[OTTONE ROSAI, Πορτραίτο του Piero Bigongiari, 1949-1955]
***
Δεκεμβριάτικη αυγή
[Alba di Dicembre]
Σαν την πέτρα που αίμα γίνεται, το βλέμμα
εφορμά -ίδιο πουλί- στην όχθη∙
αργά το πιάνει του Θεού το μάτι.
Διαπερνά το φως ή το δημιουργεί;
Τι ελπίζει στην πτώση - από την πτώση; Ίσως
κάτι βλέπει, κάτι ψάχνει μες στον ύπνο, ανάμεσα στ’ άνθη
που ταράζονται απ’ τον έρχομό του, θλιβερά άνθη
του ποταμού, ομπρέλες σκουριασμένες στη βροχή
ενός ονείρου που προσημαίνει το μέλλον.
Αυγινό όνειρο είναι, φυσικά. Άξαφνα ξεφυτρώνει
ένα στοιχειό ασβεστωμένο, ένας χτίστης…
Λίγο πιο πέρα τρέμουνε προσηλωμένα
σ’ ένα μισοσβησμένο κομματάκι ήλιου,
σφιχτά σφιχτά για να μη χαθούνε, σαν τ’ αμύγδαλο το ξερό
μες στο φλούδι που δεν έχει πια χυμό, σπίτια, σκιές...
τρίζει εδώ κάτω η βάρκα, ξεπηδά μέσα απ’ τις ρωγμές της πόλης
τις σκοτεινές ένας βιολετής καπνός από καμπάνες
σαν μια υπόγεια αναταραχή που ξέσπασε ξαφνικά,
κι εσύ με πιάνεις τρυφερά απ’ το χέρι
και μου λες: Είν’ ώρα να φύγουμε.
Είναι η ώρα ν’ αφήσουμε τούτο το κλαδί
που τρέμει και καταρρέει στο νυχτερινό του θάνατο.
Άνοιξε τα φτερά σου, πουλί της παγωνιάς, κοίτα την όχθη
να ξεμακραίνει κάτω σου, κοίτα τη λάσπη
την πηχτή, το σύρσιμο των ποδιών των αργοκίνητων ψαράδων,
είν’ η ώρα να λευτερώσεις τους σπόρους
τους εμπιστεμένους στο θάνατο, η ώρα να σηκωθείς και να πετάξεις ψηλά.
***
Σου γράφω
[Ti scrivo]
Σου γράφω μες στη γυαλάδα απ’ των σαλιγκαριών τα χνάρια,
πιο δυνατή απ’ τη βροχή τούτων των ημερών∙
λαβύρινθος από άστρα, λίκνο αργό,
όπου εγώ, πεισμένος πως είν’ ίδιο το να φύγω ή να μείνω,
αιωρούμαι σε μια φουσκονεριά βλεφάρων,
των δικών σου... Μα τι ζητάς, σφαχτάρι σε βωμό
έτοιμο να σβήσει, σάρκα μες στη σάρκα,
γλώσσα που πολλαπλασιάζεται σε λέξεις
απρόφερτες∙ εσύ, η πιο λαμπρή,
πολλαπλασιάζεσαι ανάμεσα στις άλλες, απιθωμένη
εκεί που ο άνεμος ο λαμπρός σταματά,
ανάμεσα στις αχτίδες στο βάθος της Οδού Ανέμων, σ’ έναν τοίχο:
ο άνεμος, ή άλλο συμβάν, κείνη η άλλη
πνοή που τεντώνει τ’ ανεμούρια, μα τώρα
συνθλίβει τον ήλιο εδώ, μες στα χνάρια των σαλιγκαριών...
Σου γράφω για ένα γεγονός αδύνατο μα αληθινό,
αδύνατο γιατί είναι αληθινό.
***
Ο Piero Bigongiari είναι ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του ύστερου ερμητισμού. Παρόλα αυτά, παραμένει άγνωστος στη χώρα μας, ενώ και την Ιταλία το ποιητικό του έργο είναι μάλλον επισκιασμένο.
Το όνομά του έχει συνδεθεί με εκείνο του συνομήλικού του μείζονος ποιητή Mario Luzi, αλλά και με αυτό του επίσης αξιόλογου Alessandro Parronchi: οι τρεις του έχουν αποκληθεί «οι ερμητικοί της Τοσκάνης». Ο Bigongiari, ο οποίος δίδαξε ιταλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, υπήρξε επίσης κριτικός λογοτεχνίας και τέχνης, αλλά και σπουδαίος μεταφραστής ξένης ποίησης στα ιταλικά.
Εμφανίστηκε στα γράμματα, με την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, το 1942. Η πορεία του προς την ωριμότητα και την πληρέστερη απόδοση του ποιητικού του οράματος συνεχίστηκε, όμως, για αρκετές δεκαετίες. Στο έργο του εντοπίζονται συχνά μεταφυσικά στοιχεία, καθώς επιχειρείται σε αυτό η υπέρβαση της πραγματικότητας∙ μιας πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από την απουσία, με τον άνθρωπο να αιωρείται ανέστιος μέσα σε αυτήν.