Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ/ONE STORY/Ασημινα Ξηρογιάννη


http://www.onestory.gr/post/21402365681)

της Ασημίνας Ξηρογιάννη *
.
Η Αμάντα σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Ο Τάκης κοιμόταν από ώρα και δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Είχαν κάνει έρωτα όλο το βράδυ. Απ’ τα λίγα βράδια που ο Τάκης κατάφερε να μείνει μαζί της στη μικρή τους γκαρσονιέρα.
«Δεν είναι κι εύκολο», της είχε πει. Κι όμως, ήταν εκείνος που επέμενε να πιάσουν την γκαρσονιέρα.
Ίσως ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να την κρατήσει κοντά του. Για πάντα.
«Μη λες “πάντα” και “ποτέ”».
Η Αμάντα έκανε ένα γρήγορο ντους και μετά άναψε τσιγάρο. Ξάπλωσε πάλι δίπλα στον Τάκη. Του χάιδεψε τα μαλλιά. Έπειτα ακούμπησε το χέρι της τρυφερά πάνω στην κοιλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε λίγο,μα μια γλυκόπικρη αυτόματη σκέψη της πήρε πίσω αυτό το χαμόγελο. Τις τελευταίες μέρες πάλευε με τον εαυτό της.
«Μια βδομάδα προθεσμία της είχε πει ο γιατρός. Μετά δεν γίνεται τίποτα. Θα πρέπει να το κρατήσετε»
«Αν το κρατήσω… «Τούτο το ΑΝ ήταν δίκοπο μαχαίρι. Φοβερό. Οδυνηρό πολύ. Τούτο το ΑΝ της είχε γίνει αβάσταχτος εφιάλτης.
Το μυαλό της “έτρεξε” για άλλη μια φορά πίσω, στην ημέρα της γνωριμίας τους. Μια απρόσμενη γνωριμία που διαρκεί πέντε ολόκληρα χρόνια .
«Και τώρα, τί γίνεται;» σκέφτηκε η Αμάντα. Είχε πάρει πολλές φορές την απόφαση να φύγει, είχε πια κουραστεί από αυτήν την ιστορία, στην οποία μπήκε εντελώς τυχαία». Ήταν σχεδόν ξημερώματα στην Πατησίων. Είχε τσακωθεί με τον νεαρό φίλο της, ο οποίος την είχε παρατήσει σύξυλη στη μέση του δρόμου. Έβρεχε. Είχε στην τσέπη της μονάχα δύο  ευρώ. 
-Δεσποινίς, αν θέλετε, θα μπορούσα να σας πάω κάπου.
-Όχι, ευχαριστώ, κύριε, θα πάρω ταξί.
Αλλά κανένα αναθεματισμένο ταξί δεν περνούσε εκείνη την ώρα .
-Λέγομαι Τάκης Παππάς. Είδα τη σκηνή.
-Ποια σκηνή;
-Μπείτε μέσα, θα πάθετε πνευμονία, για όνομα του θεού.
-Γιατί να σας εμπιστευθώ;
-Πείτε μου πού μένετε να σας πάω. Ορίστε και η ταυτότητά μου.
Η Αμάντα έγραψε το επόμενο απόγευμα στο ημερολόγιό της:» Δεν ξέρω γιατί τον εμπιστεύθηκα. Ο τρόπος του, η φωνή του, μου θύμιζαν τον μπαμπά μου… «Εν τέλει την πήγε στη Πεύκη στο σπίτι της το πατρικό, αλλά έμειναν μέσα στο αυτοκίνητο και μιλούσαν ως τα ξημερώματα. Στο τέλος αντάλλαξαν παθιασμένα φιλιά και αγγίγματα. Όλα έγιναν τόσο αβίαστα και φυσικά ώστε, όταν αποχωρίστηκαν, η Αμάντα είχε ένα αίσθημα πληρότητας και ευτυχίας. Από τότε έγιναν αχώριστοι. Μπήκαν σε μια σχέση χείμαρρο. Κάθε βράδυ εκείνος την έπαιρνε από το μαγαζί του πατέρα της όπου δούλευε, το έκαναν μέσα στο αυτοκίνητό του ή σε κάποιο ξενοδοχείο, την γυρνούσε στο σπίτι και μετά πήγαινε να κοιμηθεί ξέγνοιαστος στην οικογενειακή του εστία, την δασκάλα γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. Όμως, μια νύχτα, ο Τάκης δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Της έστειλε μήνυμα «σ’ αγαπώ» και έφυγε από τη γυναίκα του χωρίς να το πολυσκεφθεί και πήγε στη γειτονιά της… να τη συναντήσει μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα. Έκαναν έρωτα τρελό και έδωσαν όρκους αγάπης. Επακολούθησαν κι άλλες τέτοιου είδους συναντήσεις, καθώς και εξομολογήσεις εκ βαθέων: «…όταν είμαι μέσα σου νιώθω υπέροχα… το κορμί σου έχει μια γλύκα. Για όσο με θέλεις, θα ‘μαι κοντά σου. Με την Νίκη η σχέση μου έχει τελειώσει προ πολλού. Μένουμε μαζί μόνο για τα παιδιά. Δεν θέλω πια ούτε να την αγγίζω… ενώ εσένα… Ζηλεύω… εννοώ… αν κάνεις έρωτα και μ’ άλλους… Κάνεις μικρό μου;»
-Τάκης ξεχνάς ότι έχω μια σχέση…
-Πες μου τί νιώθεις όταν είσαι μαζί μου…
-Πληρότητα.
-Και τί άλλο;
-Γιατί, λίγο σου φαίνεται αυτό;
O Tάκης ήταν τραπεζικός υπάλληλος, γύρω στα σαράντα, με ανασφάλιες για τη ηλικία του. Ωστόσο,είχε εξαρχής δηλώσει στην Αμάντα ότι δεν θα χώριζε τη γυναίκα του για να μην μείνουν τα παιδιά του χωρίς πατέρα. Ο Τάκης έπινε και χασισάκι που και που. Είχε τις διασυνδέσεις του. Όταν έπινε μεταμορφωνόταν εντελώς και υποσχόταν στην Αμάντα να την πάρει και να φύγουν μακριά, να ζήσουν ελεύθεροι, στην Βραζιλία ίσως ή στην Κολομβία…
-Τάκη δεν θέλω να παίρνεις αυτό το πράγμα μπροστά μου…
-Μωρό μου, πώς μ΄ αρέσει που με νοιάζεσαι.
-Δεν γλυτώνεις με αυτό από τη μικροαστική ζωή σου.
Ένα βράδυ τσακώθηκαν έντονα. Εκείνη έφυγε κλαίγοντας από το ξενοδοχείο, εκείνος δεν μπήκε στον κόπο να την κυνηγήσει… . Την άλλη μέρα το πρωί την περίμενε έξω από το σπίτι της.
-Μπες μέσα στο αυτοκίνητο.
-Είσαι τρελός. Φύγε.
-Μπες μέσα είπα.
-Να διατάζεις τη γυναίκα σου, όχι εμένα.
-Εσύ είσαι η γυναίκα μου.
-Φύγε. Τελειώσαμε. Δεν σε θέλω.
-Μα σ’ αγαπάω, μωράκι μου.
-Κι εγώ, βλάκα μου.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, πήγαν στο γνωστό ξενοδοχείο.
-Γιατί δεν ήρθες χθες να με δεις; Σε περίμενα όλο το βράδυ.
-Πήγα το παιδί στο «Παίδων».
-Ποιό;
-Την Κατερίνα.
-Γιατί;
-Ανέβασε απότομα πυρετό. Σχεδόν σαράντα. Του το’ πες;
-Όχι ακόμα.
-Τί περιμένεις;
-Δεν μπορώ να του το πω.
-Γιατί:
-Εσύ γιατί δεν τη χωρίζεις;
-Για τα παιδιά.
-Πάντα η ίδια απάντηση.
-Να ξέρεις… πάντα είμαι ειλικρινής μαζί σου.
H Aμάντα άναψε κι άλλο τσιγάρο. Ο Τάκης είχε γυρίσει πλευρό. Τον κοιτούσε και σκεφτόταν την ιστορία τους. Είχε πια δεθεί μαζί του. Αρχικά ήταν μονάχα πάθος, αργότερα όμως είχε συνειδητοποιήσει ότι τον νοιαζόταν ιδιαίτερα και αυτό την τρόμαζε. Είχε χωρίσει το φίλο της, επειδή ο Τάκης της το είχε ζητήσει. Είχε καταδεχτεί να την «σπιτώσει» σε μια ενοικιαζόμενη γκαρσονιέρα. Με πλήρη συνείδηση έπαιζε τον ρόλο της ερωμένης. Τί προσδοκούσε από αυτή τη σχέση; Με έναν άνδρα παντρεμένο και δέκα χρόνια μεγαλύτερό της; Μονίμως τον περίμενε να έρθει ή να την πάρει τηλέφωνο. Της απαγόρευε να τηλεφωνήσει στο σπίτι του για οποιονδήποτε λόγο. Μια φορά μόνο της πήγε να δει τα παιδιά του έπειτα από δική της παράκληση. Είχαν δώσει ραντεβού στην παιδική χαρά οπού τα πήγαινε βόλτα κάθε Κυριακή πρωί. Ήταν περήφανος για αυτά. Η Αμάντα θυμάται ότι είχε δακρύσει στη θέα τους.
Εκείνη είχε πατήσει τα τριανταπέντε και ήθελε ένα παιδί. Λαχταρούσε ένα παιδί. Το πρώτο δικό τους παιδί το είχε διώξει. Εκείνος την είχε βάλει να το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχε πάει μαζί της στον γυναικολόγο, είχε κανονίσει την επέμβαση, είχε πρόθυμα αναλάβει όλα τα έξοδα. Για ένα μήνα έβλεπε φρικτούς εφιάλτες. Ξυπνούσε σχεδόν κάθε βράδυ τρομαγμένη. Εκείνος της υποσχόταν ότι μια μέρα θα φύγουν μαζί και θα αφήσουν πίσω τους πάντες και τα πάντα. Η μητέρα της, που ήταν η μόνη που γνώριζε για την παράνομη σχέση της κόρης της, αντιπαθούσε θανάσιμα τον Τάκη,»την καταστροφή της»,όπως τον αποκαλούσε. . Τον είχε γνωρίσει τη μέρα της έκτρωσης και είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα-και μάταια-να τον πείσει να αφήσει την κόρη της να φτιάξει τη ζωή της. Πού να ήξερε ότι ό τύπος αυτός καπνίζει και χασισάκι και σνιφάρει και καμιά κοκίτσα που και που.
Η Αμάντα πίστευε ότι η ψυχή του επιθυμούσε να απεγκλωβιστεί από έναν άθλιο γάμο, αλλά η θέλησή του ήταν αδύναμη. Η γυναίκα του, που είχε υποψιαστεί διάφορα για τον σύζυγό της έβαλε ντεντέκτιβ να τον παρακολουθεί. O Τάκης της είχε ζητήσει να μην βλέπονται για λίγο καιρό και εξαφανίστηκε για δύο μήνες. Η Αμάντα εξοργίστηκε μαζί του και αποφάσισε να διακόψει οριστικά και να μην τον αναζητήσει ποτέ πια. Όταν όμως εκείνος επέστρεψε και την ξανάριξε στο κρεβάτι, η Αμάντα εύκολα ξέχασε τους θυμούς της. Επιτέλους πού θα πήγαινε αυτή η σχέση; Υπήρχαν στιγμές που η Αμάντα ένιωθε μια βρώμικη πουτάνα, ένα άβουλο όργανο στα έμπειρα χέρια του Τάκη. Η μαιτρέσσα… που δεν θα γινόταν ποτέ σύζυγος.
-Τάκη, θα έρθεις να μείνεις σπίτι; Eννοώ οριστικά.
-Είμαι γέρος.
-Μην αλλάζεις συζήτηση.
Κάπως έτσι κυλούσε ο καιρός… .
Ήταν η δεύτερη φορά που κουβαλούσε το παιδί του στα σπλάχνα της. Μα δεν του το’ χε πει. Χαίρεται μόνη της, λυπάται μόνη της, αγωνιά μόνη της. Μέχρι να πάρει την απόφασή της. Ξέρει ότι αν ο Τάκης το μάθει, ίσως την αφήσει για πάντα. Αλλά κι αν την αφήσει… δεν έχει πια σημασία. Η επιθυμία της για τον καρπό του έρωτά της είναι πιο μεγάλη και από τον ίδιο τον έρωτα. Άλλωστε, τι να κάνει έναν άντρα που έχει σχέση μαζί της εκ του ασφαλούς; Που τρέμει να εγκαταλείψει την καλοβολεμένη ζωούλα του για χάρη της «αληθινής του αγάπης»,όπως την αποκαλεί; O χρόνος είναι αποκαλυπτικός για τους ανθρώπους. Ο χρόνος την προηγούμενη φορά ήταν ανελέητος. Ήταν λίγο καιρό αφότου γνωρίστηκαν που έμεινε έγκυος. Σχεδόν δεν τον ήξερε καλά - καλά. Τότε, αν κρατούσε εκείνο το παιδί, θα ήταν η γοητευτική κατάληξη ενός πάθους. Το «θα το κρατήσω» της μεταφραζόταν σε «πόσο τέλεια μου κάνεις έρωτα». Όχι ότι είχε μητρικό φίλτρο. Απλά το σώμα της μιλούσε τότε, όχι το μυαλό της. Όταν έχεις χημεία με τον ερωτικό σου σύντροφο, αδημονείς να δεις το αποτέλεσμα της χημικής σας ένωσης. Και κείνος, όταν χανόταν μέσα στα μπούτια της, της έλεγε «κράτησέ το». Όταν όμως γυρνούσε σπίτι του και έβλεπε τα δυο του παιδιά, η σκέψη του άλλαζε αυτόματα.
Τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς. Ο Τάκης αγνοεί τη δεύτερη φορά και η Αμάντα ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί. Σε λίγο η κοιλιά της θα αρχίσει να φαίνεται. Η μία βδομάδα είναι μηδαμινός χρόνος. Πώς μέσα σ’ αυτόν να πάρει μια δύσκολη απόφαση; Oι σκέψεις κατακλύζουν όλο της το είναι. Νιώθει ασφυκτικά, σε βαθμό που κινδυνεύει η αναπνοή της. Ο Τάκης στριφογυρίζει έντονα στο κρεβάτι. «Θα βλέπει κανένα κακό όνειρο»,συλλογίζεται εκείνη. Πηγαίνει κοντά του, τον αγκαλιάζει.
-Αμάντα…
-Εδώ είμαι…
-Τι απαίσιο όνειρο… τι ώρα είναι;
-Οκτώ…
-Έλα εδώ…
-Τάκη… .
Την κλείνει στην αγκαλιά του, έπειτα τη σπρώχνει ανάσκελα, της σκίζει την κυλότα, μπαίνει βίαια μέσα της και την κυριεύει. Εκείνη πονά, αλλά της αρέσει που του αρέσει να της κάνει έρωτα. Της ψιθυρίζει πρόστυχα λόγια και στο τέλος χύνει μέσα της πανηγυρικά. Μπαίνουν μαζί στο ντους και απίζουν ο ένας με το σώμα του άλλου. Την ξαναπαίρνει. Από πίσω αυτή τη φορά.
-Καύλα μου, καύλα μου…
Η Αμάντα αισθάνεται μια περίεργη ζαλάδα μέσα στην έξαψή της, νιώθει να χάνει τον κόσμο γύρω της. Εκείνος συνεχίζει ακάθεκτος, ενώ το αριστερό της πόδι γλιστράει απότομα στη σαπουνάδα. Μετά σκοτάδι… .
Όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε τον Τάκη από πάνω της μαζί με τον γιατρό.
-Τρόμαξε τόσο πολύ …
-Το παιδί… ψέλλισε η Αμάντα… το παιδί…
-Πρέπει να κάνετε τις σχετικές εξετάσεις το συντομότερο δυνατό… επεσήμανε ο γηραιός κύριος που ‘χε κληθεί βιαστικά στην γκαρσονιέρα από τον πανικόβλητο Τάκη.
Η Αμάντα δάκρυσε.
-Ελάτε, όλα θα πάνε καλά. μείνετε ξαπλωμένη, ηρεμήστε.
Ο Τάκης ξεπροβόδισε τον γιατρό και γύρισε αμίλητος στο δωμάτιο. Δεν κοιτούσε την Αμάντα στα μάτια. Ήταν απορροφημένος σε σκέψεις. Αναβόσβηνε το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο νευρικά.
-Δεν μπορώ ούτε να σου θυμώσω, της είπε στο τέλος. Εσύ φαίνεσαι αποφασισμένη.
Χρωμάτισε έτσι τη φωνή του, ώστε τα λόγια του ακούστηκαν ειρωνικά.
-Θα το κρατήσω, ήταν η απάντηση.
-Γιατί δεν μου το ‘πες;
-Φοβήθηκα.
-Τι φοβήθηκες;
-Εσένα… εμάς…
-Τι περιμένεις από μένα τώρα; Τι να κάνω;
-Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις… Εσύ ήσουν ξεκάθαρος από τη αρχή. Ειλικρινής. Δεν χωρίζεις.
-… … (σιωπή)
-Σκέψου μόνο αν θα το αναγνωρίσεις.
Ο Τάκης κοίταξε το ρολόι του.
-Πρέπει να φύγω. Μείνε στο κρεβάτι. Θα περάσω νωρίς το πρωί.
Πριν φύγει, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, όπως ο Ιούδας έδωσε στο Χριστό.
Από κείνη την μέρα δεν τον ξαναείδε. Και λίγο έλλειψε να πιστέψει στα «πάντα» και στα «ποτέ». Η Μυρτώ έφερε την άνοιξη μέσα στην καρδιά της. Της πήρε μονομιάς όλο τον πόνο της εγκατάλειψης. Η γέννησή της ήταν η αναγέννηση της Αμάντας. Η ψυχή της μεγάλωσε, οι ορίζοντές της πλάτυναν, έγινε πιο δυνατή. Εκείνος δεν ήρθε ούτε στο νοσοκομείο, μα εκείνη το αποδέχτηκε. Δεν ξέρει ποια δύναμη την ώθησε σε τέτοια καλοσύνη. Δεν μπορούσε να τον μισήσει. Ίσως γιατί κατά βάθος ήξερε ποιος ήταν, από την πρώτη κιόλας μέρα της γνωριμίας τους. Μετά την γέννηση της μικρής, θέλησε να μείνει μόνιμα στην γκαρσονιέρα τους και να πληρώνει εξ’ ολοκλήρου το ενοίκιο αυτής. Όμως, άμεσα πληροφορήθηκε από τον ιδιοκτήτη ότι τα ενοίκια ήταν προπληρωμένα για δύο χρόνια. Λες και ο Τάκης είχε διαισθανθεί την θέλησή της. Ωστόσο, δεν προσπάθησε ούτε να του τηλεφωνήσει, θα ήταν μάταιο. Μέσα στην γκαρσονιέρα υπήρχαν ακόμα δικά του πράγματα και φωτογραφίες. Τίποτα δεν πείραξε. Πρόσθεσε μόνο φωτογραφίες τις Μυρτώς μέσα σε πολύχρωμες κορνίζες, καθώς και διάφορα παιχνίδια.
Μια Κυριακή πρωί είχε πάει την κόρη της στην παιδική χαρά. Η μικρή είχε κλείσει τα τρία της χρόνια και πραγματικά ήταν χάρμα οφθαλμών. Η Μυρτώ έπαιζε ανέμελη και χαριτωμένη. Με τις ξανθές μπουκλίτσες της να λάμπουν, με το χαμόγελο στο γλυκό της προσωπάκι. Μόλις είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω της και να λέει τα πρώτα ξεκάθαρα λογάκια της. Η Αμάντα έπιανε τον εαυτό της να γίνεται πιο παιδί από εκείνη. Δε χόρταινε να την βλέπει και να την αγγίζει. Όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής, η Αμάντα έκανε να βάλει τη μικρή στο καροτσάκι. Εκείνη αντιδρούσε περίεργα. Την έδιωχνε επίμονα με το τρυφερό της δακτυλάκι σα να έλεγε «θέλω να με πάρεις αγκαλιά». Η μαμά της έκανε πως τη μάλωσε και κείνη άρχισε να κλαίει. Την ίδια στιγμή ο ουρανός σκοτείνιασε. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα γκρίζα σύννεφα ως διά μαγείας.
-Ωχ, πάμε γρήγορα, θα βρέξει, ξεφώνησε μια άλλη μητέρα από το διπλανό παγκάκι.
-Ανοιξιάτικη μπόρα, σχολίασε η Αμάντα,καθώς έκλεινε το καροτσάκι και έπαιρνε τη μικρή αγκαλιά.
Αισθάνθηκε ψιχάλες στο πρόσωπό της.
-Γαμώτο, δεν έχουμε ομπρέλα.
Βγήκε άρον - άρον στον κεντρικό δρόμο, ενώ η βροχή δυνάμωνε. Το σπίτι βέβαια δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αν της τύχαινε και κανένα ταξάκι! Η μικρή άρχισε να βήχει και να κλαίει πιο έντονα, ενώ είχε γίνει ένα κουβαράκι μέσα στον κόρφο της. Η Αμάντα έτρεξε προς το απέναντι υπόστεγο, σε μια στάση λεωφορείου.
-Δεσποινίς, αν θέλετε,θα μπορούσα να σας πάω κάπου.
Η φωνή της φάνηκε γνώριμη, οικεία.
-Όχι ευχαριστώ, θα πάρω ταξί.
-Λέγομαι Τάκης Παππάς, είδα τη σκηνή.
-Ποιά σκηνή;
-Με την μικρή. Μπείτε μέσα, θα πάθετε πνευμονία κι οι δυο σας, για όνομα του θεού.
Η Αμάντα είχε ξαναζήσει μια παρόμοια σκηνή με τον ίδιο άνθρωπο κάποια χρόνια πριν. Στάθηκε για λίγο σκεφτική. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν αναπόφευκτα. Εκείνος χαμογελούσε και την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια.
-Αμάντα, έλα! Μπείτε μέσα!
Ώστε τις παρακολουθούσε λοιπόν! Ή μήπως βρέθηκε τυχαία στο δρόμο τους; Τι ήθελε από τη ζωή τους;
-Aμάντα, έλα να πάμε στο σπίτι μας. Δεν θα σας αφήσω πια. Ποτέ. Μπείτε στο αυτοκίνητο.
Κάτι σκίρτησε μέσα της στο άκουσμα εκείνου του «ποτέ». Ασυναίσθητα σχεδόν έκανε ένα βήμα μπρος, άφησε το υπόστεγο, στάθηκε σαν υπνωτισμένη μέσα στη βροχή που έπεφτε πια επιθετική και θορυβώδης. Κλάματα ήρθαν στα μάτια της. Κλάματα που αναμείχθηκαν με τα κλάματα της μικρής και το νερό της βροχής. Ανάμειξη και εξαγνισμός μαζί. Πόνος και έρωτας. Συνέχιζε να μένει καρφωμένη στο ίδιο σημείο, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου. Έμοιαζε αιώνας, αλλά ήταν μόνο μια στιγμή. Μάνα και κόρη είχαν πια μουσκέψει ως το κόκαλο. Ο Τάκης όρμησε έξω από το αμάξι, πήγε προς το μέρος τους, τις αγκάλιασε με το σώμα του με αγάπη, με πρόθεση να τις προστατέψει.
Μέσα από τα δόντια της η Αμάντα μόλις κατόρθωσε να αρθρώσει όπως τότε… .
-Και γιατί να σας εμπιστευθώ;
.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υποκριτική στο Θέατρο-Εργαστήριο. Εδώ και αρκετά χρόνια διδάσκει το μάθημα της Θεατρικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, εργάζεται ως εμψυχώτρια Θεατρικού Παιχνιδιού και παραδίδει μαθήματα Γλώσσας, Λογοτεχνίας, καθώς και Ιστορίας και Θεωρίας του Θεάτρου. Είναι ενεργό μέλος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων. Εργογραφία: 1. H Προφητεία του Ανέμου [Ποίηση, Δωδώνη 2009], 2. Το Σώμα του Έγινε Σκιά [Νουβέλα, Ανατολικός 2010] 3 . Πληγές [Ποίηση, Γαβριηλίδης 2011].
[ ιστολόγιο ] [ e-mail ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου