Translate

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

«Το τραύμα ως ζωντανός οργανισμός, όπως αναδύεται μέσα από μαρτυρίες των προσφύγων και κείμενα για το ’22»

«Το τραύμα ως ζωντανός οργανισμός, όπως αναδύεται μέσα από μαρτυρίες των προσφύγων και κείμενα για το ’22»

της Ασημίνας Ξηρογιάννη

Η ίδια η Ιστορία μάς αποδεικνύει συνεχώς πως επαναλαμβάνεται. Όταν αναφερόμαστε στη Μικρασιατική Καταστροφή ή σε οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός, σημασία έχει να εξετάζουμε γιατί μας αφορά, ποιες είναι οι αντιστοιχίες με το σήμερα και αν έχει κάτι να μας πει. Σημαντικό επίσης είναι να βλέπουμε πώς φιλτράρουμε συναισθηματικά και νοητικά το εκάστοτε γεγονός και για ποιους λόγους.

Πρόσφυγες δεν συναντήσαμε μόνο το 1922, αλλά σε ποικίλες ιστορικές φάσεις και περιόδους. Πηγαινοέρχονται μέσα στους αιώνες κουβαλώντας στους ώμους όχι μόνο τα μπαγκάζια, αλλά και τα τραύματά τους. Η δίωξη του ελληνισμού, η ύβρις κατά της θρησκείας, το σπαρακτικό ξερίζωμα, οι βιαιοπραγίες των Τούρκων, οι αναστεναγμοί της Σμύρνης, την οποία ο Παλαμάς προσφωνεί «πάντα εσύ μαργαριτάρι στα μαλλιά της νεράιδας Μικρασίας!» (Τα Δεκατετράστιχα, Πέμπτη Σειρά, 49), το μεγάλο φονικό κατά της Ελευθερίας, είναι αγιάτρευτες πληγές, που ακόμα διατρέχουν τις συνειδήσεις των Ελλήνων. Η απώλεια, ο πόνος, η καταστροφή αποτυπώνονται συχνά σε ποιήματα και τραγούδια που γράφονται για τη Σμύρνη, για τη μοιραία νύχτα με τις φωτιές, για την απώλεια των αγαπημένων ανθρώπων, των περιουσιών, της συνείδησης, της αξιοπρέπειας. Ο Άγγελος Σημηριώτης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός σε ένα τετράστιχο με τίτλο «Σμύρνη»:

Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα,
δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μήτ’ άνθρωπος εσένα,
μόν’ κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα,
γιατί οι ανθρώπ’ ήταν θεριά κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα.
[Ανθολογία Μαγγανάρη, Θρήνοι και παινέματα για τις χαμένες πατρίδες, Λιβάνης 1998]

Από την Ανατολή ξεκινά ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων. Στάχτη έγιναν τα όνειρα και οι ελπίδες, ερήμην οι ανατροπές, μια κινούμενη άμμος, μια καταλυτική προαιώνια έχθρα και στη δίνη όλων αυτών οι άνθρωποι που πάσχουν καθώς μπαίνουν αμέσως σε συναγερμό και βιώνουν στο πετσί τους τη διάλυση. Οι βουβές κραυγές γίνονται τραγούδια:

Κ.Χ. Μύρης [Κ. Γεωργουσόπουλος], «Η στάχτη που ταξίδευε» (1992)

Τις πρώτες μέρες, τρυπώσαμε στα σπίτια πανικόβλητοι.
Κατεβάσαμε τα παντζούρια, μανταλώσαμε τα παράθυρα,
Σφραγίσαμε με κουρέλια τις ρωγμές των τοίχων,
Βάλαμε στους ρόζους κερί,
Κολλήσαμε σταυρωτές ταινίες στα ραγισμένα τζάμια,
Γυρίσαμε και δυο και τρεις φορές
Το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
Του κάκου.
Γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη.
Η πόλη καιγόταν απέναντι.
Τον Αύγουστο με το μελτέμι,
Ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι.
Ο καπνός και η στάχτη
Ποτίζαν τους τοίχους,
Καθίζαν πάνω στα έπιπλα,
Θολώναν τους καθρέφτες,
Κρέμονταν στα δοκάρια
Και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη
Τρυπώναν στο κατώι,
Κατασταλάζαν στα γεννήματα
Πήρε μια γεύση στυφή το κρασί,
Τ’ αλεύρι πίκριζε
Και το ψωμί στο στόμα λάσπωνε.
Πού και πού, η γλώσσα μας
Ανίχνευε τη στάχτη
Κι ανάμεσα στα δόντια
Ξεφύτρωναν μικρά κάρβουνα. […]
Η πόλη που κάηκε
ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη…
Ένα με το κορμί μας,
κυλάει μες στο αίμα μας.
Κι όταν ονειρευόμαστε,
περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της
και σεργιανάμε στις πλατείες.
Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι,
είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο,
σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι.
Η πόλη της Ανατολής
μας κατοικεί
Κι εξήντα τώρα χρόνια
μας δικάζει.

Κατά τη διάρκεια του ξεριζωμού, πολλοί πρόσφυγες πέθαναν από κακουχίες και ασιτία. Τύφος, φυματίωση, ελονοσία. Έφτασαν στην Ελλάδα καταπονημένοι 900 χιλιάδες πρόσφυγες περίπου. Αλλά και στην Ελλάδα άθλιες ήταν οι συνθήκες διαβίωσης, ειδικά τον πρώτο χρόνο, οπότε υπήρξαν κι άλλοι θάνατοι. Εκτός από αυτά, είχαν να αντιμετωπίσουν και τις αντιδράσεις των Ελλήνων και την επιφύλαξη, την αποστροφή και τον ρατσισμό.

Έχουν αξία τα λόγια τους, γιατί αντανακλούν τις συνθήκες μιας δύσκολης εποχής. Και δεν μπορώ εδώ να μην κάνω τον παραλληλισμό με τον Μακρυγιάννη, που επί τούτου έμαθε γραφή και ανάγνωση προκειμένου να γράψει ο ίδιος για την Επανάσταση. Έχουν αξία τα λόγια του, είναι γνήσια, άμεσα, αυθεντικά. Έτσι και τα δικά τους λόγια – δεν είναι στο «εγώ», αλλά στο «εμείς». Τα λόγια των προσφύγων τα διαπνέει ένας αέρας συλλογικότητας, οδηγούν στη διαμόρφωση ενός κοινού αισθήματος για το προσφυγικό, συντελούν στη δημιουργία ενός κοινού βιώματος που συνταράσσει, αναστατώνει, διεγείρει τη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου.

Στη Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας πήρε. Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ως έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε, άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι, τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα. Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν και μεις συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δύο χρόνια μείναμε εκεί, κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και τρώγανε τους πεθαμένους.
[Δέσποινα Συμεωνίδου, από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας, κοντά στο Γκέλβερι]

Διαβάζοντας αφηγήσεις ανθρώπων που ήταν παρόντες ή αφηγήσεις προσφύγων, βλέπουμε πώς προσεγγίζουν τις δυνατές προσωπικές τους εμπειρίες. Ο τρόπος με τον οποίο διηγούνται, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν, οι πλούσιες εικόνες που περιγράφουν, όλα είναι εκεί να μας θυμίζουν ξανά και ξανά πως οι άνθρωποι αυτοί υπέφεραν. Μέσα από τα λόγια τους αποκαλύπτονται και δίνονται ανάγλυφα οι βαναυσότητες των Τούρκων και οι υπερβάσεις των ορίων από μέρους τους. Επίσης, φανερώνεται πώς η μοίρα στάθηκε άδικη με αυτούς τους ανθρώπους, αλλά αυτοί πάλεψαν να σταθούν στα πόδια τους και να κερδίσουν τη ζωή τους ξανά στο μέτρο που ήταν αυτό εφικτό.

Παραθέτω τώρα ένα απόσπασμα από τις αφηγήσεις του Μητροπολίτη Εφέσου:

Βρέθηκα κι εγώ μέσα στο πλήθος και κατέβηκα παρασυρμένος από το ρεύμα μέχρι την Προκυμαία. Εκεί παραβρέθηκα στις πιο τραγικές σκηνές. Άνδρες και γυναίκες προσπαθούσαν να φύγουν με τις βάρκες, για να βρουν καταφύγιο πάνω σε κάποιο ατμόπλοιο ή θωρηκτό από αυτά που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο. Αλλά το πλάτος της Προκυμαίας ήταν σχετικά στενό, φρακαρισμένη καθώς ήταν από τις αποσκευές και τα ζώα. Έτσι, οι στρατιώτες του Κεμάλ, αφού απώθησαν αρχικά το πλήθος, άρπαξαν έπειτα τα νέα κορίτσια και τις γυναίκες για να τις ατιμάσουν και τέλος να τις θανατώσουν ανελέητα. Στη συνέχεια έκαψαν τον κόσμο με τη βοήθεια πετρελαίου και βενζίνης που είχαν πετάξει προηγουμένως πάνω σε ανθρώπους και αποσκευές.

Τότε ήταν, όπως είδαμε, που ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων ρίχτηκε στη θάλασσα για να φτάσει κολυμπώντας στα αγκυροβολημένα πλοία. Στις βάρκες εισέβαλλαν μαζικά αυτοί που κατάφερναν να γραπωθούν. Είδα να σέρνουν από τα μαλλιά γυναίκες που προσπαθούσαν να τις σώσουν μ’ αυτό τον τρόπο, γιατί δεν είχαν καταφέρει να ανέβουν πάνω στις βάρκες, ενώ τα κορμιά τους ακολουθούσαν μισοβυθισμένα στο νερό. […]

Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του τουρκικού στρατού άρχισαν να εισδύουν στους χριστιανικούς καταυλισμούς που βρίσκονταν στην εν λόγω ζώνη για να απαγάγουν τις ωραίες γυναίκες και τα όμορφα κορίτσια. […]

Η φρίκη από τις σκηνές που διαδραματίστηκαν είναι πέρα από κάθε φαντασία – πολλές από αυτές τις άμοιρες παραμορφώνονταν, για να φαίνονται άσχημες, άλλες που αντιστέκονταν θανατώθηκαν από αυτά τα τέρατα, άλλες κρύβονταν στους τάφους και στα μαυσωλεία του νεκροταφείου των Ορθοδόξων, άλλες τις πήραν μαζί τους αυτά τα κτήνη. Πολλοί άνδρες που θέλησαν να προστατέψουν τις γυναίκες τους, τις αδελφές ή τις συγγενείς τους από τις επιθέσεις των Τούρκων, σκοτώθηκαν επί τόπου.

Σε μια άλλη μαρτυρία που έχει καταγραφεί (12.9.1962) [Η έξοδος, εισαγωγή-εποπτεία: Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, επιμέλεια: Γιάννη Μουρέλου, Καθημερινή, σελ. 75] διαβάζουμε:

Κουρέψανε με το ζόρι τα μαλλιά των γυναικών. Έπεσε ξύλο άφθονο. Λιποθυμούσαν οι γυναίκες απ’ τη στενοχώρια τους. Ξέρεις τι σημαίνει να κόψουν με το ζόρι τις μακριές κοτσίδες των γυναικών; Μην κοιτάζεις τώρα τη μόδα. Τότε ήταν μεγάλη προσβολή. Ας είναι…

Υπάρχει ανάγκη να μιλήσουν, να περιγράψουν, να ανιχνεύσουν τον πόνο, να βγουν από μέσα τους, να ανακουφιστούν. Οι μαρτυρίες τους είναι ντοκουμέντα από μόνες τους, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, άθελά τους αυτοί οι άνθρωποι παράγουν ένα είδος αυτοεθνοβιογραφίας. Βρίσκονται σε γόνιμο διάλογο με αυτά που περιγράφονται ως Ιστορία. Και αν συγκρίνει κανείς τις μαρτυρίες των ανθρώπων, θα καταλήξει πιθανότατα σε ασφαλή συμπεράσματα για θέματα που τους αφορούν. Κοινή μοίρα τους ο πόλεμος, οι αλλεπάλληλες συμφορές, η ανέχεια, η πείνα, το άγνωστο του μέλλοντός τους. Επικαλούμαι το έργο της Διδώς Σωτηρίου Οι νεκροί περιμένουν, όπου γράφει:

H προσφυγιά κίνησε κι απλώθηκε σε όλη την έκταση της Ελλάδας σαν το ποτάμι που ξεχείλισε κι έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι που αναζητάει βοσκή. Οι καταυλισμοί και οι περιμαντρωμένοι χώροι πια δεν την χωρούσαν και δεν την κρατούσαν. Ενάμισυ εκατομμύριο πεινασμένα στόματα… ενάμισυ εκατομμύριο φθηνά χέρια, ενάμισυ εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι, για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας. Έβγαλε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτώχιας όσο όσο. Για ένα μεροκάματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια. Κι ήταν κι άλλες χιλιάδες που τράβηξαν κατά τα έλη, ατελείωτα έλη και μιλιούνια κουνούπια. Είχαν γίνει οι άνθρωποι σαν την κίτρινη φυλή. Σωστοί κούληδες. Και τα «εγγειοβελτιωτικά έργα» και η «αποξήρανσις των ελών» κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, «όπως και η αστική αποκατάστασις των προσφύγων».
[Ιστορία Νεώτερη και Σύγχρονη Γ’ Τάξης Ενιαίου Λυκείου, τεύχος Γ’ (1997), Αθήνα ΟΕΔΒ, σελ. 197]

Ακόμα, οι μαρτυρίες των ανθρώπων και η γνώση της Ιστορίας είναι τα καλύτερα αντίδοτα για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης για το προσφυγικό σήμερα, αλλά και για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Αλλά κι αφού ήρθαμε στας Σέρρας, οι ντόπιοι δεν μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη και τσάι και δεν του ’διναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τελείωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό και ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ’λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!
[Ευάγγελος Γκάλας, από το χωριό Κόλντερε, κοντά στη Μαγνησία]

Κλείνω τούτο το κείμενο μνήμης με το γνωστό ποίημα του Σεφέρη:

[…]
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
[Γιώργου Σεφέρη, Μυθιστόρημα (1935),  Δ’ «Αργοναύτες»]

Και να πω πως οι άνθρωποι δεν μπορούν και δεν πρέπει να ξεχνούν. Και σίγουρα όσοι βιώνουν τραύματα, μοιραία φοράνε ενδύματα της μνήμης και μαθαίνουν να πορεύονται μαζί τους. Στριφογυρνάνε γύρω από αυτά και συνειδητά ή ασυνείδητα γλείφουν τις πληγές τους.

Ασημίνα Ξηρογιάννη, ποιήτρια, θεατρολόγος και φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ– Ιστορία Νεώτερη και Σύγχρονη Γ’ Τάξης Ενιαίου Λυκείου, τεύχος Γ’ (1997), Αθήνα ΟΕΔΒ
– Η Έξοδος, Μαρτυρίες από τις επαρχίες της κεντρικής και νότιας Μικρασίας, Τόμος Δ’
– «Το δράμα των προσφύγων του 1922», άρθρο του Γιώργου Θεολογίτη στον ηλεκτρονικό Ημεροδρόμο https://www.imerodromos.gr/prosfyges-1922/ [ 22/10/2022]
 Η μεθοδολογία κριτικής προσέγγισης και επεξεργασίας των ιστορικών πηγών – Συνοδευτικό εκπαιδευτικό υποστηρικτικό υλικό για την Ιστορία κατεύθυνσης Γ’ τάξης Γενικού Λυκείου (Ο.Π.Α.Σ.) –Ιστορικά γεγονότα και σχετικά λογοτεχνικά κείμενα: Σώμα λογοτεχνικών κειμένων με βάση τα σχολικά βιβλία, τόμος ΙΙ, συγγραφή: Ειρήνη Αϊλαμάκη, φιλόλογος Γενικού Λυκείου Σητείας, και Αθανάσιος Κορνηλάκης, φιλόλογος – υποδιευθυντής Γενικού Λυκείου Νέας Αλικαρνασσού Ηρακλείου https://www.pdekritis.gr/www/wp-content/uploads/2021/12/2.-Διδακτική-της-Ιστορίας-Β΄-Τόμος.pdf
– Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998, 19η έκδ., σσ. 46-47

Πηγή : ΔΙΑΣΤΙΧΟ : https://diastixo.gr/epikaira/552-mikrasiatiki-katastrofi/19431-travma-zontanos-keimena

ΣΤΟ  Μεγάλο αφιέρωμα: Η επίδραση της Μικρασιατικής Καταστροφής στην ελληνική λογοτεχνία του 20ού και 21ου αιώνα https://diastixo.gr/epikaira/mikrasiatiki-katastrofi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου