Έχοντας ασχοληθεί επισταμένα με όλα σχεδόν τα βιβλία του Χάρη Βλαβιανού[1] και γράφοντας γι΄αυτά σε διάστημα σχεδόν μιας δεκαετίας (από το 2010 μέχρι και σήμερα) αιωρούνταν διαρκώς μέσα μου το ερώτημα: «Και μετά την Αυτοπροσωπογραφία πού θα στραφεί; Mετά από αυτήν τι θα καταθέσει; Θα ησυχάσει ποτέ από αυτές τις αφορμές για τους προσωπικούς του απολογισμούς;»
Τα «οικεία κακά», οι γονείς του και η προβληματική μαζί τους σχέση, η αδερφή του Μαρίνα, τα φοιτητικά του χpόνια, οι γυναίκες, οι έρωτες και τα παιδιά του, όλα εμφανίζονται συχνά μέσα στα ποιήματα που έχει γράψει, αλλά και στο μυθιστόρημα σε 45 πράξεις που φέρει τον τίτλο Αίμα νερό, και που δίνει την ευκαιρία και την ελευθερία στον αναγνώστη να συμπληρώσει τη φράση μέσα του με τον τρόπο που αισθάνεται. Και είναι γεγονός ότι τα δυσάρεστα ισχυρά του βιώματα αποτελούν το υλικό, την πρώτη ύλη με την οποία δημιουργεί, χτίζει την ποιητική του. Είναι επίσης αλήθεια πως αυτά τα βιώματα αποτελούν τη δεξαμενή μέσα από την οποία αντλούνται πολύτιμες προσωπικές εμπειρίες- που, με τη σειρά τους, λειτουργούν ως βασικά ερεθίσματα και δίνουν την έμπνευση για δημιουργία. Ο Χάρης Βλαβιανός γράφει ποίηση ιδιάζουσα και καταθέτει μια ποιητική με ισχυρή ιδιοπροσωπία όπως έχω υποστηρίξει παλαιότερα [2].
Το υλικό του χρησιμοποιείται ξανά και ξανά χωρίς να εξαντλείται και σαφώς χωρίς τίποτα να τελειώνει μέσα του, αφού όσα έζησε τον στιγμάτισαν και διαρκώς τον απασχολούν. Οι μνήμες και κυρίως οι εμπειρίες είναι πάντα εκεί, οπότε κάθε φορά το υποκείμενο της γραφής γεννάει νέα ποιήματα που έχουν κοινή αναφορά και αφόρμηση. Είναι εκεί παρόντα και μας θυμίζουν γιατί ο Βλαβιανός γράφει ποίηση. Άλλωστε σημαντικό φως σε όλα ρίχνει και το ομότιτλο βιβλίο του Γιατί γράφω ποίηση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα (2015). Σε σχετικό μου κείμενο για το βιβλίο[3] είχα καταθέσει τα εξής: «Απαντώντας λοιπόν σε υποθετική ερώτηση ”Γιατί γράφετε, ποίηση;’ ‘στην ουσία μονολογεί αναφορικά με τα συγγραφικά του credo, τις πηγές, και τις καταβολές του, καθώς και αναφορικά με τον πυρήνα της ποιητικής του, δίνοντας παράλληλα το στίγμα μιας τέχνης μοναχικής μέσα στο ελληνικό ποιητικό τοπίο. Αυτοπροσδιορίζεται για άλλη μια φορά με αμεσότητα, λιτότητα,τρυφερότητα και αλήθεια. Και έχει και αυτό το βιβλίο άμεση σχέση με όλα τα υπόλοιπα, μέσα στα οποία βρίσκει κάθε φορά τον τρόπο να εγγράψει τον εαυτό του ως ενεργό ποιητικό υποκείμενο, αλλά και ως το αντικείμενο της ίδιας του της γραφής και της τέχνης. Ο ποιητής είναι πάντα το Ποίημα που διαρκώς γράφεται χωρίς ποτέ να ολοκληρώνεται, αλλά και που κανένα ”τρέχον” ή ”παραδοσιακό ” πλαίσιο δεν το περιέχει. Ανένταχτο επανέρχεται στις αναγνωστικές συνειδήσεις, δοκιμάζοντας διαρκώς τις αντοχές τους και προτείνοντάς τους τη νέα εκείνη ατραπό αναφορικά με τη δόμηση και την αποδόμηση της γλώσσας άρα και της σκέψης, αλλά και την προσέγγιση και διερεύνηση που όρου λογοτεχνικότητα.
Το ΄΄Γιατί γράφω ποίηση” έρχεται ως συνέχεια της αίσθησης ενός συνόλου που μας δίνει το έργο του Βλαβιανού. Και δω συναντάμε τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Πεσσόα, τον Μπέρρυμαν,τον Κάμμινγκς, τον Έλιοτ, τον Σεφέρη, τον Σαίξπηρ, τον Χέρμπερτ, τον Στήβενς, την Ντίκινσον, την Αχμάτοβα, τον Καρούζο, την Πλαθ, τον Πάουντ, και άλλους. Όλους τους Διακειμενικούς ‘Αλλους, όπως τους ονομάζω, που συναντάμε και στα Σονέτα του και στις Διακοπές του, και στις τέσσερις συλλογές που εμπεριέχονται στην Εύθραυστη Επικράτεια των Λέξεων. Ο Θίασος της Τέχνης που ξέρει να μαγεύει και να επηρεάζει έναν ποιητή που όμως δεν ζει με τους Ολύμπιους, αλλά είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά, συνεπώς εύθραυστος μέσα στην επικράτεια που του αναλογεί.»
Ο ποιητής γλείφει τις πληγές του διά της πένας του και της πράξης της ποίησης, μέσα από κείμενα εύγλωττα, διαυγή και αποκαλυπτικά. Παράλληλα, οι πληγές του είναι η κινητήριος δύναμη και το όπλο του για να προχωρήσει στην τέχνη του. Όταν οι πληγές γίνουν στίχοι, υπάρχει ελπίδα και παρηγοριά συνάμα.
Oμως στα βιβλία του πολυδιάστατου Βλαβιανού συναντάμε και τον σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό, το παίγνιο και το παιχνίδι. Με το νέο πεζό βιβλίο του με τίτλο Πλατωνικοί Διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, έρχομαι να πιστέψω πως για τον Βλαβιανό η ποίηση και η φιλοσοφία είναι αρκετά για να γνωρίζει ο άνθρωπος ώστε να βιώσει την αισθητική και την διανοητική απόλαυση. Η ποίηση και η φιλοσοφία φτάνουν για τα πάντα. Για τον στοχασμό, για την δημιουργική ηδονή, για να περιδιαβεί κανείς στων ιδεών τον κόσμο. Στο νέο βιβλίο λοιπόν, πολλοί απίθανοι ιλαροτραγικοί διάλογοι απλώνονται μπροστά μας με χιούμορ, αλλά και με στύλ. Τα κείμενα αυτά αποδομούν, ξαφνιάζουν, αγγίζουν, αναστατώνουν, δίνουν το λοξό βλέμμα για τα πράγματα, περιέχουν ανατροπές και σουρεαλιστικά στοιχεία. Είναι γεγονός πως θυμίζουν τα σενάρια του απολαυστικού Γούντι Άλλεν, αναφορικά με τον τόνο και το ύφος που διαθέτουν. Διάλογοι που δυναμικά συνδιαλέγονται με το παράλογο, αλλά και με την καθημερινή πρακτική και το έξυπνο πνεύμα που ζητά να επιβληθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Μέσα από τα ευρηματικά και ευφάνταστα αυτά κείμενα αποδεικνύεται περίτρανα πόσο δύσκολο ως ακατόρθωτο είναι πολλές φορές να επικοινωνήσουν ουσιαστικά οι άνθρωποι και να συνδιαλεχθούν. Λένε κάτι, αλλά άλλο εννοούν, βάζουν τρικλοποδιές στον συνομιλητή τους -συνειδητά ή ασυνείδητα-, μιλάνε με γρίφους ή ορθά κοφτά χωρίς να εξηγούν το νόημα που διακατέχει τα πράγματα. Σε όλες τις προτάσεις, τους διαλόγους, τις λεκτικές ανταλλαγές είναι σαν ο Βλαβιανός να απαντά «Τι εννοείς;» Και για να κάνουμε και τη σύνδεση με το σήμερα, αλλά και το πάντα, ακριβώς εδώ είναι και το πρόβλημα. Πολλές σχέσεις καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι αφού έχουν πέσει θύματα της κωμωδίας των παρεξηγήσεων.
Οι διάλογοι, πασπαλισμένοι με αρκετή δόση σουρεαλισμού, διαθέτουν θεατρικότητα που την αναδεικνύουν και οι ατάκες που πέφτουν σαν βροχή και που έχει σφοδρότητα και τα σαρώνει όλα στο πέρασμά της. Αν αφαιρέσει κανείς τα «είπα»-«είπες» και λογαριάσει ποιο είναι το αποτέλεσμα, θα διαπιστώσει πως οι διάλογοι που απομένουν έχουν ζωντάνια, θα μπορούσαν να είναι και μονόπρακτα πολλοί από από αυτούς. Οι ήρωες πέρα από το γεγονός ότι αδυνατούν να συλλάβουν και να αναδείξουν την ουσία και το νόημα των πραγμάτων, αποτυγχάνουν στην αλληλεπίδραση με τους άλλους και τολμώ να πω πως φέρνουν στο μυαλό κάποιους ήρωες από τα θεατρικά έργα του Μπέκετ.
Στο μεστό σημείωμα του συγγραφέα ο Βλαβιανός αναφέρει τις πηγές του για πρόσωπα, στίχους, ιδέες που συναντάμε στο βιβλίο. Μεταξύ άλλων επισημαίνει, στα πλαίσια και της αγαπημένης του -αλλά και ευρηματικής πάντα- διακειμενικότητας, την επιρροή που δέχτηκε από τα κείμενα του μεταμοντέρνου Αμερικανού ποιητή James Tate που είναι οργανωμένα στη διαλογική μορφή «είπα/είπες»[4] Ακόμα, συνδέσεις συναντάμε με κείμενα της Κάρολ Ανν Ντάφυ που έχει μεταφράσει και εμπεριέχει στο βιβλιο. Φέρνω ως παράδειγμα την Kυρία Δαρβίνου και την Κυρία Ικάρου. Πρόκειται για αστείους διαλόγους στους οποίους απευθύνονται οι γυναίκες αυτές σε ένα κοινό. Ο ίδιος δημιουργεί την κυρία Περικλή, κείμενο που αφιερώνει στην κόρη του.
Κλείνοντας να σημειωθεί πως-κι όμως- στην ενότητα με τίτλο «Χ», όπως «χάνω»….(κάνει λογοπαίγνιο με το πρώτο γράμμα του ονόματός του) επανέρχονται οι αναφορές στο βιωματικό υλικό, σε θλιβερές και κυρίως αδιέξοδες οικογενειακές συναντήσεις με τους γονείς του, που σχεδόν ήταν απόντες και δεν έσκυψαν από πάνω του ουσιαστικά σε κρίσιμα για την ψυχοπνευματική του ανάπτυξη χρόνια. Οι σκληρές αλήθειες κατακεραυνώνουν στο Καθαρτήριο, καθώς βγαίνουν στην επιφάνεια μέσα από έναν άκρως αποκαλυπτικό διάλογο με ατάκες που πυροδοτούν σκέψεις και αντιδράσεις.
Ποτέ μελοδραματικός, πάντα δεόντως αποστασιοποιημένος, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ πετυχαίνει να δώσει κείμενα διασκεδαστικά μεν, αλλά και με την απαιτούμενη δραματικότητα για ένα τέτοιους είδους εγχείρημα.
______________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου