Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

notationes/// ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014 /// ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ /// 'ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ




                                                         
                                               
                                                         φωτο.Κ.Γ.





Εκδίκηση





Τα παράθυρα 

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.- Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγοριά.-
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τα βρω. Και καλύτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει. 

Κ. Π. Καβάφης

Έκλεισε πίσω του την πόρτα της υπόγειας κάμαρας και κατευθύνθηκε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο. Οι ώμοι του βάραιναν κυρτωμένοι από τα χρόνια και την μοναξιά. Βγήκε στο δρόμο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να βαδίζει αργά με προορισμό το λιμάνι, όπως το συνήθιζε κάθε μέρα. Ο αέρας φυσούσε που και που, ανακατεύοντας τα λευκά του μαλλιά. Κουφάρι μοναχικό και άδειο, αυτό είχε απομείνει από τα νιάτα, που τον ξεγέλασαν και τον παρέσυραν στα δίχτυα της ματαιοδοξίας και του εγωισμού.
Κάθισε στο παγκάκι, το ίδιο πάντα, και άφησε το βλέμμα του να ενωθεί με το γαλάζιο της θάλασσας. Κοντά της είχε περάσει τη ζωή του ολόκληρη κι άλλη ζωή δεν είχε γνωρίσει, γι’ αυτό τώρα που δεν τον ταξίδευε πια, ερχόταν και την κοιτούσε με τις ώρες, συνεχίζοντας νοερά τα ταξίδια του. Την απόλυτη ησυχία του δειλινού διέκοψαν παιδικές φωνές. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε μια ηλικιωμένη κυρία με δυο μικρά παιδιά να κατευθύνονται προς το μέρος του. Όταν έφτασαν δίπλα του, τους κοίταξε καλά μέσα από τα γέρικα, θολά του μάτια. Τα γόνατα του λύθηκαν κι ο


τους κοίταξε καλά μέσα από τα γέρικα, θολά του μάτια. Τα γόνατα του λύθηκαν κι ο
χρόνος σταμάτησε. Η καρδιά μ’ όση δύναμη της είχε απομείνει, έκανε προσπάθεια να χτυπήσει νεανικά, ερωτευμένα. Αυτή είναι. Χωρίς αμφιβολία αυτή είναι, σκέφτηκε. Η μάγισσά του, η αγάπη του, το όνειρό του, η θλίψη κι ο πόνος, η μοναξιά και η ελπίδα του. Είναι σίγουρος πως είναι αυτή.
-Ευτυχία; Κατάφερε να ψελλίσει, ενώ τα μάτια του μούσκεψαν και θόλωσαν ακόμα περισσότερο.
Εκείνη κοντοστάθηκε και τον κοίταξε αμήχανη. Αυτή ήταν, μα θα του το αρνηθεί. Θα πάρει την ευκαιρία που παρουσιάστηκε μπροστά της ανέλπιστα και θα τον εκδικηθεί. Θέλει να τον πληγώσει όσο την πλήγωσε, έστω και μετά από τόσα χρόνια. Ο πόνος δεν έχει σβηστεί από μέσα της, ίσως μόνο κρύφτηκε πίσω απ’ τις κουρτίνες των αναμνήσεων, μα δεν έσβησε ποτέ. Είναι εκεί μπροστά της και της προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Πως κατάντησε έτσι ο Θοδωρής; Τον θυμάται σαράντα χρόνια πριν, όταν κάθε φορά που το καράβι του έπιανε λιμάνι, το σούσουρο απλωνόταν σ’ ολόκληρο τον Πειραιά. «Ήρθε ο Άδωνις» έλεγαν, τόσο όμορφος ήταν. Κι εκείνη μικρή και αθώα κολακευόταν, που μόνο αυτήν καλημέριζε όταν περνούσε κάτω απ’ το παράθυρό της. Σε καμιά άλλη δεν έδινε σημασία κι ας κρέμονταν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς στα παράθυρα, περιμένοντας ένα του χαμόγελο. Κάποτε κουράστηκαν, πίστεψαν πως δεν έχουν καμιά ελπίδα, αφού αυτός είχε μάτια μόνο για την Ευτυχία. Όλοι το είχαν σίγουρο, πως θα γίνονταν ζευγάρι. Όμως εκείνος έφευγε κι ερχόταν και έμενε μόνο στο καλημέρισμα. Τίποτε παραπάνω. Κάθε φορά που το καράβι του έπιανε λιμάνι, ευχόταν μέσα της να είχε έρθει η ώρα, αλλά μάταια. Τα χρόνια περνούσαν και όταν ένα γειτονόπουλο τη ζήτησε απ’ τον πατέρα της, εκείνος δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Στην αρχή η Ευτυχία θύμωσε, έκλαψε κι ύστερα πείσμωσε και αποφάσισε, πως δεν άξιζε να τον περιμένει άλλο. Αν την ήθελε, θα την είχε ζητήσει.
-Ευτυχία εσύ είσαι; Επανέλαβε αυτός με φωνή απόκοσμη.
Εκείνη εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητη και να τον κοιτάζει ανέκφραστη, παγωμένη, παρόλο που τα παιδιά στριφογύριζαν στα πόδια της και της τραβούσαν τη φούστα, ρωτώντας την: «Γιαγιά ποιός είναι αυτός ο γέρος;» Σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να εκφράσει το παραμικρό συναίσθημα, αν και μέσα της είχαν ξυπνήσει όλες οι μνήμες, που τόσα χρόνια πάλευε να διαγράψει.



είχαν ξυπνήσει όλες οι μνήμες, που τόσα χρόνια πάλευε να διαγράψει.
-Όχι κύριε λάθος κάνετε, του απάντησε κοφτά και συνέχισε βιαστικά το δρόμο της, τραβώντας κυριολεκτικά κοντά της τα δυο παιδιά.
Ο Θοδωρής ανοιγόκλεισε τα μάτια, παραμόρφωσε το πρόσωπο σαν να ’θελε να κλάψει και ύστερα τα άνοιξε διάπλατα. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έσφιξε με όση δύναμη του είχε απομείνει, το μικρό μενταγιόν από σπάνιο κεχριμπάρι, που της είχε αγοράσει από εκείνο το ταξίδι στη Βαλτική. Δεν της το έδωσε ποτέ, γιατί όταν γύρισε στην πατρίδα δεν την βρήκε…
Έλεγε πάντα μέσα του, πως δεν χρειαζόταν να βιάζεται, είχε χρόνο, ήταν πολύ νέος, είχε όλη τη ζωή μπροστά του, δεν χάλασε δα κι ο κόσμος να το γλεντούσε μερικά χρόνια ακόμα. Κι έτσι κάθε φορά που γύριζε στην πατρίδα, ανέβαλε να την ζητήσει παρόλο που το ’χε αποφασίσει, πως θα την κάνει γυναίκα του. Το είχε εξομολογηθεί και στον φίλο του το Λευτέρη, που ταξίδευαν παρέα.
-Ζήτησέ την επιτέλους, θα στην πάρει άλλος και θα το μετανιώσεις πικρά, τον συμβούλευε ο φίλος του.
-Έχουμε καιρό ακόμα, δεν μας πήραν δα και τα χρόνια, του απαντούσε επιπόλαια ο Θοδωρής, κι άφησε τα χρόνια να περάσουν, αναζητώντας την ηδονή στα λιμάνια κι όχι στην αγκαλιά της Ευτυχίας, γιατί ήταν σίγουρος πως αυτή θα στέκεται πάντα στο παράθυρο να τον περιμένει.
Ο Λευτέρης κουνούσε το κεφάλι, απορώντας με την επιπολαιότητα του φίλου του, μα κάτι άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Μέχρι που ένα τραγικό περιστατικό έκανε το Θοδωρή να καταλάβει, πως ίσως και να μην είχε πολύ χρόνο. Ένας ναύτης από το πλήρωμα ανέβηκε στα ψηλά του πλοίου, για μια επισκευή και γλίστρησε με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε και άλλαξε ρότα. Στο πρώτο λιμάνι που κατέβηκαν, πήγε να της αγοράσει δαχτυλίδι. Στο κοσμηματοπωλείο όμως το μάτι του έπεσε σε ένα κεχριμπαρένιο μενταγιόν δεμένο περίτεχνα με χρυσό. Χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασε και έφυγε ξεχνώντας το δαχτυλίδι. Δεν βαριέσαι, θα της αγοράσω το καλύτερο από την πατρίδα, σκέφτηκε μόλις το κατάλαβε. Όταν όμως έφτασε στην πατρίδα, η Ευτυχία δεν βρισκόταν πια στο παράθυρο. Βαρύς χειμώνας ξέσπασε μέσα του, απομακρύνοντας οριστικά το καλοκαίρι που πάντα επιθυμούσε.


Γύρισε, σέρνοντας αργά τα βήματά του μέχρι το υπόγειο της ζωής του. Τα στεγνά γεμάτα ρυτίδες χέρια του, ψαχούλεψαν τα κλειδιά και άνοιξαν την πόρτα. Έπειτα βάλθηκαν να ψηλαφούνε τους τοίχους, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά ψάχνοντας να βρούνε παράθυρα. Πίστευε πως αν έβρισκε έστω κι ένα μικρό παραθυράκι, ίσα μια χαραμάδα, θα ’ταν μεγάλη παρηγοριά. Μα παράθυρο δεν άγγιξαν τα χέρια του, άσε καλύτερα έτσι στο σκοτάδι να μείνω, μονολόγησε. Το φως θα με βάλει σε φουρτούνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου