Για να τραγουδήσει κάποτε την πίκρα στις λαϊκές γειτονιές η Μπέλλου, ήθελε παγωνιά στις σκεπές και την παρήγορη μυρωδιά του καφέ ανάμεσα στους φίλους. Η σκηνή στα καφενεία, σαν ο Αχιλλέας να επιδένει τα τραύματα του Αίαντα ή να παίζουν πεσσούς κι ο έρωτας στα στήθη των γυναικών χαρακτικό. Τώρα στα λαϊκά προάστεια μετράνε τα τετραγωνικά οι τράπεζες.
Πια, οι Active Member τραγουδούν για τη «Χώρα του Μαλάκα», για τη διαρκή γιορτή των πρωινάδικων μέσα σε ένα πτυελοδοχείο. Και στο μπακγκράουντ του τραγουδιού, στην υπόγα κι αντεργκράουντ η φωνή ενός πιτσιρικά, τραιναριστή, συρτή, ήσυχη παροτρύνει τον τραγουδιστή και τον ακροατή:
«Σκαάασ' το, ρε». Το «ρε» σε φα βαρύ, σαν ξεμεινεμένη πενιά από μπαγλαμαδάκι που περιπαίζει τον λυγμό του.
«Σκαάασ' το ρε». Έτσι στο ήσυχο, κουλαριστά σαν το παιχνίδι, που όλο το απόγευμα χθες έφτιαχνε ο πιτσιρικάς στην πίσω αυλή του σπιτιού του (το πλάνο αμερικάνικο), να βρήκε τελικώς τον προορισμό του
«Σκαάασ' το, ρε». Πάνω στην ημέρα μου. Κυριακή απόγευμα στα προάστεια. Να ‘ρθει η νύχτα μου νωρίς, να τελειώνουν οι διαφημίσεις για σήμερα.
Ορισμένοι πιτσιρικάδες γράφουν τη ζωή τους στις ασπίδες τους κι αυτή τους γράφει στα παλιά της τα παπούτσια. Μεγαλωμένοι από νωρίς, σαν άντρες ψημένοι ή πια προς το γέρμα τους, αυτοί οι έφηβοι έχουν μόνη γυναίκα, θεά στη ζωή τους τη βασίλισσα στη σκακιέρα τους. Τη μαύρη. Οταν παίζουν με τα άστρα. Χάνουν, ωραίοι.
Μένουν σκυφτοί (ελαφρά -όπως τα ελληνιστικά αγάλματα), γέρνοντας στο πλάι, λίγο, σαν τα πουλάκια όταν τα βρίσκει μόνο του ένα σκάγι στο φτερό μετά το πρώτο ξάφνιασμα. Αυτοί οι νέοι μαθαίνουν να πέφτουν.
Κι όταν αλλάζουν χρώμα στις παρτίδες τους, αλλάζουν για πλάκα. Και με τα μαύρα όταν παίζουν, η ίδια μαύρη βασίλισσα τους τρώε. Χάνει για πάρτη τους.
«Σκαάασ' το, ρε». Είναι γεμάτα τα προάστεια αγάλματα εφήβων με τα χέρια στις τσέπες, γέρνοντας -είπαμε- ελαφρά, στο χρώμα του χώματος, με την ανάσα του γιασεμιού στα χείλη, πλην όμως τίποτα από Ακάθιστον και Χαιρετισμούς· άλλο έαρ, μαυροφτέρουγο κατέχει τα μάτια τους που δεν λένε πολλά με μια-δυο λέξεις -μεταξύ τους- στον κώδικα των στρατιωτικών παραγγελμάτων, βραδυάζει στις πλατείες.
Μυριάδες αγάλματα μικρών Αλέξανδρων, που τα διασχίζουν ανύποπτοι οι πολίτες. Όταν σου έχει κάνει κώλο το μυαλό η διαφήμιση, αντιλαμβάνεσαι τα κολαριστά κολάρα και τα ξέκωλα, αλλά όχι τα αγάλματα.
«Σκαάασ' το, ρε». Πάνω στην ανεργία σου και συ ο άλλος, η άλλη, σκάσ' το πάνω στα δύο πτυχία σου και τα 500 ευρώ που θα σου δώσουν ρεγάλο για φραπόγαλο -αυτός είναι ο μισθός σου- αυτοί που ζουν στην κοσμάρα τους πιστεύοντας ότι ο κόσμος είναι η κορμάρα τους.
Βούτα, αγόρι μου και κόρη, έναν ποιητή και σκάσ' τον πάνω στον ίππο και τον επίσκοπο και τον πύργο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου