Η τοξοβολία στην Ιαπωνία στοχεύει στην εκπαίδευση της συνείδησης. Είναι ένας
δρόμος για να φτάσει κανείς, μετά από χρόνια εξάσκησης, στην απαλλαγή από το
Εγώ και στην ύστατη Αλήθεια.
Η τοξοβολία δεν προαπαιτεί φυσική κατάσταση, δεν έχει όριο ηλικίας, διέπεται
από κανόνες, απαιτεί ειδικό εξοπλισμό, αφοσίωση και προσήλωση.
Τα οφέλη που προσφέρει είναι ανεκτίμητα: οι επίδοξοι τοξοβόλοι μαθαίνουν να
διαχειρίζονται άριστα το τόξο τους συντονίζοντας σώμα και πνεύμα. Δεν
χρειάζεται παρά πίστη, επιμονή, και ανάσες σαν του μωρού, βαθιές μα άηχες.
Με τον καιρό αποκτούν ευελιξία και αντοχή, δεξιότητες χρησιμότατες στις
καθημερινές συναναστροφές, αλλά και στην προσωπική βελτίωση. Κουμαντάρουν
τόσο καλά το μυαλό και τις αισθήσεις τους, ώστε το τόξο γίνεται προέκταση του
χεριού τους.
Αντίπαλος των σπουδαίων τοξοβόλων είναι μόνον ο εαυτός τους. Για να τον
ξεπεράσουν, δηλαδή για να τον ωφελήσουν, συμμαχούν μαζί του. Μαθαίνουν να
τον ανέχονται, αναγνωρίζουν και αποδέχονται τα προτερήματα και τις αδυναμίες
του.
Μόνο ένα πνεύμα εύκαμπτο και ελεύθερο πετυχαίνει τον στόχο.
Οι τοξοβόλοι δεν προσδοκούν την επιβράβευση, διότι γνωρίζουν καλά, ότι όσο πιο
πολύ προσκολλάται κανείς στις κοινωνικές απολαβές από την τέχνη του, τόσο πιο
πολύ απομακρύνεται από την ουσία της.
Βιώνουν μια κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης, και ταυτόχρονα απάθεια για
την κοσμική επιτυχία, τη συναισθηματική αποδοχή, την κοινωνική αναγνώριση.
Ενίοτε δίνεται η εντύπωση πως απομακρύνονται από τον στόχο τους, ίσως
μάλιστα, περιστασιακά να φαίνεται πως λαθεύει η ευθυβολία τους, δεν είναι όμως
έτσι.
Η χαρά της περιπλάνησης και η παιγνιώδης διάθεση είναι συστατικά στοιχεία των
κορυφαίων τοξοβόλων.
Μοίρα φτερωτή
Αυτού του νέου η ομορφιά που έλιωσε στον ήλιο
όταν αυτός παράκουσε τα λόγια του Δαιδάλου
πατέρα και δασκάλου
εχάθηκε ολότελα, δε βρέθηκε ούτε χνάρι
ούτε απ’ τον νιο, ούτε κερί, ούτε μακρύ κορδόνι...
Και τότε, απαρηγόρητοι έκλαιγαν τον αγέρα
μήτε κορμί στα χέρια τους, μήτε νεκρός στον τάφο.
Κι αφού δεν είχαν τι να δουν, δεν είχαν τι ν’ αγγίξουν
δεν είχαν ποιόν με κλάματα να βρέξουν, να δακρύσουν
κάποιος από όλους φώναξε:
«κι οι λέξεις σώμα είναι»
Και να, που συμφωνήθηκε
πώς να υποστηρίξουν τη μνήμη την ανήμπορη
να ’ναι παρηγοριά τους:
ονόμασαν το πέλαγο με τ’ όνομα εκείνου
που αστόχαστα φτερούγισε στον ήλιο καταπάνου.
Αίνιγμα σομόν
πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα
αντιλογίας είναι πνεύμα
δεν υποτάσσεται σε νόμους
ακολουθεί δικούς του δρόμους.
Από γλυκό σε αλμυρό
κι ύστερα πάλι πίσω
πυξίδα έχει καταπιεί
γίνεται ψάρι στη στιγμή
μα όχι πελαγίσιο.
Χρωμογλωσσοδέτης
Σικλαμέν, δαμασκηνί, φούξια και μελιτζανί
μωβ βιολέ, μενεξεδί, ή λιλά κυκλαμινί
της γιαγιάς σου το σκουφί
- πες το πάλι απ’ την αρχή!
Το Φαιό
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη κοπέλα. Είχε μάτια καστανά, μα τόσο
καστανά σαν κάστανα, που το χειμώνα δεν περνούσε κοντά από φουφού, από
φόβο μήπως κινδυνέψει. Και τα μαλλιά της ήταν επίσης καστανά, μακριά ως τη
μέση, και πλούσια πολύ.
Καθόλου παράξενο λοιπόν, που οι γονείς της την ονόμασαν Καφετίνα. Αγαπούσε
τόσο πολύ το καφέ χρώμα, που ήθελε όταν θα μεγάλωνε να ανοίξει ένα ωραιότατο
καφενείο, με καφετί καρέκλες, να ψήνει όλη μέρα καφέδες.
Μιαν άλλη φορά, αλλά τον ίδιο καιρό, ήταν κι ένα όμορφο παλικάρι, ένα
πανέμορφο παλικάρι, ένας κούκλος. Τον κοίταζες και ξεκουραζόσουν αυτομάτως
μετά από δέκα ώρες σκληρής δουλειάς, τόσο ωραίος ήτανε.
Ένα ελάττωμα είχε μόνο, ήταν υπερβολικά ολιγόλογος. Οι περισσότερες από τις
ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιούσε ήταν μονοσύλλαβες. Έτσι, οι γονείς του
αποφάσισαν να τον ονομάσουν Γκρι.
Το όνομα ήταν πολύ πετυχημένο, αφού ταίριαζε γάντι στους τρόπους και στη
διάθεσή του. Και κάτι ακόμη: το παλικάρι αυτό, ξέχασα να σας πω, είχε γκρίζα
μάτια, θλιμμένα και απόκοσμα.
Όταν ο Γκρι βρέθηκε κάποτε στην πόλη, όπου ζούσε η κοπέλα με τη μητέρα της- ο
πατέρας της είχε εν τω μεταξύ πεθάνει μέσα στον ύπνο του- θέλησε να πιεί έναν
καφέ.
Η λέξη όμως ήταν δισύλλαβη και αυτό τον προβλημάτιζε. Από τη δύσκολη θέση
τον έβγαλε η Καφετίνα. Μόλις τον αντίκρισε, κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά
του και την έπιασε λογοδιάρροια:
- Θέλετε καφεδάκι;
- Ναι.
- Μέτριο;
- Ναι.
- Με πλούσιο καϊμάκι;
- Ναι.
- Να φέρω μια καράφα με νερό και παγάκια;
- Ναι.
Αυτή η παραγγελία άλλαξε τη ζωή και των δυο τους. Αγαπήθηκαν τρελά.
Ήταν ευτυχισμένοι: εκείνη τον κοιτούσε, κι εκείνος δε μιλούσε!
Και τώρα θα αναρωτιέστε: γιατί το παραμύθι μου έχει αυτόν τον τίτλο;
Φαιό ήταν το όνομα που έδωσαν στο παιδί τους.
Κι αν απορείτε, πώς δέχτηκε ο Γκρι δισύλλαβο όνομα για το βλαστάρι
του...
Μα ... αυτό θα πει αγάπη. Να βάζεις κι ένα «ο»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου