Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΌΛΓΑ ΠΑΤΣΟΥΡΑ ΛΕΝΗ /// ΠΙΚΡΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ /// Από τις ΑΩ Εκδόσεις

 



Όλγα Πατσούρα- Λένη «Πικρά σταφύλια», Αφηγήματα, εκδ. ΑΩ
 

 Αναδημοσίευση από το Φράκταλ

Όταν η ιστορία και η μνήμη κατέχουν περίοπτη θέση στην δράση των λογοτεχνών, μικρά θαύματα μπορούν να συντελεστούν. Ζώντας η ίδια σε μια κατάσταση δυστοπική, η Όλγα Πατσούρα – Λένη με κάνει και αφουγκράζομαι μια δύσκολη εποχή και με βάζει στη διαδικασία συνδέσεων ανάμεσα στις χρονικές βαθμίδες και την χροιά και ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Πικρά σταφύλια» είναι ο τίτλος του βιβλίου με 24 μικρές ιστορίες-αφηγήματα από μια μακρινή σε μας εποχή. Τόπος: Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα ελληνική επαρχία. Χρόνος: πριν και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. «Πέτρινα» χρόνια, φτώχεια, προλήψεις και προκαταλήψεις, συντηρητισμός, μνήμες που πονάνε ή προβληματίζουν. Ανθρώπινα στιγμιότυπα, σαν φωτογραφίες ξεθωριασμένες που μαρτυρούν ζωές ρημαγμένες, λάθη και πάθη. Ο άνθρωπος και η μοίρα του, συχνά ανίσχυρος μπροστά στο άγνωστο, πορεύεται σε συνθήκες θολές και ασαφείς, προσπαθεί να επιβιώσει και να υπάρξει εν τέλει με κάθε δυνατό τρόπο. «[…] Μετά τον πόλεμο δεν είχα τίποτε. Ξεριζωμένος και φτωχός. Ήξερα από γλυκά. Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο παραθαλάσσιο χωριό και άρχισα να φτιάχνω. Πήγαιναν καλά οι δουλειές. Φρόντιζα γονείς και αδερφές. Τους είχα φέρει όλους μαζί μου. Αν έμεναν στο χωριό θα θυμόνταν τη φωτιά. Που μας άφησε χωρίς σπίτι. Καλοπάντρεψα τις αδερφές, αγόρασα κι ένα σπιτάκι. Και τώρα, σκεφτόμουν, μόνος μου θα μείνω; Είχαν περάσει τα χρόνια, δεν ήμουν πια νέος, αλλά είχα στρώσει καλή δουλειά.. Στο μαγαζί περνούσαν διάφοροι, έβλεπαν που ήμουν σοβαρός και εργατικός και μου έφερναν προξενιά.[…] (Χέλι, σελ.33)

Απλότητα, σαφήνεια, διαύγεια και καθαρότητα. Χωρίς περιττά στολίδια ή φτιασίματα, γραφή ουσιαστική που δεν καταφεύγει σε τεχνάσματα ή λεκτικά πυροτεχνήματα για να σαγηνεύσει. Η αλήθεια αναδύεται γυμνή και στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά ή το μυαλό. Από τα λίγα φανταζόμαστε πολλά, χωρίς να πελαγοδρομούμε σε άστοχες περιγραφές ή ανούσιες φλυαρίες και υπερβολές. Το χάος μιας εποχής μπαίνει σε τάξη και η συνείδηση και η νόηση ταξιδεύουν προς κατευθύνσεις που γεννούν ερωτηματικά. Γιατί με κερδίζει αυτό το βιβλίο; Γιατί αισθάνομαι πως υπάρχει τίμια πρόθεση. Γιατί νιώθω οικειότητα με κάτι ανθρώπινο που απλόχερα μου προσφέρει. Γιατί νοσταλγώ κάτι που δεν έχω ζήσει.

Οι ήρωες είναι άνθρωποι απλοί, με ξεκάθαρες σκέψεις ή αδυναμίες, που δεν είναι χειραφετημένοι. Κυρίως από την επαρχία, φτωχοί, ταλαιπωρημένοι. Και οι γυναίκες βασανισμένες, εξαρτώμενες, με ρόλο σαφή. Και όλοι πικραμένοι, ζουν μέσα σε μια δίνη αφού η Ιστορία τους υπερβαίνει. Αλλά μέσα στο γενικότερο χτύπημα της Μοίρας, η συγγραφέας εκτυλίσσει με τρόπο άμεσο τις προσωπικές τους ιστορίες. Οι Γερμανοί που μπαίνουν στα χωριά, ο ξανθός, ψηλός, και άσπρος Ερνέστο, που του έλειπαν τα παιδιά του, οι φωτογραφίες που φουντώνουν τις μνήμες και επιτείνουν τον μαρασμό, οι έξοδοι στα βουνά, η δίψα για λευτεριά, η Φωτεινούλα που διαρκώς γεννούσε παιδιά, αλλά έμενε μόνη χωρίς σύντροφο, οι ιστορίες με γιαγιάδες και προγιαγιάδες, για χαμένους αδερφούς, νύφες και άγνωστους παππούδες, το παιδικό βλέμμα που προσπαθεί να ερμηνεύσει συμπεριφορές και καταστάσεις, ο ερωτύλος παππούς που χούφτωνε τη γιαγιά, όλα αυτά ανήκουν στο λογοτεχνικό σύμπαν που δημιουργεί η Πατσούρα και έχουν την ιδιαίτερη θέση τους μέσα σε αυτό.

«[…] Όταν πέθανε η μάνα μου, αυτή με φρόντιζε, είπε. Ήταν ζαχαροπλάστισσα. Κάθε πρωί έφερνε έξω από το σχολείο λιχουδιές. Ζαχαρωμένα μηλαράκια, γλειφιτζούρια, γλυκά ψωμάκια. Με αγαπούσε πολύ. Δεν είχε άλλα εγγόνια. Ούτε άντρα. Στον εμφύλιο τον σκότωσαν. Χαιρόταν που με φρόντιζε. Τραγουδούσε ωραία. Μου έπλεκε κοτσίδες τα μαλλιά.[…](Προγιαγιά σ.σ.73-74 )

Γλώσσα απλή, εύγλωττες εικόνες, λόγος που ρέει με άνεση. Έλλειψη μελοδραματικού τόνου, που αν υπήρχε, θα αποδυνάμωνε το κείμενο και θ’ απωθούσε τον αναγνώστη. Μνήμες και μυθοπλασία εμπλέκονται επιτυχώς και συμπλέουν σε  ένα όμορφο και συγκινητικό αφηγηματικό ταξίδι… σε μια μακρινή μας εποχή που σημάδεψε την σκέψη, την ψυχή του ανθρώπου.

Μια Ελλάδα που λυγίζει, αλλά καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της. Αγκομαχά, πικραίνεται, αλλά κάπου υπάρχει μια μικρή φλόγα, μια αμυδρή ελπίδα. Μέσα από τις κακουχίες, ο άνθρωπος σκληραγωγείται. «Γι’ αυτό σου λέω, άμα έχεις χάσει τα πάντα, δεν φοβάσαι. Τι να μου κάνει εμένα το ανθρωπάκι;» (Τα γλυκά, σελ.31)

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτούς που έφυγαν. Σε κατατοπιστικό πρόλογο και επιμέλεια της Διώνης Δημητριάδου. Οι ΑΩ εκδόσεις διαρκώς στοχεύουν σε ουσιαστικές και καλαίσθητες εκδόσεις που δεν μπορούν να μας αφήσουν αδιάφορους.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου