Translate

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Στέφανος Κωνσταντινίδης /// NOMAΔΑΣ Γ΄Μετά τα Εκβάτανα [εκδ.Βακχικόν]




Από την Ελίζα Χριστοφόρου*


Το μυθιστόρημα «Μετά τα Εκβάτανα» αποτελεί το τρίτο και τελευταίο έργο της τριλογίας του Στέφανου Κωνσταντινίδη με τον γενικό τίτλο «Νομάδας». Υπενθυμίζεται πως στο πλαίσιο της τριλογίας ο αναγνώστης ακολουθεί και παρακολουθεί τα βήματα του αφηγητή ή και του ίδιου του συγγραφέα από το χωριό Πενταλιά της Πάφου, στα πέρατα του κόσμου… Και μόνο η αναφορά στο μικρό και ταπεινό χωριό Πενταλιά της Πάφου, προϊδεάζει ίσως τον αμύητο αναγνώστη για ένα αυτοβιογραφικό πόνημα ενός μετανάστη, έστω ενός διανοούμενου της διασποράς. Μόνο που πρόκειται για μια μεγάλη παρανόηση γιατί εδώ συμβαίνει μάλλον κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αναφορά στην Πενταλιά εδώ ορίζει μάλλον το οξύμωρο της ανθρώπινης ύπαρξης·η Πενταλιά είναι το υπερβατό σχήμα ανάμεσα στην Έξοδο (όπως τιτλοφορείται και το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας) και την κατάκτηση του ονείρου, ανάμεσα στα Εκβάτανα και την κατάκτηση εν τέλει της οικουμένης.
Και στα τρία μυθιστορήματα του Κωνσταντινίδη η Πενταλιά είναι το συνδετικό κονίαμα, ο συνεκτικός ιστός των μερών της τριλογίας. Τι να γυρεύει άραγε η Πενταλιά, το ταπεινό χωριό της Πάφου, σε ένα μυθιστόρημα του οποίου η δράση τοποθετείται στα σταυροδρόμια του κόσμου και στις συνάψεις της ιστορίας; Κι όμως εδώ συμβαίνει το εξής οξύμωρο. Όσο πιο μακριά πηγαίνει το νήμα της αφήγησης, όσο περισσότερο ο ήρωας απομακρύνεται από το σημείο εκκίνησης, όσο περισσότερο δοκιμάζει την καταξίωση που υπερβαίνει την καταγωγή, τόσο οι αμυγδαλιές της Πενταλιάς θα ορίζουν τα βήματα του στον κόσμο. Το σημείο απ’ όπου, όπως ο ίδιος σημειώνει στο προηγούμενο μυθιστόρημα, «ξεκίνησε η γεωπολιτική του ονείρου»
Θεωρώ απαραίτητη στο σημείο αυτό την παράθεση από το προηγούμενο μυθιστόρημα Νομάδας Β’ Εκβάτανα:
Ο Αλέξανδρος ξαναγύρισε στην Πενταλιά. Άφησε πίσω του τα Εκβάτανα, τα Σούσα, το κρατίδιο της Κομμαγηνής, πέρασε από τη Βαβυλώνα, ακολούθησε τον δρόμο των μυρίων του Ξενοφώντα, κάποτε είδε τη θάλασσα, και αποκεί πια ήταν πιο εύκολο να μπαρκάρει στο πρώτο ελληνικό λιμάνι, να φτάσει στη Σαλαμίνα της Κύπρου και πεζοπόρος, κατ’ άλλους έφιππος, να φτάσει στην Πενταλιά. Γύρισε και ο Απόλλωνας με το «Ματαρόα» στο λιμάνι της Σαλαμίνας και αποκεί, με ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο, έφτασε στην Πενταλιά, όπου τον περίμενε η μάνα του. Ήταν και τότε άνοιξη και από το λαόνι μπορούσες να αγναντέψεις το απέραντο λευκό σεντόνι των ανθισμένων αμυγδαλιών· να στοχάζεσαι το τίποτε μες στην ανεμελιά. Εδώ δεν θέλω συμπίεση της Ιστορίας, Αλέξανδρε. Εδώ ατενίζω το λευκό πουκάμισο της Οφηλίας. Το αύριο είναι για πολιτικούς και φιλοσοφικούς αναστοχασμούς πάνω στις μιζέριες αυτού του κόσμου. Το σήμερα είναι ταξίδι αυτογνωσίας σε έναν τραχύ κόσμο, που γεννάει όμως το όνειρο και την προοπτική. Ταξίδι στον κόσμο της Πενταλιάς, όπου οι αμυγδαλιές επιμένουν να ανθίζουν κάθε άνοιξη. Ένας βαθιά ποιητικός άνεμος σεργιανίζει πάνω από την Πενταλιά. Από εδώ ξεκίνησε κάποτε η γεωπολιτική του ονείρου· για να φτάσει ώς τις όχθες του Σηκουάνα, αφού πέρασε πρώτα από τον Ιλισό. Τα ποτάμια είχαν πάντα τη σημασία τους στη ζωή του Νομάδα. Από τον ποταμό Ξερό ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα· εκεί, στο μοναστήρι του Σίντη. Εκεί, στα νότια σύνορα της Πενταλιάς.

Από το σημείο λοιπόν όπου ξεκίνησε η γεωπολιτική του ονείρου η αφήγηση μας οδήγησε στα «Εκβάτανα» (το δεύτερο μέρος της τριλογίας) στα οποία χαρτογραφούνται η Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, η Μαδρίτη, η Λισαβόνα… Μετά, «Μετά τα Εκβάτανα» ακολουθεί ο Καναδάς. Ο Οδυσσέας, ο Αλέξανδρος ή ο Απόλλωνας Θρασυβουλίδης, ή ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας Στέφανος Κωνσταντινίδης, που επιμένει κι εδώ να αφήνει μια θολή γραμμή ανάμεσα στα προσωπεία του ήρωα του, επιχειρεί με το τρίτο μέρος της τριλογίας του να κλείσει έναν κύκλο ή και να ανοίξει τον επόμενο Έτσι, μετά τα Εκβάτανα ο Νομάδας του Κωνσταντινίδη συνεχίζοντας την περιήγηση του στον κόσμο, έχοντας βιώσει από πρώτο χέρι τη ζέση της ιστορίας του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα, έχοντας μεταφέρει στον αναγνώστη το κλίμα και την ατμόσφαιρα των πολιτικών εξελίξεων το από την Κύπρο, την Αθήνα, το Λονδίνο, το Παρίσι και φτάνοντας μέχρι τη Μαδρίτη, τη Λισαβόνα, τη Νέα Υόρκη, κλείνοντας έναν κύκλο, αρχίζει να χαράζει τον επόμενο. Μετά τα Εκβάτανα ο δρόμος οδηγεί στον Καναδά. Εκεί ο ήρωας του Στέφανου Κωνσταντινίδη, επιλέγει να δοκιμάσει τελικά την αντοχή του ονείρου ή ακόμα και να διαπεράσει τις προδιαγραφές του. Ο Καναδάς είναι ένας άλλος κόσμος στον κόσμο. Η νέα γη που καλείται να γίνει πατρίδα. Έχει οριστεί άλλωστε από τον ίδιο τον τίτλο με τις συντεταγμένες του «μετά». Το «μετά» που ορίζεται μεν από το παρελθόν, δηλαδή τα Εκβάτανα, αλλά κυρίως χωροθετεί το μέλλον. Ο Καναδάς λοιπόν είναι το μέλλον, είναι όμως και το νέο πεδίο δράσης, το νέο σκηνικό όπου θα στηθεί η αφήγηση, αφήνοντας όμως πάντα ανοικτή την προοπτική που αποκαλύπτει το ίδιο το πεδίο του μέλλοντος μέσα από την ανοικτή ενατένιση που επιτρέπει το «μετά».

Πρόκειται και εδώ, όπως και στα δύο προηγούμενα, για ένα αυτοτελές μυθιστόρημα που δύναται, ούτως ή άλλως, να λειτουργήσει και χωρίς τη σύνδεση με τους άλλους δύο τόμους. Και σε αυτό όμως, όπως και στα δύο προηγούμενα, θα εντοπίσουμε τα ίδια υφολογικά χαρακτηριστικά, τους ίδιους εκφραστικούς τρόπους, το ίδιο ισορροπημένο μοίρασμα του κειμένου ανάμεσα στην αφήγηση και την περιγραφή, ανάμεσα στον στοχασμό και την ανάλυση, ανάμεσα στον δοκιμιακό λόγο και την ποιητική. Ανάμεσα στον διάλογο και την παράθεση ερωτημάτων που είτε ζητούν απαντήσεις είτε αποτελούν την πρώτη ύλη για το χτίσιμο της κοσμοθεωρίας του συγγραφέα που τείνει πια στην αποκρυστάλλωση.

Με την άφιξη του στο Μοντρεάλ, ο αφηγητής ομολογεί από την αρχή σχεδόν ότι αισθάνεται σαν να είχε μετακινηθεί σε άλλο πλανήτη. Οι νέες παραστάσεις, οι νέες αναφορές επικάθονται πάνω στην κεκτημένη εμπειρία για να κυοφορήσουν το «μετά». Οι μέρες προσαρμογής, οι παλιές γνωριμίες που θα απαλύνουν την θλίψη της ξενιτιάς αλλά και οι νέες που θα αποτελέσουν το έμψυχο υλικό της αφήγησης. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια ο αναγνώστης ανακαλύπτει για άλλη μια φορά τη γοητεία της πρωτοπρόσωπης γραφής. Ο αφηγητής σε παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί. Αισθάνεσαι την ανάσα του στο πρόσωπό σου έτσι καθώς σε παρασύρει σε έναν μεγάλο περίπατο με στάσεις και σταθμούς ενώ συνεχίζει πότε να σου αφηγείται την περιπέτεια της ζωής και της καθημερινότητας, πότε να σου περιγράφει πράγματα και καταστάσεις, πότε να σου εξηγεί, πότε να σου αναλύει και πότε να περιμένει ο ίδιος απαντήσεις από εσένα. Άλλοτε πάλι η ανάγνωση μοιάζει με χαλαρή κουβέντα, άλλοτε με βαθιά εξομολόγηση κι άλλοτε με ιστορικό, κοινωνιολογικό ή φιλοσοφικό δοκίμιο. Σε κάθε περίσταση ο αφηγητής τοποθετείται μετωπικά απέναντι στον αναγνώστη.


Η περιγραφή αναπαριστά ανά πάσα στιγμή το τοπίο της συντέλεσης των γεγονότων, ενίοτε γίνεται «κινηματογραφική» δημιουργώντας πάντα ένα τρισδιάστατο βίωμα του περιβάλλοντος χώρου στον οποίο εντάσσεται φυσικά και αβίαστα, και ο αναγνώστης. Το πάρκο που εκτείνεται σε όλο το βουνό, τα τεράστια κτήρια, οι πλατείες, με αναφορές στην ιστορία ή και τον μύθο που τα περιβάλλει, οι άνθρωποι που τα ορίζουν και τα καταλαμβάνουν, όλα όσα εντυπωσιάζουν ή εκπλήττουν τον αφηγητή, εντυπωσιάζουν και εκπλήττουν ταυτόχρονα τον αναγνώστη.

Με παρόμοια ένταση παρακολουθούμε τις πρώτες προσπάθειες του αφηγητή να ενταχτεί στον χώρο. Στον νέο αυτό – κατά τον συγγραφέα – πλανήτη. Η εγκατάσταση, η γειτονιά που δεν θυμίζει γειτονιά, οι ταξικοί διαχωρισμοί που ορίζουν και περιχαρακώνουν τις συνοικίες. Η γνωριμία με το κοινωνικό και πολιτικό στάτους του Καναδά και κυρίως του Κεμπέκ με όλες τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει. Παράλληλα, οι πρώτες απόπειρες επαγγελματικής αποκατάστασης. Ο πειραματισμός, η αναζήτηση ακαδημαϊκής στέγης, οι απογοητεύσεις, οι κλειστές πόρτες, οι μισάνοικτες πόρτες που επιτρέπουν τη θέαση στις μικρότητες και τις ίντριγκες του μικρόκοσμου της παροικίας αλλά και οι πόρτες που στη συνέχεια ανοίγουν ανέλπιστα και διάπλατα, εκεί όπου η αμφισβήτηση και ξενοφοβία δίνουν τη θέση τους στην εμπιστοσύνη και τον σεβασμό Η περίπτωση του Καναδά και ειδικότερα του Κεμπέκ καταλαμβάνουν ένα αρκετά μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος ή μάλλον της δοκιμιακής πτυχής του έργου. Η ιδιαιτερότητα της Καναδικής πολιτικής ζωής και το κίνημα ανεξαρτησίας του Κεμπέκ όχι μόνο απασχολούν τον συγγραφέα, ο οποίος καταγράφει λεπτομερώς την αρχική του προσπάθεια να διαμορφώσει προσωπική άποψη, αλλά, όπως είναι φυσικό τον οδηγούν αβίαστα σε παράλληλους συσχετισμούς με την κυπριακή υπόθεση. Το συγκεκριμένο θέμα παρουσιάζεται και αναλύεται διεξοδικά όχι μόνο μέσα από το πρίσμα των πραγματικοτήτων που αφορούσαν και αφορούν τους ίδιους τους Καναδούς πολίτες αλλά και μέσα από τον τρόπο που η κάθε πολιτική πλευρά καθορίζει τις σχέσεις, τις ισορροπίες, τα πολιτικά και μικροπολιτικά της συμφέροντα.. Οι πληροφορίες δίνονται είτε με την αμεσότητα της αναλυτικής αφήγησης είτε μέσω διαφωτιστικών διαλόγων ανάμεσα στον αφηγητή και τους συνομιλητές του. Η παρουσίαση και η  ανάλυση επιτυγχάνεται με τρόπο που όχι μόνο δεν κουράζει τον αναγνώστη αλλά τον ωθεί μάλλον σε μια περεταίρω διερεύνηση του θέματος. Ομολογώ πως παράλληλα με την ανάγνωση του «Μετά τα Εκβάτανα», μπήκα σε μια διαδικασία αναζήτησης επιπλέον πληροφοριών για τον Καναδά, την ιστορία του και την πολιτική του κατάσταση. Και έχω να προσθέσω εδώ, εν είδει παρενθέσεως, ότι τα βιβλία που αγάπησα είναι τα βιβλία που με οδήγησαν σε άλλα βιβλία. Τα βιβλία που εξ αιτίας τους οδηγήθηκα σε άλλες παράλληλες ή διαδοχικές αναγνώσεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι η τριλογία του Στέφανου Κωνσταντινίδη.

Παράλληλα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τους πολιτικούς σχηματισμούς και τις δομές πολιτειακής οργάνωσης του Καναδά, ξεχωριστή θέση κατέχει μέσα στο βιβλίο η οργάνωση και η παρουσία της ελληνικής παροικίας. Η ελληνική παροικία μέσα στο ιδιαίτερο χωροχρονικό πλαίσιο που διαμορφώνεται και εξελίσσεται, είχε απασχολήσει τον συγγραφέα και στο προηγούμενό του βιβλίο. Τότε η κυπριακή παροικία του Λονδίνου. Εδώ, στην ευρύτερη κλίμακα του Καναδά, η ελληνική παροικία περιλαμβάνει και το κυπριακό στοιχείο. Η δεκαετία του ΄70 αλλά και του ΄80 είναι μια εποχή έντονων πολιτικών διεργασιών και ανακατατάξεων. Η μεταπολίτευση στην Ελλάδα στον απόηχο της επταετίας και των δεινών που αυτή είχε επιφέρει σε Ελλάδα και Κύπρο, δημιουργούν ακόμα και στον μακρινό Καναδά ένα εκρηκτικό κλίμα ζυμώσεων, αντεγκλήσεων αλλά και ελπίδας για το νέο όραμα της νέας Ελλάδας που φιλοδοξεί να αναγεννηθεί μέσα από τα αποκαΐδια της χούντας. Είναι η εποχή όπου το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει τη σοσιαλιστική «σχεδία σωτηρίας», η εποχή όπου ο αφηγητής, ως ένα βαθιά πολιτικό και έντονα πολιτικοποιημένο ον, θα εμπλακεί ενεργά τόσο στο σοσιαλιστικό κίνημα όσο και στις οργανωτικές δομές της παροικίας.
Αναμφισβήτητα ο «Νομάδας» του Κωνσταντινίδη, ο ήρωας και πρωταγωνιστής του, είναι πρώτα και κύρια ένα ον πολιτικό, ένα έντονα και βαθιά πολιτικοποιημένο ον που προσλαμβάνει τον ακτιβισμό ως φυσική ανάγκη, ως φυσιολογική διεργασία της υπαρξιακής του αποστολής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μέσα σ’ αυτή την συνειδητοποιημένη από νωρίς ταυτότητα, ανδρώνεται, ωριμάζει, προσανατολίζεται και, εν τέλει, ανοίγει ο ίδιος δρόμους και καθοδηγεί. Χωρίς ποτέ να άγεται ή να φέρεται από τη γνώριμη, στον αναγνώστη, μικροφιλοδοξία ή το προσωπικό συμφέρον που είδαμε σε πολλές περιπτώσεις να αποκαλύπτονται πίσω από εμβληματικές πολιτικές φυσιογνωμίες της πρόσφατης μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η πολιτική για τον ήρωα του Κωνσταντινίδη δεν είναι δεύτερη φύση. Είναι η ίδια του η φύση. Όχι φυσικά η πολιτική με τα στενά της όρια. Αλλά η πολιτική ως επανάσταση, ως προοπτική και ως ποιητική πράξη. Η πολιτική είναι για τον Νομάδα αλλά και για τον ίδιο τον Στέφανο Κωνσταντινίδη – για όσους τον γνωρίζουν από κοντά - η κινητήριος δύναμη, η πεμπτουσία του ονείρου για έναν καλύτερο κόσμο. Το μυθιστόρημα «Μετά τα Εκβάτανα», όπως και τα δύο προηγούμενα που συναποτελούν την τριλογία είναι ένα έργο συναρπαστικό, πολυσύνθετο και πολυσχιδές. Όπως έχει προαναφερθεί, δεν επικεντρώνεται μόνο στην αφήγηση γεγονότων. Είναι ταυτόχρονα ένα έργο άντλησης πληροφοριών για τα μέρη όπου ταξίδεψε και έζησε ο Νομάδας, ένα έργο στοχαστικών αναλύσεων γύρω από ζητήματα που απασχολούν την ανθρώπινη ύπαρξη όπως ο έρωτας και ο θάνατος, το κενό και η ανυπαρξία, η εξουσία και η μη εξουσία, η φιλοδοξία και η άρνηση της. Είναι επίσης ένα έργο φιλοσοφικό και συνάμα ή μάλλον αναπόφευκτα πολιτικό. Είναι όμως πρώτιστα ένα έργο ποιητικό και ανατρεπτικό. Με πρώτες ύλες την γνώση και την αυτογνωσία, την ευαισθησία και την εξέγερση, την ελπίδα και την επανάσταση. Με ισόποσες δόσεις από «θανατερά μανιτάρια»* και «ανθισμένες αμυγδαλιές της Πενταλιάς» να καρυκεύουν θεσπέσια την ανάγνωση….




*θανατερά μανιτάρια: αναφορά στο ποίημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη «Βιογραφικό» (απόπειρα ποιητικής αναφοράς), το οποίο περιλαμβάνεται στο μυθιστόρημα «Μετά τα Εκβάτανα».

*Η Ελίζα Χριστοφόρου είναι φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου