Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

"σε δυο χώρες σφαίρα"/ δ.τανούδης,


["σε δυο χώρες σφαίρα"

από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων, "η ευτυχισμένη άγνοια του μωρού", δ.τανούδης, Αθήνα 2011]


*


Αχ, να με τραβάει στον ιππόδρομο η γιαγιά, να βρίζει τους περαστικούς που κρύβουν τον τερματισμό του άλογου, πάλι τα χάσαμε τα λεφτά μας γιε μου!, να βάζει ξανά στοίχημα και να φτύνει σπόρια και να ποντάρει τώρα σʼ ένα άλογο τυφλό, γιατί είναι, λέει, καλύτερα να μη βλέπεις τίποτα παρά να έχεις ένα μάτι βουλωμένο.
Δύσκολα χρόνια, λέει. Στο βουνό μια φορά σφάξανε άλογο. Δεν είχαν τι να φάνε και σφάξαν άλογο, έχεις φάει ποτέ άλογο; Εγώ, μου λέει, και να με σκότωναν, κι απʼ την πείνα να πέθαινα, δεν το ʼτρωγα. Τʼ αρνιά, το αρνί που είχαμε στον κήπο και του φτύναμε το στόμα για να το δέσουμε με το αίμα, πώς μπόρεσαν οι άτιμοι και το σφάξαν; Αλλά καλά αυτό, άλογο έχεις φάει;, σε τάισε η κακούργα η μάνα σου εκεί στα ξένα; Όχι άλογο, γιε μου. Δεν το τρώει ο άνθρωπος. Κακό πράγμα.
Η γιαγιά έχει δυο μάτια και τώρα κλείνει το ένα σʼ αυτόν τον περαστικό. Δεν τον βρίζει. Είναι ντυμένος με ωραία καμπαρντίνα. Ρωτάει αυτός μια ώρα και η γιαγιά τού απαντά. Ύστερα φεύγει λέγοντας το όνομα της μαμάς μου.
Με τραβάει από δω κι από κει η γιαγιά, σοκάκια, στενά, υπόγειες διαβάσεις, κάνει συνεννοήσεις η γιαγιά, κόσμος πάει κι έρχεται, εγώ μασουλάω την παστίλια. Καλή καραμέλα, λέει η γιαγιά, καθαρίζει το έντερο και φεύγει το μίσος απʼ το στόμα. Ποιον μισώ εγώ γιαγιά; Τη μάνα σου βρε χαμένο που σʼ άφησε, το καλύτερο άλογο που είχα μαντρωμένο. Τρώγεται η μαμά μου; Άλογο εγώ δε βάζω στο στόμα, αλλά άμα γυρίσει απʼ το σύνορο, ζωντανή θα τήνε φάω και θα το φχαριστηθώ.
Η γιαγιά μου είναι πολύ καταφερτζού. Βρίσκει κόσμο στις πλατείες, στα σιντριβάνια, απʼ τις στάσεις του λεωφορείου μαζεύει πελάτες. Κάποιοι τη διώχνουν, φύγε παλιόγρια!, σιχαμένη, το παιδί τι το κουβαλάς;, εσύ του σάπισες το μάτι;, θα φωνάξουμε την πρόνοια να στο μαζέψει. Αλλά αυτή πώς τα κάνει, από δω, από κει, πάντα τους καταφέρνει.
Αυτόν που είδαμε μια φορά στις τουαλέτες του σταθμού, να κουνιέται η σκιά του πίσω απʼ την πόρτα σαν να έτρεμε ολόκληρος από το κρύο, δυο μέρες μετά, η γιαγιά τον κουβαλάει σπίτι. Εκείνον που βγαίνει κόκκινος από τη λέσχη βρίζοντας ότι τον κλέψανε στην παρτίδα, η γιαγιά αμέσως τον βουτάει και νά σου τον τώρα σπίτι, να φωνάζει λέξεις κακές και να σκούζει πίσω απʼ την κουρτίνα, βγαίνοντας ύστερα με το κορίτσι, ένα απʼ τα κορίτσια του σπιτιού μας, τα κακορίζικα, λέει η γιαγιά, τα κουτσάλογα, ίσα που βγάζουμε το ρεύμα, καλύτερα να γυρίσουμε στο βουνό, να πολεμάμε τον εχθρό και να σφάζουμʼ άλογα. Χωρίς ρεύμα, με κλεφτοφάναρο στη θημωνιά, το καλύτερο ζευγάρωμα κάνεις. Άκου εσύ για να μαθαίνεις, άκου εσύ να τα πεις σʼ αυτή την άσπλαχνη, σʼ αυτή τη σκύλα, που σε παράτησε στο δρόμο, που μας παράτησε στο έλεος, και πήγε να κάνει τι;, πες μου εσύ τι πήγε να κάνει, πόλεμο έχετε εκεί πάνω!, πατέρα πού θα βρει μέσα στις σφαίρες;, τον τάφο του άμα βρει να είναι και φχαριστημένη.
Βγάζει η γιαγιά μια παστίλια και μου τη χώνει στο στόμα. Τι να σε κάνω τώρα εγώ; Να ʼσουνα δυο μέτρα άντρας να μου κρατάς την πόρτα. Μονάχη μου βγάζω τώρα τον σουγιά, ογδόντα χρονώ γυναίκα, και να μου πουλάν οι ξένοι πνεύμα, οι αλήτες, κακό χρόνο να ʼχουν, αλλοδαποί σαν τη μάνα σου, ήρθαν και μας θερίσαν, τι μου τη θύμισες;, το καλύτερο άλογο που ʼχα μαντρωμένο. Αμ θα στη φτιάξω εγώ, κάτσε να κάνει πως ζυγώνει, γιατί μάνα είναι, θα έρθει, το ξέρω πως θα ʼρθεί, μάνα κι εγώ, δεν το ξέρω;, χάρηκα μήπως εγώ τον δικό μου;, μου τον πήραν οι απέναντι, ο εχθρός μου τον πήρε, και ποιος ξέρει αν ο πατέρας του ο ίδιος δεν του ʼρίξε κάποτε μια βολή στο μάτι, να τυφλωθεί, να μη δει τον κόσμο, κόσμος που σου ʼλαχε κι εσένα!, χάρη βρε σου ʼκανα και μη γκρινιάζεις, λέει η γιαγιά και μου πατά το δάχτυλο στο βουλωμένο μάτι.
Χάρη είναι μωρέ το τύφλωμα σʼ αυτό το χάλι που σε ʼφερε η κακούργα, το παλιογύναικο, η ξεμυαλισμένη, θα τη λιανίσω όμως εγώ, παιδί δεν ήθελε;, ας έρθει τώρα να το καμαρώσει. Κι αν αργήσει ένα μήνα ακόμα, θα σου το βγάλω και το άλλο. Τέλος πια η εκπαίδευση, φτάνουνε όσα είδες. Να ʼρθει μετά στο πεζοδρόμιο να βρει το γιόκα της, λέει η γιαγιά κι εγώ δακρύζω απʼ το κλειστό μου μάτι.
Το άλλο το έχω για να κοιτάζω. Πόσο ακόμα δεν ξέρω. Ούτε πού είναι το σύνορο ξέρω. Μʼ ένα μάτι βλέπω τα μισά, με κανένα μπορεί να τα δω όλα. Πέρα απʼ το σύνορο μπορεί να δω, καλπάζοντας σαν το τυφλό άλογο που κέρδισε την κούρσα. Ζήτω! φωνάζει η γιαγιά και φτύνει στο στόμα μου την παστίλια, για να φύγει, λέει, το μίσος, νʼ αδειάσει το έντερο απʼ την κακία, να με δέσει με το αίμα. Κι εγώ την καταπίνω, αμάσητη την τρώω, να κάτσει εκεί, να πνιγώ, να μην έχω στόμα, να μην έχω μάτι, να ʼχω μια μύτη στραβή σαν της γιαγιάς για να μυρίζομαι τον φόβο των αλόγων και να ποντάρω σʼ όσα ποτέ δεν φεύγουν απʼ το σύνορο, εκεί στην άλλη χώρα, που ο πατέρας πολεμά, ρίχνοντας σφαίρα απʼ το βουνό, στο μάτι μου τώρα καρφωμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου