Έρικα Αθανασίου «Θαμμένα λόγια», εκδ. Bell
ΑΝΑΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΑΚΤΑΛ
Η Έρικα Αθανασίου με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό της, τα περισσότερα για παιδιά, αποτελεί πια μια διακριτή φωνή στα ελληνικά γράμματα. Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο Θαμμένα λόγια, ένα βιβλίο που δίνει πολλές αφορμές για προβληματισμό και καταπιάνεται με θέμα κοινωνικό, σύγχρονο που αφορά όλους μας.
Η ηρωίδα της είναι μια γυναίκα που έχει υποστεί κακοποίηση, ήδη από την παιδική της ηλικία. Πόσα πράγματα, πόσες λέξεις και σκέψεις έχουν θαφτεί μέσα της, έχουν καταχωνιαστεί στα βάθη της καρδιάς της και που πολύ θα ήθελε να φανερώσει, να εξωτερικεύσει, να μοιραστεί. Η βία προχωρά χέρι χέρι με το φόβο που στοιχειώνει τους ανθρώπους που την υφίστανται σε κάθε της μορφή, λεκτική, ψυχολογική ή πραγματική.
Η γυναίκα της ιστορίας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, σαν να μονολογεί. Επιθυμεί διακαώς να πείσει τη Μαρίζα που είναι συγγραφέας να τραβήξει την προσοχή της ολοκληρωτικά, να εξιστορήσει για αυτήν τα γεγονότα, είναι υπέρτατη ανάγκη της να κάνει αποκαλύψεις και ίσως να βρει μια κάποια δικαίωση. Υπάρχουν δύο χρονικά επίπεδα το παρελθόν και το παρόν.
Ο λόγος ρέων, άμεσος, λιτός, αποκαλυπτικός, στοχεύει αμέσως στην καρδιά του αναγνώστη. Φανταζόμαστε ένα τεράστιο στόμα να μιλάει, να είναι χείμαρρος, να εξαπολύει κραυγές και κακίες. Μια γυναίκα πονάει, μάχεται για την επιβίωση σε έναν κόσμο που της έχει δείξει το πιο φρικτό, το πιο αποτρόπαιο πρόσωπό του. Μια γυναίκα -θύμα με επιθυμία να εκδικηθεί ίσως ή να γίνει χειριστική ακόμα. Πρώτα ο πατέρας, μετά ο άντρας, η ιστορία επαναλαμβάνεται μοιραία, τα χτυπήματα δεν έχουν τελειωμό. Γίνεται εξομολόγηση εκ βαθέων. Τα άλλα πρόσωπα υπάρχουν μέσα από τις αφηγήσεις της ηρωίδας, που τα συστήνει στο κοινό συνδέοντάς τα με την ίδια και την ιστορία της.
Το θέμα επίκαιρο, έχει πολλές πλευρές και αλίμονο αν το αποσιωπούμε ή το παραβλέπουμε. Δυστυχώς η κοινωνία νοσεί, μαστίζεται από έμφυλη βία, χρειάζεται διαρκώς αφύπνιση, ιδίως της νέας γενιάς που καλείται να έχει την ευθύνη ενός κόσμου που δεν της αξίζει. Ζορίζεται πολύ ο αναγνώστης, γροθιά στο στομάχι, δυσαρέσκεια, αλλά αλήθεια και ουσία. Είναι τρομαχτικές σχεδόν οι αναφορές που σχετίζονται με το πώς περνούσε η ηρωίδα μέσα στο σπίτι της μέ έναν άντρα που τη μισούσε και φρόντιζε να της το δείχνει με κάθε τρόπο. Tα παιδιά της αδιάφορα, απομακρυσμένα, αποστασιοποιημένα, ζουν ξεχωριστές ζωές καθώς μεγαλώνουν. Αρνούνται να αγαπήσουν, αλλά και να παραδεχτούν πως δεν έζησαν όμορφα παιδικά χρόνια δίπλα σε ανίκανους γονείς και μια μάνα χαμένη, μισότρελη, άρρωστη, υποτιμημένη, έγκλειστη χρόνια σε ένα σπίτι χωρίς αληθινή ζωή. Και με έναν πατέρα διπρόσωπο, ανίκανο.
Μια γυναίκα παρατημένη παντελώς, κακοποιημένη, σωματικά και ψυχολογικά, που όμως κατακλύζεται από το σύνδρομο της Στοκχόλμης και πετάει την ευκαιρία να απαλλαγεί από τον βασανιστή της, καθώς δεν καταθέτει εναντίον του στο δικαστήριο όταν της δίνεται η ευκαιρία και δεν υπογράφει τα χαρτιά του διαζυγίου (σελ.215) Και μετά από αυτό μαθαίνουμε ότι εκείνος προσπαθεί να την βγάλει από τη μέση με… φυσικούς τρόπους, για παράδειγμα βάζοντας χαλίκια και γυαλιά μέσα στο φαγητό της (σελ.223-224)
Διαβάζω στη σελίδα 230 ένα απόσπασμα που φωτίζει χαρακτηριστικά την ψυχολογία της ηρωίδας, αλλά και τη σκέψη της.
« […]Δεν πήγαινα πουθενά. Δεν ερχόταν κανένας να με δει. Αλλά μάλλον κάποιος πρέπει να τα έχει βάλει μαζί μου από την ημέρα που γεννήθηκα. Ίσως να είναι ο Διάβολος. Σε θεούς δεν πιστεύω, στον Διάβολο όμως πιστεύω. Τα έχω βάλει μαζί του πολλές φορές και βγαίνει πάντα νικητής. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι κακό που δεν με έχει βρει, αλλά κάθε φορά που το σκέφτομαι διαπιστώνω πως υπάρχει κάτι ακόμα.»
Όσο για τη μητέρα της, την εγκατέλειψε κυνικά στα χέρια του παιδεραστή πατέρα της και έφτιαξε εκ νέου τη ζωή της. Όταν μετά από πολλά χρόνια τη συνάντησε-είχε πια γίνει γιαγιά- ήταν πλήρως απαθής μαζί της, ήταν ψυχρή και της έδειξε ξεκάθαρα πως δεν έχει συναισθήματα για κείνη (ούτε και τύψεις) και εξακολουθεί να μην τη θέλει στη ζωή της.
«[…] Άνοιξε την πόρτα και δεν με ρώτησε ποια είμαι. Με κέρασε καφέ, παρότι της είπα ότι δεν πίνω, τον ήπια και με έπιασαν περισσότερο τα νεύρα μου. Δε δικαιολογήθηκε, μου μίλαγε περήφανη για την οικογένειά της, για το πόσο καλά τα κατάφερε απ’ όταν άφησε τον πατέρα μου. Κουβέντα για το ότι μαζί του άφησε και μένα. Δε με ρώτησε τι κάνω, πώς τα βγάζω πέρα. Ίσως ήξερε. Μάλλον όμως δεν την ενδιέφερε. Δεν μου είπε να ξαναπάω. Μου είπε ότι όταν είμαστε μικροί όλοι κάνουμε λάθη. Μου είπε κατάμουτρα ότι ήμουν ένα λάθος. Ίσως αυτή ήταν χειρότερη από τον πατέρα μου. Εκείνος ήταν άρρωστος και, ό,τι και να μου έκανε με το διεστραμμένο μυαλό του, με τον τρόπο του με φρόντισε. Μου έμαθε τα πέντε γράμματα που ήξερα, φρόντισε να τρώω. Αυτή τι έκανε; Έφυγε. Έφυγε γνωρίζοντας ότι με άφηνε μ’ έναν διεστραμμένο.» (σελ. 222)
Η Έρικα Αθανασίου επηρεάζεται από τη ρέουσα πραγματικότητα, όπως είναι φυσικό συχνά να συμβαίνει στους πεζογράφους ή τους ποιητές. Αν σκεφτούμε πως τα τελευταία ιδίως χρόνια το φλέγον ζήτημα είναι οι γυναικοκτονίες και η βία κατά των γυναικών, αλλά και τα ζητήματα που αναδύονται αναφορικά με περιστατικά παιδεραστίας και παιδοβιασμών, τότε θα αντιληφθούμε πόσο επίκαιρο είναι το βιβλίο.
Τα θαμμένα λόγια βγαίνουν στην επιφάνεια. Η σιωπή γενικά δεν είναι η λύση, ακόμα κι αν λένε πως μερικές φορές είναι χρυσός. Αμέσως μου έρχεται στο μυαλό το γνωστό και δημοφιλές πια ποίημα του Νεσίν «Σώπα μη μιλάς» που καταδικάζει κάθε μορφή αυταρχισμού και λογοκρισίας. Η έκφραση είναι ανθρώπινο δικαίωμα και πρέπει να ικανοποιείται. Η ανάγκη για εξομολόγηση μπορεί να γεννήσει την δημιουργία ενός βιωματικού βιβλίου και σίγουρα στην περίπτωσή μας είναι σημαντική η ανατροπή του τέλους. Η ηρωίδα επιθυμεί να ακουστεί η ιστορία της, μόνο που κανείς δεν μπορεί να την διηγηθεί καλύτερα από την ίδια που την έζησε.
Εκείνο που μας κερδίζει είναι ότι η συγγραφέας δεν γίνεται διδακτική ή γραφική. Δείχνει, καταγγέλλει, δεν ηθικολογεί. Επαναλαμβάνω δείχνει και αφυπνίζει. Υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά του κόσμου τούτου, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να την αγνοούμε. Πώς από τα σκοτάδια γίνεται το φως; Μπορεί εντέλει να γεννηθεί φως από τα σκοτάδια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου