Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

ΜΑΡΙΑ-ΕΥΘΥΜΙΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ




(Ανθολόγηση για το varelaki: Ασημίνα Ξηρογιάννη)



1.

Αν μούδιασαν τα πόδια σου

αν μάκρυναν τα νύχια

αν κουβαλάνε βρομιές

ματώνουν

στις δικές τους ιστορίες

δεν τα βλέπετε που έχουν μαυρίσει;

να βγάλω τα παπούτσια μου

δεν βλέπω εδώ τριγύρω

καμία Μαρία Μαγδαληνή

δεν τη συνάντησα

ονομάζομαι Μαρία

Μαρία;

Μαρία;

είσαι εδώ;

είναι κανείς εδώ;

Μπαμπά;

Μαμά;

δεν σας συνάντησα

στο τέλος του δρόμου


2.


Το βλέπεις

το πράσινο

εκεί·

τα δέντρα

αν περάσει το βλέμμα σου

τον διάδρομο

τον ορό

τον ζελέ

το κρεβάτι

το παράθυρο

από πίσω του


3.

Γεννήθηκα

από τον θάνατο ενός πλακούντα

μέσα από χείμαρρο αίματος

αναδύθηκα

ζωντανή

μια ταλαντευόμενη μπλε καρφίτσα

τώρα

η δικιά μου μήτρα

κυψέλη

αναμένει τους κηφήνες της·

έφτασα στη μέση

μόνο το ρολόι ακούω να χτυπάει

όταν αντικρίζω σκαλοπάτι

με πιάνει ίλιγγος


[...]


8.


Τρία σημάδια

το ένα στην δεξιά παλάμη

η απουσία του πατέρα

που μ’ έμαθε να πιάνω το ποδήλατο

το άλλο στ’ αριστερό

κλωστή μπλε

η απουσία της μητέρας

το τρίτο

στο κούτελο

η απουσία πίστης


10.


Τις ηλιόλουστες Κυριακές

στο Α’ Νεκροταφείο Ζωγράφου

οι επισκέπτες ανοίγουν κουβέντα

με τους νεκρούς

η φροντίδα του μνήματος

τελετουργία

γραμμική τελετουργία

για τα μυρμήγκια

για τις μέλισσες

προσωρινή διαμονή



 Aπό την ποιητική συλλογή  Ρίζες , 24γράμματα 2019



ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Ανθολόγηση για το Varelaki: Ασημίνα Ξηρογιάννη


Όχι σήμερα

Όχι, σήμερα θα κάτσω μέσα
έπιασε πάλι βροχή μέσα στο σπίτι
κι εγώ θα λουστώ μέσα σου,
εσύ είσαι το σπίτι μου, η βροχή μου κι ο χαμός μου
κι ας λένε οι άλλοι για το Γ' Ράιχ,
για τα μαλλιά μου πως είναι δάσος απάτητο
και για σένα πως δεν ξέρεις από σπηλιές και μονοπάτια.
Μέσα σήμερα.

  Ο δράκος του μεσημεριού, Ύψιλον, 1983


***


Ο καλός τροχός


Είναι ωραία. Το παράθυρο με προσέχει,
αι σφαίραι εισέρχονται ταχέως,
το βομβαρδιστικό ουρεί
αλλά κι εγώ δεν πιστεύω κατ' ανάγκην σ' εσένα.

  Ο δράκος του μεσημεριού, Ύψιλον, 1983


***


Δεν εννοείται


Σα να τρέμουν στο βάθος του κήπου
και δεν φυσάει
είναι οι άσπρες καμέλιες,
απομακρύνονται
χάνονται σιγά σιγά στ' όνειρο
ξημερώνει σε λίγο Δευτέρα,
είπες ότι θα έρθεις αυτές τις μέρες
αυτό το καλοκαίρι
και δεν θυμάμαι πόσα χρόνια.


  Λεπτομέρειες κόσμων, Ύψιλον, 2006


***


Απληστία


Σαν όλα εκείνα που προηγήθηκαν
σαν όλα εκείνα που έπονται
θα μπορούσε κι αυτό να ήταν ένα εύρημα,
αλλά είναι ο λύκος των στιγμών.


  Ν, όπως Νοσταλγία, Ύψιλον 2008


***


Ars poetica

Διαβήματα γρύλων, διαλόγους περιστεριών
τα σχόλια της ντάλιας καθώς την προσπερνάς αργά
την ώρα που δύει ο ήλιος μέσα στους ψιθύρους
της άνοιξης, στις ομιλίες ενός θολού θέρους

ασφαλώς τ’ ακούς όλα αυτά τώρα πιο καθαρά,
ίδια πάντα, η συντεταγμένη στην υπερβολή –
σού μένει μόνο να μάθεις, ει δυνατόν, απόψε
για την δόξα, όχι την εφήμερη ίσκιων και παθών

των ανθρώπων, αλλά για εκείνη της πανσέληνου,
ιδίως του Σεπτέμβρη στα κλαδιά της καμφοράς
μπλεγμένη κι απελεύθερη, ακίνητη, άφαντη

ξαφνικά μέσα στην κόμη του χρόνου, ένα παιχνίδι
ομορφιάς, είδωλο κι αλήθεια μαζί, καλειδοσκό
πιο δέους των πρωτόγονων φυλών, ένα βλέμμα μου.

  Ν, όπως Νοσταλγία, Ύψιλον 2008


*Η φωτογραφία είναι παρμένη από το διαδίκτυο (Bookpress)

Δανάη Σιώζιου /// Ποιήματα





Ανθολόγηση για το varelaki: Aσημίνα Ξηρογιάννη


Κολομβιανά περιδέραια


Τα κολομβιανά περιδέραια 

ήταν τα αγαπημένα της Φρίντα Κάλο.

Είμαι ερωτευμένη σαν ένα κοχύλι 

που ένα μέρος της ψυχής του 

είναι η ηχώ μιας άλλης.

Προσπαθώ ν' αφουγκραστώ

το ακατανόητο βουητό που εκπέμπω,

αλλά υπάρχει ένα τυφλό σημείο 

που εμποδίζει να συλλάβω τη μελωδία.

Προσπαθώ να φανταστώ 

έναν ωκεανό ανάμεσά μας.

Κάτω απ' τον καλοκαιρινό ήλιο 

τα δόντια σου αστράφτουν σαν περιδέραιο

κι εγώ υπόσχομαι να μην πάθω αμνησία. 


  Ενδεχόμενα τοπία, Αντίποδες, 2021


*****

Ο χάρτης

Ας απλώσουμε το χάρτη.

Αναθεωρήστε ό,τι ξέρατε για τη γεωγραφία.

Τι κρύβεται στις λεπτομέρειες; 

Σύρετε το δάχτυλό σας ως την άκρη. 

Καμιά απάντηση δεν είναι αναγκαία.

Σταδιακά αποκαλύπτεται η αταξία του κόσμου:

δεξαμενές φωτός, κλίμακες, εξισώσεις

μια αλυσιδωτή αντίδραση τεκτονικών πλακών,

η άνοδος της στάθμης των υδάτων,

μια πυγολαμπίδα

που προσγειώνεται στο χέρι του Θεού 

κι αυτός το κλείνει. 


  Ενδεχόμενα τοπία, Αντίποδες, 2021


*****


Τροπικότητες

Υπάρχει ένας κήπος, αλλά δεν προεκτείνεται 

υπάρχει μια σκάλα, αλλά καμία αλλαγή ύψους

υπάρχει ο ανεμιστήρας οροφής,

αλλά καμία σταθερή θερμοκρασία 

υπάρχει η ώρα της νύχτας, η ώρα του πρωινού 

η τέλεια λειτουργία του φωτοκύτταρου 

το κλείδωμα της πόρτας, ο συναγερμός 

και το δικό μου πέρασμα απ' τη φωτιά στους πάγους. 


      Ενδεχόμενα τοπία, Αντίποδες, 2021


*****


Το ποίημα της μαμάς


Η μαμά μου ξέρει να ξεχωρίζει

τα φύλλα των δυόσμων

από των μαϊντανών

είναι όμορφη

σαν την Ωραία

Κοιμωμένη των Αγράφων

είναι πικρή σαν καρύδι

αγκαθερή σαν κάστανο

και θρεπτική σαν αστέρι της αυγής

γκρεμίζει το σπίτι και μετά το ξαναφτιάχνει

γιατί είναι ο Μέγας Συγυριστής

στη θέση της καρδιάς έχει έναν καταψύχτη

που η κοιλιά του δεν γουργουρίζει ποτέ.


 Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, Αντίποδες, 2016

 

*****


Ο ωραιότερος άντρας στη γη


Αν ο παππούς δεν ήταν ο ωραιότερος άντρας στη γη

ίσως να μην τον είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά

και αν δεν τον είχα ερωτευτεί ίσως το κακό να μην είχε γίνει.

Αν δεν πίστευε πως έχω το βλέμμα του

όπως περήφανα είχε διακηρύξει τη μέρα της γεννήσεώς μου

μπορεί να μην είχα κληρονομήσει τα μάτια και τη δυνατή του καρδιά

το γούστο του στα καπέλα και στις γυναίκες

κι εκείνος να μην είχε αναβάλει για πέντε χρόνια το θάνατό του

αν ήμουν αγόρι ίσως να με έβαζε κι εμένα να λύνω μαθηματικά

αντί να μου μαθαίνει καλούς τρόπους, πώς να σκαρφαλώνω, γιατί αγαπάμε το πιάνο

και αν ήξερε πως καταλαβαίνω

δεν θα μου είχε πει ποτέ όλες εκείνες τις πικρές ιστορίες

που πίστευε πως θα ξεχάσω

αν ο παππούς μου δεν ήταν αυτός ο γενναίος και ο όμορφος άντρας

με τα δυνατά πόδια που σκαρφαλώνει και επιδιορθώνει

πάνω κάτω στη γη ως την τελευταία του πνοή

ίσως να είχε και αυτός μουστάκι από άποψη

ίσως να διπλοπαντρευόταν, να έκανε κι άλλα παιδιά

να χάναμε τελείως το λογαριασμό

αν είχε τραχιά καρδιά και μαλακά χέρια δηλαδή ανάποδα

ίσως να μην με άφηνε να χοροπηδάω στο κρεβάτι του

να του χαϊδεύω την κοιλιά

ίσως να μην είχε φόβο χειρουργείου

και να ζούσαμε εμείς καλά

αν ο παππούς δεν ήταν ένας από αυτούς

που πέρασαν τα σύνορα

οι δικοί μας τάφοι τώρα ρημαγμένοι αλλού

αν δεν χόρευε δεν έφτιαχνε σαντιγύ για επιδόρπιο

τσιγκουνευόταν το λουναπάρκ ή το ποδήλατο

δεν θα ήταν ο πρώτος μου έρωτας

και ο πρώτος μου θάνατος

δεν θα ήταν ο ωραιότερος άντρας στη γη·

θα είχα τώρα μια ελπίδα.


 Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, Αντίποδες, 2016


*****


Στο πάρκο

Σκοτάδι, στο τέλος τέλος

γερμανικό παραμύθι είσαι

γλώσσα που δεν μου ανήκει

το σώμα μου δικό σου

πένθος κανένα

ούτε αστέρι


  Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, Αντίποδες, 2016

* Η φωτό είναι παρμένη από το διαδίκτυο.



Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή στο ΦΡΑΚΤΑΛ


 

[αναδημοσίευση από το Φράκταλ]

Με θέμα την Μικρασιατική Καταστροφή, εκατό χρόνια μετά, 40 έλληνες συγγραφείς υπογράφουν για το fractal την δική τους εκδοχή- ιστορία.

 

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //
Από ιδέα της Αγγελικής Κώττη //

 

Νοέλ ΜπάξερΧρύσα ΦάντηΕλένη Τσαμαδού,

Εύα ΣτάμουΠολυχρόνης ΚουτσάκηςΜαριάννα Παπουτσοπούλου,

Μάνος ΚοντολέωνΜαρία ΣκιαδαρέσηΦίλιππος Φιλίππου,

Κώστια ΚοντολέωνΑντώνης ΜπουλούτζαςΕλένη Πριοβόλου,

Τίτσα ΠιπίνουΓιώργος ΡούσκαςΖαχαρίας ΣτουφήςΓιώργος Ιατρού,

Δημήτρης ΚαρύδαςΕλένη ΧωρεάνθηΓιώργος Γλυκοφρύδης,

Πέρσα ΚουμούτσηΤζούλια ΓκανάσουΚούλα Αδαλόγλου,

Ιφιγένεια ΘεοδώρουΚωνσταντίνος ΜπούραςΧρήστος Ναούμ,

Τέσυ ΜπάιλαΕλένη ΣτασινούΔημήτρης Βαρβαρήγος,

Μπελίκα ΚουμπαρέληΓεράσιμος ΔενδρινόςΕλπιδοφόρος Ιντζέμπελης,

Ασημίνα ΞηρογιάννηΒασίλης Κυριλλίδης, Αντώνης Δ. Σκιαθάς…

 

«Φωτιές πέρα μακριά» /// Της Ασημίνας Ξηρογιάννη





Φόρεσε τα καλά της ρούχα. Στάθηκε στην κορυφή της στριφογυριστής σκάλας. Αγέρωχη. Τα μάτια της πέταγαν φλόγες.

-Μάνα, βιάσου!

Μα εκείνη δεν κουνήθηκε.

-Μάνα, έλα!

Η Ευγενία δεν μίλησε, κι ο γιος της κατάλαβε! Ακούστηκε βουητό από μακριά. Σε λίγο οι φωτιές θα έφταναν και στο σπίτι τους, σε λίγο ο ουρανός θα βαφόταν κόκκινος. Κοιτάχθηκαν στα μάτια βαθιά.

-Πάρε τον Ιωσήφ και φύγετε.

Ο λόγος της ήταν νόμος, ο Νικόλας υπάκουσε. Ήξερε πως αυτό θα ήταν το τέλος. Ή μια νέα αρχή για τον ίδιο και τον Ιωσήφ; Ίσως. Θάλασσα θα περνούσαν, σε ξένο τόπο θα πήγαιναν. Ο μικρός αμέριμνος έπαιζε στον κήπο. Πριν λίγο καιρό έθαψαν τη γυναίκα που του χάρισε τη ζωή. Η Σουλτάνα έφυγε αναπάντεχα από την κακιά αρρώστια και δεν έμελε να δει την καταστροφή.

Η Ευγενία κατέβηκε στο πλατύσκαλο, έβγαλε και μια κίνηση σταθερή και αποφασιστική το δαχτυλίδι της, παλαιότατο κειμήλιο, το έδωσε στον Νικόλα την ίδια στιγμή:

-Για να θυμάσαι, του είπε σχεδόν ψυχρά. Και τώρα δρόμο.

Ο Νικόλας δεν είχε άλλη επιλογή, αυτή ήταν η μοίρα του, αυτό έπρεπε να κάνει. Φόρεσε το ολόχρυσο δαχτυλίδι στο τελευταίο του δάχτυλο. Έσφιξε τις χούφτες του. Μέσα στο δισάκι του ένα λευκό σεμεδάκι που έπλεξε πόντο πόντο η μάνα του όταν ήταν μικρός, ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Ιωσήφ, λίγο χώμα από τον κήπο, λίγο ψωμί ζυμωτό. Αναλογίστηκε τη Σουλτάνα, τις χαρές που βίωσαν αυτά τα λίγα χρόνια που έζησαν μαζί. Τη γέννηση του μικρού, τα χαμόγελα, τα οικογενειακά τραπέζια, όλα. Μπροστά από τα μάτια του πέρασε μια ζωή τριάντα τριών χρόνων, σαν να ήταν μια στιγμή. Μία μόνο στιγμή.

Άρπαξε τον μικρό από το χέρι και του είπε:

-Πάμε, έχουμε δρόμο.

-Μπαμπά, πού πάμε; Και τα παιχνίδια μου;

Έτρεξε και πήρε ένα πολύχρωμο τόπι που είχε παραπέσει μέσα στο περιβόλι της γιαγιάς του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Δεν ήξερε τίποτα. Δεν μπορούσε τίποτα να φανταστεί. Και γιατί άλλωστε; Ένα παιδί ήταν.

Η ζέστη αφόρητη. Οι φωτιές πλησίαζαν εκβιαστικά, τα ποδοβολητά αλόγων γίνονταν τώρα πια αισθητά. Ξάφνου, κι ενώ είχαν ξεμακρύνει αρκετά, μια φωνή σπάραζε από μακριά.

-Ιωσήφ, Ιωσήφ!

Απελπισία απέραντη, συντριβή ολοκληρωτική.

-Ιωσήφ, Ιωσήφ! Θλιβερό ρεφρέν!

-Ιωσήφ μου!

Γύρισε ο εν τέλει ο μικρός στο άκουσμα του ονόματός του.

-Γιαγιά, γιαγιά!

Τρέχει ανέμελα την αγκαλιάζει, τον φιλάει εκείνη στα μάγουλα, στα μαλλιά, στα χέρια. Καυτά δάκρυα κυλάνε από τα μάγουλά της.

-Μάνα, έλα μαζί μας.

Το είπε ο Νικόλας έτσι, τυπικά, καθώς μέσα του γνώριζε τη ροή των πραγμάτων και το πεπρωμένο…

-Καλό δρόμο, είπε εκείνη και στάθηκε στη μέση του δρόμου μέχρι να τους χάσει από τα μάτια της.

Έπειτα γύρισε στο δίπατο σπίτι της, έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα, άναψε τα καντήλια, προσευχήθηκε. Κάθισε στη βαριά σκαλιστή πολυθρόνα και περίμενε στο σκοτάδι.

Έξω χαρά θεού. Μια θαλασσινή αύρα έφτανε  ως τον ουρανό.

Τα λουλούδια ολάνθιστα! Το φως δυνατό και διαυγές- για λίγο ακόμα.

Ήταν Αύγουστος του 1922. Κι ημέρα Κυριακή.

****


 Πηγή:https://www.fractalart.gr/foties-pera-makria

☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα

Η φωτό είναι παρμένη από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φράκταλ.



Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Φωτεινή Καπελλάκη /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ





ΜΑΥΡΟ ΠΛΗΚΤΡΟ


Το ένα χέρι απόψε, χτυπάει

κάθε τόσο το ίδιο μαύρο πλήκτρο.

Για τον φόβο ξέρω να πω.

Φτιάχνει ένα πρόσωπο χάρτινο

που μαλακώνει στη βροχή.

Και για τους ήρωες ξέρω να πω.

Στον θώρακα

έχουν ράψει όλες τις ήττες τους.

Από τη μέσα πλευρά.

Από εκεί

που μπάζουν όλοι οι φόβοι.


Στο άλλο χέρι σουλατσάρει το χάδι σου.

Αλλάζει τον τόνο σ’ ένα χαμόγελο,

και μια υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά.



***


ΑΔΕΙΟ ΚΕΦΑΛΙ


Άδειο κεφάλι

Ελαφρύ χωρίς το στέμμα

Κλυδωνίζεται στον αέρα

Πέφτει από το σώμα.


Στη θέση του φυτρώνει ένα κυπαρίσσι.

Είναι ψηλό, πολύ ψηλό.

Η κορυφή του ανοίγει

Μια πληγή

Στον ουρανό.


Στέκομαι από κάτω και κοιτώ.

Αυτό το πτώμα που ανασαίνει ακόμα κρυφό.


***


ΑΠΟΛΟΓΙΑ Ι


Η μέρα στο ανάκτορο

είναι σαν το νερό.

Ρέει και αφρίζει γεγονότα.


Πόδια χήνας επιταχύνουν τον ρυθμό,

οι υπηρέτες υπακούνε,

κι ύστερα κλαίνε μες στις παλάμες τους.


Με διώχνουν από μέσα τους κάτι όνειρα στρεβλά.


Στην κίτρινη ποδιά μου

σφάζω ό,τι θέλει να πετάξει μακριά

και ό,τι συνήθως βιάζεται.

Τη χήνα, τα μεροληπτικά δευτερόλεπτα,

και τον αυτοκράτορα.


Αποκεφαλίζω τον δήμιό μου

κόβω τα χέρια του πυρετού

τους τένοντες του θρόνου τα μεσάνυχτα.

Ανάβω το φως στην τρέλα.


Έχω φτιάξει έτσι όλους τους φόνους μου

και εκστρατεύω –

στις μαύρες σελίδες της ιστορίας.

Ένας αστερίσκος με αρπάζει

και χώνομαι σε μια υποσημείωση.

Από τότε αγνοούμαι από τα μάτια σας.


***


ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΙΙ


Εκτός παρένθεσης βάζω το βίωμα ως έχει,

Δηλαδή

Τις αναμαλλιασμένες φράσεις μου

τη γλυκιά γεύση των ψαριών της λίμνης

τη ράθυμη πνοή του ήλιου πάνω στις πέτρες

την καθετότητα της προσευχής

τη μουσική που ορίζει την αφή μου

τις κακώσεις της μνήμης

την ηλικία που σαλεύει πριν πεθάνει.


Αλλά το πιο σπουδαίο,

είναι ότι βάζω το σώμα μου

πλάι στο δικό σου.

Και συνορεύω.

Και αν αλλιώς θελήσεις,

στην επικράτειά μου σε χωράω.

Έξω βουίζει πόλεμος.


***


ΙΧΝΟΣ


Το τέλος όταν έρχεται είναι μια φωτεινή γραμμή,

ακύμαντη που χωρίς αγωνία

διασχίζει τη μαύρη οθόνη του ουρανού.

Οργώνει τη δομή του τίποτα.


Όμως τα ίχνη που αφήνει

ίσως δεν σβήσουν ποτέ

ίσως είναι μόνο ψίθυροι.


Άλλωστε το έγκλημα είναι

από την αρχή μιλημένο

στη γλώσσα του χρόνου,

η γενοκτονία των άστρων

τα αναφιλητά των νεκρών

κρυμμένα στη γη.


***



Ο ΕΝΟΙΚΟΣ


Θέλω να πω για εκείνον τον μοναχικό ένοικο,

χωρίς συγγενείς και φίλους ή κατοικίδιο,

ότι ένα βράδυ τον είδα να παίζει τυφλόμυγα

κυνηγώντας έναν μηχανικό παπαγάλο,

ότι μια γυναίκα με βαριά κόκαλα, ξανθιά,

έρχεται πότε πότε σπίτι του και καθαρίζει

κι ύστερα αυτός της λούζει τα μαλλιά,

ότι τον λένε Ερρίκο και δεν έχει ονομαστική εορτή,

ότι κάθε Πρωτοχρονιά θυμάται

ότι φύτεψε στο μέτωπο της γυναίκας του μια σφαίρα

και κλαίει και θυμάται

και ασταμάτητα κλαίει

ενώ παγώνουν τα δάκρυά του

και γεμίζει το δωμάτιο χιόνι,

χωρίς κανένας να έμαθε ποτέ για το φονικό,

ή ίσως μόνο εγώ,

όταν στα μάτια μου

ιδρύθηκε ο μύθος.


***


ΒΡΑΧΙΟΝΕΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ


Από βραχίονες βαλκανικούς κρατιόμαστε

και ανεβαίνουμε δύο ορόφους 

πάνω από το χάος.

Και όλο το βράδυ μένουμε αγκαλιασμένοι.

Χωρίς ύπνο

χωρίς κρότους

χωρίς προσευχή.

Κάτω από το βρόμικο φως της λάμπας

να δαγκώνει τις σκιές μας.

‘Όπως οι αλλόθρησκοι όταν παραλλάσουν τα σύνορα,

βουλιάζουμε στο αίμα μας.

Έτσι ώσπου όταν έρχεται το ξημέρωμα

φαινόμαστε στο ελάχιστο σώμα μας

σαν δώρο που ανοίχτηκε βιαστικά

από χέρια παιδικά

τρυφερά και αυθάδη.


***


Ο Χ. , ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ


Επέστρεψε στο μέρος που γεννήθηκε

κι έχτισε ένα σπίτι. Με ωραία θέα.

Καλώς.

Την άνοιξη στην είσοδο,

κρέμασε και μαγιάτικο στεφάνι.


Καλώς.

Έβαλε και δύο γάτες να τρέχουν στην αυλή.

Καλώς.

Όμως ξέχασε ν ‘ αλλάξει τον αριθμό διεύθυνσης.

Εκείνο το τερατόμορφο μηδέν.

Έτσι μια μέρα ένας τρελός 

περνώντας απ’ έξω

όταν το είδε

απ’ τις καμπύλες του

έδεσε μια θηλιά

και κρεμάστηκε.


Τα ποιήματα είναι από τη συλλογή το ελάχιστο σώμα, εκδόσεις ενύπνιο 2021


Βιογραφικό σημείωμα

Η Φωτεινή Καπελλάκη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1981. Σπούδασε στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και υποκριτική στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή ΄΄Αρχή΄΄ της Νέλλης Καρρά. Έχει συμμετάσχει ως ηθοποιός σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις. ΄΄Το ελάχιστο σώμα΄΄ εκδόσεις Ενύπνιο 2021 είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή για την οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στην Ποίηση του λογοτεχνικού περιοδικού Αναγνώστης  το 2022.



Τα ποιήματα είναι από τη συλλογή το ελάχιστο σώμα, εκδόσεις ενύπνιο 2021

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ //// Καντίς για τον Σάμη Γαβριηλίδη


 


Το «Καντίς για τον Σάμη Γαβριηλίδη» είναι ένα αρθρωτό ελεγείο σε δεκατέσσερα μέρη.


Ο τίτλος του παραπέμπει ευθέως στην περίφημη εβραϊκή «Προσευχή των πενθούντων» 

καθώς και στην πολιτιστική κληρονομιά του εκλιπόντος.


Γράφτηκε εν θερμώ τον Φεβρουάριο του 2020, λίγες μόλις ημέρες μετά την εκδημία του αξέχαστου εκδότη και φίλου, 

και αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του.

  Θεοδόσης Βολκώφ

theodosisvolkof.blogspot.com

Η σελίδα του βιβλίου στις Εκδόσεις Παρισιάνου

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ /// ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 



ΛΟΙΠΟΝ, ΤΟ ΒΑΘΟΣ...

 

Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου είναι γαλάζιο,
το ’νιωσα χθες όταν τα κύματα με πήραν,
σ’ ερημονήσια μ’ εξορίσαν να μονάζω
και ναυαγό μες στην αγκάλη σου με σύραν.

Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου πρασινίζει,
το ’ζησα χθες κι ήταν στο δάσος με θηρία,
κι αυτά μου μάθαν ν’ αγαπώ ό,τι κοστίζει,
ό,τι πονάει κι αδειάζει κάθε αρτηρία.

Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου μαύρο είναι,
μ’ έζωσε χθες και με ταξίδεψε στη θλίψη.
Να φύγω θέλεις μα μου λες σε λίγο «μείνε»,
ποιος εαυτός σου, ποιος, στο τέλος θα σου λείψει.

Λοιπόν, το βάθος των ματιών σου είναι αίμα,
κόκκινος κίνδυνος, φωτιά, σκληρό λεπίδι.
Επαίτης γίνομαι, μου φτάνει κι ένα ψέμα
απ’ την αρχή χαμένος νά ’μπω στο παιγνίδι.

Ο μάντης, 1994

***

ΝΤΑΛΚΑΣ

Τον έρωτα σε λέξη μια πώς να τον καταφέρω,
πάντως πιο ταιριαστός μου φαίνεται ο σεβντάς,
όχι σεκλέτι ή ντέρτι. Αγρίως υποφέρω
μα στην αγάπη δεν χωράει «ταν ή επί τας».
Δεν είναι δίλημμα η αγάπη, είναι σπαραγμός,
κι όταν μιλιέται κι όταν άρρητα πονάει.
Δεν είναι λίμνη η αγάπη, είναι ποταμός,
κι αν καμωθείς το βράχο, σε σαρώνει όπως ξεσπάει.
Σεβντάς λοιπόν, λαχτάρα που αγριεύει,
και ρήματα σοφίζεται και μουσική
όταν με το κενό και την απόσταση παλεύει,
κι ας ξέρει πως αγιάτρευτη η πληγή.
Νταλκάς, σεβντάς, και ντέρτι και σεκλέτι
– α, γλώσσα ωραία, πλούσια η ελληνική.
Γλώσσα του έρωτα του κόσμου όλες οι γλώσσες
– κι όλες μαζί λαβαίνουν νόημα απ’ τη σιωπή.

Ρήματα, 2009

***

ΠΑΡΑΜΥΘΙ Α’


Ψωμί ο χρόνος,

ακριβώς πικρό,

ωσάν το βλέμμα όσων απόκαμαν

και κίνησαν για το βαθύ ταξίδι

το αμεταγλώττιστο.

Μνήμη αμείλικτη το σώμα σου,

ένα κλωνί βασιλικός στ’ αυτί του χάρου.

Πρώτη και μόνη σιγουριά

αυτό που πάντα διαφεύγε

***

ΣΥΜΒΑΝΤΑ

 

Χάνει τα’ αηδόνι την ανάσα του

σώνεται η ψυχούλα του

να τραγουδάει

όλο να τραγουδάει

να ξεπεράσει

να νικήσει τον ζουρνά

που κλαίει ασίγαστος το πανηγύρι του

και θριαμβεύει.

Δένει τραγούδια νέα η αγάπη

και θέλουν όλη την ανάσα σου

για να σε πουν.

Αλλ’ έτσι,

μόνον έτσι σώζεται η ψυχούλα σου

και θριαμβεύει.

Άγρια η αγάπη.

Αυτό ορίζει η αρχή της.

Και τέλος στην πυρά της δεν υπάρχει.

Από τα δυο κανένα.

Συμβαίνει. Απλώς συμβαίνει η αγάπη.

Όπως συμβαίνει η θάλασσα.

 

 

Ο Mέσα Πάνθηρας, 1985

***

 OΨΟΜΕΘΑ

Μόνο η μνήμη έχει πια να μου προσφέρει
Στιγμές πυράς, πίκρας στιγμές
ευλογημένες
Δεν θέλω καν να ξεχωρίζω
Τι και πώς
Δεν ξέρω πια
ποια είναι η πυρά και ποια η πίκρα
Όλα πικρή πυρά πύρινη πίκρα
όλα εγώ όπως διαφεύγω
προς το τίποτα –
ένα εγώ που ήταν πάντοτε των άλλων
που ήταν πάντοτε οι άλλοι
Δεν είναι λέξεις ανοιχτές αυτές
σεληνοφώτιστες
ηλιοαναλωμένες
μα είναι οι λέξεις μου
Αποσυρμένες, μάταιες,
εγγαστρίμυθες
Λέξεις που δεν θα γίνουνε ποτέ
ζεϊμπέκικο -
καν μοιρολόι
Αλλ’ έτσι
έτσι η αγάπη
εγγαστρίμυθη
Φωνή που κατοικεί στα σωθικά
και τα λεηλατεί
Φωνή που ακούγεται σωπαίνοντας
Φωνή σαν τ’ αηδονιού
όταν τ’ αηδόνι αυτοκτονεί
για ν’ ακουστεί πιο δυνατά
το πένθος στο τραγούδι του
Γιατί έτσι
- έτσι ο βίος
Ένα «οψόμεθα»
που ο τυφλός το συλλαβίζει


 Ρήματα, ενότητα Ιστορίες, 2009


*Ανθολόγηση για το varelaki : Aσημίνα Ξηρογιάννη

** Η φωτογραφία είναι παρμένη από ΕΔΩ