Η Ροδούλα, συνηθισμένη να περπατά σε μονοπάτια
κακοτράχαλα και χώματα σκληρά, αρχαία συστατικά του ορεινού χωριού της,
παραξενεύτηκε πολύ που τα καινούργια χοντρά ανατομικά της παπούτσια,
δώρο της εγγόνας της, φιλούσαν έδαφος αφράτο, βούλιαζαν οι πατημασιές σε
βαμβακένιο ομιχλώδες χαλί και η δρύινη μαγκούρα της δεν έβρισκε πουθενά
στέρεη ύλη ν’ ακουμπήσει όταν τον είδε να πλησιάζει. Καλώς ήρθες, της
είπε με έκδηλη χαρά. Σε περίμενα. Επιτέλους θα είμαστε για πάντα μαζί…
Τον αγκάλιασε σφιχτά, αγνοώντας το άνθισμα του ανέμου ανάμεσα στα άυλα
σώματά τους, τού τίναξε ένα φιλί χωρίς βαρύτητα που τον βρήκε στο δεξί
μάγουλο κι έπειτα του είπε απολογητικά μα με φωνή χωρίς μετάνοια, “Εγώ
σε πρόδωσα , ο Γερμανός αξιωματικός μού είπε ότι στο βουνό αγάπησες
τη Μαρία”. Το ξέρω, της απάντησε μα ήταν μπλόφα, ποτέ καμία άλλη δεν
αγάπησα. Με σιγανές κινήσεις έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα
δαχτυλίδι φτιαγμένο από σφαίρα γερμανική μ’ ένα άστρο ξεπεσμένο να
εξέχει, δεμένο με ασήμι και το πέρασε χωρίς κόπο στο μεσαίο δάχτυλο του
δεξιού χεριού της, παρά τους κόμπους της αρθρίτιδας που εδώ και
χρόνια το είχανε στρεβλώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου