«Η Εύθραυστη Επικράτεια των λέξεων», Χάρης Βλαβιανός, Εκδ. Νεφέλη
Ο Xάρης Βλαβιανός, αν και κατέχει την τέχνη της Σιωπής, όπως το έργο του αποδεικνύει, ωστόσο ποτέ δεν σιωπά. Με την έννοια ότι είναι ένας άνθρωπος ζωηρός και δραστήριος, ένας ποιητής που εκφέρει καίριο δημόσιο λόγο, διδάσκει, μεταφράζει, γράφει δοκίμια λογοτεχνικά και πολιτικά, χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, δίνει συνεντεύξεις σχετικά με το έργο του, οργανώνει παρουσιάσεις για τα βιβλία του και το περιοδικό που εκδίδει, την Ποιητική (που αποτελεί άξια συνέχεια του περιοδικού Ποίηση), συμμετέχει κάποιες φορές και σε παρουσιάσεις άλλων βιβλίων, βρίσκεται σε διαρκή και γόνιμο διάλογο με το αναγνωστικό του κοινό, το οποίο τού είναι πιστό και όλο μεγαλώνει..
Πολλά χρόνια πριν, στην αρχή της πρώτης ενότητας της »Νοσταλγίας των ουρανών» (1991), που φέρει τον τίτλο »Ο θρίαμβος του τέλους», ο ποιητής γράφει:
«Kαι η Γιάννα όμορφη μες στη βροχή με λυμένα τα μαλλιά…[…]» Η όμορφη κοπέλα, ένας από τους πρώτους έρωτες, που ήταν κάποτε η Μούσα του, κολυμπά μαζί του γυμνή στο Λιγονέρι. Μια εικόνα από αυτές που δύσκολα αλλοιώνονται και που αποτελεί ερέθισμα για δημιουργία. Η σκηνή έχει σίγουρα παιχτεί πραγματικά σ’ ένα μακρινό παρελθόν. Ο χρόνος πιθανότατα την έχει αποδυναμώσει κατά την προσφιλή συνήθειά του. Όμως η εικόνα διασώζεται εν τέλει μέσω της ποίησης, ξαναζωντανεύει και αναδύεται για να επαναπροσδιορίσει την ιδιόρρυθμη σχέση του δημιουργού με το παρελθόν. Άλλωστε ότι η ισχυρή εντύπωση εκείνης της αγάπης δεν εχάθη αποδεικνύεται από το παρακάτω: ένας από τους λόγους που ο Χάρης Βλαβιανός γράφει ποίηση, όπως σημειώνει στο βιβλίο του «Γιατί γράφω ποίηση» (Άγρα, 2015, σελ 39) είναι ο εξής: «Επειδή δεν μπορώ να περιγράψω τη μυρωδιά που είχαν τα πεύκα στο Λιγονέρι, όπου έτρεχα να κρυφτώ μαζί της.» Κάπως έτσι συμβαίνει με το ποιητικό έργο του Χάρη Βλαβιανού και αξίζει να εξετάζουμε κάθε φορά πώς η μνήμη, ως αφηγηματικό υλικό, γίνεται αντικείμενο τέτοιας επεξεργασίας που θα μας δώσει ένα άρτιο αλλά και ιδιάζουσας υφής ποιητικό αποτέλεσμα. Να εξετάζουμε επίσης, πώς τα αληθινά πρόσωπα της ζωής του εγγράφονται εντέχνως μέσα στο ποιητικό του έργο. Μέσα στη «Νοσταλγία των Ουρανών» ο λυρισμός εμπλέκεται ποικιλοτρόπως με την άκρατη στοχαστική διάθεση. Λυρισμός και στοχασμός, δύο στοιχεία που μπορούν την ίδια στιγμή, μέσα σε τούτο το έργο, να συνυπάρχουν και να αλληλοαναιρούνται ταυτόχρονα, αναδεικνύοντας το τεράστιο εύρος του ποιητικού λόγου. Ενός ιδιότυπου ποιητικού λόγου, αυτού που μας προτείνει ο Βλαβιανός, στοχεύοντας πάντα σε ένα «ανοιχτό ποίημα». «Ανοιχτό» με την έννοια ότι -εκ κατασκευής-είναι προορισμένο, όχι μόνο να αντέχει, αλλά και να αναδεικνύει τις πολλαπλές αντιθέσεις και διακυμάνσεις της νόησης και του συναισθήματος, αλλά και να εναλλάσσει μέσα στους κόλπους του την άρνηση με την κατάφαση και το ερώτημα, καθώς και να αποδέχεται τις θέσεις και τις αντιθέσεις, τις σκέψεις, τους ορισμούς, τις αντιφάσεις, τις αντιρρήσεις, και να διαπνέεται από ένα είδος φιλελευθερισμού και πλουραλισμού. O ποιητής συνηθίζει να δίνει στοιχεία ποιητικής μέσα στο έργο του. Στη Νοσταλγία των Ουρανών λοιπόν, στην ενότητα »Ο Θρίαμβος του τέλους» γράφει: «Όλη η προηγούμενη προσπάθεια/προετοιμασία γι’ αυτή τη στιγμή της δύναμης/όπου η ρητορεία και η μοιρολατρία έχουν αποβληθεί/και η καθαρή γλώσσα απογυμνώνεται/με στόχο την απλή ονοματολογία./Οι στίχοι ν’ αλληλοενισχύονται /η σύνδεση ωστόσο ανοιχτή με βάση τις μεταπτώσεις./ η εκλέπτυνση και η συμπύκνωση χωρίς βοηθητικές υποδομές/η αποσπασματικότητα της συνείδησης/ν ‘αποτυπώνει τη ρευστότητα που καταγράφει/το αποτέλεσμα να αναδίδει τη λάμψη μιας πειθαρχημένης ενόρασης.»
Στην ίδια ενότητα της »Νοσταλγίας των Ουρανών», ο έρωτας ακόμα κι αν χάθηκε, μπορεί να αναθυμάται και παράλληλα να βιώνει το πένθος που αναπόφευκτα βιώνουν όλοι οι έρωτες όταν πεθάνουν, ειδικά όταν πέθαναν από προδοσία. Κανένα επιφώνημα της σάρκας δεν μπορεί να τον φέρει πίσω. Είναι αυτός πια κληρονομιά του παρελθόντος που διαθέτει τη δική του γραμματική και διακηρύσσει το εύθραυστο πάθος του υποκειμένου. Το πάθος δεν θ’ αποκηρυχθεί, αλλά μοιραία θα μετασχηματισθεί σε ένα είδος λόγου, που, απαλλαγμένο από »ρητορεία και μοιρολατρία» θ’ αναδεικνύει γενναία την απέραντη ομορφιά του πένθους, στοχεύοντας σε μια »διαύγεια θαμβωτική». Και με τον τρόπο του ποιητή Παράσχου εύγλωττα και ο ποιητής μας »μετατρέπει την απόγνωση σε μεγαληγορία», παρακάμπτοντας την εύκολη απελπισία. Δεν θέλει σε καμία περίπτωση οι λέξεις του να είναι απελπισμένες ο Βλαβιανός, ούτε και οι ποιητικοί του τρόποι. Αυτό θα σήμαινε, μεταξύ άλλων εκφυλισμό της ουσίας του γνήσια τραγικού. «H πληγή αποτελεί την πηγή της ποίησης», κατά τον Πεντζίκη. Ο Βλαβιανός παίρνει αυτήν την πηγή, το πρώτο υλικό, το πρώτο ερέθισμα, και »παίζει» μαζί του παντοιοτρόπως. Το αναδιαρθρώνει, το δραματοποιεί, τo σκηνοθετεί, τo αποδομεί. Κάνει λέξεις τις πληγές δοκιμάζοντας την ελαστικότητά τους. Και όσο διαβάζει κανείς αυτήν την ποίηση, τόσο πιο σίγουρος γίνεται. Ναι, η πληγή έχει να επιδείξει τεράστια ελαστικότητα, αρκεί να μην την αρνηθείς, την φοβηθείς, ή την υποτιμήσεις. O ποιητής με τις πληγές του χτίζει τους μύθους της ποίησής του ή, αντιστρόφως, οι μύθοι του έργου του παραπέμπουν σε περιστατικά, επεισόδια, εικόνες της ζωής που έζησε ή αλλιώς είναι οι πληγές του μεταμφιεσμένες σε ποιήματα. Όπως και να χει η σχέση είναι αμφίδρομη και εντοπίζεται παντού μέσα στο έργο του χαρίζοντάς του συνοχή. Νιώθεις καμιά φορά ότι όλο το ποιητικό του έργο είναι το άθροισμα των πληγών του, που μπορεί να τον αφάνισαν ως πάσχοντα άνθρωπο, αλλά τον στοιχειοθέτησαν ως δημιουργό που φέρει το δικό του »μοντέρνο στίγμα».
Χάρης Βλαβιανός
(Με λουλούδια και λείψανα)
Μέσα στο ποιητικό σύστημα ή σύμπαν του Χάρη Βλαβιανού η πληγή είναι α ξ ί α, που η σπουδή πάνω σε αυτήν αποτελεί μια ιδιόμορφη ποιητική κατάθεση. Το πρώτο ποίημα της ενότητας »Με λουλούδια και λείψανα» φέρει τον τίτλο » Θανατουσία» και είναι αφιερωμένο στον ποιητή Νίκο Καρούζο ένας απ’ τους αγαπημένους του Βλαβιανού, με τον οποίο συνδιαλέγεται, όπως συνηθίζει να συνδιαλέγεται παντοιοτρόπως με ποικίλους έλληνες και ξένους ποιητές που έχει εμμονή μαζί τους ή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον έχουν επηρεάσει στις γραφές του. Η λέξη »θανατουσία», πλαστή προφανώς, δανεική (την είχε χρησιμοποιήσει και ο Καρούζος) ωστόσο, για τις ανάγκες της γέννησης νέου ποιήματος. Ψυχρή ακούγεται και είναι μια λέξη που θα την έβαζα σε απόλυτη αντιστοιχία με τον στίχο του ποιήματος »ό, τι αγάπησα αργοπεθαίνει». Μόνο με στεγνά μάτια και παραίτηση από το συναίσθημα μπορεί να γράφει και πρέπει να γράφει κανείς ποίηση. Οποιαδήποτε παραφορά θα ήταν άστοχη για να περιγράψει μια παράφορη ζωή. Μια παραφορτωμένη και πνιγμένη στην υπερβολή γλώσσα θα αποδυνάμωνε κάθε ποίημα της γλώσσας. Ο ποιητής αποστασιοποιείται αναζητώντας νέα σχήματα για να θεμελιώσει την ποιητική του. Στο ποίημα με τίτλο »Πυροτέχνημα στη βάση του μηδενός» γράφει: «Tί άλλο απομένει να πούμε;/Σημασία δεν έχει ν’ αγαπάς κάποιον/αλλά ν ‘αναγνωρίζεις το πρωτεϊκό σου είδωλο μέσα στα νερά του./Σήμερα με παρηγορεί το περίγραμμα ενός ποιήματος ανοιχτού. Αύριο γλυκιά μου/αύριο.»Τα πρόσωπα της ζωής του παρελαύνουν ένα ένα και μέσα στις 4 συλλογές που περιλαμβάνονται στο γαλάζιο βιβλίο και στα Σονέτα της Συμφοράς και στο Αίμα νερό και σε όλο γενικά το έργο του. Εν προκειμένω, στο σημείο που είμαστε, στο »Θρίαμβο του τέλους», η λέξη κλειδί ήταν η Γιάννα, μούσα και νύμφη κάποτε, ενώ στο »Με λουλούδια και λείψανα» η λέξη κλειδί είναι ο Αλέξανδρος. (»Ο Αλέξανδρος το μικρό μου κατουρημένο αλληλούια /ο μάρτυρας της θλίψης μου», »Με λουλούδια και λείψανα»). Θλίψη υπάρχει μπόλικη, ακόμα κι όταν δεν κατονομάζεται. Πώς να λείψει η θλίψη από την ανθρώπινη περιπέτεια, άλλωστε; Θα ήταν αφύσικη μια τέτοια προσέγγιση. Ο Βλαβιανός δεν είναι υποκριτής με τις πληγές του, απλά στοχεύει στο να εξισορροπήσει μακριά τους τη σκέψη και το συναίσθημα ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να ζει. Στο ομότιτλο ποίημα της ενότητας »Με λουλούδια και λείψανα» γράφει: »Yμνώντας τα κουρέλια/ολοκληρώνεται η εικόνα του περιττού». Στο ποίημα Αυτοσκοπός:»[…]..-.τί θ ‘απομείνει από τη ζωή μου;»/-» To παραμορφωμένο ποίημά της ».Και στο ποίημα »Κυριακές του »Έρωτα»: »H ποίηση είναι το μαρτύριο του στεγνού ματιού»/Κρατιέμαι στη ζωή/απορρίπτοντας τη γοητεία των υποδειγματικών δακρύων/διατηρώντας για το παρελθόν μια μνήμη ψυχρή/μια θλίψη εξαγνισμένη.»/ Η υποταγή στο συναίσθημα θα μεταφραζόταν πιθανότατα σε μια ποίηση αμήχανη και, ακόμα χειρότερα, μη πειστική. Έχει ενδιαφέρον εδώ να εξετάζουμε κάθε φορά τις σχέσεις που δημιουργεί ανάμεσα στα πράγματα και καθώς και τον τρόπο που το πετυχαίνει αυτό. Να εξετάζουμε την υφή αυτών των σχέσεων και αν τελικά αναδεικνύουν λειτουργικά την απώλεια ή τη θλίψη ως θεματικό μοτίβο. Ο ποιητής καταστρέφει την πληγή με τον στοχασμό του, κυρίως. Και την αναδημιουργεί πάλι ως ιδέα, λευκή, απέριττη, μόνη. Είναι γραφή με ρήματα, μετοχές και ουσιαστικά, που αναδεικνύει τη »ματαιότητα των επιθέτων». Στο ποίημα »Το άλσος χρειάζεται βωμό» γράφει:»Nα φτάσω στο κόκαλο της ύλης/καρατομώντας το φλύαρο μύθο της σιωπής./Σκοπός η γυμνότητα/η ομολογία δηλαδή που αναιρεί τη γυμνότητα./ Η όποια διάθεση του ποιητή απέναντι στη μνήμη, στο παρελθόν, το αυτοβιογραφικό του υλικό μετατρέπεται σε ποιητική κατάθεση. Αν η διάθεση αυτή γινόταν δακρύζουσα κραυγή ή κραυγαλέο δάκρυ, θα είχε αποτύχει. Τέτοια είναι τα όριά της, ώστε να αναδειχθεί η αλήθεια και η βαθύτερη ουσία της με αμεσότητα και φυσικότητα.
(σε σημείο βασανισμού)
Ατενίζουμε μια μακρά πορεία διαχείρισης του αυτοβιογραφικού του υλικού. Ένα υλικό που είναι η δεξαμενή απ’ όπου αντλεί ερεθίσματα, ιδέες, λέξεις, συναισθήματα, σκέψεις που θα αποτελέσουν στημονικούς παράγοντες του έργου του. Μια συνέχεια, μια ροή, η ζωή όλη κλεισμένη σε στίχους και ποιήματα που θυμίζουν ελεύθερα στοχαστικά δοκίμια. Είναι ένας αγώνας να εξαντικειμενοποιήσει την προσωπική του τραγωδία, να απεμπολήσει κάθε ίχνος υποκειμενικής χροιάς που δεν ταιριάζει στην αληθινή τέχνη. Με ζητούμενο κάθε φορά την δημιουργία «ποιοτικής συγκίνησης» συγκροτεί μια ποιητική φωνή που αναγνωρίζεται εύκολα ανάμεσα σε πληθώρα άλλες ελληνικές φωνές. Με την ποίηση κάτι γίνεται τελικά, μια μικρή επανάσταση, η ζωή δεν περνά και χάνεται, εγκλωβίζεται ως ενέργεια που έχει τη δύναμη να αναιρεί τη σιωπή και να μας πηγαίνει πέρα από τη θλίψη. Και γι’ αυτό η πληγή είναι αξία μέσα σε αυτό το έργο και επιπλέον, επειδή μάς δίνει το έναυσμα να αναρωτιόμαστε διαρκώς για τον ρόλο της ποίησης. Αλίμονο αν και η ποίηση θεωρηθεί δεδομένη. Ο έλεγχος κρατά ζωντανό και τον ποιητή και τον αναγνώστη:
»[…] και σε μια εποχή φανατικών τεκμηριώσεων μπορεί άραγε ένας στίχος να κρατήσει τη θλίψη ενός ανθρώπου που δεν έχει πλέον τίποτα να πει και συνεχίζει να μιλάει γιατί πρέπει να συνεχίζει να μιλάει;»
Τώρα ας υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει πληγή. Και όλα αυτά έχουν επινοηθεί. Ναι, ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μεγέθυνση και η εμφανής ρήξη είναι καλλιεργημένη, στο όνομα της τέχνης της ποίησης. Στο όνομα ενός μύθου που πρέπει πάντα να συνοδεύει έναν ποιητή. Ακόμα κι έτσι να ήταν, και κρίνοντας από το αποτέλεσμα και την απήχηση που αυτό έχει στην συνείδηση του αναγνώστη δεν χάνει την αξία της η πληγή ως αφορμή έκφρασης και εκφοράς ποιητικού λόγου.
ΑDIEU
(Λεύκωμα)
Μέσα στο Λεύκωμα, οι γυναίκες της ζωής του παρελαύνουν και παρουσιάζονται με τρόπο τέτοιο, ώστε να ενισχύεται η δραματικότητα της »ποιητικής αφήγησης.» Μπορεί η ψυχή του αφηγητή να ονειρεύεται τη θάλασσα, αλλά το όνειρο αυτό είναι μάλλον όνειρο θερινής νυκτός, αφού η δυστυχία δεν έχει τέλος. Βρισκόμαστε μπροστά σε κείνη την ποίηση που ενώ φέρει στους κόλπους της τη συνοχή της δυστυχίας, ωστόσο, απέχει δεόντως από την αισθηματολογία που είναι η »αποτυχία του αισθήματος» (Μια φορά και έναν καιρό…) Μπορεί ο αφηγητής να έχει από πάντα »έφεση στη θλίψη», παράλληλα όμως εμφανίζει την τόλμη να εκφράζει σκληρότητα και αποστροφή απέναντι στην ψυχρή αστή του μητέρα, που στη συνείδησή του, έχει τις διαστάσεις του δήμιου που ανελέητα και χωρίς τύψεις »αφαιρεί» τις ζωές των παιδιών της. Η απογύμνωση του αποτυχημένου οικογενειακού σκηνικού αποδεσμεύει το μίσος που χύνεται άφθονο, καθώς η αγάπη έχει γίνει χώμα. »Εκείνος, το καστανόξανθο αγόρι με τα κυματιστά χείλη, ο έφηβος με το πορτραίτο του Σικελιανού στο γραφείο, ο φοιτητής με τις βαθιές ρυτίδες γύρω από το στόμα» (Μια φορά και έναν καιρό…), βιώνει την συγγένεια ως θάνατο. Επιθυμεί σφόδρα να απεγκλωβιστεί από τη μάνα -το πρόσωπο δυνάστη-αλλά και ισχυρό ερέθισμα για τις γραφές του. Επιθυμεί σφόδρα να απαλλαγεί από την οικογενειακή νοσηρότητα. Το παραμύθι δεν είναι παραμύθι, αλλά εφιάλτης. Ο θάνατος δεν είναι ξένος. Πρόκειται για τον ίδιο θάνατο που ως αίσθηση έχει εγκατασταθεί ήδη μέσα στο μυαλό και την ψυχή του αφηγητή. Πώς να τα βάλει κανείς με αυτό που βιώνει ως τερατώδες; Ίσως τα πράγματα να γίνονται κάπως υποφερτά όταν τον θάνατο τον κάνεις μεταφορά, ξορκίζοντάς τον με όρους λογοτεχνικούς πια. Και ναι, η φυγή, σε πολλές περιπτώσεις ,μπορεί να αποτελέσει μια κάποια λύση. »H Aγγλία ήταν ένας ελιγμός, ο μόνος ευφυής ελιγμός στη ζωή μου.
Η λογοτεχνία, το Κολέγιο του Λώρενς, οι γοτθικές χαριτολογίες, όλα μία πρόφαση. Έπρεπε να σπάσει το συμβόλαιο αίματος, το αποπνικτικό αυτό μη της μητρικής τερατουργίας. Η πτώση αυτή δεν είχε τέλος. »ΡENTIMENTO, από την ενότητα Λεύκωμα, Adieu»
Η φυγή, τα διαβάσματα, η γοητεία που του ασκούν διάφοροι ποιητές και η εμμονή μαζί τους, όλα αυτά είναι πολύτιμες αποσκευές για έναν άνθρωπο που αποφασίζει να γίνει ποιητής, αφού πρώτα επινοήσει τον ποιητή που θέλει να είναι. Η ιστορία του ανθρώπου Βλαβιανού ξετυλίγεται σιγά σιγά, στα διαδοχικά ποιητικά βιβλία που εκδίδει ο ποιητής Βλαβιανός. Δεν μπορείς όμως σε καμία περίπτωση να απομονώσεις τον άνθρωπο από τον ποιητή, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο άνθρωπος συνδιαλέγεται με τον ποιητή οποίος προτείνει ταυτόχρονα και μια ιδιάζουσα λογοτεχνικότητα μέσω της οποίας και με την οποία θα επεξεργαστεί το οικογενειακό δράμα, μια ιστορία των ερειπίων. Ο ποιητής Βλαβιανός έχει στόχο να γράψει »στίχους που η αντοχή τους να ξεπερνά την αντοχή» του ανθρώπου Βλαβιανού.
Στο ποίημα »ΒRAZIL'(Λεύκωμα, Αdieu») ηχεί ο ήχος της αγάπης για την γιαγιά Ευαγγελία Βλαβιανού (Σμύρνη 1900-Σάο Πάολο 1993) που «αποδήμησεν εις Κύριον» Αλλά είναι τρυφερός ο τρόπος, επειδή είναι τρυφερά και τα αισθήματα: «Τίποτα δεν σε κρατούσε πια. Ούτε ο αγαπημένος σου γιος με τα ακατανόητα γλυπτά του» Ο γιος με τα ακατανόητα γλυπτά είναι ο θείος Νίκος Βλαβιανός, διάσημος γλύπτης, που ζει στη Βραζιλία και τον οποίο ο ποιητής επισκέπτεται κάθε φορά που πηγαίνει στον τόπο εκείνο.
Και παρακάτω στο ίδιο ποίημα »Βrazil» (Λεύκωμα, Αdieu») γράφει: «»Τίποτα δεν σε κρατούσε πια. Ούτε τα πράσινα μάτια σου που τόσοι είχαν αγαπήσει ούτε η γλυκιά ανάσα σου. Ούτε η ζωή που έζησες ούτε η ζωή που πόθησες. Τίποτα δεν σε κρατούσε πια. Ούτε κι εγώ που πίστευα πως θα ζούσες για πάντα.» Από τη μία η μνήμη της Ευαγγελίας Βλαβιανού (Σμύρνη 1900-Σάο Πάολο 1993), από την άλλη η μνήμη της Μαρίνας Χαρτοφύλακος (Αθήνα 1914- Ρώμη 1995) Kι αυτόν τον θάνατο, της άλλης γιαγιάς τον βιώνει σαν αληθινή απώλεια, εξ ού και το ποίημα »ΙCTUS» (εγκεφαλικό) μέσα στο Λεύκωμα που της το αφιερώνει. Η λέξη του τίτλου επιλέχθηκε σκόπιμα για το ποίημα, γιατί είναι και ομόηχη με την δική μας «οίκτο». Εδώ γράφει λοιπόν ότι έφτασε η ώρα να την κλάψει μόνος: […]»να σε κλάψω/ στη γλώσσα του μικρού παιδιού/που κάποτε αγάπησες σαν δικό σου». Και παραθέτει κάποιους στίχους στα ιταλικά: Con gli occhi alla pioggia e agli elfi della notte, ‘e l‘a,alla PrimaPorta, la donna greca da me amata nel tempo triste della giovinezza. O tu che passi,spinto da altri morti, fermati un minuto a salutare quella che non si dolse mai dell’ uomo che qui rimane,odiato,coi versi suoi, uno come tanti,operaio di sogni. Με τα μάτια στη βροχή και τα αερικά της νύχτας βρίσκεται εκεί στην Prima Porta η Ελληνίδα γυναίκα που αγάπησα στα μελαγχολικά χρόνια της νεότητάς μου. Ω εσύ που περνάς, από άλλους νεκρούς παρακινημένος, σταμάτα για λίγο να χαιρετήσεις αυτήν που δεν θρήνησε ποτέ τον άνδρα που εδώ παραμένει, μισητός, με τους στίχους του, ένας όπως πολλοί, εργάτης ονείρων. Σε σημείωση που ακολουθεί το ποίημα, αναφέρεται ότι οι ιταλικοί αυτοί στίχοι αποτελούν παραλλαγή του ποιήματος του Salvatore Quasimodo. Κάνει επίσης λόγο για »δάνειο χαιρετισμό» και »οικειοποίηση ενός ξένου, αλλά προσφιλούς λόγου». Θεωρεί αναγκαίο αυτόν τον δάνειο χαιρετισμό, όπως ο ίδιος διευκρινίζει: » …ήταν ο τρόπος μου να συμφιλιωθώ ,τη στιγμή εκείνη, με τον θάνατό της, αλλά και με την παράξενη συνθήκη που με θέλει να μοιράζομαι ανάμεσα σε τρεις χώρες και τρεις γλώσσες». Μέσα στο Λεύκωμα ξεδιπλώνεται βαθμιαία το σάπιο οικογενειακό σκηνικό, που αποτελεί πάντα την πρώτη ύλη της ποιητικής γραφής του. Η απουσία του πατέρα, αλλά και του ρόλου του πατέρα είναι παταγώδης. Υπάρχουν μόνο γυναίκες διαφόρων ηλικιών στην ζωή και τη γραφή του αφηγητή ποιητή. Η παρουσία τους στη ζωή του και οι πολλαπλές επιδράσεις αυτής της παρουσίας συμβάλλει αναπόφευκτα και στην διαμόρφωση του ποιητικού »εγώ». Αυτό το »εγώ» με επαρκή διαύγεια δίνει σε αυτές τις γυναικείες μορφές τις διαστάσεις που νιώθει ότι έχουν, τις τοποθετεί, τις αρχειοθετεί στον φάκελο των αναμνήσεων δίνοντας ανάγλυφα εικόνες μιας θλιβερής »πρώτης» ζωής. Αφηγείται ο ποιητής την εποποιία μιας αποτυχημένης οικογένειας: […] Τριάντα χρόνια πίστευα πως πόνος σημαίνει να μην έχεις αγαπηθεί […](Ευλογημένος ο…) Τα ποιήματα μεταφράζονται σε φωτογραφίες που αν μπουν σε χρονολογική σειρά συνιστούν το χρονολόγιο της ζωής του ποιητή. Αλλά και το έργο του ολόκληρο τροφοδοτείται από τα επεισόδια μιας ζωής που συνεχίζεται. Η εξέλιξη και ολοκλήρωση της ζωής του ανθρώπου πάει παράλληλα με την εξέλιξη και ολοκλήρωση της ζωής του δημιουργού. Αφού έφυγαν οι γλυκές γιαγιάδες, το βλέμμα αποστρέφεται την αδύναμη και εξαρτημένη αδερφή και την αδιάφορη μάνα. Και αυτές απώλειες είναι, αλλά άλλης υφής, άλλους είδους, ίσως πιο σκληρές και από τον θάνατο τον ίδιο. Ο κραδασμός της κάθε απώλειας οπλίζει το ποιητικό χέρι. Εξουδετερώνεται η απώλεια με λέξεις και σχήματα; […] θα ήθελα να σε συγχωρήσω αλλά μεσολάβησαν τόσες διαψεύσεις σωρεύτηκε τόση σιωπή ανάμεσά μας που δεν υπάρχουν τώρα σχήματα ν’ αρθρώσουν το αίσθημα της οριστικής απώλειας. (Υποδειγματική παραίτηση) […] και παρακάτω: […]Δεν θυμάμαι πια πότε άκουσα για τελευταία φορά τη φωνή σου. Θα πρέπει να ήταν στις 19 Ιουνίου όταν ο τηλεφωνητής μου ευχήθηκε εκείνο το γνωστό »να ζήσεις, γιε μου» που επαναλαμβάνεται απαράλλαχτο κάθε χρόνο με μία ημέρα καθυστέρηση-σημάδι κι αυτό μιας μνήμης που έμαθε να ατενίζει το ερειπωμένο σκηνικό με αξιοθαύμαστη αδιαφορία. […]
Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό στο είδος της ποίησης που προτείνει ο Βλαβιανός είναι η διαρκής παραπομπή του αναγνώστη στο backround και στην ιστορία των ποιημάτων. Κάθε ποίημα και μια προσωπική επιμέρους ιστορία. Αν όμως αυτές τις ιστορίες τις τοποθετήσεις στην σωστή θέση, θα συμπληρώσεις το πάζλ της ζωής του δημιουργού, ένα πάζλ που αποτελεί ταυτόχρονα και πάζλ της τέχνης που γέννησε αυτή η ζωή. Και κάθε ιστορία έχει τη δική της μουσική, αν και το ύφος αναγνωρίσιμο και ιδιάζων. «Ύπάρχει άραγε αρμονία στο μίσος ή τον φθόνο;» θα αναρωτηθεί στο πρώτο από τα Σονέτα της Συμφοράς (apologia pro vita et arte mea) που κυκλοφόρησαν το 2011. Καμιά φορά η δημιουργία προκύπτει από τη θύελλα του μίσους που δεν χωράει σε κανέναν τόπο. Ο ίδιος δεν ξέρω πόση σκληρότητα επέδειξε στη μητέρα του. Ως ποιητής δεν μπορεί παρά να είναι σκληρός. Πέφτει άπλετο φως, όλα αποκαλύπτονται και τοποθετούνται στη σωστή τους θέση. Το μίσος γίνεται στίχος. Η αληθινή ποίηση απαιτεί μια ατελεύτητη άρνηση για να υπάρξει. Στο τέλος του ποιήματος Υποδειγματική Παραίτηση διαβάζουμε:
[…] Θα ζήσω λοιπόν αφού το θέλεις για να σε δω όμως να πεθαίνεις. Θα ζήσω για να σε κλάψω όπως δεν θα σε κλάψει κανείς. Θα ζήσω γιατί η τελευταία λέξη αυτής της άρνησης θα είναι η μόνη που δεν θα με προδώσει. Το Σονέτο 54 αναφέρεται στο πρόσωπο που απευθύνει χρόνια πριν τα παραπάνω λόγια: την μητέρα του που στο μεταξύ έχει πεθάνει, όμως επιστρέφει πάλι στα όνειρά του. Και η επιστροφή είναι εξίσου σκληρή και πικρή, αφού μέσα του τίποτα δεν είναι λυμένο οριστικά. Είναι δύσκολο να δραπετεύσεις από τις πληγές σου, από την ίδια σου τη ζωή. Κάποιες νύχτες τα όνειρα σε επιστρέφουν στην θλίψη (η μητέρα σου σε κοιτάει μ’ εκείνο το επιτιμητικό βλέμμα που λέει: »Mε άφησες μόνη’ με άφησες να πεθάνω μόνη’ δύο ταξίδια όλα κι όλα στους έξι μήνες που ήμουν άρρωστη κι όταν εντέλει ξεψυχούσα εσύ ήσουν αλλού»). Και το πρωί πρέπει να εγκαλέσεις τον εαυτό σου που συνεχίζεις να ζεις. Όπως τότε στις γυνακείες φυλακές της Λυών: μισή ώρα στο επισκεπτήριο με τη χρεοκοπημένη principessa και μετά να περιφέρεσαι όλο ενοχές στους ψυχρούς δρόμους της πόλης λες κι έφταιγες εσύ για τα χρέη, την εξαπάτηση, τον εγκλεισμό. Από τότε χρονολογείται η πτώση. Τότε για πρώτη φορά η βελόνα έχυσε το γλυκό δηλητήριο στις τρυφερές φλέβες της Μαρίνας. Εσύ όμως συνεχίζεις να μιλάς. Στη γυναίκα που μισούσε την κόρη της. Στη γυναίκα που σας εγκατέλειψε. Στη γυναίκα που τώρα σε καταριέται. [Σονέτα της Συμφοράς (apologia pro vita et arte mea)]
Μέσα στη ζωή όλα είναι πιθανά. Ποιός είπε ότι δεν υπάρχουν μάνες, μητέρες, μαμάδες, που δεν μπορούν να γίνουν μισητές στα ίδια τους τα παιδιά; Όταν αυτές αναπόφευκτα εισχωρούν στα άδυτα της ποίησης και απασχολούν έναν ποιητή σε βάθος χρόνου και τόσο έντονα, με την έννοια ότι μετατρέπονται σε βασικά συστατικά μιας τέχνης, τότε αυτός με τη σειρά του έχει κάθε δικαίωμα να αυτοχαρακτηρίζεται ή, έστω, να βαφτίζει την περσόνα του »Yιό της απωλείας». Ίσως η ποίησή του να είναι ό,τι έχει απομείνει από τις συνεχείς και αξεπέραστες απώλειες. Ο »Υιός της Απωλείας» είναι ένα κατεξοχήν ποίημα ποιητικής. Ο ποιητής ψαχουλεύει τα υλικά- εμπειρίες που του χάρισε η ζωή και που σημασιοδοτούν και ερμηνεύουν τους στίχους του. Παράλληλα, θρηνεί .»Tί άλλα υλικά να ζητήσω απ’ την ζωή για να συνθέσω την ανθεκτική θρηνητική μου ωδή;» Θρηνεί μέσω της τέχνης του που εν προκειμένω κρίνεται απολύτως απαραίτητη για να εξευγενίσει ίσως το πένθος, προσδίδοντάς του την αλήθεια και την ουσία που ταιριάζει σε κάθε πένθος. Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα: ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ My house was a decayed houseΑπολογισμός καλοκαιριού: δύο θάνατοι, μια αποβολή, μια καταδίκη, τρεις αποτυχημένες απόπειρες απεξάρτησης. Μάνες ,κόρες, αδελφές , έμβρυα νεκρά, φυλακισμένα, ξέπνοα μες στα χέρια μου. Τί άλλα υλικά να ζητήσω απ’ τη ζωή για να συνθέσω την ανθεκτική μου ωδή; Τώρα που ο λυγμός παλεύει ακόμη με τις λέξεις κι η φαντασία δεν έχει τη δύναμη να εξευγενίσει τη μνήμη, τώρα θα πρέπει να μιλήσω για σας τρυφερές σαρκοβόρες γυναίκες της ζωής μου, να γράψω γι αυτό που κάποτε ήσαστε, που ήμουν κάποτε που οφείλω να γίνω και πάλι. Πρέπει, πρέπει, λέω επίμονα αλλά η σκέψη και μόνο να ράνω με λουλούδια τα παγωμένα σας σώματα με γεμίζει ντροπή. Δεν μπορώ να στηριχτώ πια στην εγκράτεια αυτής της πένθιμης τέχνης που περιέχει μόνο άσκοπη απόγνωση. Μιλάω μετά βίας. Προφέρω αργά τα ονόματά σας. -Α γ λα ία, Μαρίνα, Ευαγγελία- παζαρεύοντας με τους ετερόμορφους θεούς της ποίησης το κομμάτι της ζωής που περισσεύει: ένα αλλότριο τοπίο, το όνειρο όπου θα βρίσκεστε παντοτινά.
Ο λυγμός παλεύει να εξισορροπήσει, δεν μπορεί εύκολα να συγκρατηθεί. Η ποίηση έχει τη δύναμη να περάσει τον ποιητή-αλλά και τον αναγνώστη που συμπάσχει-πέρα από τη θλίψη, και να τον κάνει μαγικά να αντέχει τις οικογενειακές συμφορές, τα οικογενειακά πάθη. Όσο υπάρχει η ανάγκη να τα μοιραστεί με τον κόσμο ,κυρίως αυτά που πονάνε περισσότερο, καθολικεύοντάς τα, σημαίνει ότι τίποτα δεν χάθηκε. Υπάρχει αλήθεια, σφρίγος, στις επιθυμίες, στα αισθήματα, στα όνειρα. Και η κάθαρση είναι εδώ.
(oxford blues)
Η δεύτερη ενότητα του Adieu είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Hedley Bull, δασκάλου του ποιητή. Πλούσιο αυτοβιογραφικό υλικό από τα χρόνια του κολλεγίου, τα χρόνια στην Αγγλία, για τα οποία στο ποίημα »PENTIMENTO» του Λευκώματος είχε γράψει ότι η Αγγλία ήταν ο μόνος ευφυής ελιγμός στη ζωή του. Ένας ορισμός για την ποίηση (‘‘Αν ο πεζός λόγος είναι ποτάμι, τότε η ποίηση είναι συντριβάνι»), οι Μούσες (»απορροφημένος από τις φούστες της Laura Asley/ και το Πρελούδιο του Wordsworh, σε μεταμεσονύχτιο απόδοση της προσωπική μου μούσας/), το επεισόδιο με το χωριατόπαιδο από το Λάνκαστερ, στο οποίο με δυσκολία χάρισε τη γραφομηχανή του, η αδέξια και αστεία απόπειρα ανάγνωσης του τεράστιου Οδυσσέα του Τζόυς παρέα με κάποιους συμφοιτητές, το παρατσούκλι που του απέδωσε ο συμφοιτητής Τσάρλυ (ο ποιητής του Κολλεγίου,»ο τρελός του χωριού» πιο σωστά), το σεμινάριο πολιτικής θεωρίας, το μάθημα της ηθικής, ο βραδύγλωσσος Άνταμ, ο scholar της παρέας που του έκανε την πρώτη θετική κριτική για τα ποιήματά του (»Μου αρέσει πολύ, μου αρέσει πολύ αυτό τό-το -το» ). Αυτά και άλλα πολλά στιγμιότυπα εμπλέκονται μέσα σε τούτη την ενότητα και γίνονται αντικείμενα ποιητικής αφήγησης, που αναδεικνύει τη διαρκή αιώρηση της εφηβικής ψυχής του γράφοντος που έβρισκε τον εαυτό του σε έναν άλλο τόπο, πέρα από τον απωθητικό και βλαπτικό χώρο της οικογενείας του. Τον τόπο της ποίησης. Η Ποίηση που υπερβαίνει ποικιλοτρόπως αυτό που »τα μάτια διακηρύσσουν», δηλαδή πως »τα πάντα είναι επιφάνεια». (amores) Είμαστε τα διαβάσματά μας, όλοι αναπόσπαστα μέρη της »παγκόσμιας ιστορίας της διακειμενικότητας». Κι αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι αρνητικό, πόσο μάλλον όταν αφορά έναν ποιητή που έχει την φαντασία, όσο και την ευφυία να ανανεώνει τους τρόπους και τα εκφραστικά οικοδομώντας νέα ποιητικά σύμπαντα γράφοντας, σχεδιάζοντας, μεταγράφοντας, συνδέοντας, συνθέτοντας, ανασυνθέτοντας.
Στην ενότητα »Αmores » του Αdieu υμνεί την παντοδυναμία του έρωτα με τον τρόπο γνωστών σημαντικών Λατίνων ποιητών (In Latinorum poetarum modo/ Propertious/Catullus /Tibullus). Εδώ ερχόμαστε σε επαφή με ένα ύφος εμποτισμένο με κάποια μεγαλοπρέπεια, που όμως αναμειγνύεται με ένα άλλο ύφος πιο άμεσο. Ανασαίνουμε κι εμείς την »μεγάλη του έρωτα ανάσα’‘, ενός έρωτα που είναι γοητευτικός, ακριβώς επειδή είναι γοητευμένος από καθώς και παθιασμένος με ένα »ευλογημένο θηλυκό», για το οποίο »η φαντασία του πλάθει τέτοια πάθη, που κι ο Κάτουλλος ακόμη θα ντρεπόταν στο αυτί να ψιθυρίσει». Όταν ο έρωτας συναντά το όνειρο, είναι πράγμα μαγικό και ιερό συνάμα. Διαρκής η απεύθυνση στην μούσα, την μεγάλη αγαπημένη. Και από δω λείπουν τα »οικεία κακά». Επικρατεί η αίσθηση ότι υπάρχει κάτι ανώτερο κι από το κακό πεπρωμένο. Η υπέρτατη Ομορφιά όπως ο γνήσιος έρωτας την ενσαρκώνει. O ποιητής κάνει επίκληση στον Λόγο να τον βοηθήσει σχετικά με την ποιητική του δημιουργία, καθώς και την εύστοχη έκφραση του έρωτά του Ω Λόγε, θεός αν είσαι, στους βωμούς σου ευλαβικά προσπέφτω αφού ο Διόνυσος κουφός στις ικεσίες μου στάθηκε. […] Θέλω λέξεις, ω Λόγε, να μου δώσεις, λέξεις που όταν αγαπούν να πάσχουν σαν και μένα…[…] […] Θέλω λέξεις δυνατές ν’ αντέχουνε στου χρόνου τις προκλήσεις γιατί η ομορφιά δεν είναι αιώνια κανείς δεν έχει αιώνια μοίρα και δεν υπάρχει οδύνη πιο πικρή απ’ της αγάπης την οδύνη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που χάθηκαν απ’ την λαγνεία τους φθαρμένοι.
Οι λέξεις γεννιούνται αβίαστα μόνο και μόνο επειδή η καρδιά νιώθει: V Δεν είμαι άνθρωπος κοινός. Ένας ερωτευμένος είμαι. Σε σκέφτομαι όχι σαν κάποιος που σκέφτεται αλλά σαν ο ένας που αγαπάει. Και επειδή το σώμα κλυδωνίζεται: VIII Ως πότε θ’ ανταλλάσσουμε λαθραία φιλιά; Ως πότε με κλεφτές ματιές τις μοίρες μας θα ξεγελάμε; ‘Eλα, άλλο μη διστάζεις προθεσμία στην ομορφιά ο Φοίβος έχει δώσει. Σκληρή δικαιοσύνη πυρώνει ανάμεσα στα πόδια μου. Ο ποιητής στοιχειοθετεί τον έρωτά του ,προσδιορίζει την ένταση, την ποιότητα και την υφή της επιθυμίας.
[…] Είμαι εδώ γιατί ένας έρωτας μεγάλος μια θλίψη βαθιά μας δίνεται μονάχα μια φορά. (XII) XIV (έντεκα τριαντάφυλλα για σένα) Η ιδιοφυία μου δεν είναι παρά ένας έρωτας. Ο δικός σου.
(εξομολογήσεις)
Στην τελευταία ενότητα του Adieu , με τίτλο »εξομολογήσεις» ο ποιητής, με διάχυτη τρυφερότητα, ρίχνει το βλέμμα του πάνω σε πράγματα και ανθρώπους, αποκαλύπτοντας συνάμα λεπτομέρειες της »εξωτερικής» και της »εσωτερικής» του ζωής. Γιατί οι άνθρωποι έχουμε δύο ζωές, θα έλεγε κανείς. Αυτή που ζούμε φανερά, το πρόσωπό μας στον κόσμο. Και αυτή που υπάρχει μέσα μας, που πάντα μας ακολουθεί, η εσωτερική μας ζωή και ίσως είναι η πιο αυθεντική εν τέλει. Είναι γοητευτικό όταν βρίσκει κανείς τον τρόπο να μιλήσει γι’ αυτήν την εσωτερική του ζωή, καθώς και τα όνειρα, τις μύχιες σκέψεις και τις επιθυμίες του, χωρίς να φοβάται τις λέξεις, τους τρόπους, τα ποιήματα. Αντιλαμβάνομαι την ποίηση σαν μια τέχνη που το ύφος της κάθε φορά καθορίζεται από τον τρόπο που πραγματεύεται το βάθος και το ύψος: H ζωή -είναι υπέροχη- ακολουθεί τα ίχνη μας και χάνεται αργά στο βάθος των ονείρων μας. Των ονείρων μας. Υπάρχει πάντα ένας τρόπος να μιλάς γι αυτά σαν το κρυφό τους νόημα να έχει αποκαλυφθεί μόνο σε σένα, αν και το μόνο εκφράζει αρκετά λακωνικά πόσο δεν έχει. Στο ποίημα »Αutobiographia Literaria» o αφηγητής ποιητής περιγράφει μια σκηνή απ’ όταν ήταν παιδί και έπαιζε μόνος στην πίσω αυλή του οικοτροφείου με μια χάρτινη μπάλα. Ίσως να ‘ναι το μίσος η αιτία για τη συγγραφή αυτού του ποιήματος (όπως και τόσων άλλων). Η έντονη χρήση της λέξης »μισούσα» (3 φορές μέσα σε λίγους στίχους) είναι αποκαλυπτική του ψυχοφθόρου αυτού συναισθήματος. Η δήλωση άμεση και λιτή: Μισούσα τους καθηγητές μου. Μισούσα την γκρι στολή με το κοντό παντελονάκι. Μισούσα και το πριγκιπόπουλο της φωτογραφίας που ευλογούσε την βρώσιν και την πόσιν μας. Όμως το ποίημα έχει ανατροπή: η ζωή προχωράει προς το καλύτερο και ρίχνει φως στα σκοτάδια. Αυτός που στον προηγούμενο στίχο φώναζε: »είμαι ορφανός» είναι ο ίδιος άνθρωπος που αργότερα, ως πατέρας ο ίδιος, θα φροντίζει να περνάει ώρες με το γιο του: Kαι να με τώρα εδώ στο κέντρο όλης αυτής της ομορφιάς να διηγούμαι στον μικρό μου γιο τις περιπέτειες του Όλιβερ Τουίστ. Για φαντάσου! Υπάρχει ομορφιά στην απουσία του έρωτα; […] Βροχή εντός και εκτός
[…] Η απουσία του έρωτα έχει πάντα το ίδιο πρόσωπο Θα ήθελα να κλάψω για σένα πού πίστεψες στο εικόνισμα της καρδιάς σου όμως η ματαιοδοξία ενός γυμνού στέρνου δεν αρκεί για να κρατήσει το αίμα ζεστό. […] (Η Αρχαιολογία του πρωϊνού) […] Πώς να φυλακίσεις μια λάμψη που σβήνει βαθμιαία για να χαθεί στο τέλος; Kαι το τέλος του έρωτα ίσως και της ομορφιάς ενδέχεται ποτέ να μην είναι δίκαιο. Ίσως μόνο οι λέξεις να μπορούν να συμβάλουν θετικά στο να ανακαλέσουν τη στιγμή που χάθηκε ανεπιστρεπτί και να δώσουν νόημα σε μια ερωτική ιστορία του παρελθόντος. Νιώθω πως αυτό που πετυχαίνει γενικά στην ποίησή του ο Βλαβιανός είναι η εξαντικειμενικοποίηση των αισθήσεων καθώς και ο ευτυχής συνδυασμός των λέξεων με τέτοιους τρόπους, ώστε αυτές να »εννοηματώνουν» (για να χρησιμοποιήσω έναν δικό του πλαστό όρο από το ποίημα »Εν θριάμβω /εξομολογήσεις / adieu) τα συναισθήματα και τα λοιπά στοιχεία, τα εκάστοτε υλικά του ποιήματος. Οι λέξεις ρέουν, χορεύουν στο χαρτί. Είναι ο ποιητής χειμαρρώδης, περισσότερο μέσα στα ποιήματα που υπάρχουν μέσα στην »Εύθραυστη Επικράτεια των Λέξεων». Στα Σονέτα της Συμφοράς καίει η ίδια φλόγα, όμως η οικονομία είναι κάπως διαφορετική. H πύκνωση είναι μεγαλύτερη, ο στοχασμός πιο κάθετος, πιο συμπαγής. Μέσα στο γαλάζιο βιβλίο, ωστόσο, με ώριμο συναίσθημα και αφαιρετική σκέψη, τσιγκλάει τη συγκίνηση του αναγνώστη, παρασύροντάς τον σε έναν διανοητικό χώρο όπου-φλερτάροντας με την ομορφιά-συνδιαλέγεται με αισθήσεις, ιδέες, λέξεις, έννοιες, αναμνήσεις, εικόνες, καθώς και άλλους ποιητές. Άλλωστε ,πάντα επιλέγει να συνδέσει τις γραφές του με άλλες γραφές, ποιητές, πεζογράφους, δοκιμιογράφους. Η διακριτική γοητεία της διακειμενικότητας μοιάζει με ζωοδόχος αίσθηση που διαποτίζει τα πάντα και δίνει μια τρυφερότητα ακόμα και στην ίδια τη θλίψη. Δίνει επίσης, διαφορετικό χρώμα κάθε φορά στην απουσία. Αποχαιρετά μια ιδέα και, την ίδια στιγμή, μας προτείνει μια άλλη, λειτουργικότερη. Έτσι ο χρόνος παύει να είναι ακίνητος, αλλά αποκτά την δυναμική του ανέμου. Το πιο σημαντικό είναι να έχουν ανθεκτικότητα οι λέξεις και οι τρόποι, να σε ελκύουν όλα αυτά να καταπιαστείς πάλι μαζί τους, όπως σκάβοντας ξανά και ξανά για να βρεις έναν θησαυρό. Το ποίημα »ΠΟΙΗΣΗ», που παραθέτω ολόκληρο, είναι αυτοαναφορικό, ένα κατεξοχήν ποίημα ποιητικής, σαν μικρό δοκίμιο, χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης που συζητάμε. ΠΟΙΗΣΗ στον Γιάννη Δουβίτσα (με τον τρόπο της Μ.Μ.) Κι εγώ την απεχθάνομαι’ ασφαλώς και υπάρχουν πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή άπ’ αυτό το ατέρμονο scrabble με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας. Διαβάζοντάς την όμως με απόλυτη αποστροφή ανακαλύπτει κανείς μέσα στις άχρωμες σελίδες της έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό: έναν φανταστικό κήπο με πραγματικές αλέες όπου το πτυχωτό μαύρο φόρεμα της κ. Μουρ σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας. Αυτός ο δοκιμιακός χαρακτήρας των ποιημάτων είναι εμφανής.
Ο Βλαβιανός είναι επηρεασμένος από τους μοντέρνους ποιητές που έχει μεταφράσει και έχει άρα στενή σχέση με το έργο τους. Μέσω της έντονης μεταφραστικής εργασίας που είναι αναδημιουργία αναπόφευκτα διαπλάθεται και μια ποιητική συνείδηση, που δίνει ένα στίγμα ενδεικτικό του ύφους που τον συνοδεύει στην συνολική πορεία του στα γράμματα. Πιάνεται από λέξεις άλλων και δημιουργεί εκ νέου πράγματα που αποτυπώνουν εντέχνως τις προσωπικές του προσλαμβάνουσες. Ο ποιητής γράφει και διαβάζει ακατάπαυστα, δύο διαδικασίες που συμφύρονται και είναι απολύτως φυσικό. Το υλικό του απέραντο λοιπόν: οι στίχοι, τα διανοήματα, οι στοχασμοί, οι διακειμενικοί ποταμοί μέσα στους οποίους και ως αναγνώστης κολυμπά. Η τέχνη δεν είναι άλλο από συγκοινωνούντα δοχεία εμπειριών, συνδέσεων, κωδίκων. Είμαστε οι ιστορίες μας. Οι ιστορίες που λέμε, που ακούμε, που βιώνουμε, που διαβάζουμε, που ονειρευόμαστε, που επινοούμε. Όταν οι ιστορίες του ενός μπλέκονται μέσα στις ιστορίες του άλλου δημιουργού, το ταξίδι είναι μαγικό. Η ποίηση του Χάρη Βλαβιανού »αποκαλύπτει τις πραγματικές δυνατότητες της φαντασίας» (για να δανειστώ έναν δικό του στίχο/De imagine mundi / Εξομολογήσεις / Adieu), καθώς και το βάθος της ομορφιάς που αναζητά κάθε ψυχή για να εδραιωθεί. Κλείνουμε το κεφάλαιο αυτό με αναφορά στο ποίημα που είναι αφιερωμένο στην μνήμη του Χρήστου Βακαλόπουλου και έχει τον τίτλο »Τέλος». Ο άνθρωπος που δεν πρόλαβε να γεράσει παγιδευμένος άδικα από τον ανελέητο θάνατο. Το πρώτο κομμάτι του ποιήματος (I) σε πρώτο πρόσωπο γραμμένο. Εδώ μιλά η περσόνα του νεκρού, που μονολογεί »φιλοσοφώντας» κατά κάποιο τρόπο τον πρόωρο θάνατό του. Κυνικά τελειώνει ως εξής: »Θέλετε να μάθετε τί σημαίνει θάνατος / Κλείστε τα μάτια σας /και ψιθυρίστε το όνομά μου .» Στο δεύτερο κομμάτι του ποιήματος (ΙΙ) το μότο είναι αυτό: »Xρειάζεστε μια αληθινή φιλία/, για να κερδίσετε μια βαθιά θλίψη». Εδώ ο ποιητής μιλάει σε β ενικό, δείχνοντας συμπάθεια προς το πρόσωπο που απευθύνεται, κάνοντας όμως, παράλληλα μια σκληρή επισήμανση. Όλοι είναι συντετριμμένοι από το χαμό του ανθρώπου που πίκραιναν όσο ζούσε .Τώρα είναι αληθινός ο θρήνος, όμως μοιάζει μάταιο, αν αναλογιστεί κανείς την τραγική μητέρα που χάνει τον μονάκριβό της και αν αναλογιστεί και τον τελευταίο στίχο του ποιήματος: »[…]ζωή χαρισάμενη σημαίνει ζωή τώρα». Ο Xρήστος Βακαλόπουλος μια ενδιαφέρουσα περσόνα, πολυτάλαντος και πολύπτυχος. Σκηνοθέτης, κριτικός, δοκιμιογράφος, συγγραφέας, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών. Έφυγε όμως νωρίς από το Λέμφωμα του Hodgkin. O Βακαλόπουλος πέθανε όταν ο ποιητής ήταν στο Δουβλίνο. Είχαν κάνει στενή παρέα, είχαν έρθει κοντά τον τελευταίο καιρό, και όταν επέστρεψε ένιωσε την ανάγκη και έγραψε το εν λόγω ποίημα.
Ο Άγγελος της Ιστορίας Δεν είναι εύκολη υπόθεση η αναδόμηση ενός χαμένου παραδείσου. Ούτε η δόμηση ενός νέου παραδείσου. Ο ποιητής γράφει για το μέλλον, κοιτώντας πάντα πίσω στο παρελθόν, σε ό, τι καταστράφηκε. Ίσως είναι τα ερείπια το πιο πολύτιμο υλικό του. (Ανα)στοχάζεται πάνω σε αυτά, συνομιλεί με τους νεκρούς. Νεκρούς κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το παρελθόν αποτελεί την αιτία και συνεπώς την αρχή της μυθοπλασίας. O Άγγελος της Ιστορίας αποτελείται από τις επιμέρους ενότητες: Μαύρο γάλα, η Αρχή του Κόσμου, Η χώρα του Ποτέ- ποτέ και το Διπλό πρόσωπο της Άνοιξης. Τo μεγάλο ποίημα »Φθινοπωρινό ρεφρέν», που είναι το αγαπημένο του ποιητή, δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις ενότητες. Υπάρχει μόνο του στην αρχή της συλλογής »Ο άγγελος της Ιστορίας » και πριν από την πρώτη ενότητά της με τίτλο »Μαύρο Γάλα». Το ποίημα αυτό είναι ολόκληρο ένα ισχυρό ποίημα ποιητικής, αποκαλυπτικό για την υφή της τέχνης του:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΡΕΦΡΑΙΝ Όταν πέσουν και τα τελευταία φύλλα θα επιστρέψουμε επιτέλους στον γνωστό, οικείο χώρο μας, το πολύτιμο αυτό άσυλο που το εξαντλημένο σώμα άφησε ανολοκλήρωτο για τις ανάγκες μιας αναπόφευκτης γνώσης. Είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να επιλέξεις και το επίθετο ακόμη που θα έδινε κάποιο νόημα σ’ αυτή την κενή ψυχρότητα, την αναίτια θλίψη, που απλώνεται αργά-αργά, σταθερά, διαβρώνοντας τις πιο κρυφές εσοχές της ζωής σου. Μια απλή, φυσική χειρονομία ίσως να αποτελούσε το πρώτο βήμα, την αρχή μιας νέας απόπειρας. Αν όχι τώρα, αν όχι σήμερα, αύριο δίχως άλλο. Η έλλειψη της φαντασίας; Κι αυτή ασφαλώς θα πρέπει να επινοηθεί· και το σκηνικό να στηθεί όπως ορίζουν οι οδηγίες στο χαρτί. Το πέτρινο σπίτι πρέπει να κρατηθεί. Το βόλτο στο μπροστινό δώμα (το ακριβό, ανεκτίμητο παρελθόν σου) αυτό κυρίως. Και το παλιό υπέρθυρο με τη γοργόνα. Και η συκιά στον κήπο, και οι πικροδάφνες, και η ξερολιθιά, όλα πρέπει να μείνουν. Όλα. Για να φανεί το χάλασμα· το ρήγμα· η απουσία. Για να εκτιμηθεί η προσπάθεια· η αποτυχία· το έργο. Ο φθινοπωρινός άνεμος που έδωσε υπόσταση σ’ αυτές τις λέξεις, σβήνοντας βίαια τη μεταφυσική τους λάμψη, γνωρίζει καλά το μυστικό που κρύβουν. Κι εσύ άλλωστε που σκύβεις να μαζέψεις ένα ξερό φύλλο από το κεφαλόσκαλο. Το φύλλο της πραγματικότητας. Το εξαίσιο ποίημα του αληθινού. Το ίδιο ποίημα το συναντάμε και στο βιβλίο »Διακοπές στην πραγματικότητα», [Ποιήματα, Σχεδιάσματα, Μεταγραφές], Πατάκης 2009. Είναι πάλι μόνο του στην αρχή του βιβλίου, αμέσως μετά τα περιεχόμενα. Ο λόγος ίσως που το έβαλε πάλι στις μεταγενέστερες του ’’Αγγέλου της ιστορίας’’ Διακοπές είναι ο εξής: ήθελε» να καταδείξει, επειδή ταίριαζε με το θέμα των διακοπών, την επιμονή του στο θέμα της «πραγματικότητας». Το ίδιο ποίημα περιέχεται και στην Ανθολογία »Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα (Μεταίχμιο 2008) την οποία επιμελήθηκε ο Ευριπίδης Γαραντούδης. Μάλιστα στο cd που συνοδεύει την έκδοση και στο οποίο 18 από τους ποιητές που ανθολογούνται διαβάζουν ποιήματά τους, ο ποιητής επιλέγει να διαβάσει το εν λόγω ποίημα. Οι τελευταίοι 8 στίχοι του ποιήματος μού φέρνουν στο μυαλό το σημείωμα του ποιητή Michael Longley (ένας από τους ποιητές που έχει μεταφράσει ο Βλαβιανός (βλέπε »Το χταπόδι του Ομήρου», Πατάκης, Πατάκης, 2008) στο οπισθόφυλλο της »Εύθραυστης Επικράτειας των λέξεων»: »O Βλαβιανός είναι ένας στοχαστικός ποιητής που τολμά να καταδυθεί στα »σκοτεινά μονοπάτια της μεταφυσικής» αναζητώντας το δέρας της τέλειας μορφής». Η εμμονή του με τη γλώσσα δημιουργεί »θραύσματα ποιημάτων» που μοιάζουν με ψηφίδες ενός υπέροχου μωσαϊκού. Παραδόξως, αυτές κατορθώσουν να συνθέσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα: »To φύλλο της πραγματικότητας/Το εξαίσιο ποίημα του αληθινού» .
(μαύρο γάλα)
Η ενότητα που φέρει τον τίτλο »Μαύρο γάλα» ξεκινά με το εκτενές ποίημα »Ωραία Κοιμωμένη» και ξεκινά με έναν στίχο που μας παραπέμπει αμέσως στη »Θάλασσα του πρωϊού » του Καβάφη. »Εδώ ας σταθώ/κι ας δω κι εγώ τη φύση λίγο», γράφει ο Αλεξανδρινός. »Εδώ ας σταθώ/στην όχθη του Τίβερη /κι ας φανταστώ πως πέθανες /σ’ αυτό το μικρό νησί,/[..] ξεκινά το ποίημα που εξετάζουμε. Το ρήμα ως προτροπή του υποκειμένου για τον εαυτό του. Κι η φαντασία καλείται να εκπληρώσει τη μακάβρια επιθυμία για ένα θάνατο. […]Εγώ εδώ σε θέλω να πεθαίνεις, εδώ που ο ποταμός χωρίζεται και οι άγγελοι με τις ρομφαίες στέκουν στη γέφυρα φρουροί, και το νεκρό σου σώμα, -ωραία γερασμένη μου Οφηλία- το θέλω άκαυτο, σε λινά λεπτά τυλιγμένο, να πλέει στα ορμητικά νερά πάνω σε στρώμα από ανεμώνες, και να βουλιάζει αργά μες στον υγρό του τάφο, να βουλιάζει, να βουλιάζει, να βουλιάζεις μες στα αδέξια χέρια μου. Σε όλα σχεδόν τα ποιήματά του ο Βλαβιανός δίνει ανάγλυφα την »τραγικότητα των περιστάσεων’‘. Με όχημα τη φαντασία ανασυνθέτει εικόνες ζωής που χάθηκαν, ή »επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες» της ζωής που ζει. Σκηνοθετεί κάθε φορά το περιβάλλον που θα φιλοξενήσει το δράμα και την εξομολόγηση. Επίσης στο ποίημα »ΚΟΚΚΙΝΟ/ΜΑΥΡΟ» ορίζει δύο αφηγητές που εξιστορούν περιστατικό που αφορά σε σκηνές οικογενειακής βίας. Ο πατέρας χαστουκίζει τη μητέρα ενώπιον του γιου. Το παιδί έγινε άντρας και η ιστορία δεν ξεχνιέται, δεν γίνεται να ξεχαστεί. »Είμαι το παιδί» και έπειτα »είμαι ο άντρας» αδιάψευστος μάρτυρας μιας σκληρής αλήθειας που όμως μοιραία τον καθόρισε και ως δημιουργό ως προς τον τρόπο, το ύφος, τα μέσα, την υφή. Ως παιδί »βλέπει» ακρότητες. Ως άντρας »θυμάται» ακρότητες. Η μνήμη οδηγός για το έργο του. Η μνήμη που μέσω της φαντασίας μετατρέπεται σε ποιητικό λόγο χωρίς να χάνει την βαρύτητά της. Αυτό το βλέμμα των δυο αφηγητών παραπέμπει σε ένα βιβλίο που αυτοπροσδιορίζεται ως »μυθιστόρημα σε 45 πράξεις» που έγραψε ο ποιητής και εξέδωσε το 2014 και φέρει τον τίτλο »Το αίμα νερό». Και σε αυτό ο ποιητής κάνει ανασκαφή στα οικογενειακά τραύματα, αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο φαντάσματα, κοιτά το παρελθόν στα μάτια και »παίζει » επικίνδυνα παιχνίδια με τις πληγές του. Το Κόκκινο /Μαύρο είναι γραμμένο πολλά χρόνια πριν, όπως και όλες οι ποιητικές συλλογές που πραγματεύονται τα προσωπικά του ζητήματα. Το Αίμα νερό το εκδίδει στα 57 του χρόνια, αλλά καταδεικνύει πως ο ποιητής επιστρέφει στη γνωστή θεματολογία και τις εμμονές του, τα οποία διαχειρίζεται πια με άλλο τρόπο κι άλλο στόχο. Αλλά όλα αυτά τα πράττει φροντίζοντας να μην η γραφή του περιπέσει σε »φθηνό μελόδραμα», το οποίο συχνά αποκηρύσσει παντοιοτρόπως μέσω του έργου του. […] Είμαι ο άντρας που θυμάται εκείνη τη ζεστή μέρα του Αυγούστου, θυμάται το βλέμμα της μητέρας τη στιγμή που ο πατέρας ύψωνε το χέρι, θυμάται το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, τον γδούπο, τα κλάματα, τις φωνές, τις απειλές, θυμάται, και κρατώντας το μολύβι εκείνου του παιδιού που δεν ήξερε, δεν μπορούσε να ξέρει, το φθηνό μελόδραμα στο οποίο πολύ σύντομα θα πρωταγωνιστούσε, γράφει: Στρογγυλός Βούδας οκλαδόν στο τραπέζι. Στρογγυλός Βούδας κομμάτια στο πάτωμα. Τρώω το χαμόγελο φτύνω τα δόντια. (ΚΟΚΚΙΝΟ/ΜΑΥΡΟ) Στο ποίημα »Σονέτο» (θα ακολουθήσουν μετά από χρόνια κι άλλα σονέτα, αυτά της συμφοράς) ο αφηγητής μονολογεί εξομολογούμενος πως παλεύει διαρκώς με τους τρόπους της αφήγησης ώστε αυτή να είναι πιο λειτουργική..] Νόμιζα πως αν μπορούσα να τα συμπεριλάβω όλα, αν έβρισκα τον τρόπο να μιλήσω εξαντλητικά γι’ αυτά τα ζητήματα, -έστω και συγκεχυμένα- θα ξεμπέρδευα μια και καλή και θα είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ επιτέλους με κάτι άλλο, λιγότερο ανωφελές’ μετά όμως σκέφτηκα πως ίσως θα ήταν προτιμότερο (και πιο πιστό στις πραγματικές προθέσεις μου) ν’ ακολουθήσω ακριβώς την αντίστροφη τακτική και να αφαιρέσω από την αφήγηση σχεδόν τα πάντα. Άρχισα λοιπόν να κόβω, να σβήνω, (έχω κάποιο ταλέντο σ’ αυτό) αργά στην αρχή, με μανία στη συνέχεια, ό,τι θεωρούσα περιττό -ομολογώ ότι καθώς προχωρούσα όλα μου φαίνονταν περιττά- και πολύ γρήγορα έμεινα με κάτι ξεκομμένες λέξεις και φράσεις […] Γενικά, θα λέγαμε ότι είναι αφηγηματική η ποίηση του Βλαβιανού, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο. Η κάθε επιμέρους αφήγησή του έρχεται να συμπληρώσει το πάζλ των μύθων της ζωής του. Οι μύθοι αυτοί γίνονται τελικά και μύθοι του έργου του, αφού ζωή-έργο είναι αλληλένδετα και η σχέση τους αμφίδρομη. Errata. Πηγή για το ποίημα μια άλλη οικογενειακή πληγή. Η ετεροθαλής αδελφή του ποιητή, η Μαρίνα, ζει μια ζωή πόνο και παρακμή, αφού έχει αιώνιο πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Λάθη που δεν διορθώνονται και απλά εξασκείται κανείς στο να αντέχει τις οδυνηρές τους επιπτώσεις. Ο ποιητής της απευθύνεται με τρυφερότητα. Παράλληλα, σκαλίζοντας μνήμες, την ζωντανεύει μπροστά μας μια ύπαρξη όμορφη και αγαπημένη του. »Είδα πάλι και σήμερα το πρόσωπό σου σ ‘ένα περαστικό κορίτσι»’ »Σ’ έφερα στον νου μου όπως ήσουν τότε, τότε που τα σημάδια δεν είχαν φανεί ακόμη,»[…] »Θυμάμαι μια μέρα, θα πρέπει να ‘ταν καλοκαίρι του ’80 που σε είδα..’‘ Το ποίημα απαρτίζεται από δύο αντιθετικά μέρη. Ένα φωτεινό, ένα σκοτεινό. Στο πρώτο ο ποιητής αναπολεί το όμορφο και ανέφελο παρελθόν που χάθηκε για πάντα και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος. (Είδα πάλι και σήμερα… είναι για άλλη ζωή φτιαγμένη). Στο δεύτερο μέρος με άμεσο τρόπο δίνεται η αιτία της δυστυχίας. Η μεγάλη ανατροπή φέρνει την άλλη ζωή, την πικρή, από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός. Η αδερφή του δεν είναι νεκρή όταν γράφει για αυτήν, όμως την έχει απωλέσει. […] Άλλη ζωή… ηρωίνη, μορφίνη, πεθιδίνη, κωδείνη, αμινεπτίνη, προμαζίνη, μεθαδόνη, χλωρομεθειαζόλη, πενφλουριδόλη, νιτραζεπάμη, λορμεταζεπάμη… Μόνο εσύ ξέρεις τί σημαίνει αυτή η ζωή μικρή μου εξόριστη πριγκίπισσα. Εσύ που θα με κοιτάς πάντα με τα μάτια μιας ξένης. Στο ποίημα Νεκρή Φύση δεσπόζει η εικόνα του πατέρα, ένα πρόσωπο καθοριστικό στη ζωή του, που τον έχει στιγματίσει μοιραία ως άνθρωπο. Το ποίημα αρχίζει ως εξής: ‘O πατέρας μου καθισμένος αναπαυτικά σε μία σεζ λογκ με τα πόδια βυθισμένα στην πυκνή άμμο διαβάζει τις οικονομικές σελίδες του Journaldo Brasil‘ […] Και κλείνει με τη θλιβερή ιδέα του χωρισμού των γονιών του […] Rio de Janeiro, 1961 Τo τρίτο μας καλοκαίρι εδώ. Το τελευταίο μαζί του. Τα ποιήματα που αφορούν στα »οικεία κακά» σχετίζονται μεταξύ τους με την έννοια ότι το ένα αποτελεί φυσική συνέχεια του άλλου ή συμπληρώνει το άλλο, και φωτίζουν όλα μαζί τις πτυχές της ζωής του δημιουργού, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις και σε θέματα ποιητικής, αναφορικά με το πώς διαχειρίζεται ο Βλαβιανός το μεγάλο αυτοβιογραφικό του υλικό. Πρωταγωνιστής μέσα στα ποιήματά του ο έφηβος με τα κυματιστά χείλη και έπειτα ο ώριμος άντρας των Σονέτων της συμφοράς ‘υψώνει τη φωνή στο παρελθόν και το ελέγχει πολλαπλά φιλοτεχνώντας παράλληλα μια ποιητική περσόνα που κατέχει την τέχνη του σκέπτεσθαι, ακριβώς όπως και ο δημιουργός της. »Άραγε τί σημαίνει για σένα ένας έφηβος να σπουδάζει σε ακριβά κολέγια, να κωπηλατεί με τους φίλους του στους παγωμένους παραπόταμους του Τάμεση, και τα βράδια ν’ αντιγράφει στα τετράδιά του στίχους από το Childe Harold κι εκείνη που τον έμαθε »πως η αγάπη είναι καλύτερη μοίρα απ’ τη σοφία» να σβήνει μακριά του, μόνη, περιφρονημένη απ’ όλους, μέσα στα ερείπια της πολυκύμαντης ζωής της; (Τρίτη βράδυ) Επειδή »μπορείς πάντα να φτιάξεις κάτι από τον πόνο» και επειδή» όλη του τη ζωή δεν κάνει άλλο από το να θυμάται », ο ποιητής μας δίνει ποιήματα ζωηρά, διεισδυτικά στην ανθρώπινη φύση, που διαθέτουν μια αμεσότητα και αλήθεια και που δεν φοβούνται να πατήσουν πάνω »στο φύλλο της πραγματικότητας». Υπάρχει ένα ποίημα που λέγεται UGO MONCADA (1911-199 ). Ugo Moncada είναι το όνομα ενός άντρα που παντρεύτηκε η μητέρα του ποιητή. Μετά το χωρισμό της με τον πατέρα του έκανε κι άλλες σχέσεις. Η συγκεκριμένη κατέληξε σε γάμο που όμως δεν διήρκησε πολύ. Τα Χριστούγεννα του 1964 ,όπως γράφει στο Αίμα νερό, η μητέρα τού παρουσιάζει τον καινούριο του μπαμπά και του ζητά να του μιλά ευγενικά. Ο ποιητής τον συμπαθεί και τον αποδέχεται . […] Ο καινούριος σου μπαμπάς. Ο πιο καλός απ’ όλους, ο μόνος που σου ‘δειξε πραγματική αγάπη, που ήταν πάντα εκεί,[…] (UGO MONCADA (1911-199 Αναγκάζεται όμως δέκα μήνες αργότερα να τον αποχωριστεί, επειδή η μητέρα του αποφάσισε να αλλάξουν πάλι χώρα. Γράφει χαρακτηριστικά στο »Αίμα νερό» (9, σελ 19): […] Εκείνος σ’ αγαπούσε περισσότερο κι από τον πατέρα σου, αλλά η μητέρα σου τον ξερίζωσε από τη ζωή σου βίαια. Δεν πρόλαβες ούτε να τον αποχαιρετήσεις. Την τελευταία μέρα που τον είδες έπεσες να κοιμηθείς στο δωμάτιό σου στο Παριόλι και το επόμενο απόγευμα βρισκόσουν σ’ ένα διαμέρισμα στη Φωκίωνος Νέγρη. Από τη dolce vita της Ρώμης στη χούντα της Αθήνας. Από τον Μαστρογιάννη και την Μόνικα Βίττι στον Παπαμιχαήλ και τη Βουγιουκλάκη. Δεν τον ξαναείδε ποτέ, αλλά τον θυμάται πάντα με αγάπη. Και ένα περιστατικό τον βεβαιώνει πως τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Ίσως για αυτό νιώθει και την ανάγκη να γράψει ένα ποίημα που να φέρει το όνομά του. Τιμής ένεκεν. […]
(Υ.Γ. Πριν από λίγα χρόνια έμαθες πως πέθανε στο Παλέρμο, τον τόπο του. Δεν σου είπαν ούτε την ακριβή ημερομηνία ούτε κάτω από ποιές συνθήκες. Πέθανε όμως κοντά στα άλλα του παιδιά, από τον πρώτο γάμο. Στα πράγματά του βρέθηκε μαζί με άλλες και η δική σου φωτογραφία από εκείνη την παλιά εκδρομή στα χιόνια. Είχες δίκαιο, λοιπόν.) (UGO MONCADA (1911-199 Στο Αίμα Νερό (8, σελ 18) αναφέρει και το εξής περιστατικό: »Τη μέρα του γάμου της χάρισε μια Μadonna του Κορρέτζιο. Ανήκε στην οικογένεια των Μονκάντα, της είπε, από το 1743. Δύο χρόνια αργότερα, όταν το διαζύγιο είχε πλέον πάρει τον δρόμο του, τον πούλησε (πίσω από την πλάτη του) σε αντικέρ του Μιλάνου. »Για ένα κομμάτι ψωμί», όπως έλεγε λίγα χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε πάλι στο έλεος των τοκογλύφων.» »Εξομολόγηση», »Errata», »Συμφιλίωση», »Καθαρτήριο» μερικοί τίτλοι καίριοι και εύστοχοι αναφορικά με το περιεχόμενο των ποιημάτων που συνοδεύουν και των οποίων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος. Καίριοι και εύστοχοι επίσης ως προς το ότι αποδεικνύουν την δύσκολη κατάσταση του ανθρώπου που υφίσταται για χρόνια πράγματα που δεν επιθυμεί και που δεν έχει επιλέξει. Στη Συμφιλίωση απευθύνεται στο β ‘ενικό, στην ήδη νεκρή μάνα. Ίσως σε μια στιγμή περαστικής τρυφερότητας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με όσα των στοιχειώνουν, με την ίδια. Μα εδώ η λέξη »εγκατάλειψη» ζυγίζει περισσότερο από τη λέξη »τρυφερότητα» και την νικά. Δεν είναι εύκολη καμία συναισθηματική υπέρβαση. Θα ζήσω και χωρίς εσένα όπως έμαθα κάποτε να ζω χωρίς εκείνον. […] Ύστερα από τόση μοναξιά, ο θάνατος με αφήνει αδιάφορο. [..] Ξέρεις τί σημαίνει εγκατάλειψη. Ξέρεις πώς η πληγή είναι πολύ βαθιά, για να κλείσει με τρυφερά λόγια της στιγμής. Τώρα όμως είμαστε μαζί-ας αφήσουμε τους άλλους να σκαλίσουν το παρελθόν μας. […]
Γενικά ο Βλαβιανός είναι συχνά ασεβής απέναντι στα βιώματά του κι ίσως αυτό το στοιχείο είναι που αναστατώνει τον αναγνώστη. Στο Καθαρτήριο υπάρχει μια έντονη δραματικότητα. Έχεις την αίσθηση ότι ο γιος ανακρίνει επίμονα τη μάνα ,μέχρις ότου λάβει από αυτήν τη σωστή απάντηση. Αναζητείται λοιπόν η αλήθεια σχετικά με συμπεριφορές και πράξεις που βασανίζουν τον ποιητή και »φωτίζουν το δρόμο της δικής του »εξορίας». […] Γιατί μού είπες ψέματα; Δεν θα σου έλεγα ποτέ ψέματα. Γιατί μού είπες ψέματα; Γιατί η αλήθεια λέει τα πειστικότερα ψέματα κι εγώ πιστεύω στην αλήθεια. […] ΟΙ »ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ» το τελευταίο ποίημα της ενότητας »Μαύρο γάλα». Μπορεί ο ποιητής να μην κατατροπώνεται από τα ερείπια του παρελθόντος. Αλλά και αρνείται να γυρίσει το βλέμμα στο μέλλον. Τα ερείπια του κάθε ανθρώπου είναι αυστηρά προσωπική και δύσκολη υπόθεση, που αποδεικνύεται και μοναχική, αφού μόνος του κανείς βαδίζει και ακόμα πιο μόνος νιώθει, όταν προσπαθεί να τα διαχειριστεί με τη σωστή οικονομία. Πολλές φορές τα αγαπά τα ερείπιά του, είναι η κρυφή του δύναμη. Και μετατρέπονται εν προκειμένω σε ποιητικό λόγο και μοιράζονται τους αναγνώστες, τους οποίους ο ποιητής κάνει κοινωνούς, της πραγματικότητας μιας πολυκύμαντης ζωής. Μια ζωή που δεν πτοείται ούτε ακυρώνεται ,γιατί διασώζεται ατόφια μέσω των λέξεων και των συνθέσεων.
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ Θέλεις να φαντάζεσαι τον εαυτό σου ακλόνητο βράχο. Έστω. (Αν και ,μεταξύ μας, θα μπορούσες να βρεις κάτι λίγο πιο πρωτότυπο για την περίπτωσή σου.) Όμως στο τέλος θα διαβρωθείς’ όλα τα σταθερά πράγματα διαβρώνονται, (το ξέρεις, άλλωστε) και η θάλασσα αυτή η απατηλή απελπισμένη αγκαλιά (συνεχίζω στη δική σου γραμμή πλεύσης) που τόσο βαθιά φθονείς, θα θριαμβεύσει. Νιώθεις τον φακό της μηχανής να εστιάζει στην πλάτη σου. Δεν υπάρχει λόγος να γυρίσεις. Κανείς δεν θα σε ρωτήσει για ποιόν υποφέρεις για ποιόν στέκεις ακίνητος
Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗ ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ
Διαβάζουμε ακόμα τον »Άγγελο της Ιστορίας», και πιο συγκεκριμένα την δεύτερη ποιητική ενότητα που φέρει τον τίτλο »Η αρχή του κόσμου». Μια ενότητα που βοηθά σημαντικά τον αναγνώστη, αλλά και τον μελετητή του Βλαβιανού αναφορικά με την κατανόηση του έργου του. Δεν είναι καθόλου εύκολη η ποιητική απόδοση της ανατομίας του κόσμου ή έστω του προσωπικού, αλλά και του ποιητικού σύμπαντος κάποιου δημιουργού. Πάντα ένα ερώτημα πλανιέται στον αέρα. Ένα καίριο ερώτημα. Πώς να τον διαβάσει κανείς;
Μέσα στο προσωπικό σύμπαν του Βλαβιανού εμπεριέχονται τα διαβάσματά του, ο διακειμενικός του διάλογος με ποιητές που μελέτησε και αυτοί είναι πάρα πολλοί (όπως Πάουντ, Μϊλοζ, Ρεμπώ, Γέητς,Eliot, Γουλφ Τσβετάγιεβα, Κάρσον, Σέξτον ,Ριλκε κ.α). Ένας διάλογος χωρίς τέλος αλλά και που κάθε φορά αποκαλύπτει τις πηγές του χωρίς ενοχή, ούτε και θλίψη. Ο ποιητής δεν ανταλλάσσει απλώς ματιές με τους πεθαμένους συντρόφους ποιητές, αλλά φροντίζει διαρκώς για την παρουσία τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στο έργο του. Για παράδειγμα το »Γερμανικό Ρέκβιεμ» (μεταγραφή ποιήματος του James Fenton με τη συνδρομή του Rilke) ξεκινά ως εξής: »Δεν είναι αυτά που οικοδόμησαν./Είναι αυτά που γκρέμισαν./Δεν είναι τα σπίτια/Είναι τα κενά ανάμεσα στα σπίτια./Δεν είναι οι δρόμοι που υπάρχουν./Είναι οι δρόμοι που δεν υπάρχουν./Δεν είναι οι αναμνήσεις που σε καταδιώκουν./Δεν είναι αυτά που έχεις καταγράψει. Είναι αυτά που έχεις ξεχάσει./Αυτά που πρέπει να ξεχάσεις./Αυτά που πρέπει να ξεχνάς./Και με λίγη καλή τύχη/η λήθη θ ‘ ανακαλύψει ένα τελετουργικό./Θα διαπιστώσεις ότι δεν είσαι μόνη στο εγχείρημα/Το ίδιο σου το κρεβάτι έδειχνε χθες να σε καταδικάζει./ Σήμερα παίρνεις τη θέση σου στην κερκίδα των τεθλιμμένων./(I) Και το εν λόγω ποίημα κλείνει με τα λόγια του φιλοσόφου Βιτγκενστάιν: »Ποιός μίλησε για νίκες;/ Τo παν είναι ν’ αντέξουμε.»
Ακόμα δανείζομαι στίχους από το ποίημα » La bella Natura» (που το αφιερώνει στον Ευγένιο Αρανίτση), στίχους δικούς του δανείζομαι για να τον περιγράψω ως ποιητή. […] με τη διαφορά πως εσύ στέκεσαι στη μία άκρη και οι άλλοι στην άλλοι.[…], γράφει λοιπόν. Και στην περίπτωσή του έχει προφανώς την επίγνωση ότι συμβαίνει ακριβώς το ίδιο: κι ο ίδιος στέκει μόνος στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα, ως μια ξεχωριστή και ιδιάζουσα περίπτωση που κινείται έξω από τα γνωστά κανάλια της συμβατής ή έστω της παραδοσιακής ποίησης. Δεν εντάσσεται κάπου ή, δεν εντάσσεται εύκολα κάπου. Αποτελεί μόνος του μία κατηγορία και είναι σαν το έργο του, με όλη τη δυναμική που διαθέτει, να φωνάζει στον συνάδελφο ποιητή, αλλά και στον αναγνώστη: »Το μόνο που σου μένει είναι να αποδεκτείς τη διαφορά». Μόνο αν αποδεκτείς τη διαφορά θα μπορέσεις να κάνεις μια πετυχημένη ανατομία του έργου του. Ένα έργο που στην ουσία αποτελεί ανατομία της ίδιας της ζωής του.
Αφιερώνει το ποίημα »Πλήξη» μεγάλο σε έκταση στον συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργο -‘Ικαρο Μπαμπασάκη. Άμεσος στην απεύθυνσή του και αυτοαναφορικός:
Ο χρόνος που κάνει το κύμα/να επιστρέφει στον βράχο που κοιτάς/είναι αρκετός για να σου εξιστορήσω/τα τελευταία τραγικά συμβάντα της ζωής μου/τα οποία στην ουσία συνοψίζονται/στη φράση »έχασα δυο φίλους/και μια μητέρα»./Θλιβερή φράση δεν νομίζεις;/Tη μητέρα βέβαια την έχασα/κάπως πιο περίπλοκα,/ μυθιστορηματικά θα έλεγε ένας τρίτος,/αλλά τί σημασία έχει,/κι αν έχει ,σίγουρα όχι για μένα πια./Οι φίλοι είναι ασφαλώς άλλη υπόθεση,/πιο σοβαρή /[…]Kαι παρακάτω στο ίδιο ποίημα:[…]To ξέρεις πως έκλεισα τα σαράντα./Τα σαράντα!/Μου φαίνεται σχεδόν απίστευτο./Σαν να πρόκειται για κάποιον άλλο,/σαν να ξύπνησα ξαφνικά από όνειρο ξένο./Ο παππούς μου στα σαράντα,/σε κείνη τη φωτογραφία που κατεβαίνει την Πανεπιστημίου,/μοιάζει ήδη υπέργηρος,/με το τεράστιο παντελόνι/που φτάνει σχεδόν μέχρι το στήθος./
Υποτίθεται ότι τώρα είναι η χρυσή στιγμή-/τώρα είναι η στιγμή να γράψει κανείς/έναν ρέκβιεμ για μια /πρόωρα χαμένη μπαλαρίνα/ή έστω ένα σονέτο για τον ωραίο Αντίνοο./Τώρα που οι περισπασμοί της ζωής/θολώνουν το βλέμμα,/που οι εκκλήσεις σε μούσες και αγγέλους/κρατούν ακόμη έναν τόνο φυσικότητας./Εγώ όμως νιώθω πως φθάνω στο τέλος της διαδρομής./Πλήξη, φίλε μου./Αφόρητη πλήξη με όλους και όλα’/κυρίως με τον εαυτό μου.[…] και παρακάτω:[…]Επανέρχομαι στο ζήτημα της πλήξης./Προσωρινές δοκιμασμένες λύσεις:/-καφές με νέο ποιητή, /φιλολογική κουβεντούλα,/θάψιμο πρώην επιστήθιων φίλων,/ανάγνωση του καινούργιου αριστουργήματος’-επιστροφή στη φύση, Τριαντάρος ή Αρκεσίνη./ Ρακή με λούζα, φάβα ,ντοματοκεφτέδες και λοιπά ‘/-διαφυγή στην »υψηλή τέχνη», στο »άχρονο», στο » άρρητο»: /Mότσαρντ, Μάλερ, Μιγιώ’/-επανασύνδεση με παιδικούς φίλους, συμμαθητές/Σχέσεις π. Π.-προ της Πτώσης’/-autointoxication δια της γραφής./[…]To ποίημα γράφει τον ποιητή[…]Στοχαστικός περί ποιήσεως και γενικά: […] Τελικά είμαστε αρκετά δυνατοί/για να επωμιστούμε την οδύνη των άλλων./Τη δική μας όμως;/[…]Σε ρωτάω όμως,/έπρεπε να φτάσουμε στα σαράντα/για να καταλάβουμε το αυτονόητο,/πως η κενότητα της ζωής/είναι πιο φρικτή από την αθλιότητά της;/Kαι υποτίθεται πως εμείς,/τα βαθυστόχαστα ποιήματά μας,/
θα ήταν ο καθρέφτης του σύμπαντος,/το speculum όλης της δημιουργίας./[…]Kι όμως μέσα σε κάθε ποίημα υπάρχει-για να παραφράσω τον αγαπημένο σου κριτικό-ένας ποιητής που προσπαθεί να δραπετεύσει.[…]η θλίψη είναι παντού,/δεν υπάρχει αμετάβλητη οντότητα στον άνθρωπο,/αμετάβλητη πραγματικότητα στα πράγματα.[…]Η πλήξη και η θλίψη είναι μοτίβα επαναλαμβανόμενα στο έργο του, το κατακλύζουν το στιγματίζουν, δίνουν τον τόνο και το ύφος. Χωρίς όμως να το καθιστούν μελοδραματικό, αφού ο ποιητής φροντίζει κάθε φορά να τηρούνται οι αποστάσεις ασφαλείας. Απλά, μερικές φορές, παρά την εύστοχη »μεταμφίεση» της θλίψης και της πλήξης στο όνομα της σύμβασης που η ποίηση επιβάλλει, διαφαίνεται η απαισιόδοξη φύση του Βλαβιανού (»η θλίψη είναι παντού», γράφει στο ποίημα που εξετάζουμε). Τo ποίημα »Αντικρίζοντας την έναστρη οθόνη του κόσμου» είναι καίριο αναφορικά με την προσέγγιση του έργου του. Άλλο ένα ποίημα ποιητικής που καθοδηγεί τις μελέτες μας και, στην ουσία, μάς λέει τον τρόπο εκείνο με τον οποίο »πρέπει» να τον διαβάσουμε, έχοντας ως σημαία, στην αρχή, τους στίχους του John Ashbery (As we know )It‘s sad theway they feel about it-/Poetry-/As though it could synghronize our lives/With our feeling about ourselves,/And forma bridge between them and »life»/As we come to think about it./ Ξέρει ότι η ποίηση διέπεται από κανόνες, αλλά δεν τον ενδιαφέρει να ακολουθήσει κανόνες. Αντίθετα, τον ενδιαφέρει το μικρό »ασημένιο ποίημα» που στα χέρια του κρατά. Το ιδιάζον εκείνο δημιούργημα που διέπεται από τους δικούς του νόμους, τους δικούς του μορφικούς και αισθητικούς κανόνες και αποτελεί μέρος της ποιητικής ιδιολέκτου του Βλαβιανού. Όλα τα μικρά ή μεγάλα »ασημένια του ποιήματα» διαδηλώνουν ακριβώς το εξής: ότι δεν επιθυμούν να ενταχθούν κάπου, ούτε σε κάποιο ήδη υπάρχον κίνημα, ούτε σε κάποια ήδη υπάρχουσα σχολή. Η άρνησή τους τα ορίζει, αλλά και τα νοηματοδοτεί. Η ίδια η άρνησή τους. Τα ποιήματα αυτά »είναι το αποτέλεσμα του εδώ και τώρα, της ρευστής, αληθινής μας συνείδησης». Και είναι η ομολογία της ρευστότητας ένα ισχυρό βήμα προς τον »άλλο», τον »διαφορετικό άλλο», που δεν κατανοεί, δεν συμμερίζεται, δεν συγκατανεύει. Ο ποιητής δίνει τα κλειδιά στον αναγνώστη να τον ξεκλειδώσει. Ρευστότητα είναι η λέξη -κλειδί. …! Ο ποιητής είναι ρευστός. Αυτοσυστήνεται ως τέτοιος. Αυτοπροσδιορίζεται. Η ποίηση του Βλαβιανού συνίσταται σε: »μια στοιχειώδη οργάνωση του υλικού και λίγη αίσθηση ζωής», για να δανειστώ τους στίχους του. ‘’Πολλή αίσθηση ζωής», θα τολμούσα, όμως, να τον διορθώσω. Η γλώσσα του απλή, άμεση, φυσική, ανεπιτήδευτη, που απέχει παρασάγγας από αυτήν που επέβαλαν Ελύτης και Σεφέρης. Η γλώσσα του ποιητή μας είναι γήινη και δεν κουβαλά »καμία μεταφυσική λάμψη». Αλλά είναι ικανή να στοχαστεί σε βάθος το ζήτημα της επιφάνειας. Γράφει: […] Μιας οριζόντιας ποίησης που να στοχάζεται σε βάθος/το ζήτημα της επιφάνειας,/σε γλώσσα απλή, φυσική-αφοπλισμένη, πιο σωστά-/από την οποία θα έχει αφαιρεθεί/ο (σεφερο- ελυτικός) κότινος,/τα αστραφτερά παράσημα./[…]Πρόκειται για μια νέα αντίληψη για τη γλώσσα και την ποίηση που η ίδια δημιουργεί, διευρύνοντας την αντίληψη του αναγνώστη αναφορικά με τα όρια και το περιεχόμενο της πραγματικότητας. Αντικρίζοντας την έναστρη οθόνη του κόσμου. Ποίημα ιδιαίτερης υφής, ποίημα πρόταση υπέρ μιας διαφορετικής για τα ελληνικά δεδομένα αντίληψης για τη γραφή, που γυρνά την πλάτη στις θεωρίες περί ποιητικής και λογοτεχνικότητας, περί του τί είναι ποιητικό και τί όχι. Κλείνει ως εξής:[…]Στη βάση αυτής της νέας αντίληψης/να οικοδομήσουμε./Το σπίτι/(που και τη ζωή μας ακόμη/θα δίναμε για να το υπερασπιστούμε)/ δεν είναι λαογραφικό ή αρχαιολογικό μουσείο/με πολύχρωμα κιλίμια και σπάνιους αμφορείς./ Είναι εμείς./Κι εμείς είμαστε άνθρωποι/όχι ηρωικά φαντάσματα’ /για την ώρα τουλάχιστον./ To »μικρό ασημένιο ποίημα» λοιπόν, που προαναφέραμε και που διέπεται από νόμους που το ίδιο παράγει θα το συνδέσουμε τώρα με το »Νέο Ποίημα» που συναντάμε στο μεταγενέστερο βιβλίο »Διακοπές στην Πραγματικότητα». Κι αυτό με τη σειρά του διαδηλώνει μια άλλου είδους ποιότητα, από αυτήν που η παραδοσιακή ποίηση επιβάλλει, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κάποιο αξιολογικό χαρακτηρισμό. Ένα ποίημα αλλιώτικο απ’ τα »άλλα» και το παραθέτω εδώ: «δεν θα βουλιάζει με αυταπάρνηση στα βαλτόνερα της μνήμης,/δεν θ’ αρμενίζει ανέμελα ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο, /δεν θ’ απαντάει μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι» στα εκβιαστικά διλήμματα/της Ιστορίας,/δεν θα κυνηγάει τρελούς λαγούς σε δάση χωρίς δέντρα, δεν θα ’χει φωτογένεια,/δεν θα παίζει την αιωνιότητα στα γόνατά του, δεν θα γράφει στην εξώπορτα του σπιτιού του: «προσοχή, ποίημα!»,/δεν θ’ αμφισβητεί αυτό που έχει ήδη πεθάνει,/δεν θα βλέπει ιδιωτικά οράματα κάθε φορά που κατηφορίζει/τη Σόλωνος,/δεν θα διατυμπανίζει τ’ όνομα και την καταγωγή του, και κυρίως/δεν θα κάνει όνειρα στα οποία να μπορείς να βασιστείς./(από τη συλλογή «Διακοπές στην πραγματικότητα», εκδ. Πατάκη, 2009) Πάντως επιμένει να διερευνά τις αντοχές της τέχνης του λόγου κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία μέσα σε ένα ποίημα. Δεν ορίζει, όμως »δείχνει» νέες οπτικές. Λέει στις »ΜΙΚΡΕΣ CYCLADES) […] Και η ποίηση/ (la poesia cara)/ όσες πολύφλοισβες θάλασσες κι αν επινοήσει/όσους Αντίνοους (n’ est’ pas ?) κι αν εξοντώσει/δεν έχει τη δύναμη να συμφιλιώσει/τους ανθρώπους με το παρελθόν τους.[…]Η ποίηση μπορεί να είναι παρηγορητική, μπορεί να κάνει για λίγο να μην νιώθονται οι πληγές ενός τραυματικού παρελθόντος, όμως δεν μπορεί να είναι πανάκεια. Μπορεί να είναι ο μοχλός της δημιουργικότητας ενός ποιητή παρέχοντάς του ανεξάντλητο υλικό για επεξεργασία και δίνοντάς του άπειρες δυνατότητες ποιητικής προσέγγισης. ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΓΟΝΕΙΣ Η χώρα του Ποτέ Ποτέ νιώθω ότι γκρεμίστηκε σαν χαρτόκουτο. Τα μεγάλα πάθη και τα όνειρα, καθώς και τα βλέμματα της αγάπης έγιναν σονέτα της συμφοράς Ο »καλός θεούλης» που τόσο συχνά τον μνημονεύει ο ποιητής δεν έκανε το θαύμα του δυστυχώς, δεν μπόρεσε να φέρει πίσω την αγάπη που χάθηκε ανεπιστρεπτί.[…]Μείναμε μόνοι,/με τα μεγάλα μας όνειρα/και τα μεγάλα μας πάθη,/να ζυγίζουμε καθημερινά/ο ένας στο βλέμμα του άλλου/το βάρος της αγάπης./( Η χώρα του Ποτέ Ποτέ)/[…]Η αγάπη στο έργο του Βλαβιανού πάντα χάνεται, για να διασωθεί όμως, στη συνέχεια με χίλιους δυο άλλους τρόπους, περιτριγυρισμένη από ένα φως κάπως μελαγχολικό. Δεν είναι ότι δεν διακρίνεις ότι μιλάμε για ένα απαισιόδοξο ποιητικό υποκείμενο. Σαφώς και το διακρίνεις. Βλέπεις όμως ότι τελικά είναι αγία η απαισιοδοξία, είναι ευλογημένη και ευεργετική η μελαγχολική διάθεση, διότι τελικά κάνουν τον στίχο πιο ανθεκτικό. Μέσα από την αμεσότητα αναδύεται το αληθινό. Οι φιοριτούρες πάντα λείπουν από τις γραφές του. Είναι η λέξη που έχει ειδική βαρύτητα κάθε φορά. Η λέξη που και μόνη της »μπορεί», που και μόνη της »έχει τη δύναμη να…»δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα του ποιήματος, αρκεί να ενταχθεί σε λειτουργικά ποιητικά συμφραζόμενα Από την ποίηση αυτή λείπουν οι άτεχνοι ή κακότεχνοι (στο όνομα ενός αυτιστικού μοντερνισμού) εξεζητημένοι γλωσσικοί συνδυασμοί που καταβαραθρώνουν την Ιδέα του Ποιήματος. Τα ποιήματα σε όλες του τις συλλογές είναι στοχευμένα αναφορικά με την ανάδειξη του σημαντικού νοήματος, διότι, το αληθινό ποίημα οφείλει να έχει κάτι να πει. Αλλιώς καλύτερα ο ποιητής του να σωπάσει. Η ποίηση του Βλαβιανού έχει μια καθαρότητα και μια ακρίβεια διακριτή.…] Kι αν ο καλός Θεούλης/που όλα τα βλέπει και όλα τα συγχωρεί,/μας ευλόγησε με τη χάρη Του,/θα γεράσουμε μαζί,/εσύ και γω,/σ’ αυτό το σπίτι,/για να διηγηθούμε στα όμορφα παιδιά μας/τις χίλιες και μία νύχτες της ζωής μας,/πώς βρήκαμε το λυχνάρι του Αλαντίν/και την ευχή που ψιθυρίσαμε./ Τα δύο παιδιά του ποιητή, η Ειρήνη και ο Αλέξανδρος είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές στη χώρα του Ποτέ Ποτέ, με τα παιχνίδια τους, τα μπερδεμένα λόγια, την παιδική αφέλεια συνδυασμένη με τη μεγάλη σοφία. Το ποίημα με τον τίτλο λογοπαίγνιο »Πόλεμος και Ειρήνη» εμπνευσμένο τα παιχνίδια τους. Εκείνος είναι παρατηρητής, αλλού όμως συμμέτοχος, όπως στο ποίημα »Μικρή Θεά» όπου ο ίδιος γεμίζει για χάρη της κόρης του τον κενό χώρο που το περίγραμμα εμπεριέχει με μια μεγάλη κόκκινη καρδιά. Στο ποίημα Βenedictus αποτυπώνεται όλη η πληρότητα και η παντοδυναμία που του χαρίζει »η νεογέννητη εύθραυστη ομορφιά», η οποία τον καθιστά βαθιά και απόλυτα ευτυχισμένο.[…]»Would you like anything else»/είπε σχεδόν τρυφερά η νοσοκόμα/κι εγώ χωρίς να την κοιτάξω/ψιθύρισα στο μικροσκοπικό σου αυτάκι :/» I have all i want,/all i ever wished for,thankyou»/και κόλλησα το ζεστό σου μάγουλο/πάνω στο δικό μου./Οι καμπάνες των κολεγίων/σήμαναν τέσσερις./Είχες γεννηθεί στις 3.42 π.μ/ Η πρώτη μου αιωνιότητα/είχε διαρκέσει δεκαοκτώ λεπτά./ (Βenedictus)
Τo ποίημα »Πώς ωριμάζουν τα ψέματα» μου φέρνει στο μυαλό το ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη »Στο παιδί μου» που ξεκινάει ως εξής: »Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια» και τελειώνει: »Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.». O Bλαβιανός γράφει: «Για Κόλαση, φλόγες και καζάνια δεν είπα τίποτα.» Και το βάζει αυτό στην παρένθεση για να τονίσει πως είπε-όταν χρειάστηκε »ψεματάκια» στο παιδί, ή, τελοσπάντων, έτσι επέλεξε να κάνει, χωρίς να αναφερθεί στην άλλη πλευρά του Παραδείσου, τη μελανή. Οι παρενθέσεις στο έργο του είναι γεμάτες νόημα ή επιτείνουν μια ειρωνεία ή προτείνουν μια προέκταση της σκέψης. Ψέματα λοιπόν, που θα ήταν πιο σωστό τα χαρακτηριστούν ως »ζωτικά ψεύδη», ώστε να μην πληγωθεί η παιδική ψυχή.[…] Το τρίτο ψέμα/(τη μέρα που έβαλε τα κλάματα/στη σκέψη πως κάποτε θα με χάσει)/ότι θα είμαι κοντά του για πολλά, πολλά, πολλά! χρόνια ακόμη/και όταν πια έρθει η ώρα να τον αφήσω/θα έχω καταντήσει ένα ξεδοντιασμένο γεροντάκι/με » μαγκούρα και καμπούρα » .[…]/ Όμως το ποίημα κλείνει με μια ανατροπή:[…]Έτσι ωριμάζουν τα ψέματα/κι όταν ο γιος σου πάψει να τα πιστεύει/τα λες ξανά στον εαυτό σου/για να μην πεθάνεις από την αλήθεια.
Όσο για το ποίημα »Καλοκαίρι του ’93», είναι ένα μεστό ποίημα, με σωστή οικονομία. Ο ορισμός του έρωτα, το χάσμα των γενεών, το πατρικό βλέμμα, η πανταχού παρούσα τρυφερότητα του ποιητή όταν αναφέρεται στα παιδιά του. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’93/(… διαβάζοντας Vladimir Holan)/ «Γιατί κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη;»/ρωτάει με απορία,/κι εγώ σκέφτομαι/πόσο μικρός είναι ακόμη/για να καταλάβει τί σημαίνει έρωτας,/πόσο αυτάρκης/για να νιώσει την ανάγκη ενός ειδώλου Στον γιο του -που τρυφερά και αστεία μαζί- αποκαλεί »βαλεδάκια» είναι αφιερωμένο το ποίημα »Κούκος μονός». Πατέρας και γιος παίζουν χαρτιά άλλωστε, από όταν ο δεύτερος είναι περίπου έξι ετών. Διασκεδάζουν, και ο γιος μαθαίνει με την καθοδήγηση του μπαμπά δάσκαλου. Με την μίμηση του τρόπου του Καβάφη στο ποίημα Ιθάκη, που τον προσαρμόζει στο δικό του ποίημα, που το απευθύνει στον γιο μαθητή, ο ποιητής διακωμωδεί αυτό του το πάθος του για τα χαρτιά.[…]Μην προσδοκάς λοιπόν ο κούκος πλούτη να σου δώσει./Ο κούκος σου έδωσε το ωραίο παιχνίδι./Χωρίς αυτόν δεν θα ‘βγαινες στον τζόγο./Κι αν φειδωλό τον βρήκες,/ο κούκος δεν σε γέλασε./ Έτσι σοφός που έγινες, με τόσες κάβες/ήδη θα το κατάλαβες οι κούκοι τί σημαίνουν./
Κοντά στην μυθολογία των μεγάλων και η μυθολογία των μικρών ή αλλιώς: Από τη μία ανθολογεί και μεταπλάθει σε ποιήματα περιστατικά που αφορούν την προβληματική σχέση με τους γονείς του, ενώ από την άλλη κάνει το ίδιο με περιστατικά που αφορούν την σχέση του με τα δικά του παιδιά, η οποία φαίνεται ομαλή. O ίδιος άλλοτε αφηγείται ποιητικά ιστορίες που τον πλήγωσαν ως παιδί, άλλοτε ιστορίες που λειτούργησαν λυτρωτικά μέσα του, καθώς έπαιζε το ρόλο του πατέρα. Πάντως αυτό το διπλό επίπεδο ή η διπλή οπτική πέρα από την ιδιοπροσωπία του ποιητή με την οποία σχετίζονται, έχουν απήχηση στη συνείδηση του αναγνώστη της ποίησης με την έννοια ότι: ενδιαφέρεται να δει πώς ο δημιουργός πραγματεύεται θέματα κοινά (που κι ο ίδιος ίσως αντιμετωπίζει) με την ποιητική ευφυία.
Η ιστορία της ζωής του Βλαβιανού δεν είναι σπάνια. Αυτό που του συνέβη συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους. Εδώ όμως γίνεται σημαία της ποιητικής του δημιουργού. ‘Η ερεθίζει το ποιητικό ένστικτο ή γίνεται το ποιητικό θέμα. Τα πρόσωπα των ποιημάτων του πρόσωπα που περνάνε στην ποιητική μυθολογία, μπαινοβγαίνουν μέσα στα έργα του πλαισιώνοντας το ποιητικό υποκείμενο. Είναι το υλικό του, η βάση της δημιουργίας. Ο ποιητής αποκαλύπτεται και αποκαλύπτει. Στο ποίημα »Σιωπή´(Το διπλό πρόσωπο της άνοιξης») γράφει: »Aυτό το ποίημα είναι το πρόσωπό μου» . Όλα τα ποιήματα είναι το πρόσωπό του. Τα πρόσωπα των γυναικών του, τα πρόσωπα των παιδιών του, τα πρόσωπα της ζωής του.
‘ΠΟΙΗΜΑ ΆΛΛΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ»[…]…θα καταλάβαινες γιατί αυτό το ποίημα,/γιατί κανένα ποίημα,/δεν μπορεί να μιλήσει για μας,/δεν μπορεί να μιλήσει για σένα,/δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι εσύ,/…[…]/ (Άγραφον/// »To διπλό πρόσωπο της Άνοιξης») Έχει επίγνωση ο ποιητής πως »κανένα ποίημα δεν θα μιλήσει για μας», αλλά παρόλα αυτά αντλεί τα θέματα του από τα »δικά του» υλικά, όσα έχει ζήσει, ή όσα βασάνισαν τη φαντασία του, όσες σκέψεις έχει κάνει για τα πράγματα, τα πρόσωπα της ζωής του, τους έρωτες τα πάθη. Ποιητικός κι αν είν’ ο τρόπος, ο πόνος είναι πάντα εκεί να σου θυμίζει πως έχεις ζήσει.»Γράφουμε για να παρατείνουμε τη μοναξιά μας», λέει στο ποίημα »Σιωπή». Αιώνιο ζητούμενο η »επιστροφή στη φυσικότητα» (Γυναίκα με παρελθόν), αιώνιο ζητούμενο στην ποίηση είναι αλήθεια. Οι »ανούσιες, εκθαμβωτικές λέξεις», που δεν αφήνουν χώρο για αληθινά αναφιλητά αποκηρύσσονται επίσης. Μπορεί να αναπολεί αυτό που φεύγει, αλλά ίσως δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να το κάνει ποίημα παραδοσιακό. Ο ελεύθερος στίχος κάνει τόπο στις λέξεις να κυριαρχήσουν η κάθε μία με τη βαρύτητα που κουβαλάει. Ο ελεύθερος του στίχος όμως έχει και μια ελαστικότητα και έναν »φιλελευθερισμό», συχνά αποπνέει μικρή ή μεγαλύτερη ειρωνεία: […]Ως τότε/εγώ θα συνεχίσω/ν’ αφαιρώ στίχους από την ομοιοκατάληκτη ζωή σου/κι εσύ να ονειρεύεσαι/την αγκαλιά ενός φθισικού ποιητή/που γράφει για σένα/τη νέα, μεγαλειώδη Ωδή στη μελαγχολία./(Γυναίκα με παρελθόν/// ,»To διπλό πρόσωπο της Άνοιξης»)
Η ποίηση του Βλαβιανού είναι ένα μόνο ποίημα, που είναι διαρκές και που επινοεί τον εαυτό του. Ένα ποίημα που συνεχίζει να γράφει τα κεφάλαια της ίδιας ιστορίας από βιβλίο σε βιβλίο ακόμα κι αν γράφει πώς »ό, τι λεχουμε γράψει θα χρησιμοποιηθεί εναντίον μας» (Vous etes plus beaux qe vous ne pensiez). ΄Eνα ποίημα που περνάει μετά στο »Αίμα νερό» και έπειτα στο »Γιατί γράφω ποίηση», ένα ποίημα που διαρκώς δικαιολογεί την ύπαρξή του και καθρεφτίζει το πρόσωπο του δημιουργού του, επιτείνοντας συνάμα το θαύμα της υπέρτατης μυθοπλασίας, εκτοπίζοντας την εξωτερική ζωή, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα και έχοντας τη δύναμη να ανασταίνει τους έρωτες μέσα σε μία μέρα. Δεν ξέρω αν ταιριάζει να πει κανείς πως ο ποιητής κάνει μνημόσυνα στους χαμένους έρωτες. Μάλλον όχι, δεν θα ταίριαζε. Είναι φανερό πως »το μυαλό του ζητάει να δραπετεύσει» εκμεταλλευόμενο την δύναμη της φαντασίας που »μπορεί να γυμνώνει τη μνήμη πάλι και πάλι». Εγγράφει τους έρωτες μέσα στο ποίημα, αλλά με διάθεση στοχαστική αναφορικά με την ουσία της ποιητικής διαδικασίας. (Ο άνθρωπος που στοχάζεται…/Για τον αετό που λάμνει στους αιθέρες/οι κορυφές της Πίνδου δεν είναι παρά μια φωλιά/ Μετά το τέλος της ομορφιάς, Connoisseur του χάους, V) Ο χαμένος έρωτας γίνεται φωνή στο όνειρο, χωρίς να υποβιβάζεται όμως σε έναν ανούσιο λυρικό στοιχείο. Αντίθετα, φωτίζει το αόρατο και ενθαρρύνει την κίνηση του νου προς αυτήν την κατεύθυνση. Συνεκτικό στοιχείο η Ιδέα που κυριαρχεί κάθε φορά και διατρέχει τους στίχους κάνοντας γοητευτικά αισθητή την παρουσία της και κάνοντάς μας να μιλάμε για το ποίημα ως »Ολότητα» […]Μείνε εκεί λοιπόν/Στο μικροαστικό σου καταφύγιο. Μόνη./Κόβοντας τη ζωή/και μοιράζοντας την απουσία./»Μοιράζοντας την απουσία…»/ποτέ όμως το τελευταίο χαρτί,/έτσι δεν είναι;/ Aυτό είναι δικό σου,/το φυλάς για σένα,/για να μπορείς την κρίσιμη στιγμή,/(όταν τα εξουθενωμένα σώματα/δεν θ’ αντέχουν ούτε τη γύμνια τους να αντικρίσουν)/να σηκώσεις τα χέρια ψηλά/και σαν απατημένη ηρωίδα/του Οrlando Furioso να φωνάξεις:/» …o ποιητής πρέπει να γυρίζει την πλάτη του στο αύριο/γιατί δεν υπάρχει αύριο/δεν υπάρχει τίποτα/μόνο τα μάτια μας/καθώς κοιτούν έκπληκτα/τη ζωή μας να καθρεφτίζεται στο κενό…»/Ωραία./Όμως αν ήξερες πώς το ποίημα αυτό/έχει για θέμα του εσένα/θα το ξανάγραφες άραγε/προσθέτοντας όλα όσα εγώ/παρέλειψα να πω;/Mάλλον ./Eχει όμως καμιά σημασία;[…] [Γυναίκα με Παρελθόν,»To διπλό πρόσωπο της Άνοιξης»]
Ο Βλαβιανός προτείνει ποιήματα μιας άλλης ποιητικής, επινοημένης από τον ίδιο. Στην ποίηση του κάθε φορά η εμπειρία παίζει παιχνίδια με τη γνώση. Και μέσα από αυτά διαφαίνεται πολλές φορές πως η εμπειρία έχει τη δύναμη να ευτελίζει τη γνώση. Αυτό συμβαίνει με τη βοήθεια των λέξεων και του περιβάλλοντος όπου αυτές τοποθετούνται, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δραστικές αναφορικά με τη σύνθεση ενός τόπου (ποιήματος) όπου η μεταφορά θα έχει τη δύναμη της αλήθειας. Και ενώ ως μεταφραστής μένει πολύ πιστός στο κείμενο που μεταφράζει κάθε φορά και δεν κοιτάει να το φέρει στα μέτρα του, ως ποιητής χορεύει με χαλαρούς συνειρμούς, πραγματεύεται την ανθρώπινη περιπέτεια με πάθος και ένταση σε μια γλώσσα άμεση και καθημερινή που σε παραπέμπει σε ένα ζωντανό παρόν ξετυλίγεται μπροστά σου, χρόνος που σε προκαλεί να τον ζήσεις εδώ και τώρα.[…] Πρέπει να υφάνουμε νέα ποιητικά σχέδια/που θα ορίζουν τους δυνητικούς τόπους μιας αλήθειας/μήτε αληθινής μήτε ψευδούς/μιας αλήθειας που θα είναι/αναληθοφανής/αδιανόητη/ασύλληπτη/που θα μπορεί να μετατρέπει το σφάλμα (το πάθος) σε νήμα της ζωής μας./ (Το πέπλο/Μετά το τέλος της ομορφιάς,2003)/
*Τίτλος ποιήματος στην ποιητική συλλογή »Μετά το τέλος της ομορφιάς», 2003