ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ από το νέο βιβλίο:
ΠΡΟΣΕΧΩΣ
Το σαλιγκάρι κι άλλες ιστορίες
Απόψε κατάφερα να τυλιχτώ κοιτώντας τον αφαλό μου.
Μ' αυτό τον τρόπο μπόρεσα επιτέλους έρποντας να πάω και να χωρέσω στο δεξί συρτάρι
της σερβάντας.
Τώρα πια δεν μπορεί να με βρει κανείς.
Να μην με ψάξετε.
Μάλλον δεν θα βγω ούτε μετά την βροχή.
Αλήθεια, σου δίνω ό,τι έχω και δεν έχω για ένα κίτρινο χρυσάνθεμο, που να μην είναι
πένθιμο. Εδώ και τώρα._
***
Η συντέλεια της Τρίτης
Πάντα έχω στην τσέπη μου μια Κυριακή σ' ένα γηροκομείο καθολικών.
Τυλιγμένη σε μια χαρτοπετσέτα με τρίμματα από φρυγανιά και αντίδωρο μαζί.
Στο πορτοφόλι μου, επίσης, πηγαινοφέρνω φωτογραφίες, αποδείξεις από βενζινάδικα κι
έναν καημό, τον δικό σου.
Πώς και τα βόλεψες έτσι και δεν υπάρχεις;
Ανάμεσα στα μαλλιά μου μια πράσινη φλέβα και πιο κάτω τα παιδικά τρεξίματα στις
πιλοτές.
Φτου, ξελευθέρωσα τα ματωμένα μου γόνατα, τα βλέπεις;
Όσο για τον αλμυρό ιδρώτα πάνω από το στόμα• πρόωρη Ήβη.
Άντε, βρες τον τώρα.
Κλαίω βουβά και δεν το ξέρω.
Χωρίς ανάσα πώς και στενάζω;
Πως τ' άντεξαν όλοι οι μήνες και γίναν Σαρακοστή πένθιμη;
Κλαίω, κλαίω βουβά και δεν το καταλαβαίνω.
Όλα ορυμαγδός.
Έξω από το παράθυρο. Μέσα στην τηλεόραση. Την ώρα εκείνη, που μασάω.
Να γιατί δεν ακούω τίποτα, γιατί δεν καταλαβαίνω πως πονώ.
Έχω στην τσάντα μου όλες τις παιδικές μου αρρώστιες.
Χωρίς την μάνα.
Μόνο με τον φόβο και τα φλέγματα.
Μια Τρίτη και κάποια Πέμπτη, χωρίς διάκριση.
Κουβάλησα στους ώμους μου, μια πρόχειρη μικρή συντέλεια.
***
Άγιος Ιωάννης
Μια μάνα, μια ερωμένη, ένας βιολιστής, το κορίτσι.
Κρατούν του χρόνου το ανάθεμα• μα δεν το ξέρουν.
Φεύγει από τα χέρια τους η βιαστική άμμος• ταυτόχρονα.
Χορεύει στα μάτια τους, χορεύει.
Αέρας της ερήμου μπλέκει μαλλιά και χορδές• να τσιτώνουν στους παχυλούς λαιμούς, να
σφάζουν.
Πετούν μακριά• πάνω από τις στρουθοκαμήλους του άδειου τούτου κόσμου, πάνω από τις
οάσεις, από τις πόλεις της Ιερουσαλήμ πάνω.
Γεμίζει ο ουρανός μαύρες μεταξωτές κλωστές, που παίζουν το Ρέκβιεμ χωρίς το όνειρο.
Το όνειρο τα φυλάει αλλού• μην μου κρύβεσαι χελιδονάκι.
Μαλλιά γυναικών μακριά και λουσμένα με πράσινο σαπούνι.
Το κορίτσι γυμνό πάνω από το τάφο του• δώδεκα χρονών λιβάδια με κίτρινες βιολέτες.
Θυσία και έλεος, φωνάζουν!
Μα δεν χώνουν το κεφάλι στην γη• όχι.
Εκείνος ο βιολιστής κυρίως παίζει, παίζει, παίζει μουσική σαν να μην πέθανε ακόμα.
Παίζει!
Κοιτά τον χρόνο της ερήμου μες στα μάτια και μπρος στην σιωπή, αποκρίνεται.
Σ' αγαπώ.
Η τελευταία σκέψη του βαπτιστή Ιωάννη, πριν αφήσει το βιολί δίπλα από το πιάτο με το
κεφάλι του.
Σ ' αγαπώ.
****
Ο τρομερός Κάφκα
Ένα σεντόνι τραχύ.
Κίτρινο τόπους τόπους κι οινοπνευματί.
Είναι, γιατί καθρεφτίζει κάθε τοίχο, βλέπεις;
Τα νοτισμένα προσκέφαλα από την απλυσιά και το πυρετό, τα μόνα παλλόμενα.
Ερωτικές παρενοχλήσεις χωρίς παρτενέρ• ίσως τον θάνατο.
Μα ακόμα θέλω, νιώθω, αναπνέω την καπνισμένη ατμόσφαιρα• οξύμωρο σχήμα για
καλοκαίρι.
Ένα εργοστάσιο μου φέρνει τα κόκκινα φύλλα του Σεπτέμβρη.
Κίτρινα πουλιά, μαύρα πουλιά•κοράκια και χελιδόνια.
Μα θέλω ακόμα, καίγομαι μέσα στα ρουθούνια μου, στα χείλη, στην καρδιά.
Τικ τακ. Ώρα εδώ.
Ώρα εδώ; Έχω άλλη ώρα;
Τικ τακ.
Κλείσε το παράθυρο, νοσοκόμα!
Κάλυψε με πανιά τα τζάμια, τον διπλανό μου, εμένα.
Να γίνομαι μούμια, να ρουφώ την έρημο.
Θέλω... Ακόμα...
Δεν κλαίω, νοσοκόμα.
Σε λίγο θα δώσετε τα νέα στις εφημερίδες.
Ο Κάφκα στο σανατόριο άφησε την τελευταία του πνοή.
Θα είναι πρωί.
Τρεις του Ιούνη.
Αλλά εγώ δεν θα έχω πεθάνει.
Θα έχω πιάσει το χελιδόνι από την ουρά.
Για να πιω όλα τα θέλω του κόσμου.
ich will immer noch._
Φθινοπωρώ, 'Εναστρον 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου