Τοῦτες τίς μέρες
κάποιος μᾶς κυνηγᾶ
κι ἄς εἴμαστε καθηλωμένοι
μές στίς σπηλιές πού φτιάξαμε.
Μᾶς κυνηγᾶ κι ἐνῶ δέν τρέχουμε,
τά βράδια στά κρεβάτια μας
ὅταν τά φῶτα χαμηλώνουν
κι ἐνῶ θά ἔπρεπε νά χαμηλώνουν κι οἱ παλμοί
κάτι ὑποψιαζόμαστε λαχανιασμένοι
κάτι τόν ὕπνο μας σκιάζει.
Ἀναρωτιόμαστε ἄν πράξαμε καλά
τότε πού ἡ ζωή εἶχε ἀνοιχτή τήν πόρτα
κι ἐμεῖς κουλουριαζόμαστε μές στό καβούκι μας
τάχατες ν’ἀποφύγουμε τό μάτι τό κακό
ἄσκοπες ὁμιλίες καί τά τέτοια.
Ἀλλά τό μάτι τό κακό
φαίνεται ἐπωάστηκε ἐντός μας
μᾶς ἐξετάζει, μᾶς ἑρμηνεύει ἀφοπλιστικά:
Ὑπήρξαμε φορεῖς τοῦ ἰοῦ
ἐγωπαθοῦς ἀναλγησίας
νάρκισσοι ἐν ἀμεριμνησία καί ἡδονῆ.
Τώρα μέ λυπημένα μάτια κοιτάζουμε
τούς κήπους μας πού ἀνθίσανε
μικρές Γεθσημανές
προσμένοντας τό ματωμένο δάκρυ
τοῦ Υἱοῦ.
Προσμένοντας νά τόν θρηνήσουμε
Παρασκευή Μεγάλη
πού πέθανε φορώντας
ἀκάνθινη κορώνα στό κεφάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου