Anne Carson «λίγα λόγια», Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη, σελ. 107 |
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Καναδά. Κλασική φιλόλογος, ποιήτρια, μεταφράστρια, δοκιμιογράφος, πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας. Είναι η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Τ.S. Eliot, ανώτατη διάκριση στη Βρετανία για αγγλόφωνη ποιητική συλλογή. Αγαπά την αρχαιότητα και την αρχαία ελληνική γραμματεία , μετέφρασε, εκτός από όλο το ποιητικό έργο της Σαπφούς, τραγωδίες του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου και έργα άλλων Ευρωπαίων δημιουργών. Ο λόγος για την πολύπλευρη, πλουραλιστική, πολυδιάστατη Αν Κάρσον.
Λίγα λόγια. Σύντομα, πολύ ιδιαίτερα ποιήματα/δοκίμια. Άλλοτε αποσπασματικά και μυστηριώδη, άλλοτε παιγνιώδη. Δεν είναι εύκολα να ερμηνευθούν πάντα αβίαστα ούτε να ταξινομηθούν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Πιο πολύ αγγίζουν το στοχασμό, αποτελούν ιδιότυπες στοχαστικές προκλήσεις. Η Αν Κάρσον υπερβαίνει κάθε τι επιφανειακό και εύκολο, σκορπίζει πάντα διεισδυτικές και ρηξικέλευθες ματιές πάνω στα πράγματα. Καταγράφει στιγμές, λεπτομέρειες κόσμων και μικρόκοσμων, ιδιαίτερες, εισάγοντας τον αναγνώστη σε ανοίκειες εμπειρίες, διατηρώντας τόνους στοχαστικούς και καταθέτοντας την δική της υποκειμενική, αλλά γοητευτική αλήθεια. Ο μεταφραστής Χάρης Βλαβιανός εξοικειωμένος με τις πάγιες ίσως τακτικές της Κάρσον μάς οδηγεί στα άδυτα ενός έργου. «Έργο μεγάλου στοχαστικού μεγέθους, θεματικού εύρους και ρηξικέλευθων πειραματισμών», όπως σημειώνει ο ίδιος, ο οποίος μάς την είχε συστήσει ήδη το 2010 με ολόκληρο τεύχος-αφιέρωμα στην «Ποιητική» του.
Αφήγηση ιστοριών που μερικές φορές αλλόκοτες μοιάζουν. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερο τρόπο για να υπογραμμίσουν μια ιδιάζουσα ποιητικότητα. Τα στοιχεία που τις απαρτίζουν μοιάζουν ασύνδετα, όμως σου δίνουν ένα αξεπέραστο άρωμα ζωής και είναι πασπαλισμένα με πολλή σοφία. «Να μαθαίνεις έχει το ίδιο χρώμα με τη ζωή. Όλο κάτι τέτοια λέει». (Λίγα λόγια για τις ελπίδες). Από το ένα στο άλλο, για πράγματα που μπορεί να μην είχες σκεφτεί. Από τη λιακάδα στην γκέισα ,την ιστορία και την σημασιοδότητηση που αυτή διαθέτει. Από την γκέισα στο σεξ, για να καταλήξει να σημειώσει: «το σημαντικό ήταν να ποθείς κάποιον». Με την Κάρσον δεν υπάρχει γλωσσική ή νοηματική συνέπεια. Κάπου η ροή κλοτσάει. Υπάρχει ο τρόπος να διαταράσσονται οι ισορροπίες ώστε να μιλάμε πάντα για αντισυμβατικά κείμενα. Πύκνωση, αίσθηση μη οριστικότητας των πραγμάτων, εικόνες αποσπασματικές συχνά, μικρές ιστορίες όπου αρχή και τέλος είναι ένα ή το πιάνει μόνο από τη μέση μερικές φορές, προσηλωμένη σε δικούς της νόμους αφήγησης και αισθητικής. Δίνει τον δικό της ορισμό αναφορικά με το τί μπορεί κάποιος να λογαριάσει ή να μην λογαριάσει ως λογοτεχνία. [Ο Προκόπιεφ ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να παραστεί στην εκτέλεση της Πρώτης του Σονάτας για πιάνο' την έπαιξε άλλος. Εκείνος την άκουσε από το τηλέφωνο. (Λίγα λόγια για την απογοήτευση στη μουσική)]. Δεν είναι κεντρομόλος η δύναμη που συγκρατεί τα νοήματα. Είναι μάλλον φυγόκεντρος. Ο στίχος κάποτε πετάει στα σύννεφα, ο στίχος δεν γειώνεται σε αυτά τα πεζοποίηματα. («Ήρθε ένας τόπος και συνετρίβη εκεί. Και μετά παρέμεινε ένας ερειπωμένος τόπος. Πάνω του έπεσε φως.») Γιατί κάποιοι θεωρούν τα τρένα συναρπαστικά, ιστορίες για πέστροφες, ο Οβίδιος που φορά τη θλίψη σαν ρούχο και γράφει ιστορίες, μια σκηνή με την σταρ Μπριζίτ Μπαρντό και άλλα τέτοια μάς βρίσκουν ως αναγνώστες. Δεν υπάρχουν οι συνδέσεις για όλα αυτά. Απλά είναι το βλέμμα εκείνο της Κάρσον η μοναδική σύνδεσή τους. Ο τρόπος που εισχωρεί σε ένα συμβάν, ή μια πηγή ή μιά πληροφορία ή ένα ερείπιο και το κάνει δικό της. Το οικειοποιείται αναδομώντας το συνάμα στα πλαίσια μιας μετά-οπτικής, που εξευτελίζει κάθε παραδοσιακή αντίληψη για τα πράγματα.
Οι ανανεωτικές τάσεις στη γραφή της είναι φανερές. Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται ολόκληρο βιβλίο της στα ελληνικά. Το εν λόγω βιβλίο πάντως δεν μπορεί κανείς εύκολα να το κατηγοριοποιήσει. Δεν ξέρεις αν κρατάς ποίηση, πεζό ή πεζοποίημα, ή κάποιο παράξενο υβρίδιο, αλλά μάλλον, υποθέτω, πως και η ίδια η Κάρσον δεν θα θέλει να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται. Μοιάζει να αγαπά το μέγα μυστήριο, αναδύει ομορφιά μέσα από μια γοητευτική »δυσκολία». Είναι η ισχυρή εντύπωση που προκαλεί το αόριστο που αντιστέκεται σθεναρά να πάρει σχήμα ή έστω κάποια «επικίνδυνη» ταμπέλα.
Κείμενα λοιπόν που εγκαινιάζουν ένα είδος ποίησης ίσως που φαίνεται να αγγίζουν τα όρια ενός ιδιότυπου πειραματισμού και να έχουν ως θέμα ζητήματα επικαιρότητας, αλλά και κλασικά θέματα ή κάπως μοντέρνα. Με μια γλώσσα καθόλου γλυκερή, χωρίς λυρικές εξάρσεις ή φιοριτούρες βαδίζει έναν δρόμο αρκετά μοναχικό, αλλά που έχει απήχηση στον σύγχρονο αναγνώστη. Με μια γλώσσα θραυσματική, αποσπασματική στα σημεία κινείται χωρίς καμιά βεβαιότητα, διαρκώς φορτωμένη με αμφιβολίες. Είναι κάτι που εκκρεμεί σε αυτές τις ιστορίες, νιώθεις ότι κάτι σου διαφεύγει, μια αίσθηση που είναι μετέωρη συνεχώς. Μια ταυτότητα κρυφή ή, τελοσπάντων, που δεν φανερώνεται ολόκληρη, μια ερώτηση με μαύρο χιούμορ, εικόνες ασύμβατες με οτιδήποτε γνωστό και οικείο, σκέψεις για ζωγράφους και το έργο τους που σε οδηγούν σε νέα μονοπάτια, παιγνιώδες ύφος στα σημεία, αφηγήσεις που με μια πρώτη ματιά σε κάνουν να σκεφτείς: «Mα τι γράφει τώρα και γιατί». Όμως, σε έλκουν, και δεν ησυχάζεις αν δεν τις διαβάσεις ξανά και ξανά. Παίρνει τις μνήμες από το παρελθόν ή ίσως σημειώσεις και τις ανασυνθέτει με τρόπο παράδοξο, αλλά προκλητικά παράδοξο. Δεν μοιάζει να νοσταλγεί, αλλά από τη νοσταλγία εκκινεί. Δεν μοιάζει να γράφει ποίημα, αλλά έχουν μια ποιητικότητα όσα γράφει. Υπάρχει και η στοχαστική διάθεση, όπως είπαμε, μέσα σε όλα αυτά, αλλά είναι δύσκολο να ερμηνευτεί και εδώ είναι το θέμα. Δεν σε αφήνει να την ερμηνεύσεις, να της προσάψεις κάποια ερμηνεία! Στον πρόλογο του βιβλίου η ίδια γράφει: «Θα κάνω τα πάντα για ν” αποφύγω την πλήξη. Είναι έργο ζωής. Δεν μπορείς ποτέ να γνωρίζεις αρκετά, να εργάζεσαι αρκετά, να χρησιμοποιείς τα απαρέμφατα και τις μετοχές αρκετά παράδοξα, να ανακόπτεις τον ρυθμό αρκετά βίαια, να βγαίνεις από το μυαλό σου αρκετά γρήγορα» Ίσως λοιπόν θα ήταν πληκτική κάποια ερμηνεία, αλλά και ανούσια στην συνείδηση της Κάρσον. Τα ποιήματα /δοκίμιά της αποτελούν παιχνίδια, ταξίδια σε όσα ξέρει, αισθάνεται, θυμάται, διερωτάται, αποδοκιμάζει ή επιδοκιμάζει. Μάς διδάσκει πραγματικά πως άπειροι συνειρμοί μπορούν κατακλύσουν το μυαλό του ποιητή που φιλτράρει τον κόσμο με ιδιαίτερο τρόπο και αυτοί μετά να αποτελέσουν τον πυρήνα για τη γραφή εκείνη που θα δίνει την αίσθηση πάντα μιας π ε ρ ι π λ ά ν η σ ης .
Λίγα λόγια για τον ηδονισμό
Η ομορφιά με κάνει ανήμπορη. Δεν με νοιάζει πια το γιατί, το μόνο που θέλω είναι να φύγω. Όταν κοιτάζω την πόλη του Παρισιού λαχταράω να τυλίξω τα πόδια μου γύρω της. Όταν σε παρατηρώ να χορεύεις υπάρχει μια άκαρδη απεραντοσύνη που μοιάζει με ναυτικό σε γαλήνια θάλασσα. Επιθυμίες στρογγυλές σαν ροδάκινα ανθίζουν μέσα μου όλη νύχτα, δεν μαζεύω πια ό,τι πέφτει.
Λίγα λόγια για το να περπατάς προς τα πίσω
Η μητέρα μου μας απαγόρευε να περπατάμε προς τα πίσω.
Έτσι περπατούν οι νεκροί, έλεγε. Από πού της κατέβηκε
μια τέτοια ιδέα; Ίσως από μια κακή μετάφραση.
Οι νεκροί εξάλλου δεν περπατούν προς τα πίσω, περπατούν πίσω μας.
Δεν έχουν πνευμόνια και δεν μπορούν να μας φωνάξουν
αλλά πολύ θα το “θελαν να γυρίσουμε να τους κοιτάξουμε.
Είναι θύματα του έρωτα, πολλοί απ” αυτούς.
Λίγα λόγια για την αίσθηση της απογείωσης του αεροπλάνου
Λοιπόν αναρωτιέμαι, θα μπορούσε να είναι ο έρωτας που τρέχει προς τη ζωή μου με τα χέρια υψωμένα κραυγάζοντας ας το πάρουμε τι φοβερή ευκαιρία!
Πρώτη δημοσίευση : http://fractalart.gr/liga-logia/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου