Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ /// ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ /// ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ


    Οι εκδόσεις Πατάκη σας προσκαλούν  


την Τετάρτη 18 Μαΐου 2022 στις 19:30 
στο Καφέ στον Κήπο του Νομισματικού  Μουσείου

στην παρουσίαση του βιβλίου 
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ 
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ: 160 Ποιήματα
Εισαγωγή-Μετάφραση: Xάρης Βλαβιανός

Θα μιλήσουν οι:
Eυριπίδης Γαραντούδης, φιλόλογος, ποιητής, μεταφραστής
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας
Άννα Γρίβα, ποιήτρια
και ο 
Χάρης Βλαβιανός, συγγραφέας, διευθυντής του Περιοδικού «Ποιητική»

****


288/260
Είμαι ο Κανένας! Ποιος είσαι εσύ;
Είσαι – ο Κανένας – κι Εσύ;
Άρα είμαστε δύο;
Μην τυχόν το πεις! Θα το διαδώσουν – ξέρεις!
Πόσο βαρετό – να είσαι – Κάποιος!
Πόσο κοινό – σαν Βάτραχος –
Τ’ όνομά σου να λες – όλο το καλοκαίρι –
Σ’ έναν Βούρκο που σ’ επευφημεί!
[1861]

*

412/432
Διάβασα την ποινή μου – ψύχραιμα –
Την ξανακοίταξα με προσοχή,
Να βεβαιωθώ πως λάθος δεν είχα κάνει
Στο τελικό της άρθρο –
Η Ημερομηνία, και ο λόγος, της ντροπής –
Κι ύστερα η Ευλαβική Διατύπωση
Πως ο «Θεός ελεεί» τις Ψυχές
Οι Ένορκοι ψήφισαν Εκείνον –
Ήθελα η ψυχή μου να γνωρίζει – τι τέλος την περιμένει –
Ώστε όταν φτάσει, Αγωνία άλλη να μη νιώσει –
Αυτή κι ο Θάνατος, να γνωριστούν –
Να συναντηθούν ήρεμα, σαν φίλοι –
Ν’ αποχαιρετιστούν, και να χωρίσουν, χωρίς Υπαινιγμό –
Κι εκεί, το Ζήτημα να λήξει –
[1862]

*

449/448
Πέθανα για την Ομορφιά – αλλά δεν είχα
Ακόμη στο Μνήμα βολευτεί
Όταν στο πλαϊνό έφεραν Δώμα
Κάποιον που για την Αλήθεια είχε πεθάνει –
Με ρώτησε σιγανά «Γιατί είσαι εδώ;»
«Για την Ομορφιά», απάντησα –
«Κι εγώ – για την Αλήθεια – Ένα είναι και τα Δυο –
Είμαστε αδέλφια», Είπε –
Κι έτσι, σαν συγγενείς, συναντηθήκαμε μια Νύχτα –
Μιλήσαμε μέσα από τα Δώματά μας –
Ώσπου τα Bρύα έφτασαν στα χείλη μας –
Και σκέπασαν – τα ονόματά μας –

[1862]]


*

712/479
Αφού για τον Θάνατο δεν μπορούσα να σταματήσω –
Είχε την καλοσύνη να σταματήσει αυτός για μένα –
Στην Άμαξα καθίσαμε μονάχα Εμείς –
Και η Αθανασία.
Πηγαίναμε αργά – Εκείνος δεν βιαζόταν
Κι εγώ είχα στην άκρη αφήσει
Τη δουλειά και την ανάπαυλά μου,
Για τους Ευγενικούς του Τρόπους –
Περάσαμε από το Σχολείο, όπου τα Παιδιά παλεύαν
Στην Αυλή – την ώρα του Διαλείμματος –
Περάσαμε από τους Αγρούς με τα Ατενή Σπαρτά –
Περάσαμε από τον Ήλιο που έδυε –
Ή μάλλον – Μας προσπέρασε Αυτός –
Η Πάχνη έφερνε παγωνιά και ρίγος –
Αραχνοΰφαντο, το Φόρεμά μου –
Το σάλι μου – μόνο από τούλι –
Σταθήκαμε σ’ ένα Σπίτι που έμοιαζε
Μ’ Εξόγκωμα στη Γη –
Μόλις που φαινόταν η Στέγη του –
Το Γείσο χωμένο – μες στη Γη –
Πέρασαν Αιώνες – από τότε – κι όμως
Μοιάζουν πιο κοντά σε σχέση με τη Μέρα
Που πρόσεξα πως των Αλόγων τα Κεφάλια
Ήταν προς την Αιωνιότητα στραμμένα –
[1862/1863]

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου