Φόρεσε τα καλά της ρούχα. Στάθηκε στην κορυφή της στριφογυριστής σκάλας. Αγέρωχη. Τα μάτια της πέταγαν φλόγες.
-Μάνα, βιάσου!
Μα εκείνη δεν κουνήθηκε.
-Μάνα, έλα!
Η Ευγενία δεν μίλησε, κι ο γιος της κατάλαβε! Ακούστηκε βουητό από μακριά. Σε λίγο οι φωτιές θα έφταναν και στο σπίτι τους, σε λίγο ο ουρανός θα βαφόταν κόκκινος. Κοιτάχθηκαν στα μάτια βαθιά.
-Πάρε τον Ιωσήφ και φύγετε.
Ο λόγος της ήταν νόμος, ο Νικόλας υπάκουσε. Ήξερε πως αυτό θα ήταν το τέλος. Ή μια νέα αρχή για τον ίδιο και τον Ιωσήφ; Ίσως. Θάλασσα θα περνούσαν, σε ξένο τόπο θα πήγαιναν. Ο μικρός αμέριμνος έπαιζε στον κήπο. Πριν λίγο καιρό έθαψαν τη γυναίκα που του χάρισε τη ζωή. Η Σουλτάνα έφυγε αναπάντεχα από την κακιά αρρώστια και δεν έμελε να δει την καταστροφή.
Η Ευγενία κατέβηκε στο πλατύσκαλο, έβγαλε και μια κίνηση σταθερή και αποφασιστική το δαχτυλίδι της, παλαιότατο κειμήλιο, το έδωσε στον Νικόλα την ίδια στιγμή:
-Για να θυμάσαι, του είπε σχεδόν ψυχρά. Και τώρα δρόμο.
Ο Νικόλας δεν είχε άλλη επιλογή, αυτή ήταν η μοίρα του, αυτό έπρεπε να κάνει. Φόρεσε το ολόχρυσο δαχτυλίδι στο τελευταίο του δάχτυλο. Έσφιξε τις χούφτες του. Μέσα στο δισάκι του ένα λευκό σεμεδάκι που έπλεξε πόντο πόντο η μάνα του όταν ήταν μικρός, ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Ιωσήφ, λίγο χώμα από τον κήπο, λίγο ψωμί ζυμωτό. Αναλογίστηκε τη Σουλτάνα, τις χαρές που βίωσαν αυτά τα λίγα χρόνια που έζησαν μαζί. Τη γέννηση του μικρού, τα χαμόγελα, τα οικογενειακά τραπέζια, όλα. Μπροστά από τα μάτια του πέρασε μια ζωή τριάντα τριών χρόνων, σαν να ήταν μια στιγμή. Μία μόνο στιγμή.
Άρπαξε τον μικρό από το χέρι και του είπε:
-Πάμε, έχουμε δρόμο.
-Μπαμπά, πού πάμε; Και τα παιχνίδια μου;
Έτρεξε και πήρε ένα πολύχρωμο τόπι που είχε παραπέσει μέσα στο περιβόλι της γιαγιάς του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Δεν ήξερε τίποτα. Δεν μπορούσε τίποτα να φανταστεί. Και γιατί άλλωστε; Ένα παιδί ήταν.
Η ζέστη αφόρητη. Οι φωτιές πλησίαζαν εκβιαστικά, τα ποδοβολητά αλόγων γίνονταν τώρα πια αισθητά. Ξάφνου, κι ενώ είχαν ξεμακρύνει αρκετά, μια φωνή σπάραζε από μακριά.
-Ιωσήφ, Ιωσήφ!
Απελπισία απέραντη, συντριβή ολοκληρωτική.
-Ιωσήφ, Ιωσήφ! Θλιβερό ρεφρέν!
-Ιωσήφ μου!
Γύρισε ο εν τέλει ο μικρός στο άκουσμα του ονόματός του.
-Γιαγιά, γιαγιά!
Τρέχει ανέμελα την αγκαλιάζει, τον φιλάει εκείνη στα μάγουλα, στα μαλλιά, στα χέρια. Καυτά δάκρυα κυλάνε από τα μάγουλά της.
-Μάνα, έλα μαζί μας.
Το είπε ο Νικόλας έτσι, τυπικά, καθώς μέσα του γνώριζε τη ροή των πραγμάτων και το πεπρωμένο…
-Καλό δρόμο, είπε εκείνη και στάθηκε στη μέση του δρόμου μέχρι να τους χάσει από τα μάτια της.
Έπειτα γύρισε στο δίπατο σπίτι της, έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα, άναψε τα καντήλια, προσευχήθηκε. Κάθισε στη βαριά σκαλιστή πολυθρόνα και περίμενε στο σκοτάδι.
Έξω χαρά θεού. Μια θαλασσινή αύρα έφτανε ως τον ουρανό.
Τα λουλούδια ολάνθιστα! Το φως δυνατό και διαυγές- για λίγο ακόμα.
Ήταν Αύγουστος του 1922. Κι ημέρα Κυριακή.
****
Πηγή:https://www.fractalart.gr/foties-pera-makria
☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή
Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα
Η φωτό είναι παρμένη από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φράκταλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου