Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

notationes /// NOEMBΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014, ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ /// ΈΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ




                                                          







Το Βαρόμετρο


Τρέμω, κάθε φορά που νιώθω να έχω σημειώσει μια αλήθεια, μήπως σημείωσα απλώς ένα στεναγμό. Stendahl


Όταν ζήτησε από το παιδί να φέρει στο σπίτι το βαρόμετρο, αυτό κάπως ταράχτηκε γιατί είχε πετάξει σχεδόν όλες τις παλιατσαρίες που είχε αφήσει η μάνα φεύγοντας από το μικρό σπίτι στο χωριό. Ο λόγος , πως έκανε τότε το κομμάτι του σε μια μικρούλα, πολύ μοντέρνα, πολύ τσαχπίνα, και η σαβούρα των παππούδων δεν έμοιαζε να έχει την παραμικρή θέση στο νοικοκυριό ενός εργένη που επί τέλους βρήκε συντροφιά. Παρά ταύτα η μάνα του επέμενε, κι έτσι, κι ευτυχώς, το ανακάλυψε ριγμένο στην αποθήκη, το ξεσκόνισε και της το πήγε. Τα φτωχικά τους ασημικά, κάτι γυαλάκια, κάτι πιάτα ζωγραφιστά από το νησί και τα εικονίσματα τα ‘χε όλα πάρει η σκουπιδιάρα κι έτρεμε μη του ζητήσει κάτι κι απ’ αυτά. Όμως εκείνη τον κοίταξε χωρίς μομφή ή αίσθημα αποδοκιμασίας και του είπε πως τα πράγματα
παιδί μου έχουν μικρότερη αξία από τους ανθρώπους και μη στενοχωριέσαι.
Πάλι καλά, σκέφτηκε, όμως ένιωσε σα δαρμένος σκύλος. Αυτός ποτέ δεν θα το συγχωρούσε στη θέση της . Μια ζωή αυτή η γυναίκα τον ταράζει με κάτι τέτοια υπεράνω , για κάτι τέτοια την αντιπαθεί, καλλίτερος ήταν ο αχόρταγος κι άπληστος ιδιοκτήτης πατέρας, πιο φυσιολογικός ‘ θύμωνε, γελούσε, έπινε. Όπως και να ’χει, ο πατέρας πέθανε και φταίει αυτή, για όλα αυτή η φουκαριάρα φταίει. Γιατί η μάνα είναι άγκυρα και τον βαστά κι αυτός είναι, θέλει να είναι, άνεμος και βροντή. Πως να τα βρεις με τέτοια μάνα ; Η γυναίκα όμως δεν ήθελε άλλο κάτι παρά το βαρόμετρό της, αυτό το παιδί, που μετρούσε πάνω-κάτω τη ζωή της και την υγρασία στα μάτια της. Γιατί ήταν βάρβαρο, έξυπνο και δίκαιο με τον δικό του άτσαλο τρόπο, κι αυτό για κείνην όλα τα’ βαζε ξανά σε τάξη, όλα τα ίσιωνε σε μια κατεύθυνση σαν δυσκολεύαν οι καιροί ή και τις σπάνιες στιγμές που εκείνη κάτι ποθούσε για την ίδια. Αυτό το πλάσμα, υπερευαίσθητο, ευθύς αντιδρούσε, η ζωή στη φαμίλια έβρισκε κάποια συνέχεια κι ο δικός της πόθος πήγαινε στην μπάντα .
Τ’ άλλο παιδί ήταν ήμερο σαν την καλή μπουνάτσα, ευγενικό σαν το στάχυ, και τα ’χανε με τη σκληρότητα του αδελφού. Όμως έτσι όφειλαν να πορεύονται. Σαν έχεις πρόβλημα, το πρόβλημα κοιτάς, όχι την ευλογία που σού’ τυχε . Κι έτσι, συχνά, το πρόβλημα γίνεται άσκηση για την ευλογία .
Μας έφαγε η χοντροκοπιά των καιρών κι η σπατάλη στις ζωές των ανθρώπων .
Εδώ και λίγες μέρες, λοιπόν, το παλιό βαρόμετρο αστράφτει πάλι στον τοίχο του χωλ με τα ζουμπερέκια του και τα χάλκινα δεικτάκια πίσω απ’ το στρόγγυλο τζάμι του, σα να κλείνει το μάτι στο παρελθόν. Κι εκείνη θυμάται τον Περικλή, γιατί δικό του ήταν κι αυτό όπως και η γραφομηχανή κι ο Προυστ που της άφησε, εφτά οκτώ πολυκαιρισμένα βιβλιαράκια τσέπης - πού λεφτά το ‘50 για πολυτέλειες εκδόσεων ... Κι ακόμα με τον Περικλή, ένα χρόνο πριν πέσει από τα βράχια, στη Σκιάθο κοντά στα μνημούρια ο άθλιος, λες και το σκηνοθέτησε. Μα τόσα κιλά άνθρωπος και ήθελε να περπατάει ξυπόλυτος γιατί ... έτσι γυρνούν οι γνήσιοι αγυιόπαιδες στο νησί. Τέλος πάντων, με τον Περικλή τον μακρονησιώτη... γιατί ήταν φίλοι εξ αιτίας και του Σκιαθίτη που αγαπούσαν. Εκείνο το καλοκαίρι στο νησί, που έτρωγαν γιαρμάδες για μεσημεριανό κι άφηναν μετά τη χαρτοσακούλα του μανάβη να πάει απέναντι - όνειρο στο κύμα - αφού τη δίπλωναν με προσοχή βαρκούλα. Γιατί το χαρτί είναι οικολογικό σκουπίδι και το μασάει η αλμύρα κι η κάθε φώκια δίχως ίχνη , δίχως ίχνη. Μα για τον ίδιο λόγο μπορεί κάποιος να καπνίσει την ψυχή του σε μια πολιορκία και κάποιοι εντελώς άλλοι να’ χουν τα γραμμένα μας για παιχνίδια ...
Όπως το παιδί της αυτό, που μισούσε στην άγρια εφηβεία του χαρτιά και βιβλία, γιατί ήταν γεμάτο από δαύτα το σπίτι, δεν έβρισκες να καθίσεις σαν άνθρωπος, κι έκαψε ένα μυθιστόρημα στο τζάκι από τη λύσσα του που δεν γινόταν να το διαβάσει, Έγκλημα και Τιμωρία, καλά και το ’δωσαν μετά οι εφημερίδες, να μη μας λείψει... Κι εκείνη έφτασε να νιώθει ένοχη όποτε έπιανε να γράψει το παραμικρό, έστω και τα ψώνια της μέρας, γιατί το παιδί μάνιαζε. Κι όφειλε πια να γράφει στα κρυφά γιατί είναι
πρόκληση να γράφεις μπροστά σε δυσλεξικούς. Και ντρεπόταν γι’ αυτή την παράδοση που είχαν στην οικογένεια να γράφουν, ντρεπόταν για τη μόνη κληρονομιά της πού ‘λεγε κάτι. Κι ας μην ήταν σπουδαίος κανείς τους, όλοι έγραφαν και διάβαζαν με πάθος από πριν τον μεγάλο πόλεμο, στην κατοχή, αλλά και μετά, όλοι τους κι ας μην ήταν ονομαστός κανείς. Τα ίδια κι ο Περικλής που χάθηκε νωρίς.
Μεγάλωσε με τον καιρό το βαρόμετρο οπωσδήποτε , κάπως ησύχασε με τη σειρά του, ηύρε φίλους και δικά του όνειρα και την αγαπούσε. Κι αυτό ήταν σημαντικό, πιο πολύ κι απ’ τα γραψίματα. Γιατί είχε τρομάξει παλιότερα μη το παιδί πάει με τίποτα χρυσαυγίτες, γιατί έβλεπε να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι κάτι συντροφιές... και τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση, τι ντροπή θα ’ταν αυτή. Τον έπιανε λοιπόν και του μιλούσε για τον παππού, που τον είχε πιάσει ο Μανιαδάκης όταν αρνήθηκε να μπει στην ΕΟΝ και τον έβαλαν στον πάγο και στα ρετσινόλαδα ‘ του ’λεγε και για την Ικαριά που ‘φαγε το ξύλο της χρονιάς του για έναν Ντοστογιέφσκι ή μια Βίβλο που είχε Πρόλογο, γιατί ο κύριος ενομωτάρχης θεωρούσε τους προλόγους ανατρεπτικό υλικό. Και γελούσαν οι δυο τους, γιατί τον παππού τον αγαπούσε ο μικρός επειδή ήταν καλός μάστορας και του ’χε μάθει τη μαραγκουδική που του άρεσε .
Κάτι το παράδειγμα του παππού, κάτι και τα γονίδια εν γένει, χτές τον μάγκωσαν στη διαδήλωση και βρέθηκε στη ΓΑΔΑ . Η Ρήνα τρελάθηκε γιατί φοβόταν μη ξανακυλήσει το άλλο, το χρόνιο πρόβλημα, όμως αυτό όλα τ’ άντεξε μια χαρά, παληκάρι, και περιγελούσε το χάλι της - Γέρασες μάνα και τα δικά σου τα ξέχασες... Αυτή καμάρωνε μέσα της και σκιρτούσε, γιατί πίστευε που το παιδί τώρα ίσως γιατρεύτηκε. Όλοι ήταν εκεί στο κέντρο της πόλης, εκεί και το παιδί της, και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει... Η ίδια δεν ήταν, γιατί έχει μάθει par coeur και κατάκαρδα το πικρό τραγούδι των αγώνων και των διαδηλώσεων, γιατί νιώθει κουρασμένη και χθεσινή σαν τη γιαγιά και τη μάνα της .
Τώρα άλλοι πήραν σειρά και θα πρέπει να βρίσκουν ένα πιάτο φαί στο σπίτι σα θα γυρίζουν .
Η αλήθεια να λέγεται…
Καλά, η Ρήνα μάνα είναι ό,τι θέλει ας σκέφτεται, όμως ο αναγνώστης μπορεί να θέλει να μάθει κι άλλα  . Φερ’ ειπείν τι έκανε ο μικρός και τον τσίμπησαν , πούθε η τρέλα του και τέλος πάντων τι είν’ αυτά τα δικά της που ξέχασε ...
Ο μικρός λοιπόν που έπαιζε απ’ όταν γεννήθηκε το ρόλο του βασανιστή της, γιατί δεν έλεγε να το πάρει ο ύπνος το παλιόπαιδο, δεν είχε ησυχία ούτε λεπτό κι από τριώ χρονών έλυνε πρίζες και μηχανήματα με το πιο ψιλό κατσαβιδάκι, αυτό το διαβολόσπερμα, με το που αντίκρισε τον άνδρα των ΜΑΤ ντυμένο σαν τον Βάϊντερ από τον Πόλεμο των Άστρων ( εκατό φορές επανάληψη το ’χουν δει όλα τους στις τηλεοράσεις ), όρμησε καταπάνω του μ’ ένα μισαδειανό μπουκάλι νερό Ζαγορίου να τον σκοτώσει τον χριστιανό. Ο ένστολος πάλι, κάνοντας έναν συναρπαστικό ελιγμό, απέφυγε τη μολότωφ του παραπλεύρως δρώντος μπαχαλάκη που ερχόταν ψηλοκρεμαστή, και άρπαξε τον μικρό απειροπόλεμο ως ευκαιρότερο τρόπαιο με σκουλαρίκι , του ’χωσε κανα-δυο στο ανύπαρχτο ψαχνό του, και τον έχωσε στο κλουβί δια τα περαιτέρω.
Τα περαιτέρω ήσαν λαμπρά, τύφλα να ’χει ο Τζίμυ Τζάρμους και οι εγκάθειρκτοί του. Διότι στο κελί στη ΓΑΔΑ επρόκειτο να συγκατοικήσει, έστω και προσώρας, με τον ανθό της Αθηναϊκής νύχτας . 'Ενα διαβόητο μαφιόζο ένα μελαμψό επιδειξία , ένα παλαιστή που άφησε ξερό τον μάγκα στο διπλανό τραπέζι στο μπαράκι την προτεραίαν, κάποιον από το ποδόσφαιρο και πολλά άλλα καλά παιδιά , τσίρκο.
Η Ρήνα που έφτασε λαχταρισμένη στο αυτόφωρο -γιατί ευδόκησαν και της τηλεφώνησαν κάποιοι γνωστοί, έστω κι αργοπορημένοι- είδε το μωρό της να καταπλέει με βραχιολάκια και συνοδεία ‘ ευγενέστατοι όμως οι κύριοι της ΕΛΑΣ, λες να φταίει τ’ όνομα που τους φορέσαν ; Ο μικρός ψύχραιμος σχετικά, μόνο το γονατάκι του έτρεμε σαν σεισμογράφος. Η μαμά του, αν και στα πρόθυρα της υστερίας -δεν χωνεύει τους μπαχαλάκηδες αλλά κατανοεί, αηδία βλέπεις η κατάσταση στην πόλη και στον κόσμο- ήθελε να σώσει τον νεανία, όμως αυτός γούσταρε φαίνεται κι άλλο, κι όλα στράβωσαν .
Στράβωσαν διότι η νεαρά δικηγόρος που αυτός ορκιζόταν στ’ όνομά της - πολύ χαριτωμένη, η αλήθεια να λέγεται- έβλεπε το ζήτημα βαθειά πολιτικό και είχε μιαν επιθυμία μόνο, να καταγγείλει τον «τρομονόμο» ως αντισυνταγματικό, που είναι κάπως όσο και να ’χει, όμως τέτοια ώρα τέτοια λόγια... Κι έτρεμε το πηγουνάκι της κι αυτηνής σαν της Βούρτση στα νιάτα της, γιατί αυτό θα πει ηρωισμός, να τρέμεις αλλά να μη το βάζεις στα πόδια, ναι. Και η Ρήνα συγκινήθηκε ακριβώς γι’ αυτό και βάλθηκε να την εγκαρδιώσει, κρύβοντας την διάθεσή της να γελάσει και να τους αφήσει να κόψουν το λαιμό τους τα σκατόπαιδα, που την
κοίταζαν με μισό μάτι λόγω ηλικίας κι ας μην ξέρουν που τους παν τα τέσσερα ...
Γιατί θυμήθηκε τα παλιά και τα ένδοξα της γενιάς της αλλά και το ανυποψίαστο μαθητούδι πρόπερσι, τα μύρια όσα δηλαδή, τις σφαίρες νύχτα χειμωνιάτικη στη Στουρνάρη, τρεις κι εξήντα παίρνεις, κάθεσαι και δέρνεις… , θυμήθηκε πόσο καίνε στο λαιμό τα δακρυγόνα και στις μύτες και στα μάτια και πως κάηκαν τα παιδιά πέρσι γιατί το τζάμι της τράπεζας ήταν μονό κι ας το ’χαν αλλάξει την προπαραμονή. Κι άρχισε μετά να εξηγεί στον φρουρό, που του κόψαν το μισθό τα μνημόνια και τον ψυχοπόνεσε και δαύτον, περί φορολογικής δικαιοσύνης και τι ήταν οι αθηναϊκές λειτουργίες , άσε που το ’21 τρόμαξε η φιλική να πάρει δυο πεντάρες από τους καραβοκυραίους , της Μπουμπουλίνας μόνον εξαιρουμένης, τι τα θες παλικάρι μου , όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε οι απλοί... μη πιστέψει πως τον θεωρεί κι αυτή γουρούνι-δολοφόνο κι αρχίσει να συμπεριφέρεται αναλόγως. Τόσο πια ταραγμένη κι ανόητη κι εκτός του εαυτού της .
Όσο για την τρέλα που δέρνει τον μικρό και τους ομοίους του, το στάχυ επιμένει πως αυτή τη φουρνιά την έκαψαν τα ρέιβ-πάρτυ κι ό,τι τελοσπάντων έπιναν και κάπνιζαν εκεί, αλλά και οι ανεύθυνοι γονιοί τους , η Ρήνα όμως λέει πως φταίει που δεν βρίσκουν πια δουλειά και ελπίδα και πως δεν είναι ζωή αυτή να σε χαρτζιλικώνουν οι συνταξιούχοι γεννήτορες ως τα τριανταβάλε, και κανενός υπευθύνου να μην ιδρώνει τ’ αυτί. Και καταπίνει την πικρή αλήθεια τη δική τους αμίλητη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου