Translate

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

notationes/////OKTΩΒΡΙΟΣ 2013////ΤΟ ΒΟΟKSTAND ΣΤΟ VARELAKI/////ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΑΦΗΣ


Πηγή:http://bookstand.gr/2013/09/17/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%85/





«Δεν υπάρχει ποίηση, δεν υπάρχει τέχνη
δεν υπάρχει θρησκεία
Το μόνο που υπάρχει είναι ένα σώμα
που σαπίζει και λιώνει μέσα στο χώμα.»





Στίχοι που μου έχουν καρφωθεί μέσα στο μυαλό. Σοκάρουν αρχικά. Αλλά η αλήθεια τους δεν μπορεί να αγνοηθεί. Στίχοι που γράφει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Λίγο πριν το θάνατο, λογοτεχνικά προετοιμάζει την ταφή του. Μετρώντας τις μέρες του μέχρι να φύγει για το μεγάλο ταξίδι, προβαίνει σε  ενδοσκοπήσεις και σκληρές καταβυθίσεις στο βαθύτερο είναι του. Παράλληλα, στέκεται ολόγυμνος μπροστά στον συνάνθρωπο, τον αναγνώστη, προσφέροντας του την εμπειρία του, έντεχνα μυώντας τον στο ανείπωτο. Λίγο πριν το τέλος καταθέτει «διλήμματα ποιητικής», λίγο πριν το τέλος κάνει ταξίδια  στους ορόφους της ογκολογικής κλινικής, παρέα με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, συνομιλώντας με τη φωνή του, κατεχόμενος από μια γνώριμη μανία:
«Η ίδια μανία μ’ έχει πιάσει πάλι.
Θέλω να πηδήξω από το μπαλκόνι.»

Αφουγκραζόμενος τον πόνο  και τον χρόνο του:
«O πόνος έχει βαρύτητα, κι αφού
μεγαλώνει το βάρος του,
κατεβαίνει από το κεφάλι στο
στήθος, από το στήθος στην κοιλιά.»

Αναμετρούμενος με το Αόρατο:
«Εδώ, εδώ αφήστε με να βλέπω
εκείνο που δεν φαίνεται.
Από δω βλέπω καλά εκείνο που
δεν φαίνεται»

Ζώντας σε μια άλλη διάσταση, πατά σταθερά πάνω στον κυνισμό:
«Θα μοιραστούμε τη ζέστη
του ύπνου της μάνας, τη
σαρκική έλξη των ίδιων σκουληκιών.»


Μόνος με τον εαυτό του, γράφει ποίηση  κλειστού χώρου, ποίηση που σφύζει από βαθύ στοχασμό:
«O θάνατός μας έχει νόημα μόνο
σε σχέση με τους άλλους.
Θα πεθάνω γιατί θα υπάρξουν
για λίγο μετά κάποιοι άλλοι.
Πεθαίνοντας γίνομαι κάτι: ένα
γεγονός στη ζωή των άλλων.
Ο θάνατός μου αφορά για λίγο μόνο
εκείνους που θα επιζήσουν.»

Ποίηση γεμάτη λεπτό (αυτο)σαρκασμό:
«Tα ταβάνια στο νοσοκομείο σπάνια τα παρατηρούμε.
-ακόμα και στα ξενοδοχεία, όπου ένα ταβάνι
μπορεί να είναι το πιο ουδέτερο
μέρος του σκηνικού της απόλαυσης του χρόνου.»

[...]
«Αφήνω πίσω τα νοσοκομεία, για τα ξενοδοχεία,
για ταβάνια πιο απαιτητικά και φιλόδοξα, με την
υποψία κάποιου πιθανού καθρέφτη.»

Εξαιρετικοί οι Διάλογοι  με τις νοσοκόμες, καθώς και οι Χαμένοι Διάλογοι. Βαθιά εξομολογητικοί, χαριτωμένοι, καίριοι, αλλά και με σωστή δόση σουρεαλισμού. Φαίνεται πως ο ποιητής κάνει μια γενναία απόπειρα αποδόμησης της ίδιας της ενδεχόμενης νοσταλγίας του.
«Τί να νοσταλγήσεις; Δεν υπάρχει κάτι να νοσταλγήσεις.
Το μόνο που θα μπορούσες πραγματικά να νοσταλγήσεις
είναι εκείνο που δεν συνέβη.
Αλλά πώς να νοσταλγήσεις κάτι ανύπαρκτο
-κάτι που δεν έχει πρόσωπο, χέρια, θερμοκρασία,
μυρωδιά;


O ποιητής έχει την ανάγκη να κρατά ημερολόγιο, προσπαθεί με αξιοπρέπεια να διαχειριστεί τις ατελείωτες αϋπνίες του, αλλά και τις αναμνήσεις του:
«Mετά τρεις μήνες όμως θεραπείας έγινε φανερό πως η
αρρώστια
δεν ήταν κάτι έκτακτο και διαφορετικό, αλλά μιας άλλης
μορφής ρουτίνα.
Και  τότε ο ρυθμός έπεσε και προσαρμόστηκε στη
συνηθισμένη καθημερινή αδράνεια,
έγινε όπως σε κάθε ρουτίνα: τις δύσκολες μέρες της
αρρώστιας
έγραφα κάποιο ποίημα, και τις καλύτερες μέρες
προχωρούσα λίγο το μυθιστόρημα.»

[...]
«Δεν μπορεί πρώτα απ’ όλα να θυμηθείς με ακρίβεια.
Θυμάσαι τους τόπους, τον καιρό, την ώρα, τις μυρωδιές,
τους ήχους, το φως και το μισοσκόταδο της μέρας,
αλλά δεν θυμάσαι με ποιάν, με ποιόν, με ποιούς ήσουν
εκεί
-γιατί σίγουρα δεν ήσουν μόνος,
αυτή την πολυτέλεια σπάνια την είχες στη ζωή σου.»

[...]
«Άραγε πόσο σημαντικό κομμάτι μιας ανάμνησης
είναι το πρόσωπο που ίσως να υπήρξε κι η βασική
αφορμή της;
Ίσως οι τόποι είναι πιο σημαντικοί, γιατί είναι πιο
σταθεροί,
γιατί δεν γερνούν, δεν έχουν συναισθήματα που
αλλάζουν,
δεν έρχονται και φεύγουν απρόβλεπτα.»
 


Ο Αθανασόπουλος προετοιμαζόμενος για «το μόνον της ζωής του ταξίδειον», ακροβατεί ποιητικά  πάνω στις διάφορες χρονικές βαθμίδες. Όσο ο  π ρ α γ μ α τ ι κ ό ς του χρόνος τείνει να συρρικνωθεί μέχρι να ελαχιστοποιηθεί και τελικά να μηδενιστεί, τόσο ο  π ο ι η τ ι κ ό ς του χρόνος αλλάζει δομή, απλώνεται, μακραίνει, αποκτά αυθεντική διάσταση και υφή μοναδική:
«Δεν είμαι πια χρόνος που κυλά, αλλά χώρος που
συνεχώς απλώνει
μέσα σε χρόνο βιωμένο, μια έκταση που πάλλεται με
σχεδόν σταθερό ρυθμό
και αποβάλλει έναν έναν τους τόπους της.»

Λίγο πριν έρθει ο θάνατος, ο απόλυτος αφανισμός, ο χρόνος νοηματοδοτείται αλλιώς:
«O χρόνος έχασε πια εντελώς τη δομή του.
Μέλλον δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν βδομάδες και μέρες
που θα έρθουν.»

[...]
«Μόνο η μετάνοια μπορεί να φτιάξει κάποια σχήματα
χρόνου.
Μόνο για πράξεις για τις οποίες μετανιώνω υπάρχει ο
χρόνος.»

[...]

Σ’ αυτό το βιβλίο οι ιδιάζουσες συνθήκες, οι περιστάσεις είναι που γεννούν τα ποιήματα. Είναι το βλέμμα ενός μελλοθάνατου. Είναι το βλέμμα που σκύβει με σοφία και διεισδύει  αποφασιστικά στα πράγματα και που γεννά διαρκώς νέες λέξεις, σκέψεις και σχήματα. Είναι το βλέμμα το αλλοτριωμένο από το στροβίλισμα του ατέρμονου πόνου που όμως διαθέτει ακόμα τη μαγική δύναμη να αντιστέκεται στη φθορά και να αναθυμάται αισθήσεις και αισθήματα.
     «η λατρεία του κορμιού που όλο δυναμώνει,
που μέσα από τη συνεχή της επανάληψη
δεν ατονεί και δεν επαναλαμβάνεται,
που αργά μα σταθερά κι απαρέγκλιτα
φέρνει τον παροξυσμό ανοίγοντας έτσι τον δρόμο
στη μανία, την υστερία, την τρέλα
της σκληρής επιθυμίας,
τον αυστηρό, τον αδυσώπητο, τον σοβαρό πόθο,
τον γλυκό αφανισμό,
την ηδονική εκμηδένιση.»


Προετοιμασία ταφής: Πεζόμορφα ποιήματα, τόνος στοχαστικός, ύφος μελαγχολικό και εξομολογητικό, εσωτερικός ρυθμός, σελίδες ημερολογίου, προσευχή, μελέτη θανάτου. Ο πόνος γεννάει αυτήν την ιδιαίτερη ποιητική προσέγγιση. Είχατε ποτέ την ιδέα του ετοιμοθάνατου; Την είχατε ποτέ; O Bαγγέλης Αθανασόπουλος μυεί σε μια εμπειρία, που είναι ιερή, γιατί ακριβώς έχει να κάνει με την ψυχή του ανθρώπου.
«Η πραγματική πίστη είναι  άμεσα συνδεδεμένη με την αγάπη και τον πόνο.»


Ασημίνα Ξηρογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου