούκια. Ο Αρτέμης γλυκοκοίταζε δυο Γερμανιδούλες σε διπλανό τραπέζι, ο Λάκης κι αυτός περίμεναν τα αποφάγια του όταν θα πήγαινε σε λίγο με το γοητευτικό του χαμόγελο να πιάσει κουβέντα. Η ώρα περνούσε, ο Αρτέμης είχε καθίσει στο τραπέζι με τις Γερμανιδούλες κι όλο χαχαχα ήτανε, δεν παιζόταν όμως κάτι συνταρακτικό, κάτι που να έκανε τους ξενιτεμένους νεαρούς να ελπίζουν πως απόψε επιτέλους θα πηδήξουν, μελαγχόλησε κι αυτός κι ο Λάκης, όταν από την μέσα αίθουσα με τα μπουζούκια ακούστηκε φασαρία.

 

Σε λίγο οι σερβιτόροι του μαγαζιού βγάζουν σηκωτούς το Θέμη με τους φίλους του. Έπεσαν και αρκετές ξεγυρισμένες μπουνιές, οι νεαροί αντιστάθηκαν, έφαγαν ξύλο και ξευτιλίστηκαν, δεν είχαν περιθώριο να αντιδράσουν. Δεν είχαν περιθώριο να αντιδράσουν; Όχι ακριβώς. Ο Βασίλης κι ο Αρτέμης πήγαν στο μπαρ για να μάθουν λεπτομέρειες.

«Τα ηλίθια ενοχλούσαν διπλανές παρέες. Τους κάναμε συστάσεις αλλά με τίποτε αυτά» είπε ο μπάρμαν.

«Και με τον Αιμίλιο τι θα κάνετε τώρα;» ρώτησε ο Αρτέμης.

Ο μπάρμαν τον κοίταξε με απλανές βλέμμα. «Θα τον φέρουν και μάλιστα σύντομα. Ο ένας από αυτούς είναι ανιψιός του. Κι επειδή ο πατέρας του πέθανε πρόπερσι σε τροχαίο ο Αιμίλιος τον έχει σαν γιο του. Μα κι εσείς να δείρετε τον ανιψιό του Αιμίλιου;»

«Πάμε να φύγουμε. Θα πέσουν πιστολιές σε λίγο» λέει ο Αρτέμης σ’ αυτούς. Φαινομενικά έδειχνε ψύχραιμος, αλλά μόνο φαινομενικά.

 

Δεν θυμάται ο Βασίλης με τι επιχειρήματα τους έπεισε να καθίσουν στο ακριανό τους τραπέζι και να περιμένουν να δουν τι θα συμβεί. Αλλά όταν είσαι δεκαοχτάρης δεν θες κι ατράνταχτα επιχειρήματα για να αντιμετωπίσεις φάτσα κάρτα τον κίνδυνο.

 

Στο μαγαζί εν τω μεταξύ η τάξη είχε επανέλθει, οι Γερμανιδούλες βέβαια με τη φασαρία τρόμαξαν κι έφυγαν. Οι φίλοι κοιτούσαν την πόρτα για να δουν άλλες Γερμανιδούλες να μπαίνουν ή να εμφανίζεται ο Αιμίλιος. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν ο γνωστός μπράβος της βερολινέζικης νύχτας, ο φόβος και τρόμος πολλών νυχτόβιων, μπουκάρισε αγριεμένος. Θηριώδης, πενηντάρης, ψηλός, τετράγωνος, με προχωρημένη καράφλα, όρμησε βρίζοντας δυνατά και χωρίς να κρατάει πιστόλι στο χέρι. Σε λίγο αναποδογύρισε τα ποτήρια στην μπάρα και ρωτούσε αγριεμένα ποιος χτύπησε τον ανιψιό του. Μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά σερβιτόροι και προσπαθούσαν να του πουν τι είχε παιχτεί. Ο Αιμίλιος τους κοιτούσε υπεροπτικά, σαν μυρμήγκια. Πιάνει έναν από τα πέτα και του ρίχνει μια κουτουλιά στη μύτη. Ο σερβιτόρος γεμάτος αίματα γονάτισε βογκώντας. Μετά γυρνά κι αρπάζει έναν άλλον, μπουκάλια άρχισαν νε πετιούνται στην αίθουσα, οι πελάτες τρόμαξαν και το μαγαζί άδειασε μονομιάς. Μόνο οι τρεις έμειναν να παρακολουθούν: ταινία; την πραγματικότητα; Ποιος να τα ξεχωρίσει με βεβαιότητα; Και βλέπει τον μπάρμαν να σκύβει να πιάνει ένα ρόπαλο σαν αυτά που έχουν οι αμερικάνοι στο παιχνίδι τους, να έρχεται απαρατήρητος και να κοπανάει με δύναμη τον Αιμίλιο που του είχε στραμμένη την πλάτη. Το ρόπαλο τον βρήκε στο δόξα πατρί. Ένα κομμάτι του δεξιού τμήματος του κρανίου του βούλιαξε. Μαζί και το μάτι.

Όπως έμαθε πολλά χρόνια αργότερα ο Βασίλης, μετά από έναν χρόνο ο Αιμίλιος τελείωσε με τις εγχειρήσεις. Έχασε ένα μάτι, του έμεινε μια μόνιμη εγκεφαλική βλάβη κι ένα τραύλισμα, όμως γλύτωσε τη ζωή του. Επέστρεψε στη Σαλονίκη κι έχει ένα πόστο δικό του, κάπου κοντά στην Ερμού, να ζητιανεύει.


* Η φωτογραφία είναι παρμένη από το Pixabay

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

ΣΤΑΘΗΣ ΣΙΩΜΟΣ ///ΜΟΝΩΔΙΕΣ ('Ενα διήγημα και 39 ποιήματα) από τις εκδόσεις ΌΤΑΝ

 





Γράφει η Αθανασία Τσιοτινού *


Ο Στάθης Σιώμος στο βιβλίο του με τίτλο «Μονωδίες» παίρνει ανέσπερες λέξεις σε ανάλγητες εποχές και τις μετατρέπει σε ποιήματα!

Ψάχνοντας στο λεξικό την ερμηνεία της λέξης μονωδία διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα: μονοφωνία, άσμα ή μελωδία για μια μόνο φωνή, σόλο. Ο Στάθης Σιώμος, λοιπόν, «μονωδεί», «σολάρει», ωστόσο τα προϊόντα της γραφής του κάθε άλλο παρά «μονόφωνα» είναι. Χαρακτηρίζονται από πολυφωνία. Αν και το κάθε ποίημα έχει τη δική του φωνή, περνάει τα δικά του μηνύματα, όλα μαζί συγκροτούν τον «πολύφωνο» ψυχικό κόσμο του ποιητή που επιτέλους βρήκε το δρόμο προς την καρδιά των αναγνωστών.

Ο ποιητής αρχίζει με ένα διήγημα, άκρως ποιητικό, το οποίο δίνει ωραία πάσα στα ποιήματα. Στο διήγημα με τίτλο «Αλλόκοτες επισκέψεις» ο ποιητής, κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, δέχεται την επίσκεψη της έμπνευσης με τη μορφή μιας ‘Ώρας από το μέλλον. Εξήντα λεπτά, εξήντα μικρά πανέμορφα διαβολάκια τον αναστατώνουν. Συγχρόνως, του επισημαίνουν τον αμείλικτο χρόνο που περνάει και δεν συγχωρεί τίποτα, τον χρόνο που μας κυνηγάει και μας στέλνει στο αμετάκλητο παρελθόν, όπου περιπλανιόμαστε αιώνια στην ανυπαρξία, χωρίς να θυμόμαστε τίποτα και κανέναν πια από τη ζωή μας. Η Ώρα πριν αναχωρήσει παροτρύνει τον ποιητή να εμπιστευθεί τη ζωή, να την αγαπήσει και να την εκτιμήσει, γιατί όλα είναι ζωή, ακόμη και ο θάνατος. Ο ποιητής αναρωτιέται πόσα χρόνια μπορούσαν να χωρέσουν σε μια ώρα, πόση ζωή μπορούσε να γεννηθεί και να χαθεί σε μια ώρα. Μετά από αυτήν την επίσκεψη τίποτα δεν είναι το ίδιο. Οι σκόρπιες σελίδες μπαίνουν στη σειρά, οι λέξεις γίνονται ποιήματα και χωράνε σε ένα μικρό βιβλίο, τις «Μονωδίες», στις οποίες ο ποιητής αφήνει συναισθήματα και σκέψεις να ξετυλιχτούν σαν κουβάρι  και να κατακτήσουν τους αναγνώστες.

Ο ποιητής περιπλανιέται στην ποίηση, ζητώντας εξιλέωση που χωρίς αναστολές κατέληξε φαιδρός ενήλικαςένας από αυτούς που λοιδορούσε παιδί. Αφουγκράζεται την ποίηση που αχνογέγγει στην αναζήτηση, την οδύνη που καιροφυλακτεί στην παρανόηση, τους ανυπότακτους ποιητές στην τζαμαρία της βεράντας με τις λυπημένες κουρτίνες.  Τις άγριες νύχτες ονειρεύεται ότι τρέχει στις αλάνες με χαμένα παιδιά, κάποιες μέρες, πριν χαράξει, φτερουγίζουν στην  κάμαρα ξεχασμένα όνειρα, αλλά και όνειρα δημιουργικά, πηγή έμπνευσης. Κάθε που ξημερώνει η καρδιά του ποιητή ανατριχιάζει στη σκέψη μήπως τα όνειρα της νύχτας εκφυλιστούν στις ειρωνείες της μέρας από αφελείς ευδαιμονίες και μαραζώσουν μες στην ευτέλεια. Ο ποιητής απογοητεύεται, απελπίζεται, αλλά και αισιοδοξεί γιατί τίποτα δεν χάθηκε, όλα λάμπουν, βαθιά κρυμμένα, δακρυσμένα και μας περιμένουν. Συνάμα, διατρανώνει πως η ελπίδα είναι φιλί ζωής του αήττητου χρόνου στους επίμονους ανυποχώρητους υπερασπιστές του ανέφικτου.

Στο ποίημα «Προς δυσμάς» ο ποιητής κάνει απολογισμό της ζωής του. Προσεγγίζοντας το αναπότρεπτο ανθολογεί την ύστερη μαρτυρία στα προεόρτια της αναχώρησης. Στην «Πρωινή απειλή» δηλώνει ανυποχώρητος, αποφασισμένος να μη λυγίσει στα «κατά συνθήκη ψεύδη», στην «Εποίκιση» τονίζει το χρέος των πνευματικών ανθρώπων να αποικίσουν την ηθική έρημο πάνω στα συντρίμμια αυτού του τόπου, τώρα που δεν απόμεινε τίποτα ανόθευτο και άχραντο να πιστέψουμε, ενώ στο «Χάος» προσπαθεί να συναρμολογήσει τα δικά του, σκόρπια, σακατεμένα, αποπλανημένα, συντρίμμια, καρφώνοντας το χάος του σε μια στιγμή για να σταματήσει να διαστέλλεται. Στα «Μαθήματα γραμματικής» επισημαίνει πως οι καιροί απαιτούν πράξεις και φτάνουν πια οι ανακοινώσεις. Στα ποιήματα «Εν ψυχρώ» και «Κοσμιότητες» ο ποιητής καταγγέλλει τα ανθρώπινα πλάσματα για την άπληστη υφέρπουσα αυταρέσκειά τους και την υποκρισία τους. Υπαρξιακά ερωτήματα αναδύονται στο ποίημα «Αναπάντητα», στο «Ενθάδε κείται» κραυγάζει τη ματαιότητα της ύπαρξης. Μια διάχυτη αίσθηση ανασφάλειας βιώνει ο ποιητής στο ποίημα «Ο άλλος εαυτός», ενώ στις «Ανασκαφές» αναφέρεται στις εσωτερικές αλήθειες που αρνούμαστε να ομολογήσουμε. Στον «21ο Μεσαίωνα» εκφράζει την ανησυχία του για την εποχή μας, για τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, για τη φθορά των ιδεών και των ηθών.

Χαρακτηριστικό στοιχείο στα ποιήματα του Σιώμου είναι οι επαναλαμβανόμενες λέξεις. Μία λέξη που εμφανίζεται σε πολλά ποιήματα είναι η «λέξη». Στο διήγημα «Αλλόκοτες επισκέψεις» οι  Ώρες γράφουν σε μια λευκή σελίδα όσες λέξεις τις αρέσουν, όσες προλαβαίνουν πριν χαθούν. Η Ώρα φεύγει και ο ποιητής μένει μόνος σε ένα ακατάστατο δωμάτιο με δεκάδες σκόρπιες σελίδες με λέξεις. Στο τέλος, αφήνεται στο διάσπαρτο μαγευτικό κόσμο των λέξεων, οι οποίες γίνονται ποιήματα. Στις «Ανάλγητες εποχές» οι ανέσπερες λέξεις  απελευθερώνουν το αυτονόητο. Στην» Απόδραση» οι λέξεις είναι αιχμάλωτες, στο «Εν Ψυχρώ» τα ανθρώπινα πλάσματα σκοτώνουν ακόμη και με λέξεις, στο «Παλίμψηστο» ο ποιητής, ίσως, απευθυνόμενος στον εαυτό του, διερωτάται πως γίνεται, αν και έμαθε χιλιάδες λέξεις, το βιβλίο της ψυχής του να παραμένει δυσανάγνωστο, στο ποίημα «Το αλύτρωτο Καλό» οι λέξεις γίνονται μυθικές, ενώ στο ποίημα «‘Ατροπος» μια λέξη ανείπωτη διαχέεται στην ατμόσφαιρα.

Μια άλλη λέξη που τη βρίσκουμε σε πολλά ποιήματα είναι η λέξη παίζω και τα παράγωγα και ομόρριζά της (παιχνίδι, παιχνιδιάρικος, παιδί, παιδικός). Στις «Αλλόκοτες επισκέψεις» τα εξήντα λεπτά που αναστατώνουν τον ποιητή είναι παιχνιδιάρικα, στις «Αμυχές», ο ποιητής επιστρέφει στην «πατρίδα» των παιδικών του χρόνων, στις γειτονιές που έπαιζε παιδί, στις «Περιπλανήσεις» ονειρεύεται ότι τρέχει σε αλάνες με παιδιά που δεν μεγάλωσαν ποτέ και λυπάται που κατέληξε ένας φαιδρός ενήλικας. Στα «Νούφαρα» μιλάει για παιδιά που ξεχάστηκαν με τα παιχνίδια τους μέχρι αργά τη νύχτα, στους «Δισταγμούς» διαπιστώνει ότι όσα δεν είπαμε θα μας κατατρέχουν και θα δακρύζουν σαν παιδιά, στα «Άδεια προαύλια» ανατρέχει στα παιδικά δειλινά, όπου γεννήθηκε η νοσταλγία για ό,τι θα χανόταν, στα «Πρότυπα» μας παροτρύνει να αγαπάμε τα παιδιά και να μην τ’ αναγκάζουμε να ασπάζονται τις πεποιθήσεις μας, ενώ στις «Αόρατες ουλές» η αλήθεια ότι επιλέξαμε μια ξένη ζωή βρίσκεται θαμμένη σε παιδικά τραύματα.

Αισθητή η παρουσία και της έννοιας του χρόνου στην ποίηση του Στάθη Σιώμου. Στις «Αλλόκοτες επισκέψεις» η Ώρα παροτρύνει τον ποιητή να αγαπάει το τώρα, στο ποίημα «Προς Δυσμάς» το αναπότρεπτο προσεγγίζεται με φθαρμένα ευλογημένα χρόνια, στις «Αλυσίδες» ο ποιητής, κοιτώντας πίσω στο χρόνο, ανακαλύπτει, αλυσοδεμένα στο παρελθόν, και τα παρόντα και τα μέλλοντα, ωστόσο καταβάλλει προσπάθειες να καρφώσει το «Χάος» σε μια στιγμή, στην «Πρόσκληση» μας ενθαρρύνει να νιώθουμε ευγνώμονες για το χρόνο και τις στιγμές που μας δόθηκαν, ενώ στην «Ανάρρωση» δεν φτάνει ο χρόνος για να μεταμορφωθεί η νοσηρότητα σε ευγνωμοσύνη.

Η «ζωή», πανταχού παρούσα στα ποιήματα της συλλογής. Στις «Αλλόκοτες επισκέψεις» η σκόρπια ζωή του ποιητή έρχεται σε αντίθεση με την τάξη στα γραπτά του, στις «Αλυσίδες» η ζωή όλο μακραίνει και φεύγει, στο ποίημα «Μεσοπέλαγα» πνιγμένες ζωές αγνοούνται. Στα «Μισθωτήρια» ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι πλέον μάθαμε να ζούμε ως άχαροι ένοικοι της ζωής μας, στην «Πρόσκληση» η ζωή μας προσκαλεί και συγχρόνως μας προκαλεί σε μια αδιάκοπη γιορτή, στο «Μέχρις εσχάτων» η ελπίδα μεταμορφώνεται σε φιλί ζωής.

Η νύχτα και ο φόβος είναι δύο λέξεις που διαπερνούν την ποίηση του Σιώμου. Κάποιες νύχτες άγρυπνες, άγριες σκοτεινές ο ποιητής ονειρεύεται, άλλες φορές φοβάται ότι τα όνειρα της νύχτας θα εκφυλιστούν στις ειρωνείες της μέρας, στιγμές-στιγμές νοσταλγεί τα παιδικά παιχνίδια που τέλειωναν όταν έπεφτε η νύχτα, αλλού η αγωνία του εξωτερικού κόσμου και του έσω κόσμου του ποιητή να συναντηθούν προσκρούει σε μερόνυχτα σύγχυσης και φόβου που κρατάνε τους δύο κόσμους χώρια. Τις νύχτες βγαίνουν οι ανασφάλειες στο φως και αναμετράσαι με φόβους και απώλειες. Ο παντοδύναμος φόβος, μέντορας και ευαγγελιστής, σε οδηγεί σε λανθασμένες επιλογές ζωής, φτάνοντας στο σημείο να ζεις μια ξένη ζωή. Σε άλλο ποίημα ο φόβος παλεύει με την αλήθεια και γεννιέται  το Κακό. Το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο, ωστόσο ο ποιητής μας καλεί να μην το φοβόμαστε. Αν και απρόβλεπτο και απροσδιόριστο, είναι αληθινό και μοναδικό.

 

Στην ποίηση του Στάθη Σιώμου ο λυρισμός είναι διάχυτος. Αυτό διαφαίνεται από τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις, τις προσωποποιήσεις που χρησιμοποιεί, από τον πλούτο των επιθέτων που προσδιορίζουν τα ουσιαστικά (π.χ. προτεραιότητα θλιβερή, απερίγραπτη προσμονή, σαγηνευτική αυτοπεποίθηση, αχαλίνωτο δέος, λέξεις αυτόφωτες, σκέψεις ακατέργαστες, υποχείριες μέρες, αλλόφωτοι καιροί, λευκές σιωπηλές μνήμες, επίγειες/ιπτάμενες λεηλασίες, αιματοβαμμένη ηγεμονία, αλύτρωτη ατολμία κ.α), καθώς και από τους εντυπωσιακούς συνδυασμούς λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής (π.χ. προεόρτια αναχώρησης, παλάμη του χρόνου, δάκρυα δραπέτες, στεναγμοί αιχμάλωτες λέξεις της ομορφιάς,  ακτές της ψυχής, βλέμματα κύματα, ασέλγεια των καιρών, διάφανα λατομεία χαρμολύπης, ύφος σεμνότυφης συμπόνιας, έπαρση αναίσχυντης κατανόησης, γονική παροχή διάσπαρτης άγνοιας, ακροαματικότητα της δυστυχίας, όμηρος της αλαζονείας, φυλές του υπεδάφους, ταράτσα των αστεριών με το πλυσταριό κ.α.).

Στις «Μονωδίες» εντοπίζουμε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, διάσπαρτα σε διάφορα ποιήματα. Ο ποιητής, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι έχει εμμονή με το παρελθόν. Αγαπημένο θέμα η επιστροφή στα παιδικά του  χρόνια, στις αλάνες και στις γειτονιές που έπαιζε παιδί. Ο ποιητής ψάχνει να βρει στην παιδική του ηλικία τα αίτια της ευτυχίας ή της δυστυχίας του ως ενήλικας, προσπαθεί στα παιδικά δειλινά και στα παιδικά τραύματα να βρει αυτό που θα δικαιολογήσει τις επιλογές της ενήλικης ζωής του (Αμυχές, Περιπλανήσεις, Νούφαρα, Αλυσίδες, Άδεια προαύλια, Αόρατες ουλές). Ίσως το πιο αυτοβιογραφικό είναι το ποίημα με τον  χαρακτηριστικό τίτλο «Άτροπος». Η Άτροπος ήταν μία από τις τρεις μοίρες -οι άλλες δύο ήταν η Λάχεση και η Κλωθώ. Η Άτροπος εξέφραζε το αμετάβλητο, το μοιραίο, το πεπρωμένο. Το όνομά της, άλλωστε, σήμαινε το αναπόφευκτο. Το ποίημα εκφράζει το «αναπόφευκτο» της ζωής του ποιητή.  Ο ποιητής, στην ουσία, συνομιλεί με τον εαυτό του, κάνει απολογισμούς και διαπιστώσεις, εντοπίζει λάθη και αβλεψίες. Αφετηρία πάντα η οδός Αισχύλου στου Ψυρρή, ο δρόμος που ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια.


Τόσα χρόνια με μια αθέατη θλίψη

η ψυχή του ένας αιχμάλωτος Άμλετ

μια λέξη ανείπωτη

μια πόρτα μισάνοιχτη

ένα βήμα μετέωρο

μια αλύτρωτη ατολμία

Αισχύλου 12 ήταν όλα γραμμένα

από τους αρχαίους δρόμους

και την ταράτσα των αστεριών με το πλυσταριό

μέχρι τις αλάνες με τα κρυφά αναφιλητά...


Η ποίηση του Σιώμου σε συναρπάζει. Σε καλεί σε μονοπάτια αδιάβατα, σε εδάφη ακατοίκητα, διεγείρει πρωτόγνωρα συναισθήματα,  εγείρει προβληματισμούς, δίνει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, περνάει μηνύματα, προκαλεί τη σκέψη. Μπορεί οι εποχές να είναι ανάλγητες, αλλά οι ανέσπερες λέξεις φωτίζουν τα αδιάβατα μονοπάτια. Οι «Μονωδίες» είναι ένα μεθυστικό ταξίδι μύησης στο μαγικό κόσμο των λέξεων του ποιητικού σύμπαντος του Στάθη Σιώμου, ένα διεισδυτικό «βλέμμα» στα άδυτα της ψυχής του ποιητή, ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσουμε όλοι μας.


*Φιλόλογος-Θεατρολόγος, ΜEd, MA, Διευθύντρια 7 ου Λυκείου Τρικάλων.

ΠΗΓΗ: https://www.fractalart.gr/monwdies/

Ο ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ του Τάκη Γεράρδη, εκδ. Γραφή


          Γράφει η Αθανασία Τσιοτινού *


Ο Τάκης Γεράρδης με το μυθιστόρημά του μας οδηγεί σε ένα οδοιπορικό στην Αθήνα, από την δεκαετία του ’80 και μέχρι τη δεκαετία του 2000, στις πιο σκοτεινές και γραφικές πλευρές της, αναμειγνύοντας την μυθοπλασία με τον ρεαλισμό σε ένα μοναδικό σμίξιμο. Μπροστά στα μάτια του αναγνώστη αποκτούν ζωή όλες οι ιστορικές γειτονιές του κέντρου, όπως η Σόλωνος, η Εμμανουήλ Μπενάκη, το Μοναστηράκι, τα Εξάρχεια και η Καλλιδρομίου, καθώς και πολλά στέκια, καφενεία και μπαρ, όπως ο ιστορικός «Μωβ κρίνος». Το Μαρούσι, ο Κολωνός, η Δραπετσώνα, η Μεταμόρφωση είναι τόποι δράσης στους οποίους δρουν άνθρωποι απόλυτα αληθινοί, ευθείς ή αδίστακτοι.


Εκτός από την Αθήνα η πλοκή του μυθιστορήματος στήνεται και στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, το Αγρίνιο, όπου πέρασε τα πρώτα 11 χρόνια της ζωής του. Αναφέρει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του «Είναι ανάγκη να επιστρέφω εκεί, είναι φόρος τιμής». Δύο κεντρικά πρόσωπα, δύο διαφορετικοί κόσμοι. Από τη μια ένας αχθοφόρος που ονειρεύεται να γίνει τυπογράφος και από την άλλη ένας νονός της νύχτας, ο Χριστόφορος και ο Αχιλλέας. Γύρω από αυτά τα πρόσωπα, εμφανίζονται πολλά άλλα πρόσωπα, πολλές παράλληλες ιστορίες, οι οποίες τέμνονται με αποτέλεσμα ο ένας κόσμος να διεισδύει στον άλλο, τα πρόσωπα να συναντιούνται και η τροχιά της ζωής τους να μεταβάλλεται από τη μία στιγμή στην άλλη.O Χριστόφορος εργάζεται ως αχθοφόρος στη λαχαναγορά του Ρέντη και ονειρεύεται να γίνει τυπογράφος, φτωχός και τίμιος οικογενειάρχης, αγαπάει τη γυναίκα του, τη Λεμονιά, και τα παιδιά του, ωστόσο είναι τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Ο Αχιλλέας, είναι ένας σκληρός και ανελέητος νονός της νύχτας, μαχαιροβγάλτης, μαδάει λέσχες, πουλάει προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά, βγάζει κοπέλες στην πορνεία, με δυο λόγια τα πάντα στη ζωή του κινούνται γύρω από το βρώμικο χρήμα, κι όλα αυτά την περίοδο που το Περιστέρι έχει ανοίξει πόλεμο με την Ηλιούπολη, ο Πειραιάς όμως ακουμπάει σε γερές πολιτικές πλάτες και ο Αχιλλέας δε διστάζει να κάνει τον διαιτητή στις διαφορές. Μια συγκυρία τους φέρνει κοντά, ο Χριστόφορος σώζει τον Αχιλλέα από σίγουρο θάνατο σε υπόθεση ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, και μια πραγματική φιλία γεννιέται. Ο Αχιλλέας το μαντρόσκυλο του Πειραιά, δεσμεύεται να βοηθήσει τον νεαρό όποτε του το ζητήσει. Αυτό που ίσως αξίζει να κρατήσουμε από τα λεγόμενα του συγγραφέα είναι πως «… στους ανθρώπους της νύχτας η αληθινή μπέσα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στη ζωή τους». Σώζοντας τη ζωή του Αχιλλέα η ζωή του αλλάζει για πάντα, μόνο που έχει το σθένος και την προνοητικότητα να θέσει τη σχέση τους σε άλλα επίπεδα. Ο δεσμός αυτός θα δοκιμαστεί με σκληρό τρόπο και θα «παγώσει» προσωρινά για να αναθερμανθεί και να μην σβήσει τελικά ποτέ. Η ζωή της νύχτας έχει δικό της κώδικα τιμής και συμπεριφοράς, άγραφο μα ισχυρό, μας λέει ο συγγραφέας.

Το φιλότιμο, η ανταπόδοση της χάρης, «το κάνω γιατί έδωσα το λόγο μου», είναι απαραίτητα συστατικά για να υπάρχει αυτός ο κόσμος. Όπως και η τιμωρία. Αν σέβεσαι αυτά τα λίγα υπάρχεις. Ο Χριστόφορος δε θεωρεί τον εαυτό του ικανό στον χώρο του εμπορίου. Γι’ αυτό, αποφασίζει να μαθητέψει δίπλα σ’ έναν τυπογράφο. Το 1987 θα αποκτήσει το δικό του μαγαζί για να ξεφύγει από τη λαχαναγορά, αφού η τυπογραφία αν και είναι τέχνη δύσκολη και απαιτητική, τον ελκύει περισσότερο. Το 1994 ο Χριστόφορος έχει πλέον διαπρέψει με το τυπογραφείο κι ετοιμάζεται να κάνει ένα μεγάλο άνοιγμα, θέλοντας να βελτιώσει τη ζωή των παιδιών του, να μη μεγαλώσουν μες στη φτώχεια όπως αυτός. Αγοράζει λοιπόν ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στη Μεταμόρφωση, το οποίο θα μετατραπεί στο καινούριο, υπερσύγχρονο τυπογραφείο του. Κι έτσι φτάνει η στιγμή που θα ζητήσει τη βοήθεια του Αχιλλέα.Ταυτόχρονα φαρμακευτικές εταιρείες κάνουν τα πάντα για να κυριαρχήσει μία εις βάρος της άλλης στην ελληνική αγορά κι αυτός ο αγώνας μεταφράζεται σε χρήματα, προδοσίες και συμβόλαια θανάτου. Πώς συνδέονται όλα αυτά με την τέχνη της τυπογραφίας και με το όνειρο του τυπογράφου; Πόσο σκοτεινή είναι η Αθήνα και πόσο πρόθυμη να αποκαλύψει τα μυστικά της;

Όσο τα χρόνια προχωράνε, τόσο περισσότερα πρόσωπα προστίθενται. Ο καθένας έχει συγκεκριμένο ρόλο και επηρεάζει με τον δικό του τρόπο τις εξελίξεις, ενώ αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, χωρίς υπερβολές και περιττές σκηνές. Ο Περικλής Τσιότρας, ο μασόνος θα βοηθήσει τον εκπρόσωπο μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας να αυξηθεί η αποδοχή του αγοραστικού κοινού στα σκευάσματα παραγωγής της, εξαλείφοντας το εμπόδιο που ονομάζεται καρδιολόγος Γιώργος Λουκέζης. Ο Φάνης Μπαλασόπουλος, σημαντικό και αμετακίνητο γρανάζι στο Υπουργείο Υγείας, ο Ιάσονας, γιος του Αχιλλέα, χορευτής του μπαλέτου και αμφί, ο Τζίμης, υπάλληλος του Χριστόφορου στο τυπογραφείο που παίζει τζαζ τα βράδια στα μπαράκια τωνΕξαρχείων, ο Νίκος, ξάδερφος του Τζίμη, ο Νώντας με το καθαρό κούτελο και τον γιο με σύνδρομο down, φίλος του Χριστόφορου, εργάτης στη λαχαναγορά και μετά υπάλληλος στο τυπογραφείο του Χριστόφορου, η κομμώτρια Ντίνα, κόρη του Νώντα, που δεν αντέχει τον ανύπαρκτο ναυτικό σύζυγό της, η μηχανή του σεξ Κατερίνα, ο Σπύρος Σαμαρόπουλος, ο αντικέρ και παραχαράκτης, με τις παράνομες ιδέες, ο Μάνθος, ο ειδικός στις παραχαράξεις, η Γεωργία, η κόρη του Χριστόφορου και άλλοι δημιουργούν έναν μικρόκοσμο που κινείται δίπλα στους ανθρώπους που τρέχουν για τον καθημερινό τους επιούσιο και συγκροτούν ένα αντιπροσωπευτικό της εποχής σύνολο καλών και κακών ανθρώπων. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τοποθετήσει στο βιβλίο του και τον εαυτό του ως Τάκη Βερνάρδο, εκδότη του περιοδικού «Καφές». Δεν θα μπορούσε να λείψει από το μυθιστόρημα για την τυπογραφία ένας ποιητής ο Πέρης Αρχάγγελος, που με τη φιλοσοφία του και τη στάση ζωής του κερδίζει την αγάπη μας και την συμπόνια μας, λόγω του πρόωρου και άδικου θανάτου του. «Ζούσε για μια καλή κριτική και μόνο. Μια καλή κριτική και μια όμορφη συντροφιά. Οι γυναίκες ήταν το άλλο του πάθος» (σελ. 144).

Οι φιλίες, όπως προαναφέρθηκε, είναι ένα δυνατό σημείο του έργου, όπως και η αφοσίωση στην οικογένεια με όλα τα προβλήματα μιας αληθινής σχέσης. Εκτός από τον Αχιλλέα, αληθινός φίλος στο πλευρό του Χριστόφορου βρίσκεται και ο Νώντας. Οι συναντήσεις του Χριστόφορου με τους φίλους του (τον Σπύρο, τον Πέρη, τον Αχιλλέα) μοιάζουν περισσότερο με ιεροτελεστία, όπου το άφθονο ποτό επισφραγίζει τους δεσμούς τους και τις πιο μύχιες εξομολογήσεις τους. Ο έρωτας είναι παντού στο βιβλίο. Σαν έλξη ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό, σαν έλξη ανάμεσα σε όλα τα όντα του πλανήτη, και δεν καταλαβαίνει από στερεότυπα. Η αναφορά στη σχέση του Χριστόφορου με τον Αχιλλέα έχει, ίσως, και την πλατωνική της εξήγηση. Όλες οι σχέσεις δοκιμάζονται, έρωτες παράνομοι και μη γεννιούνται, παράδοξες φιλίες που διακόπτει ο απρόσμενος θάνατος, αγοραίος έρωτας και υπόκοσμος γεμάτος συμμορίες, εκτελεστές, λαθρεμπόριο, τζόγος και άλλες παρόμοιες συναλλαγές κατακλύζουν το έργο. Αλλά ακόμα και στους χώρους ανώτερων κοινωνικών τάξεων, βασιλεύει ο ίδιος σκληρός άγραφος νόμος, όπως στις μεγάλες πολυεθνικές ή στις μασονικές Στοές. Και όμως όλος αυτός ο κόσμος διαθέτει μια αυθεντικότητα και μια καθαρή δόση αλήθειας, όσο πικρή και να είναι. Ο Χριστόφορος δεν μένει ανέγγιχτος από την πορεία του αυτή, μάλιστα κατά καιρούς θα βυθιστεί σε σκοτεινές ατραπούς. Καταφέρνει ωστόσο να χαράξει την πορεία του, χωρίς να εγκλωβιστεί και να δειλιάσει από τον εθισμό και τον φόβο.


Ο Τάκης Γεράρδης μας γνωρίζει μια Αθήνα που μεταμορφώνεται, από το 1982 φτάνουμε στο 1994 και στο 2006, έτη-σταθμούς στην εξέλιξη των χαρακτήρων του μυθιστορήματος, με τον κοινωνικό και πολιτικό ιστό γύρω τους να αλλάζει όχι πάντα προς το καλύτερο, με τις συνέπειες των πρώτων επιλογών να τους κυνηγούν κι όλα αυτά να προετοιμάζουν για μια μεγάλη ανατροπή. Το κείμενο είναι ένα ορμητικό ποτάμι που παρασύρει τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά του, φέρνοντας τους ήρωες αντιμέτωπους με απρόβλεπτες καταστάσεις. Μυθιστόρημα γεμάτο αλήθειες που πονάνε, γεμάτο τιμή και φιλότιμο, που ασχολείται με τις δυσκολίες και την καθημερινή ζωή ανθρώπων απλών, που τα όνειρά τους δεν αγγίζουν τα μεγαλεία και τα πλούτη, αλλά το καλύτερο μέλλον των παιδιών τους. Ο κόσμος της νύχτας γυρίζει γύρω από τη ζωή του Χριστόφορου κι απλώνει τα δίχτυα του όσο ο Αχιλλέας το επιτρέπει. Ο συγγραφέας σε κάποια σημεία δείχνει τις δικές του αντιλήψεις απόλυτα εναρμονισμένες όμως με τους χαρακτήρες κι έτσι το κείμενο ρέει γεμάτο διαχρονικές αλήθειες. Η πλοκή δεν είναι προδιαγεγραμμένη, οι χαρακτήρες εξελίσσονται, ερχόμενοι αντιμέτωποι με καταστάσεις που αντιτίθενται στα πιστεύω τους. Όλοι αλλάζουν, άλλοι προς το καλύτερο κι άλλοι προς το χειρότερο, αλλά με μέτρο.

Στο κείμενο που διαδραματίζεται κυρίως τη δεκαετία του 1990 αποτυπώνονται ανάγλυφα τα συμφέροντα και ο έλεγχος που ασκούν οι φαρμακευτικές εταιρείες, πολλές φορές με κρατικές «πλάτες», ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των μασονικών στοών, τα μηχανήματα και οι διαδικασίες εκτύπωσης και τυπώματος, οι αλλαγές στην ποίηση που ίσως να έχουν να κάνουν και με τη γενικότερη άνοδο της πνευματικής στάθμης του κόσμου και άλλα κομμάτια που συνδέουν αναπόσπαστα το σήμερα με τη δεκαετία του 1980. Ενδιαφέρουσες απόψεις όπως η ακόλουθη, διά στόματος του ποιητή Πέρη Αρχαγγέλου, δίνουν μια απάντηση στο ερώτημα πώς φτάσαμε ως εδώ σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο: «Οι εργάτες παρ’ όλες τις ατέλειες και το άγχος τους είναι αυθεντικοί και κατά κανόνα ντόμπροι. Έχουν μικρό ορίζοντα αλλά έχουν ορίζοντα, προορισμό και στόχους συγκεκριμένους. Οι αστοί δεν βιάζονται, δεν τρέχουν πίσω από τα πράγματα, γιατί έχουν τη βεβαιότητα πως τα πράγματα θα έρθουν στα πόδια τους κάποτε… Οι μικροαστοί είναι άστα να πάνε… δεν έχουν μια σταθερή ταυτότητα, παρά συνεχώς αναζητούν κάποια άλλη που δεν τους ανήκει» (σελ. 98). Εκτός απ’ την τυπογραφία και τα μυστικά της, το μυθιστόρημα αγγίζει πεδία της παλαιογραφίας, των παλαιών εκδόσεων, ακόμη και της παραχάραξης παλαίτυπων για διψασμένους συλλέκτες που ξεγελιούνται όμως εύκολα. Λεπτομέρειες και ιστορικό φόντο που ελάχιστοι γνωρίζουν, εύληπτες εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, ενταγμένες όμως ομαλά στη ροή του κειμένου και όχι εις βάρος της πλοκής.

 

«Ο τυπογράφος» εκτυλίσσεται σε μια Ελλάδα που τα τελευταία χρόνια κατεδαφίζεται χωρίς πλάνο, χωρίς σκοπό. Απλώς κατεδαφίζεται» (σελ. 336) και καταγράφει τις αλλαγές σε ανθρώπους συνηθισμένους, οι οποίοι όμως έρχονται αντιμέτωποι με σημαντικές προκλήσεις και πρέπει να ανταποκριθούν. Ποιοι θα υπερβούν τα εσκαμμένα; Ποιοι θα παραμείνουν πιστοί στις αρχές και στα ιδεώδη τους; Πότε σταματάς να ζεις για ένα καλύτερο αύριο και γίνεσαι άπληστος; Πόσο σκοτεινός είναι ο κόσμος της νύχτας; Αυτά και άλλα πολλά καταγράφονται με οξυδέρκεια και αντικειμενικότητα σ’ ένα μυθιστόρημα γεμάτο εκπλήξεις που, παρά το κάπως περίεργο, λίγο απότομο και ίσως όχι ταιριαστό με την υπόλοιπη ροή του κειμένου τέλος, μας κερδίζει. Το τέλος δεν είναι μόνο απότομο, αλλά και απρόβλεπτο. Πολλές από τις ιστορίες του βιβλίου είναι ατελείς. Η μοναδική ιστορία που τελειώνει, έχει αρχή μέση και τέλος, είναι η ιστορία του Τζίμη, του υπαλλήλου του Χριστόφορου, δευτεραγωνιστή θα λέγαμε, ο οποίος ωστόσο αποτελεί το κλειδί για τη λύση της πλοκής ή την έλευση της ανατροπής και την κάθαρση, η οποία έρχεται, αποδίδοντας δικαιοσύνη. Οι κακοί τιμωρούνται και οι καλοί συνεχίζουν τη ζωή τους μέσα σε ένα κόσμο σκληρό και άδικο. Εκτός από τον Τζίμη και άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής και θα φέρουν την ανατροπή και το τέλος.

Ο Τάκης Γεράρδης μέσα από την περιγραφική του δεινότητα, την ειλικρινή ρεαλιστική γραφή, τους ζωντανούς διαλόγους και τη λιτή αφηγηματική τεχνική, θέτει ορισμένα διαχρονικά ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, όπως αυτά αναγράφονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ο άνθρωπος, ως ένα σημείο ορίζει την Μοίρα του, χαράσσει την πορεία του και με πολύ κόπο την ακολουθεί. Όση τόλμη όμως και να διαθέτει, συχνά η ζωή λέει την τελευταία κουβέντα. Αρκεί ένα ατυχές γεγονός, όπως τρία κομμένα δάχτυλα στην πρέσα, να επηρεάσει την μοίρα ενός ανθρώπου σε καθοριστικό βαθμό. Και όσο και να μένει κάποιος αλώβητος από εκβιασμούς, ίσως έρχεται η ώρα που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Και τι μένει τελικά από όλη αυτήν την ξέφρενη πορεία ζωής; Μα οι στιγμές που ενώνουν τους ανθρώπους και τους δένουν με άρρηκτα δεσμά. Εκείνα τα ποτήρια με το ουίσκι που τους έκαναν ν’ ανοιχτούν, να κλάψουν, να ερωτευθούν και να δημιουργήσουν δεσμούς μέχρι θανάτου. Ίσως το μόνο στοιχείο αιωνιότητας σε μια μεταβαλλόμενη και γεμάτη διακυμάνσεις ζωή, που δυστυχώς πάντα βρίσκει τέρμα. Αναμφισβήτητα, η πρόθεση του συγγραφέα είναι να στηλιτεύσει τις δομές, τη σύνθεση και τις μεθόδους της κοινωνίας της σύγχρονης Ελλάδας των τελών του περασμένου αιώνα, εκφέροντας το πικρό του σχόλιο για τις πολυεθνικές και τις μεθόδους που υιοθετούν, αλλά όλα αυτά ιδωμένα από τη σκοπιά ενός τίμιου βιοπαλαιστή ο οποίος έχει ν’ αντιμετωπίσει όχι μόνο τις δυσκολίες της ζωής αλλά κι αόρατους αντιπάλους όπως η τύχη, η Ειμαρμένη ή ο Θεός. Η τοποθέτηση στο βιβλίο του Τζίμη, ενός χαρακτήρα που έχει εμμονή με την παρατήρηση των άστρων, την παρακολούθηση των κινήσεών τους και την καταγραφή αστρολογικών προβλέψεων, ίσως θέλει να καταδείξει και τη θέση του συγγραφέα για το που οφείλεται η αβεβαιότητα της ζωής κι η επίδραση της τυχαιότητας σ’ αυτήν.

 

Κάνουν τελικά λάθη τα άστρα; Θα κλείσω με λόγια του συγγραφέα από μια συνέντευξή του: «Και βέβαια κάνουν.Φανταστείτε μια ζωή αλάθητη και ίσια. Πόσο μονοδιάστατη θα ήταν! Κολυμπάμε μέσα σε ένα σύμπαν που είναι γεμάτο λάθη».


* Φιλόλογος-Θεατρολόγος, ΜEd, MA, Διευθύντρια 7 ου Λυκείου Τρικάλων.