Άνοιξη που σ’ απεχθάνομαι, θα ήθελα για σένα να πω πως, καθώς έστριβα στου δρόμου τη γωνιά, με πληγώσαν τα προμηνύματά σου σαν το μαχαίρι. Η σκιά, ισχνή ακόμα, απ’ τα γυμνά κλαδιά πάνω στην γη - γυμνή ακόμα, με τάραξε λες και μπορούσα κι έπρεπε κι εγώ ν’ αναστηθώ∙ το μνήμα αβέβαιο μοιάζει καθώς σιμώνεις, αρχαία άνοιξη, συ που πιότερο από κάθε εποχή σκληρά ανασταίνεις και σκοτώνεις.
(Parole)
**** Φλεβαριάτικο βράδυ [Sera di febbraio]
Ανεβαίνει το φεγγάρι. Μέρα είν’ ακόμα στη λεωφόρο, το βράδυ γρήγορα πέφτει. Αδιάφορα δίνονται οι νέοι∙ θλιβερά σκορπίζονται στο τέλος. Κι είν’ η σκέψη του θανάτου που βοηθά, τελικά, να ζεις.
(Ultime cose) **** Από τότε [Da quando]
Από τότε που είν’ τα χείλια μου σιωπηλά σχεδόν, τις ζωές αγαπώ που σχεδόν ποτέ δε μιλούν. Ένα δέντρο∙ κι εκεί δίπλα -στέκεται κει που στέκομαι κι εγώ, χαρούμενο πάλι ξεκινά στα βήματά μου- το υπάκουο ζώο που μ’ ακολουθεί.
Αφήνεται στο ζυγό που του επιβάλλω. Μια ματιά, το πολύ, μου στέλνει ικετευτική. Αλήθεια αιώνια διδάσκει, σιωπώντας ****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου