Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ -ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ/// ΠΟΙΗΜΑΤΑ






                                                       




Πώς θα ονομάσουμε τη δική του σιωπή



Κύμα ανάμεσα στα κύματα
Παιδί ανάμεσα σ' όλα τα παιδιά
Με τον ήλιο ταξιδεύει ανεμοπαίζοντας
Το σχολείο το ίδιο ολέθριο όπως και η βροχή!


******


Διαμορφώνοντας μιαν άποψη


'Ερχεται κάτι που ξαφνικά την ανατρέπει
Διστάζεις να απορρίψεις την μία
Δεν μπορείς να αγνοήσεις την άλλη
Δύο εκδοχές λοιπόν τηρουμένων των αναλογιών
Σε μια μακάβρια διαπραγμάτευση
Όσο υπάρχει ακόμα καιρός



******


Για να βάλω τελεία και παύλα


Κι αν απινιδωτές
Ανατάσσουν την αρρυθμία του χρόνου
Αυτοαναιρούνται τα ανθρώπινα
Καταφεύγει ενίοτε η φθορά
Και η νύχτα



******


Δυστυχισμένοι


Δυστυχισμένοι
Αυτοί που σφάχτηκαν 
Εκατό φορές από άγριους πολιτισμένους
Χωρίς να τους κλάψει κανένας
Είναι πολλοί...


******


Η ανημπόρια των καιρών


'Ενα βαρυφορτωμένο καράβι
Που κινδυνεύει
Καρφωμένο στις εφημερίδες
Οι πρόσφυγες


Ο καθένας μέσα στη διαφορετικότητά του
'Ερχεται
Σαν ψηφοφόρος που εξαπατείται
Από τρικ και συνθήματα
Στο  βωμό ενός νέου κόσμου
Τόσο αθώος όσο και οι αεροπορικές πτήσεις.






*

Σα να συνέβη


Ποιήματα

Φροσούλα Κολοσιάτου

Ομπρέλα, 2002












notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ /// ΟΧΤΩ Χ Α Ι Κ Ο Υ



                             






α'

Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα


β'

   στη Γιώτα Κριτσέλη

'Εσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη,μόνη,
μια ανεμώνη.

γ'

Για ποιά εκίνησε 
κορφή και σε ποιά κοίτη
κατρακύλησε!...

δ'

    μνήμη Γ.Κ.Καραβασίλη

Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο'
τον μέθυσε η ζωή.

ε'

Σήπεσαι σώμα
στη σιωπή,στην απουσία
άλλων σωμάτων.

στ'

Θεέ μου,τί αόρατο
ναυάγιο που είναι
η  έρημη ζωή!

ζ'

Χειμώνας  πάλι'
σβηστή η φωτιά του έρωτα
και η καρδιά μου κρύα.

η'

Το είδωλό μου
μέσα στον καθρέφτη
σαν νεκρή  φύση.



=========================================


Ό,τι περιγράφω με περιγράφει


Ποίηση δωματίου

Αργύρης Χιόνης
μουσική σύνθεση: Νίκος Ζούδιαρης, Φοίβος Βλάχος

Γαβριηλίδης, 2010

notationes ///ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ -ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΕΛΕΝΗ ΤΖΑΤΖΙΜΑΚΗ ///ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ







                                                                       




'Οσα είναι να πω
κατά βάθος έχουν ειπωθεί
για να πρωτοτυπήσω μένουν μόνο όσα δε θά' λεγα ποτέ
και δεν  θα πω
διότι η εκκρεμότητα είναι αυτή που συντηρεί τελικά
και τη φωνή και τη σιωπή
που θα ακούσει κάποτε κανείς,
λίγο πολύ οι περισσότεροι,
σε μέρη γνωστά από παλιά
με ακατανόητη γλώσσα και παρωχημένους χρησμούς


Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν ακόμη αυτές οι αλυκές στη
θάλασσα των ανθρώπων.


Και είναι βέβαιο ότι ακόμη σκεφτόμαστε κατά μήκος 
του νερού

έως ότου σκάσει το κύμα στην ακμή της καρέκλας

και γίνει το βάρος όγκος

η καρέκλα θάλασσα

και πιάσουμε το βρεγμένο νήμα άπ' την αρχή του



*


Μετά την ενηλικίωση


Ελένη Τζατζιμάκη

Μελάνι, 2012
45 σελ.




















notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 ///ΧΑΡΙΣ ΚΟΝΤΟΥ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ







                                                             





Τομή


Κάνει έρωτα και το σώμα της γίνεται ουρανός
Είναι γη σε μια πιο υψηλή μετενσάρκωση


******


Η  ηθοποιός και το ερωτευμένο βλέφαρο


Το δάκρυ του είναι μια ψηλή μελαχρινή γυναίκα με απαλά χείλη, κίτρινους βόλους για μάτια που σε τυφλώνουν και σε ντύνουν αστραπή. Φοράει αίμα, να αγκαλιάσει το τρυφερό γυναικείο του δάκρυ. Να σύρει κόμπους απ' το λαιμό στα βλέφαρα. Κι όταν ξαπλώνει, η καρδιά του το τραβάει προς τα πίσω. Κι όταν πάει να σηκωθεί, τα σεντόνια βάφουν το σώμα του λευκό, γίνεται αόρατος. Όταν αμφιβάλλει, έρχεται πάλι η ατιμασμένη γυναίκα και κλαίει στον ώμο του. Κι όταν λοιδορεί, μια θλίψη από σκοτάδι κηλιδώνει το πορτρέτο του και γίνεται πιο αβάσταχτος από ποτέ. 




 ******



Εκτάριο παραδείσου



Κόκκινοι ανεμόμυλοι
Προεξέχουν σαν ιστία στην καμπυλότητα της μοναξιάς. 



 ******



 Αδικία


Ζηνοβία,
Θα σας αγαπήσω τόσο που
η μάνα μου θ’ αυτοκτονήσει κάτω από αιμοδιψή πλακόστρωτα
θα φυτρώσουν νούφαρα σε πτυελοδοχεία
τα κόκαλα θα γεμίσουν αρρώστια και πόνο
θα ματώσει ένα γυμνό παιδί κάτω απ’ το Θεό
το οινόπνευμα θα ρέει στο σώμα του ψαριού
θα αποτεφρωθεί η ανάσα ν’ ανέβει η καμπύλη μου στην επιφάνεια
θα παίζω μαριονέτες στον Φάουστ και το χτικιό μου θ’ αναβιώνει αθάνατο
θα γίνω στήθος κάτω από μαύρο ρούχο
θα γίνω το παντελόνι του πεθαμένου
τα πόδια θα γνέφουν στην αναπτέρωση
τα πεύκα θα σφίξουν τις παλάμες τους στο στόμα
τα δόντια μου είναι κόκκινα
Αχ, και δεν θέλω να μείνω ορφανός




 ******



 Εξέγερση

                                                  Στον Θάνο



Ανδρειώθηκαν τα μάτια μαζί με τις πόλεις
Τα βλέφαρα δεν φτάνουν στα τείχη




******




 Νόθο



Μ' άφησε η διχασμένη εκείνη τρίαινα
να της ξυρίσω το κεφάλι
να κολυμπήσω στο βυθό της
πίνω μάτια με μαλλιά χωρίς φρύδια
καταπίνω γλώσσες
δώρα φέρω άσφαιρη
Τρίαινα με τις κόρες σου 
έχεις ένα παιδί ακόμα.




 ******


(Από τη συλλογή ‘Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση’, εκδ. Γαβριηλίδης 2012)













notationes/// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ -ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΑΝΕΛΗΣ /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ






                                                               






ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ



Η Ποίηση,πάντα θλιμμένη ερωμένη
θα μας αποχαιρετά
βιαστικά κουνώντας το καπέλο της
μέσα από σμήνη αποδημητικών πουλιών
κι  άπ' τον ουρανό λέξεις θα πέφτουν διάσπαρτες.


Και μετά ο ήλιος θα παγώνει κάτω  άπ ' τα πλατάνια
τα σύννεφα θα στέλνουν μιαν ακόμη βροχή
λασπωμένη και κίτρινη
κι η άνοιξη θα διαμελίζεται στα στενά.


η Ποίηση,το πρώτο μας τσιγάρο
η τελευταία μας ελπίδα κι η διάψευσή της.




 ---------------------------------------------------------------



ΚΛΙΝΙΚΑ ΝΕΚΡΟΙ



Μέσα σε μια πλασματική ζωή  γερνάμε
εναποθέτοντας στο αύριο τις καλύτερες μέρες
μιλάμε με τις σκιές στο φως του μεσημεριού
λύνουμε γρίφους κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Και το πρωί ρίχνουμε τις ευαισθησίες μας
στις ρόδες του απορριματοφόρου.


'Ετσι απρόσωπα γερνάμε
ζώντας σε περιβάλλον μη αναστρέψιμο.




*ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΙΔΕΩΝ,ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ,ΑΘΗΝΑ 2014



notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ- ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ :Στην Ποιήτρια που Θέλω να Γίνω /// Μετάφραση στα Ισπανικά Antonia Huerta Sánchez.


                                        

πηγή:http://clepsidradeinvierno.blogspot.gr/2014/08/asimina-xirogianni-de-mi-epoca-es-la.html?spref=fb


                                           ASIMINA XIROGIANNI

 
                                                de Mi época es la poesía (Ed. Gavrielides, Atenas, 2013)


 A la poeta que quiero llegar a ser ***

Te viene a la boca el título.
Él te conducirá al contenido
(ruta inversa al final).
El poema no quiere calmarse.
Gira dentro de tu boca
te atormenta hasta que sale.
Mas son difíciles los nexos.
Porque poema significa luz.
Y a ti ahora las circunstancias te reclaman.
Venga, haz recuento de tus fuerzas
si puedes crear luz
de la oscuridad del hoy. 


 ***Mετάφραση στα Ισπανικά Antonia Huerta Sánchez.

Στην ποιήτρια που θέλω να γίνω

Σου 'ρχεται στο στόμα ο τίτλος.
Αυτός θα σε οδηγήσει στο περιεχόμενο
(αντίστροφη πορεία τελικά).
Το ποίημα δεν λέει να ησυχάσει.
Στριφογυρνά μέσα στο σώμα σου
παιδεύεται να βγει.
Μα είναι δύσκολες οι συνδέσεις.
Γιατί ποίημα σημαίνει φως.
Και σένα τώρα οι περιστάσεις σε καλούν.
Ελα, μέτρησε τις δυνάμεις σου
Αν μπορείς να κάνεις φως
τα σκοτάδια του σήμερα.

 ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ 

 
Εποχή μου είναι η ποίηση, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013  



Asimina Xirogianni nació en Atenas, aunque su lugar más querido es la isla de Egina donde empezó a escribir poesía. Estudió Filología Clásica y Dramaturgia en la Universidad de Atenas, además de interpretación en "Theatro-Ergastirio". Se dedica a la enseñanza de la interpretación teatral, y realiza actividades de animación teatral. Con sus alumnos ha puesto en escena obras propias y de grandes dramaturgos como Aristófanes. Además da clases de Lengua, Literatura y Teoría del Teatro.  Es miembro de la Asociación Panhelénica de Teatrólogos. Es autora de tres libros de poesía (La profecía del viento, Dodoni Ed. EPE 2009; Heridas, ed. Gavrielides 2011 y Mi época es la poesía, ed. Gavrielides 2013) y de la novela Su cuerpo se volvió sombra (ed. Anatolikos, 2010). Podéis seguirla en la página web http://varelaki.blogspot.com

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ- ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ /// ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ




                             




                                                             
Πέντε διαδρομές όλες και όλες.
Arrêt Germoir μέχρι
Place de Luxemburg
και τούμπαλιν



-το ανάποδο οι φυσιολογικοί περίεργο το είπαν-


Καρφιτσωμένη στην στάση
χάσκει
χάρτινη η ταραχή μου


-θα μ’ άγγιζες
με την είσοδό σου-


Χάσκει το στόμα βαθύ
Μελάνι πόθησα
να χαράξει πάνω μου
την ώρα
τα λεπτά
τα δευτερόλεπτα
να ορίσει διαδρομή


-την διαδρομή οι περίεργοι αναγκαίο κακό την είπαν-


Χτύπα με
να επικυρωθώ
στου χεριού σου την κίνηση.




(Brussels 2014)

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ- ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΩΑΔΙΤΗΣ /// ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

                ΦΩΤΟ Α. Ξηρογιάννη
                                                           






Όνειρα καταβύθισης





Τα κομμάτια της ψυχής

στην άμμο της αγωνίας

όπου όλα συντρίβονται

υψώνοντας αντιρρήσεις

σε κρύσταλλα καρδιάς

σε νότες που δεν ακούγονται

στης βροχής την αλλόκοτη γεύση

στην πανίδα και τη χλωρίδα

μιας αλλιώτικης νύχτας

που κάνει τα πάντα να χάνονται

στο χρόνο που σε παίρνει

στις λεωφόρους του

που κρύβεσαι στην ανάσα του

και τα φτερά του

σε ξεμακραίνουν σταθερά

σε όνειρα καταβύθισης

καταλύοντας την υπόστασή σου


κι απορείς παράξενα

σαν αποπλανημένο παιδί

σε στράτες που διψούν

για ήλιο και πόθους

αγωνίες και αγάπες

και κρύβεις την αλήθεια

σε πυρωμένες λαβές

σε καρικατούρες λογικής

και δήθεν συνομιλίες

με τον πολιορκούμενο εαυτό σου


ο νους φαράγγι απάτητο

κι η ηχώ του γέλιου σου

φτερουγίζει στα τοιχώματά του

με μια απόλυτη προσμονή

στο χώρο και το χρόνο

το αέναο της σιγής

εκεί που κανείς θάνατος

δεν ξαφνιάζει τους τεθνεότες

με έναν ορίζοντα ατελεύτητο

με μια λύρα βραχνή

σαν παρατεταμένο χτύπημα

στην πόρτα των συνόρων

που βουρκώνουν μπροστά στο βουβό

της καταχνιάς και του σκότους


εκεί προχωράς φειδωλός

να απολαύσεις τον κεραυνό

τον εν αιθρία εμφανιζόμενο

που δονεί χιλιάδες οίκτους

και ηλιοτρόπια τεράστια

και δροσοσταλίδες

και καρπούς μεστούς

από χαιρετισμούς πουλιών

και χτυποκάρδια άγνωστα.

----

Κάποιες Θερμοπύλες 


 


Κατάρες σαν «έξυπνες» βόμβες

πραγμάτωση όμοια μ' εκσπερμάτωση

πρόθεση στάσης - μόνο στάσης

αστείες οι φορεσιές μας

τις αγοράζουμε ποτισμένες

απ' το αίμα των άλλων...



πού να ξαποστάσουμε

την αφέλειά μας,

πού να ψιθυρίσουμε

αφού κάθε φεγγάρι

είναι πομπός υποκλοπών,

πού να πιαστούμε

αφού δεν υπάρχει σανίδα



η μόνη διασκέδαση

πεταμένα πλαστικά πιάτα

μετά από πάρτι συνωστισμού

σε χοροπηδάδικα της πλάκας.



είπες θα φύγεις

να γνωρίσεις κι άλλες πέτρες

να σκορπιστείς σ' άλλα στέκια

να δοθείς στην απόδραση

να μη πεις ότι πήγες χαμένος

ότι έμεινες ο ίδιος

να φυλάς κάποιες Θερμοπύλες.








---

Aναγεννημένοι

 
φίλοι εμφανίζονται

απ' τα παλιά

σαν αναγεννημένοι

απ' τις στάχτες

που άφησε πάνω τους

η πάχνη του χρόνου

που αδιόρατα φώλιασε

στα πνευμόνια μας


μιλούν για νεκρούς

δαιμονισμένους

μάγισσες

και κυνήγι φαντασμάτων


κι εγώ που θέλω

να βυθιστώ πιο πολύ στη ζεστασιά

των σκεπασμάτων

απολαμβάνοντας αλλόκοτα

πρωινά όνειρα

notationes/// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ /// 'ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ




                                                         
                                               
                                                         φωτο.Κ.Γ.





Εκδίκηση





Τα παράθυρα 

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.- Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγοριά.-
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τα βρω. Και καλύτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει. 

Κ. Π. Καβάφης

Έκλεισε πίσω του την πόρτα της υπόγειας κάμαρας και κατευθύνθηκε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο. Οι ώμοι του βάραιναν κυρτωμένοι από τα χρόνια και την μοναξιά. Βγήκε στο δρόμο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να βαδίζει αργά με προορισμό το λιμάνι, όπως το συνήθιζε κάθε μέρα. Ο αέρας φυσούσε που και που, ανακατεύοντας τα λευκά του μαλλιά. Κουφάρι μοναχικό και άδειο, αυτό είχε απομείνει από τα νιάτα, που τον ξεγέλασαν και τον παρέσυραν στα δίχτυα της ματαιοδοξίας και του εγωισμού.
Κάθισε στο παγκάκι, το ίδιο πάντα, και άφησε το βλέμμα του να ενωθεί με το γαλάζιο της θάλασσας. Κοντά της είχε περάσει τη ζωή του ολόκληρη κι άλλη ζωή δεν είχε γνωρίσει, γι’ αυτό τώρα που δεν τον ταξίδευε πια, ερχόταν και την κοιτούσε με τις ώρες, συνεχίζοντας νοερά τα ταξίδια του. Την απόλυτη ησυχία του δειλινού διέκοψαν παιδικές φωνές. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε μια ηλικιωμένη κυρία με δυο μικρά παιδιά να κατευθύνονται προς το μέρος του. Όταν έφτασαν δίπλα του, τους κοίταξε καλά μέσα από τα γέρικα, θολά του μάτια. Τα γόνατα του λύθηκαν κι ο


τους κοίταξε καλά μέσα από τα γέρικα, θολά του μάτια. Τα γόνατα του λύθηκαν κι ο
χρόνος σταμάτησε. Η καρδιά μ’ όση δύναμη της είχε απομείνει, έκανε προσπάθεια να χτυπήσει νεανικά, ερωτευμένα. Αυτή είναι. Χωρίς αμφιβολία αυτή είναι, σκέφτηκε. Η μάγισσά του, η αγάπη του, το όνειρό του, η θλίψη κι ο πόνος, η μοναξιά και η ελπίδα του. Είναι σίγουρος πως είναι αυτή.
-Ευτυχία; Κατάφερε να ψελλίσει, ενώ τα μάτια του μούσκεψαν και θόλωσαν ακόμα περισσότερο.
Εκείνη κοντοστάθηκε και τον κοίταξε αμήχανη. Αυτή ήταν, μα θα του το αρνηθεί. Θα πάρει την ευκαιρία που παρουσιάστηκε μπροστά της ανέλπιστα και θα τον εκδικηθεί. Θέλει να τον πληγώσει όσο την πλήγωσε, έστω και μετά από τόσα χρόνια. Ο πόνος δεν έχει σβηστεί από μέσα της, ίσως μόνο κρύφτηκε πίσω απ’ τις κουρτίνες των αναμνήσεων, μα δεν έσβησε ποτέ. Είναι εκεί μπροστά της και της προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Πως κατάντησε έτσι ο Θοδωρής; Τον θυμάται σαράντα χρόνια πριν, όταν κάθε φορά που το καράβι του έπιανε λιμάνι, το σούσουρο απλωνόταν σ’ ολόκληρο τον Πειραιά. «Ήρθε ο Άδωνις» έλεγαν, τόσο όμορφος ήταν. Κι εκείνη μικρή και αθώα κολακευόταν, που μόνο αυτήν καλημέριζε όταν περνούσε κάτω απ’ το παράθυρό της. Σε καμιά άλλη δεν έδινε σημασία κι ας κρέμονταν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς στα παράθυρα, περιμένοντας ένα του χαμόγελο. Κάποτε κουράστηκαν, πίστεψαν πως δεν έχουν καμιά ελπίδα, αφού αυτός είχε μάτια μόνο για την Ευτυχία. Όλοι το είχαν σίγουρο, πως θα γίνονταν ζευγάρι. Όμως εκείνος έφευγε κι ερχόταν και έμενε μόνο στο καλημέρισμα. Τίποτε παραπάνω. Κάθε φορά που το καράβι του έπιανε λιμάνι, ευχόταν μέσα της να είχε έρθει η ώρα, αλλά μάταια. Τα χρόνια περνούσαν και όταν ένα γειτονόπουλο τη ζήτησε απ’ τον πατέρα της, εκείνος δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Στην αρχή η Ευτυχία θύμωσε, έκλαψε κι ύστερα πείσμωσε και αποφάσισε, πως δεν άξιζε να τον περιμένει άλλο. Αν την ήθελε, θα την είχε ζητήσει.
-Ευτυχία εσύ είσαι; Επανέλαβε αυτός με φωνή απόκοσμη.
Εκείνη εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητη και να τον κοιτάζει ανέκφραστη, παγωμένη, παρόλο που τα παιδιά στριφογύριζαν στα πόδια της και της τραβούσαν τη φούστα, ρωτώντας την: «Γιαγιά ποιός είναι αυτός ο γέρος;» Σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να εκφράσει το παραμικρό συναίσθημα, αν και μέσα της είχαν ξυπνήσει όλες οι μνήμες, που τόσα χρόνια πάλευε να διαγράψει.



είχαν ξυπνήσει όλες οι μνήμες, που τόσα χρόνια πάλευε να διαγράψει.
-Όχι κύριε λάθος κάνετε, του απάντησε κοφτά και συνέχισε βιαστικά το δρόμο της, τραβώντας κυριολεκτικά κοντά της τα δυο παιδιά.
Ο Θοδωρής ανοιγόκλεισε τα μάτια, παραμόρφωσε το πρόσωπο σαν να ’θελε να κλάψει και ύστερα τα άνοιξε διάπλατα. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έσφιξε με όση δύναμη του είχε απομείνει, το μικρό μενταγιόν από σπάνιο κεχριμπάρι, που της είχε αγοράσει από εκείνο το ταξίδι στη Βαλτική. Δεν της το έδωσε ποτέ, γιατί όταν γύρισε στην πατρίδα δεν την βρήκε…
Έλεγε πάντα μέσα του, πως δεν χρειαζόταν να βιάζεται, είχε χρόνο, ήταν πολύ νέος, είχε όλη τη ζωή μπροστά του, δεν χάλασε δα κι ο κόσμος να το γλεντούσε μερικά χρόνια ακόμα. Κι έτσι κάθε φορά που γύριζε στην πατρίδα, ανέβαλε να την ζητήσει παρόλο που το ’χε αποφασίσει, πως θα την κάνει γυναίκα του. Το είχε εξομολογηθεί και στον φίλο του το Λευτέρη, που ταξίδευαν παρέα.
-Ζήτησέ την επιτέλους, θα στην πάρει άλλος και θα το μετανιώσεις πικρά, τον συμβούλευε ο φίλος του.
-Έχουμε καιρό ακόμα, δεν μας πήραν δα και τα χρόνια, του απαντούσε επιπόλαια ο Θοδωρής, κι άφησε τα χρόνια να περάσουν, αναζητώντας την ηδονή στα λιμάνια κι όχι στην αγκαλιά της Ευτυχίας, γιατί ήταν σίγουρος πως αυτή θα στέκεται πάντα στο παράθυρο να τον περιμένει.
Ο Λευτέρης κουνούσε το κεφάλι, απορώντας με την επιπολαιότητα του φίλου του, μα κάτι άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Μέχρι που ένα τραγικό περιστατικό έκανε το Θοδωρή να καταλάβει, πως ίσως και να μην είχε πολύ χρόνο. Ένας ναύτης από το πλήρωμα ανέβηκε στα ψηλά του πλοίου, για μια επισκευή και γλίστρησε με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε και άλλαξε ρότα. Στο πρώτο λιμάνι που κατέβηκαν, πήγε να της αγοράσει δαχτυλίδι. Στο κοσμηματοπωλείο όμως το μάτι του έπεσε σε ένα κεχριμπαρένιο μενταγιόν δεμένο περίτεχνα με χρυσό. Χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασε και έφυγε ξεχνώντας το δαχτυλίδι. Δεν βαριέσαι, θα της αγοράσω το καλύτερο από την πατρίδα, σκέφτηκε μόλις το κατάλαβε. Όταν όμως έφτασε στην πατρίδα, η Ευτυχία δεν βρισκόταν πια στο παράθυρο. Βαρύς χειμώνας ξέσπασε μέσα του, απομακρύνοντας οριστικά το καλοκαίρι που πάντα επιθυμούσε.


Γύρισε, σέρνοντας αργά τα βήματά του μέχρι το υπόγειο της ζωής του. Τα στεγνά γεμάτα ρυτίδες χέρια του, ψαχούλεψαν τα κλειδιά και άνοιξαν την πόρτα. Έπειτα βάλθηκαν να ψηλαφούνε τους τοίχους, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά ψάχνοντας να βρούνε παράθυρα. Πίστευε πως αν έβρισκε έστω κι ένα μικρό παραθυράκι, ίσα μια χαραμάδα, θα ’ταν μεγάλη παρηγοριά. Μα παράθυρο δεν άγγιξαν τα χέρια του, άσε καλύτερα έτσι στο σκοτάδι να μείνω, μονολόγησε. Το φως θα με βάλει σε φουρτούνες.

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ /// άτιτλο [ζήτημα ποιητικής]




                                                              












όλο κι όλο ένα χάδι 
από άρωμα τσαγιού. 


αυτό είναι το ποίημα. 


τα υπόλοιπα 

                                                              [το φλυτζάνι \ ο βραστήρας \
                                                              το κατάστημα με τα αποικιακά \
                                                              το καράβι των Ινδικών γραμμών \
                                                              η Κεϋλάνη \ η φυτεία \
                                                              τα χέρια που χαράματα
                                                              κορφολογούν νεαρά φύλλα \
                                                              τα γέλια των κοριτσιών
                                                              και οι βρισιές των γέρων επιστατών]
είναι απλώς
φλυαρίες 







                                                      

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ -ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΝΕΛΛΑ ΣΥΝΑΔΙΝΟΥ /// ΟΣΟ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΤΟΣΟ ΕΡΩΤΑΣ



                                                          



                                      

                                                    φωτό Α.Ξηρογιάννη





    Ήταν πριν απ' το άναμμα του φιτιλιού κι έξω απ' του σύμπαντος τον χρόνο

    Πριν ο φλοιός της γης διαπλάσει την εισβολή του πάνω στη ρέουσα μάζα

    Προτού να σελαγίσουν τ' άστρα κι ο ουράνιος φωτεινός να φυσήξει φέγγος

    Καταμεσής ήταν στου σιβυλλικού αιθέρα την ανεμόεσσα απροσδιοριστία

    Καταμεσής στα σιωπηλά σκότη υπόκωφα  πάφλαζε την κυματιστή ροή της

    Η θάλασσα.



    Στης τρικυμίας τον θανατερό θυμό παραδάρθηκα με μπλάβο ωκεάνιο δέρμα

    Στη μενεξεδιά λύπη έλιωσα ενός ασάλευτου δειλινού μπροστά στο πέλαγος

    Στης γαλανής τα καμώματα με του ήλιου τα στραφταλίσματα  ιλαρή ένιωσα

    Βαθιά κορμί - ψυχή φαρμάκωσα μες των μολυσμένων θαλασσών τις τοξίνες

    Βαθιά στων πολύμορφων κόλπων της τις ευμετάβλητες ποιότητες με άδραξε

    Η θάλασσα.



Μια ατελεύτητη ροή αλλαγών που γράφονται και σβήνονται στις ράχες των κυμάτων  είναι η θάλασσα. Ποτέ ένα κύμα δεν είναι το ίδιο με το προηγούμενο, μα απ' τα ριζά του προηγούμενου γεννιέται. Στης ράχης του το κύρτωμα μεταρσιώθηκα την έξαρση, στη χάση του με ρούφηξε η  μουσκεμένη γλύκα. Τον έρωτα με χόρεψε παλινδρομικά, πότε με τρυφερή απαλότητα κι άλλοτε παθιασμένα. Γιατί το κύμα είναι στιγμή από τη θάλασσα κι η θάλασσα ξέρει ν' αγαπά και ν' αγαπιέται σα γυναίκα · εισπνέει το όλον.



   Της μοιάζω τόσο, που με πληγώνει να είμαι γυναίκα

    κι όχι θάλασσα.

   Της μοιάζω τόσο, που ονειρεύτηκα να είμαι η θάλασσα

    κι όχι γυναίκα.



    Μα εγώ δεν έχω μιαν απέραντη αγκαλιά αγέραστη

    Μα εγώ δεν έχω έναν έρωτα ακατάβλητο κι αθάνατο.

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 //ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ /// ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ








                                                             







 




Το εφτάψυχο ποίημα 







Εδώ πρέπει να μπω
πριν φτάσουν τα πράγματα

σε μια λέσχη χαρτοπαιξίας, στο απροχώρητο· 
σε κάποια αδελφότητα,

στην ερειπωμένη κατακόμβη,
                                      ακόμη και σ ́ ένα παραθαλάσσιο

ξενοδοχείο τριών αστέρων

Τ ́ απομεσήμερο να σπινθηρίζει
                                         σα βεγγαλικό η μοναξιά

-μπρος φωτιά και πίσω αίμα-

κι οι εφτά ψυχές του ποιήματος
                                   να με κοιτούν θριαμβευτικά από την


                                                                               κλειδαρότρυπα,
                                                 με την εγγύτητα μιας
νέας πτώσης 








                                                         











(Μετρώντας) σαράντα μέρες με την όπισθεν








το φως το βίαιο,
το σπαραχτικό
σε μια θάλασσα στάχτης 

ανάμεσα στους απόντες, 
μια ακόμα φορά ανάβω.
Μ’ ελάχιστη απόκλιση 
τα τυφλά σημεία
σαν χρόνια παιδικά λάμπουν.

Τι θα πει μαύρη γη, 
δεν ξέρω,
άσε κάτω τα κονιάκ 

να τα πιούμε γιαγιά
επί τόπου,


μήπως παν τα φαρμάκια κάτω



Μυθική μέρα, Ενδυμίων 2014‏


notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΆΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ /// Εξόδιον για τρεις




                                               


                                                                     


                                                          








1.Κατέβαιναν στην αίθουσα του χορού. Γύρω γύρω παράθυρα με κάγκελα. Έπρεπε να χυθεί στη μουσική, αυτό σήμαινε μόνη. Η δαιμονική κίνηση του ήχου ήταν μόνο για εκείνην. Μαζεύονταν τα παιδιά και κοιτούσαν. Δεν έβρισκε ζευγάρι. Η δασκάλα μπράβομπράβο την ξεκούρδιζε. Την ημέρα της παράστασης ήταν πάντοτε άρρωστη. Κρατιόταν σφιχτά στην άκρη και άλλαζε ο καθρέφτης. Δεν έμπαινε ποτέ στη σκηνή του τέλους. Ήταν τότε που υπήρχε ακόμα η αρχή. 



2.Και το παιδί μόνο ήξερε όλα τα ζώα της θάλασσας και της στεριάς. Μα τους ανθρώπους δεν αναγνώριζε. Δεν ήξερε να γελούν ή να λυπούνται. Γνώριζε ακόμα μόνο να μετρά. Γυρνούσε τις ρόδες στον αέρα ασταμάτητα, σταγόνες νερού στις σχισμές. Μαμά σφιχτά άσε με μέχρι να μεγαλώσω. Δεν έπινε αν δεν. Αρνιόταν να φάει αν δεν. Δεν κοιμόταν ποτέ. Έλεγε, ο κόσμος έχει πάντα ένα τέλος και μία αρχή. 


3.Γιατί η θλίψη στο μεγάλο θαύμα είναι μόνο για έναν. Ποτέ η αρχή,

notationes /// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ /// ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ





                            






δε γράφονται ποτέ


τα πιο ωραία ποιήματα
γράφονται χωρίς λέξεις
οι πιο μεγάλοι έρωτες
δεν γράφονται ποτέ


μια φλόγα είναι η ιστορία τους
που λιώνει το μολύβι
που κάνει στάχτη το χαρτί
και παραμένει μυστική
εκστατική
ένα άρωμα που δεν διαλύεται
στον άνεμο του χρόνου

οι πιο μεγάλοι έρωτες 
αθώοι ταυτόχρονα
και καταχθόνιοι συνωμότες
στο μισοσκόταδο θρο ί ζουν
ανάσα ή άγγιγμα
σε μια μεταξωτή κουρτίνα
και χάδι σε βελούδινο κορμί


τα μαγικά τους δευτερόλεπτα
είναι το ρίγος της ζωής
ισόθεο με το δέος του θανάτου


*

Φωτεινά παράθυρα

Τόλης Νικηφόρου

Μανδραγόρας
, 2014
48 σελ
.