Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ [ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ Ασημίνα Ξηρογιάννη]

 


 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΑΚΤΑΛ


ΛΑΜΠΡΙΑΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

 

ΔΙΑΒΟΛΙΚΑ ΠΑΖΑΡΙΑ

 

 

Αναχρονιστικό Το Βήμα — και

η πρέσα του τυπογραφείου.

Βουλιάζει η πόλη στη χαρτούρα:

 

κατοχικά δάνεια

ομόλογα

μιλιμετρέ χαρτί

νότισε η υγρασία.

 

Ασθμαίνει

μάνα η ανάσα σου

— κατρακυλά σαν αραμπάς

στις πλάκες.

 

Ανταλλαγή

με διάκενα των πατζουριών

για μαύρες τρύπες.

 

Πρέβεζα, 2014

 

 

 

 

 

ΚΑΡΟΛ ΑΝΝ ΝΤΑΦΥ

 


Δήμητρα

 

Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

Όπου έζησα -χειμώνας και άγρια γη
Κάθισα στο κρύο πέτρινο δωμάτιό μου
και διάλεξα δυνατές λέξεις, γρανίτη, πυρόλιθο,
για να σπάσω τον πάγο.

H ραγισμένη μου καρδιά-
-προσπάθησα να το αποτρέψω-
όμως γλίστρησε, επίπεδη,
πάνω στην παγωμένη λίμνη.

Εκείνη ήρθε από πολύ πολύ μακριά,
αλλά την είδα τελικά να περπατά,
η κόρη μου, το κορίτσι μου,
πάνω στους αγρούς,
με πόδια γυμνά,
να φέρνει όλα τα λουλούδια της άνοιξης
στο σπίτι της μητέρας της.

Ορκίζομαι πως ο αέρας μαλάκωσε
και έγινε θερμός
με την κίνησή της,
ενώ ο γαλάζιος ουρανός χαμογελούσε, την ίδια ακριβώς στιγμή,
με το μικρό ντροπαλό στόμα ενός νέου φεγγαριού.

 

 

Ο Διονύσιος Σολωμός.

 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 

[Η σκιά του Ομήρου]

 

Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι — ειρήνη

όλην, όλη τη φύση ακινητούσε,

και μέσα από την έρημη την κλίνη

τ’ αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε·

τριγύρω γύρω η νυχτική γαλήνη

τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε·

απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει,

κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.

 

 

 

Στο ακρογιάλι αναπαύοτουν ο γέρος·

στα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα

γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος

τ’ αριά μαλλιά του εσκόρπαε τ’ ασπρισμένα,

κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος

τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα·1

αγάλι γάλι ασηκώθη από χάμου,

και ωσάν να ’χε το φως του ήλθε κοντά μου.

 

 

 

ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ

 

 

Φυσάει με ασάφεια, εποχή να κρύβεσαι

 

Κι η νυχτερίδα είναι κρεμασμένη ανάποδα αλλά αναπαύεται είπε. Τέτοιο επιχείρημα.

Συνδρομητής σε αίθουσες δίχως ακουστική,

μ’ ένα όνομα μακρύτερό του επιπλέον,

τι περιμένεις.

 

Γι’ αυτό δεν βάζω τάξη. Για να νιώθω περαστική.

Μολονότι πουθενά πια μέσα στα όνειρά μας εκείνες οι πολιτείες. Καμιά φορά μόνο η αίσθηση ότι πετάω προς εκείνες τις πολιτείες.

Ότι ενώ θέλω να σε κρατήσω για πάντα κοντά μου,

από τον ώμο ξηλώνεται το μανίκι σου,

μου μένει στο χέρι.

 

Ακρωτηριασμοί με δυο λόγια, αυτή είναι η αισθητική της ποτέ ένδοξης εποχής μου.

Η νέα τομή στη στατική μου που με αναδεικνύει ξυλιασμένη όπως η μεγάλη φωτιά, όπως η μεγάλη μοναξιά που αφήνει η φωτιά αφού τα κάνει να λάμψουν προτού καούν όλα.

 

 

Της Γλυκιάς Πατρίδας (Β’ έκδοση), Εκδόσεις του Φοίνικα, 2017

 

 

 

 

Μάτση Χατζηλαζάρου

 

 

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

 

 [Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι…]

Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι, τα δάκρυα στέρεψαν, τα φτερά μου πια δεν με ζυγιάζουνε, σ’ όλα μου τα βουνά δε βρίσκω πια ούτε πηγή, ούτε δέντρου φυλλωσιά ούτε νύχτα δε βρίσκω απάνω στα βουνά μου, είναι πάντα μέρα.
Κάνουμε την ποίησή μας στο χαρτί, γιατί χάσαμε στη ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού.
Η αρμονία μας υπάρχει (όταν τη βρούμε) μες στον κάλυκα
ενός μηδαμινού αγριολούλουδου την άνοιξη, στην παλιά Κόρινθο.
Θα παίζω πάντα εκείνο το παιχνίδι που δεν ξέρω τους κανόνες του. Θα μπαρκάρω στο καράβι που δεν πιάνει σε λιμάνι.
Την άγκυρά μου θα τη ρίξω καταμεσής στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Θα διαβώ τα πέντε γιοφύρια, από κάθε μου μαλλί θα γεννιέται ένα λουλούδι ορχεοειδές.
Ο αέρας θα παίρνει τις μυρουδιές μου και θα τις κρύβει
μες στις σκιές που ’χουν τα βότσαλα.
Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια,
είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες.
Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ’ όλες τις σπηλιές, και τους γιαλούς,
και τα στεγνά στοιβαγμένα φύκια, και τους λουλουδιασμένους βυθούς του Αιγαίου.
Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας.
Δεν το λένε μονάχα
ούτε ελευθερία,
ούτε έρωτα,
ούτε πέος,
ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση,
ούτε σχήμα,
ούτε πάθος,
ούτε και πόνο.

Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944

 

 

 

 

ΆΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

 

1760 – Αγαρηνών αιχμάλωτη

 

Πρώτη φορά τη θάλασσα βλέπω

μέσα από ένα σκοτεινό φινιστρίνι.

Μα τώρα ποιος νοιάζεται

για κύματα γλάρους δελφίνια;

Να πεθάνω ποθώ πριν έρθει η νύχτα.

Το μαντήλι μου στο κατάρτι δεμένο

και στην άλλη πλευρά η θηλιά

κι ο λαιμός μου.

Και όταν οι ναύτες με δουν αιωρούμενη

θα πιστέψουν πως είμαι

νύμφη του Αιγαίου

κι οι στερνοί μου σπασμοί

με αιθέριο κάλλος θα μοιάζουν.

 

 

Ας γίνω εγώ

της πατρίδας η πρώτη σημαία.

Και ίσως κάποτε πούνε

δεν ήταν θυσία μικρή

ενός κοριτσιού

τα ωραία λαγόνια.

 

      Δαιμόνιοι, Μελάνι, 2020

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ

 

Η Σαπφώ νοικοκυρά

 

Πολιορκώντας από μέσα ένα τριάρι

Πρωτοβουλία για παράθυρο θα πάρει

Και με τις γλάστρες στη βεράντα της θα ζει

Το μεσημέρι πάντα θα την ξεσηκώνει

Θα νιώθει κάπως ξεχασμένη, κάπως μόνη

Ώσπου στο τέλος θα καλμάρει κάθε αυγή

 

Θα δώσει χώρο στο παράλογο

Κι όταν ανοίξει τον διάλογο

Με τ’ άπειρο

Πάνω σε πάπυρο

Θ’ αφήσει τ’ όνομά της

Κληρονομιά της

 

Βροχή, θα σκέφτεται, και πολυκατοικία

Και θα βυθίζεται σε μια μελαγχολία

Σαββατοκύριακο, τσιγάρο και καφές

Σε μια παρένθεση που θα χωράει τόσα

Όσα δεν ήξερε ποτέ να πει η γλώσσα

Κι όσα δεν μπόρεσαν να κρύψουν οι βαφές

 

  Στα μέσα σύνορα, Πόλις, 2011

 

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ

 

Θα πάμε πάλι

 

Ένα πρωί θα πάμε πάλι
στην παιδική χαρά

 

τώρα θα μου κρατάς
εσύ το χέρι

 

μη φύγω

-όπως φεύγουν οι μεγάλοι-
όλα απαράλλαχτα

 

οι κούνιες οι τραμπάλες

τα σχοινιά

 

θα είναι Κυριακή και θα φυσάει

 

Θαμπή πατίνα, Πόλις 2018

 

 

 

 

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ

 

Το σύμπαν δεν είναι αγράμματο

 

Τι ρομαντικός ο ανθρώπινος πόνος.

 

 

Τι γλώσσα η αρχιτεκτονική της σιωπής

στον ουρανό.

 

 

Το σύμπαν παρ’ όλα αυτά ανασαίνει.

/ απάνθρωπο /

 

 

Δεν είναι όμως και εγγράμματο. Ενίοτε

αναγιγνώσκει τυφλά αφηρημένα πουλιά.

 

 

Και έχει διαβάσει σχεδόν όλον

τον άνθρωπο.

 

 

 

Περπατώντας / μερικά ποιήματα για το τίποτα /  Υποκείμενο, 2020

 

 

 

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

 

1.
…σε υδαρή σταγόνα αίματος
με αφάνισες.

Κατακόκκινο πρόσωπο
μέσα απ’το δέρμα.
σου κρύφτηκα…

Σσσσσσσς σαν σέρνομαι
στου πόθου σου το χρώμα,
αναριγά της γύμνιας σου
τ’ ανυπεράσπιστο…

 

2.
Μέσα στο ράγισμα
ανακάλυψα
το ατέλειωτο της διαδρομής
μέχρι
να βγω στο φως.

Χρόνος πολύς το ρήμαγμα
από το α στο ω του
ανασαίνω!

 

Ξέρω! Είναι κάπως αργά…, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000

 

 

 

 

 

ΕΛΕΝΗ ΝΤΟΥΞΗ

 

Πράσινη κάρτα

 

1.

Και όταν ήρθε από τα πολλά

κουβαλώντας ελάχιστα

την πήρε η κατηφόρα

ανάστροφα στον ουρανό

που σωριαζόταν καμένο δέρμα

επάνω στο στέρνο της.

Μετά τη βρήκαν πνιγμένη

στο μελάνι ξένης γλώσσας.

Με τη θάλασσα που διέσχισε

παγωμένη να απλώνεται

ανάμεσα στα πόδια της.

 

 

 

2.

Αμφίρροπη δύναμη η απορία σου

φλούδα σκασμένη από τα χείλη

Όσο κι αν πλένεις το στόμα

μόνο αν την πιείς θα καταλάβεις. Ως τότε

δε θα ξέρεις τι να κάνεις τα χέρια σου.

 

 

  Μείον Δεκάξι, Μελάνι, 2016

 

 

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

 

ΜΟΥΣΩΝΑΣ

Τρελός μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν᾿ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου ῾πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.

Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος στα ῾πε
κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.

Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα ῾δινα – «Πάψε, Σεβάχ» – για να ῾μουνα παιδί!

Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μείς, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρόμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.

Ινδικός Ωκεανός 1951

 

Τραβέρσο, 1975

 

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ

 

 

Νίκος Καρούζος

 

θεοστυγής θεοσταγής

και η φωνή ως πάντοτε

περαταριά και πήγαδος

βράχους βρυχώμενος

των Ελλήνων τα πενθήματα

βασιλεμάτων περισσέματα

αναπτύσσοντας

σαν φέγγαρος ξυραφένιος

ολόστυτος

φεύγω μακριά

κι ακολουθώ

με ευλάβεια τη διάψευση

 

 

     Χάσμα βαθύ, Οδός Πανός, 2018

 

 

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

 

 

Μικρά στιχουργήματα II

I.

 

Την αγκάλιασε, κι ένιωσε σαν

ν’ αγκάλιαζε μενίρ:

η γυναίκα αυτή δεν είχε μέση,

μόνο αρχή και τέλος.

 

II.

 

Την κρίσιμη εποχή,

ο Θεός με φύλαξε

από τη Σύλβια Πλαθ.

 

III.

 

Πήγε να μπει στο νερό,

αλλά συνέχεια σκόνταφτε

στα μπουκάλια με τα μηνύματά της.

 

IV.

 

-Μεγάλη συγκίνηση σου λέω!

-Αλήθεια; Πόσο μεγάλη δηλαδή;

 

V.

 

Το Σύμπαν ήταν ένα παιδί που, όσο

σκεφτόταν, το κεφάλι του μεγάλωνε,

ώσπου στο τέλος τα χώρεσε όλα.

 

VI.

 

Ο ποιητής είναι άνθρωπος

στοχαστικός, με γνώση,

που γράφει σαν να τον έχουν μαγέψει.

Ενώ τον έχουν μαγέψει. Και η ποιήτρια;

 

VII.

 

-Εσύ από ποια μεριά ήσουν,

όταν έπεφτε η Κωνσταντινούπολη;

 

VIII.

 

Είμαι διπρόσωπη, ευτυχώς.

Διαθέτω και ρεζέρβα.

 

Λονδίνο, και άλλα ποιήματα, Νεφέλη, 2006

 

 

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΡΟΥΤΣΟΣ

 

 

Πρόσωπα στην τάφρο

 

 

Αγέραστη ρυτίδα κάτω απ’ τα μάτια είχες

ο δρόμος να κυλά δάκρυ

μην και χαθεί μες στον υπόνομο

βρε Κωνσταντίνα,

είχες και μιαν ελιά

για τ’ ακατάβλητο χαμόγελό σου

μοιάζοντας καρφί που το στερέωνε.

Είχες και μύτη διακριτά ογκώδη

των αρωμάτων θύλακας

τη μνήμη άνοιξης μπορούσε να κρατά.

 

Έσβησες και τη ρυτίδα

Ντίνα

έκοψες και την ελιά

και πλαστικά τη μύτη λέπτυνες

το πρόσωπό σου αντ-αλλάζοντας με τα πολυμερή.

 

Tο πέταξες,

δεν το γνωρίζω,

στην τάφρο με τα χιλιάδες πρόσωπα,

με χαραγμένο της απώλειας μορφασμό

και πια, δεν ξέρω πού ν’ αποθέσω τον έρωτά μου

κυρία Ντίνα

Ίνα στο χαλί

το κοραλί μονότονα

το πάντα καθαρό και στίλβον,

για να πατήσει άρβυλο ματωμένο

που μύριζε μπαρούτι

στην καπνισμένη μνήμη.

Η όψη σου το εκμαγείο των χειμώνων,

κι όσο τεμάχιζες,

συγγνώμη,

ομόρφαινες το πρόσωπό σου

ήθελαν να πω,

το όνομά σου τόσο μίκραινε

να μην ακούγεται

όπως λευκή μέσα στο κάτασπρο χαρτί

τελεία

 

(μετά το μωβ και πριν από το κόκκινο,

όσο αυθαίρετα ψηλώνεις μπόι, τόσο η θέα εξαλείφεται)

 

 

     Σπορά για μια Κυριακή, Εκάτη, 2017

 

 

 

 

 

Ε. ΜΥΡΩΝ

 

 

Γράμμα στη μητέρα

 

Μάνα, τα χείλη σου στέγνωσαν από τα πολλά “πρόσεχε”

δε βλέπεις πώς είμαστε τόσο άβολα προφυλαγμένοι;

Αβάσταχτες ανέσεις στρατοπέδευσαν

έγιναν τα βήματά μας ελιγμοί σε ναρκοπέδιο,

αλλά είν’ ασφαλές πλέον, μάνα, ως το φράχτη –

αρκεί να μην ονειρεύεσαι, και δεν έχεις κίνδυνο.

 

 

Και μην ανησυχείς, δεν κάνει κρύο πια

βρέθηκαν λύσεις σε όλα.

Δεν κάνει ψύχρα πια

μα δεν είναι ούτε ζεστά,

ένα περίεργο ενδιάμεσο κάνει

που μας ανακατεύει

που μας αποπροσανατολίζει.

Δεν ξέρουμε τι να φορέσουμε,

πώς να φερθούμε του καιρού.

Ξεμείναμε κι από κρύο κι από ζέστη.

 

 

       Γράμμα στη μητέρα, Αρμίδα, 2019 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

 

Το κολωνάκι της ελευθερίας

 

 

 

αν πρόλαβα και πήρα τη γλάστρα μου δεν το θυμάμαι

δεν πρέπει να γίνονται τα σπίτια τάφοι

φύγαμε και γέμισαν για αιώνες λάσπη

 

υπήρξα ξανά πρώτη φορά στα δεκατρία

 

καήκαν οι πατούσες μου στο μαύρο χώμα

ισορρόπησα σ’ ένα τσιμεντένιο κολωνάκι

 

δεν ξέρω αν περιμένω γλάστρα ή μπουκέτο

φοβάμαι αυτό το σφάλμα ή λάθος

 

πήγα σε πολλές κηδείες τελευταία

 

τα μπουκέτα τα παίρνει ο αέρας

οι γλάστρες σημαίνουν θάνατο

 

δεν πρέπει να παίρνουμε το χώμα απ’ τη γη

 

 

    Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος, Ίκαρος, 2011

 

 

 

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΑΡΗΓΚΟΛΗΣ

 

Ανάστροφα η ζωή

 

Οι ώρες υφαίνουν το πανί,

η νύχτα το βάφει·

οι μνήμες αναδράμουν στο μίτο

κλωστή την κλωστή,

λεπτό το λεπτό

φανερώνεται του χρόνου το σώμα.

 

Σταγόνα τη σταγόνα

γυρνάει ανάστροφα η ζωή

και αδειάζει.

 

 

 

Το δέρμα του χρόνου, Γαβριηλίδης, 2012

 

 

 

Ann Sexton

 

 

ΆΝΝ ΣΕΞΤΟΝ

 

ΛΕΞΕΙΣ
(
WORDS)

 

Μετάφραση: Κώστας Λιννός

Να είστε προσεκτικοί με τις λέξεις,
Ακόμα και με τις θαυμαστές.
Για τις θαυμαστές βάζουμε τα δυνατά μας ·
Μερικές φορές μαζεύονται σαν έντομα
Κι αφήνουν όχι ένα κεντρί αλλά ένα φιλί.
Μπορούν να είναι τόσο καλές όσο τα δάχτυλα.
Μπορούν να είναι τόσο πιστές όσο ο βράχος
Που πάνω του στρογγυλοκάθεσαι.
Αλλά μπορούν να είναι και μαργαρίτες και μελανιές.
Ωστόσο είμαι ερωτευμένη με τις λέξεις.
Είναι περιστέρια που αποσπώνται απ’ το ταβάνι.
Είναι έξι ιερά πορτοκάλια καθισμένα στα γόνατά μου.
Είναι τα δέντρα, τα πόδια του καλοκαιριού,
Κι ο ήλιος, το παθιασμένο του πρόσωπο.
Ωστόσο συχνά με απογοητεύουν.
Έχω τόσα πολλά που θέλω να πω,
Τόσες πολλές ιστορίες, εικόνες, αποφθέγματα, κ.τ.λ.
Αλλά οι λέξεις δεν είναι αρκετά καλές,
Οι λανθασμένες με φιλάνε.
Μερικές φορές πετώ σαν ένας αετός
Αλλά με τις φτερούγες του τρωγλοδύτη.
Όμως προσπαθώ να τις φροντίζω
Και να είμαι ευγενική μαζί τους.
Οι λέξεις και τ’ αυγά πρέπει να χειρίζονται προσεχτικά:
Μια φορά αν σπάσουν, είναι πράγματα
Που είναι αδύνατον να επισκευαστούν

 

 

 

 

 

ΜΠΙΛΙ ΚΟΛΙΝΣ

 

ΑΓΝΟΤΗΤΑ

 


Μετάφραση: Σωκράτης Καμπουρόπουλος

Η αγαπημένη μου ώρα να γράφω είναι αργά το απόγευμα, τις
καθημερινές, ειδικά τις Τετάρτες.
Να πώς γίνεται:
παίρνω μια τσαγιέρα φρέσκο τσάι στο γραφείο μου και κλείνω την
πόρτα.
Μετά βγάζω τα ρούχα μου και τα αφήνω σε μια στοίβα
σαν να είχα λιώσει μετά θάνατον και η κληρονομιά μου
ν’ αποτελούνταν μόνο
από ένα άσπρο πουκάμισο, ένα παντελόνι και μια τσαγιέρα κρύο
τσάι.

Μετά βγάζω τη σάρκα μου και την κρεμάω σε μια καρέκλα.
Την αφαιρώ γλιστρώντας την απ’ τα κόκκαλά μου σαν μεταξωτό
ύφασμα.
Το κάνω αυτό ώστε ό,τι γράψω να είναι αγνό,
ξεπλυμένο απ’ ο,τιδήποτε σαρκικό
αμόλυντο απ’ τις σκοτούρες του σώματος.

Στο τέλος βγάζω ένα ένα τα όργανά μου και τα
τακτοποιώ
σ’ ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο.
Δεν θέλω ν’ ακούω τους αρχαίους ρυθμούς τους
όταν προσπαθώ να πληκτρολογήσω τον δικό μου παλμό.

Τώρα κάθομαι στο γραφείο, έτοιμος ν’ αρχίσω.
Είμαι εντελώς αγνός: τίποτ’ άλλο από έναν σκελετό στη
γραφομηχανή.

Θα ‘πρεπε να πω ότι μερικές φορές αφήνω το πέος μου στη
θέση του.
Μου φαίνεται δύσκολο ν’ αγνοήσω τον πειρασμό.
Τότε είμαι ένας σκελετός με πέος στη γραφομηχανή.

Σ’ αυτή την κατάσταση γράφω εξαιρετικά ερωτικά ποιήματα,
που τα περισσότερα αφορούν τη σχέση ανάμεσα στο σεξ
και το θάνατο.

Είμαι η συγκέντρωση αφ’ εαυτής: υπάρχω σ’ ένα σύμπαν
όπου δεν βρίσκεται τίποτ’ άλλο εκτός από σεξ, θάνατος και
γραφομηχανή.

Λίγο μετά αφαιρώ και το πέος μου.
Τότε είμαι μόνο κρανίο και κόκκαλα που πληκτρολογούν το
απόγευμα.
Μόνο τα απολύτως βασικά, χωρίς φιοριτούρες.
Τώρα γράφω μόνο για το θάνατο, το πιο κλασικό απ’ τα θέματα
σε μια γλώσσα ανάλαφρη, όπως ο αέρας ανάμεσα στα πλευρά μου.

Έπειτα, ανταμείβω τον εαυτό μου οδηγώντας το ηλιοβασίλεμα.
Ξαναβάζω τα όργανά μου στη θέση τους και ξαναμπαίνω στη σάρκα
και τα ρούχα μου. Μετά βγάζω το αυτοκίνητο απ’ το γκαράζ
κι αυξάνω ταχύτητα μέσα απ’ το δάσος σε στριφτούς επαρχιακούς
δρόμους,
προσπερνώντας πέτρινους τοίχους, μετόχια και παγωμένες στέρνες,
όλα απολύτως τακτοποιημένα όπως οι λέξεις σ’ ένα διάσημο
σονέτο.

[Από τη συλλογή Questions About Angels, 1999]

 

 

 

 

 

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ

 

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ

 

Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κι ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·
γενναίοι* οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

 

Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα,
τόμ. 1, Ίκαρος

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

 

 ΟΡΕΣΤΗΣ

 

Το φονικό είναι μια αρχή

Θα του οπλίσει το χέρι

Πέρα από κάθε δίκαιο ή προσευχή

Θα περιπλανηθεί αλλά

θα φτάσει στην πηγή του χρέους.

Και το νερό θα ‘χει χρώμα κόκκινο

Θα ρέει ακανόνιστα

Μες στη θολούρα του μυαλού

Κόκκινο θα ‘ναι και το χρώμα τ’ ουρανού,

την ώρα που με το μανιασμένο χέρι του

τους δύο εραστές τελειώνει.

Κι η πράξη του θα ΄ναι ιερή,

έτσι το δικαστήριο των ανθρώπων θ’ αποφανθεί.

Θα υπάρχει χώρος για εκδίκηση,

χρόνος για τη φυγή.

Ήρωας μονάχος,

θ’ αθωωθεί.

Τα δάκρυα της Ηλέκτρας του θα πιει

Σ’ αυτά όλη τη δύναμη θα βρει.

Οι θεοί παραμερίζουν

Μπρος του ανθρώπου τη βουλή.

 

ΑΝΕΚΔΟΤΟ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ  ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής του
τα πέρασε γράφοντας ποιήματα
για τα εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα
των επαρχιακών οδών
και πίνοντας milko από το μπουκάλι.

Κάποτε κάπνισε ένα τσιγάρο με τον Tom Waits
και, μια φορά, φίλησε στα χείλη
την Κοραλία Θεοτικά.

Αργότερα ερωτεύτηκε ένα playmobil
και για χρόνια το ακολουθούσε
όπου κι αν πήγαινε, σαν μαγεμένος.

Τώρα δουλεύει βοηθός σε μανάβικο
στη Sunset Boulevard
και ονειρεύεται
να παίξει στον κινηματογράφο.

Τον φωνάζουν Τάζιο.

 

Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής, Πόλις, Αθήνα 2016

 

 

 

 

 

ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ

 

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Στο σπίτι δεχόμαστε σπάνια επισκέψεις
Μια μέρα η μητέρα φώναξε τη νύχτα
(ή ίσως η νύχτα φώναξε τη μητέρα)
Ήρθε αχάραγα με μια λάμπα πετρελαίου που όλο έσβηνε
κι ένα λιτό σεντόνι λινό ριγμένο στους ώμους

Τη βάλαμε να κάτσει βγάλαμε το ακριβό σερβίτσιο
έφερε ενα γύρο το δωμάτιο έφυγε
χωρίς να πει ούτε λέξη

Από τον καιρό εκείνο τα αναρριχητικά πυκνώσαν
ανεξέλεγκτα
το μέσα τοπίο ερήμωσε
σκληρύναμε
Δεν περιμένουμε κανέναν

Μείναμε να κοιτάζουμε την άδεια καρέκλα ακίνητοι
το κενό
μέσα από πλέγματα από φύλλα πυκνά
θέλουμε αλλά δεν μπορούμε να στρέψουμε αλλού το πρόσωπό μας.

Terrarium, ΜΕΛΑΝΙ 2014

 

 

 

ΠΕΛΑΓΙΑ ΦΥΤΟΠΟΥΛΟΥ

 

απόψε κάποιοι δε θα κοιμηθούν
περιμένουν
αδελφό να τους πυροβολήσει
ή έστω
έναν περαστικό ν ανάψει το φως
σε χαλεπούς καιρούς ακόμη και αυτό
μπορεί να σε σκοτώσει
απόψε τοποθετούν στον ουρανό
παιδικά καθίσματα

ΚΟΥΚΟΣ,ΘΡΑΚΑ 2016

 

 

 

 

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

 

 

ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΜΑΖΙ

Βαρύς ο νόστος

η αγέλη απωθητική

κι η μοναξιά ανελέητη

Εγώ πιασμένος στην απόχη

μια πεταλούδα άπτερη

Ο Λύκος

Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, ΑΩ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 2021

 

 

 

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

 

ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ (Ι)

Μέσα στην άκρα μοναξιά και τη σιωπή
μέσα απ’ το μάτι που αφήνει μια οπή

τρυπώνει η θύμηση μιας κάποτε στιγμής.
Εσύ, από αναμνήσεις πια υγιής,

κλείνεις το χρόνο, σηκώνεις την αυλαία
μοιράζεσαι σε ρόλο υποβολέα,

πρωταγωνιστή και θεατή που βλέπει
σφίγγοντας το εισιτήριο στην τσέπη

σε αυτή του παρόντος τη διακοπή
τα πράγματα άλλη να παίρνουνε τροπή.

 

 

ΑΠΏΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ 2019

 

 

 

 

 

ΈΛΕΝΑ ΠΟΛΥΓΕΝΗ

 

 

Οι γάμοι των περήφανων γυναικών

 

Απομονώνονται

στα σκληρά πέπλα.

Ούτε δέχονται

ούτε αγγίζουν.

Κι όταν σπάνε με κρότο

τα εύθραυστα

λόγια

οχλοβοή γεμίζει τη σάλα.

Και όταν τσακίζουν

τα μάτια

μέσα από τα φορέματα, δίπλα

στην καρδιά,

βαραίνει η μορφή τους

και το περίβλημά της.

 

Οι θαυμαστές συρρέουν, ψάχνοντας

τη μυστική χαραμάδα

των συναισθημάτων

σαν εφευρέτες

σαν επινοητές

θαυμάτων.

 

Φταίει η γοητεία των

μαύρων

αλόγων

και τα βιβλία, που ‘λεγαν πάντα

ψέματα.

 

 

 

Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων, Το Κεντρί, 2014

 

 

 

 

 

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ


Παιδί
 

με αφαλό ένα ρόδι
και τον αστρίτη μες το βλέμμα
Παιδί
με το λινό φουλάρι
για προσκέφαλο
και το άλικο της παπαρούνας
στα ακροδάχτυλα
Παιδί
του νερού και της αγάπης
Των λαχουριών
τα σχήματα
σου δείχνουνε το μέλλον

Καλοκαίρι στην Αθήνα

Πηλός
Βασιλικός
Ελιές
και γάλα χυμένο
απ’ την άκρη
των νυσταγμένων χειλιών
Πιο δυνατό το μείγμα
κι απ’ τον παφλασμό της
Γης

 

Θέναρ, Βακχικόν 2019

 

 

 

 

 

ΙΩΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

 

Η άστεγη μέρα

 

Δεν αγαπώ πια.
Ο τελευταίος που αγάπησα πνίγηκε σε κατακλυσμούς αγάπης.
Ήταν κι αυτή η άστεγη μέρα,
που δεν έλεγε να φύγει με τίποτα.
Θαρρώ δεν είχε πού να πάει, ανάμεσα σε δυο Κυριακές
στενό το πέρασμα,
σπρώχνονται οι μέρες για να πιουν στο σιντριβάνι
του χρόνου.

Πίνουν νερό, μα δεν κοιτάνε το Θεό.
Μπουχτίσανε φιλανθρωπία.

 

Η άστεγη μέρα, Μελάνι 2014

 

 

 

 

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

 

 

ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ

Τὴν ὥρ᾿ αὐτὴ ποὺ δὲ λυπᾶμαι
κόπη ὁ δεσμὸς μὲ τὴ ζωή.
Εἶμαι ἄδεια θήκη ἀποθεμένη
μέσα στοῦ κόσμου τὴ βοή.

Ἄλλοι μὲ βλέπουν μ᾿ ἕνα βλέμμα
ποὺ ὑπόσχεται τὸν οὐρανό.
Ἄλλοι τὴν κόλαση μοῦ δείχνουν
μέσα σὲ πλαίσιο φωτεινό.

Κάποιοι ἔκπληκτοι μὲ χαιρετοῦνε.
(Πῶς τάχα νὰ τοὺς συγκινῶ;)
Καὶ σκύβουν κάτι γιὰ νὰ ποῦνε,
μὰ ποὺ δὲ θἆναι ἀληθινό.

Τ᾿ ὁμοίωμά μου θἄχη βέβαια
κάποια περίεργη ἱστορία,
μὰ ποὺ ὅλη αὐτὴ δὲ θὰ μοῦ λύνει
τὴν μικρούλα μου ἀπορία…

Γιὰ ὅλα θὰ λένε (Ἐκτὸς ἐμένα
εἶνε ὅλοι τους εἰδοποιημένοι).
Μὰ δὲ θὰ λένε γιὰ τὰ δαιμόνια
ποὺ ἀπὸ μικρὴ μ᾿ ἔχουν παρμένη.

Γιὰ τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ χρυσάφι
πληρῶσαν, τάχα ἀληθινό,
κι᾿ ὕστερα μοῦ φωνάζουν πάντα
πὼς ἤτανε τὸ πιὸ φτηνό!

 

Ανέκδοτα ποιήματα

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/maria_polydoyrh/anekdota_poihmata.htm

 

 

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

 

 

ΤΡΑΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Σκλαβώθηκα από την άφθαρτη ανάμνησή σου.
Μοιάζει με ακατανίκητη θρησκεία
που ριζώνει και βαθαίνει,
με αρχέγονο μύθο που φωτίζει τρανές αλήθειες.

Είμαι υπόδουλη στην άφθαρτη ανάμνησή σου –
σε ό,τι συναποτελεί τον μύθο σου,
στην παραδεισένια φαντασμαγορία
που έφερες στη ζωή μου.

 

Ντελικάτη γυναίκα, Πόλις 2021

 

 

 

 

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

 

Πριν δεκαπέντε χρόνια

έθαψα τον πατέρα μου.

Μετά από δεκαπέντε χρόνια

έθαψα τη μάνα μου.

Σήμερα στα σαράντα της, μού ’λεγε

η αδελφή μου, ταΐσαμε

εκατόν δεκαπέντε άτομα.

Σήμερα ξέρω πως όσο

κι αν συνεχίσω να τρώω,

δεν θα χορτάσω ποτέ.

 

Συσσίτιο, Σαιξπηρικόν 2012

 

 

 

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΡΙΤΣΙΝΙΩΤΗΣ 

 

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

 

Μα τι γραφετε εδω

όχι ιδεολογια στο ποιημα

εσεις πρεπει να γραφετε για ωραια πραγματα

υπερανω ιδεολογιας (αγαπες και λουλούδια)

και να μη ζειτε υπερανω των δυναμεων σας

λιγα κινεζικα κουρελια σας φτανουν για ρουχα

λιγα προτηγανισμένα σκατα η ληγμένα από το Σουπερ Μαρκετ

φτανουν για να φατε

και να ξερετε

δεν χωρατε ολοι στην εργασια ειστε πολλοι

ειστε πλεονάζοντες

μη μας αναγκασετε να κανουμε καινουριο Αουσβιτς

είναι πολυεξοδο και κουραστικο

προς το παρόν φτάνει το Γκουαντάναμο

φτάνουν οι πόλεμοι, οι πνιγμένοι πρόσφυγες,

οι στρατοι των πεινασμένων και ανέργων

Μα προ παντός

όχι ιδεολογία στο ποίημα!!!

 

Ανέκδοτο

 

 

 

ΣΚΙΑΘΑΣ Δ.ΑΝΤΩΝΗΣ

 

Ανάφη

 

της Ε.Γ.Θ

 

 

Στον ώμο ολόγυμνος

του φεγγαριού ο Αύγουστος.

 

Εκεί μας βρήκε η θάλασσα

στα λαξεμένα αρμυρίκια, ψηλά στα βράχια

να σπάμε τις σκιές των σύννεφων,

με δίκταμο και μέντα.

Εκεί το τέλος του καλοκαιριού μας βρήκε

να ψάχνουμε στις γειτονιές

με τις ωραίες κοιμωμένες

τις φύτρες της αγάπης μας.

 

Εσύ μ’ ένα κραγιόν του Βερμιγιόν

να κάνεις ένα κύκλο στα κύματα μεγάλο

μεταξύ Αμοργού και Ανάφης.

 

Κι εγώ στην πλάτη της Μονής

του Προφήτη, έρωτα

να ζωγραφίζω τη ζωή

 

με κιμωλία ποίηση.

 

     Ο μόνος πιστός ένοικος, Εκδόσεις “Πικραμένος”, 2018

 

 

 

 

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

 

Ύπνος στο μπλε δωμάτιο

Μετράει τον χρόνο
και δεν της βγαίνει
πότε γεννήθηκε
πότε γονάτισε
πότε αγάπησε
για πότε θρήνησε
σε ποιο δωμάτιο
ποια μέρα
μήνα
ποια χρονιά
Σεντόνι
και τα σκεπάζει όλα
το μούχρωμα
μόνο να γίνει νύχτα
στο μπλε δωμάτιο
Επιτέλους
να πέσει, θέλει,
να κοιμηθεί.

 

 

Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, Καλέντης 2014

 

 

 

 

 

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

 

 

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

 

Μιλῶ…

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει

 

 

«Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα», Ερμής 1999

 

 

 

ΤΣΕΣΛΑΒ ΜΙΛΟΣ

 

 

Φόβος

 

Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη

”Πατέρα, πού είσαι; To δάσος είναι άγριο,

Υπάρχουν πλάσματα εδώ, οι θάμνοι κουνιούνται.
Οι ορχιδέες εκρήγνυνται με δηλητηριώδη φωτιά,
Ύπουλα χάσματα παραμονεύουν σε κάθε βήμα.”Πού είσαι, Πατέρα; Eίναι ατελείωτη η νύχτα.
Το σκοτάδι θα είναι αιώνιο.
Οι ταξιδιώτες είναι άστεγοι, θα πεθάνουν από πείνα,
Το ψωμί μας είναι πικρό, και σκληρό σαν πέτρα.

”Η καυτή ανάσα του φρικτού θηρίου
Έρχεται όλο και πιο κοντά, ξερνάει τη μπόχα της.
Πού έχεις πάει, Πατέρα; Γιατί δεν λυπάσαι
Τα παιδιά σου που είναι χαμένα σ’ αυτό το ζοφερό δάσος;

Απροσδόκητη συνάντηση

Ταξιδεύαμε  μέσα σε παγωμένους αγρούς σε ένα βαγόνι
την αυγή.
‘Ενα κόκκινο φτερό αναδύθηκε μέσα στο σκοτάδι.Και ξαφνικά ένας λαγός διέτρεξε τον δρόμο.
Ένας από μας τον έδειξε με το χέρι του.

Αυτό συνέβη πριν πολύ καιρό. Σήμερα κανείς από τους δύο δε ζει.
Ούτε ο λαγός, ούτε ο άνθρωπος που έκανε τη χειρονομία.

Αγάπη μου, πού είναι τώρα αυτοί, πού έχουν πάει;
Η λάμψη του χεριού, η γρήγορη σαν αστραπή κίνηση,
ο τριγμός των χαλικιών.

Δεν ρωτάω από λύπη.
Ρωτάω με απορία.

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΛΑ

 

Χάπι Έντ

Ακόμα κι αν οι θάλασσες στερέψουν
κι ο βυθός μ’ ασθενικό πηγάδι μοιάζει
εμείς
ερασιτέχνες χαρτογράφοι
ένα νησί απ’ την άβυσσο θα υψώσουμε
κι όταν την άμμο του πατήσουμε
τ’ άσπρα βράχια του
όμοια με πρόσωπα θα ‘ ναι
που μας καλωσορίζουνε .
έκπτωτοι εμείς
μα ελεύθεροι
στέγη εκεί θα ψάξουμε
και λίγο πριν χαράξει
απαριθμώντας τα νησιά
έναν σκοπό θα τραγουδήσουμε
για την ουσία της ζωής
και για το τέλος
ματώνοντας τα χείλη

 

 

Tαξιδιωτικές οδηγίες , Σμίλη 2020

 

 

 

ΕΡΜΟΦΙΛΗ ΤΣΟΤΣΟΥ

 

 

Ποιητές της Κυριακής

 

Η ποίηση δυνητικά απλή γραφή

ιερή

σαν το αμάρτημα της μητρός

εθεάθη γυμνή

να γυρνά από τα αμπελοτόπια της οργής

κλωνάρια

δεντρύλλια

ενεργητική

παθητική

ανάρμοστη συμπεριφορά

αντανακλάται απέναντι στους

βάναυσους φονευτές της

αμίλητη

περιμένει τον εισβολέα εαυτό της

σκεπτική επικροτεί

(θρέφει τη ραχοκοκαλιά της)

διανθίζεται παντού.

 

Παχιές οι ανάσες της ρέουν απροστάτευτες

στου Αχελώου το πρόσταγμα.

 

Κοιτιέται, περιμένει

διαπερνά τα χείλη των συνομιλητών της

 

της μοίρας τα καμώματα να θρέψει.

 

 

Ώρες ανησυχίας, Σμίλη, 2018

 

 

 

 

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ

 

παραίσθηση

 

             μνήμη Μίλτου Σαχτούρη                  

 

όταν οι κληρονόμοι

κάρφωσαν αδίστακτα

το πωλητήριο στο στέρνο του

(ανορθόγραφο μάλιστα)

το σπίτι ξυπολύθηκε τα θεμέλιά του

και με όλα τα έπιπλα

άρχισε να πετάει στον ουρανό

 

ζωντάνεψε κατόπιν ο σφαγμένος

κόκορας με το πορφυρό λειρί

σύναξε το αίμα του

από τις τέσσερις γωνίες

τίναξε τις φτερούγες κι ακολούθησε

ουρά στο ιπτάμενο σπίτι

 

ήτανε Καθαρή Δευτέρα

χαρταετοί ανέβαιναν ολοένα

κι ένα παιδί μεταναστών

άστεγο και λιγωμένο

πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του

ανάσκελα στο παγκάκι της πλατείας

 

θα ’χει σαλέψει το μυαλό μου συλλογίστηκε

αλλιώς πώς γίνεται να βλέπω

σπίτια και κοκόρια

ανάμεσα σε χαρταετούς

 

βαριά ξανάκλεισαν τα βλέφαρα

κι αποκοιμήθηκε πάλι

 

τότε το σπίτι προσγειώθηκε στον ύπνο του παιδιού

κι ο κόκορας στη χύτρα του σπιτιού

το παιδί ξύπνησε μέσα στο όνειρό του

δεν ήθελε να βγει από το σπίτι

κι έτρωγε ασταμάτητα το κρέας του κόκορα

που δεν σωνότανε ποτέ

 

[από την ποιητική συλλογή: Έντομα στην εντατική, 2008

 

 

 

 

 

e.e.cummings

 

 

Μ’ αρέσει το σώμα μου όταν είναι με το
σώμα σου. Είναι κάτι εντελώς πρωτοφανές.
Μύες καλύτεροι και νεύρα περισσότερα.
Μ΄ αρέσει το σώμα σου. Μ’ αρέσει αυτό που κάνει,
Πώς το κάνει. Μ’ αρέσει να νιώθω τη σπονδυλική σου
στήλη και κάθε κόκαλο του σώματός σου και την
τρεμουλιαστή σφιχτή-απαλότητα και αυτήν που εγώ θα
φιλήσω, μ’ αρέσει να φιλώ αυτό κι εκείνο πάνω σου,
μ’ αρέσει, να χαϊδεύω αργά το ανασηκωμένο χνούδι
της ηλεκτρικής σου γούνας, και αυτό-που έρχεται
μέσα από σάρκα που ανοίγει… Και μάτια μεγάλα
ερωτοψίχουλα,
και ίσως μ αρέσει η συγκίνηση
κάτω από μένα εσύ πρωτοφανής.
.

 

(Από τη συλλογή: λοιπόν ας φιληθούμε | Εκδόσεις: Πατάκη, 2014 | Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός και Γιάννης Δούκας)

 

 

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ

 

ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ

 

 

Την ετοίμασαν και με φώναξαν να ασπαστώ.

Ήταν ένα δωματιάκι στο υπόγειο της κλινικής

καμωμένο για την περίσταση.

Ξαπλωμένη σ’ ένα μαρμάρινο πάγκο,

μου φάνηκε πώς κοιμόταν.

Τόσο είχε γαληνέψει.

Καθώς την κοίταζα μες στο καλό της φόρεμα

τη θυμήθηκα στο χωριό Κυριακή

που πηγαίναμε για την εκκλησία.

Τι γυρεύαμε σ’ αυτό το υπόγειo !

«Μάνα», τραύλισα,

κι αναλύθηκα σε λυγμούς.

 

Σύντομο βιογραφικό, 1991

 

 

 

 

 

 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

 

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

 

 

«Μητέρα», της λέω, «μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα –

δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;»

Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με

μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.

 

Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση.

 

Βιολέτες για μια εποχή, 1985

 

 

 

 

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

 

 

Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στεγνή στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα : βροχή ή δάκρυα,
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα :
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.
Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δεν βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.

Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.

 

 

από τη συλλογή, Το λίγο του κόσμου, 1971

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ

 

Το αγρίμι που κοιμάται

 

Μέσα στα μάτια σου
μικρό αγρίμι που κοιμάται

Οι άλλοι δεν το βλέπουνε
– θέλει τρόπο των ματιών το ιδίωμα –
όμως εγώ που άγγιξα
τη ραγισμένη φλέβα του χεριού σου
και το μεγάλο πυρετό να σε φλογίζει
το βλέπω να σηκώνεται αμείλικτο
και να ουρλιάζει σαν το μαγνητίζει η ερημιά

Έπειτα πάλι ημερεύει και κοιμάται
το νανουρίζεις μέσα στην αγάπη
το καλλωπίζεις μέσα στη συναλλαγή
κάποτε μάλιστα τολμώ
ν ‘ αγγίξω το μουσούδι του με τα φιλιά μου

Ωστόσο ξέρω
πως είναι ‘κει πανέτοιμο για όλα
μέσα στα μάτια σου
αυτό το αγρίμι που κοιμάται

 

 

 

από τη συλλογή Η μαθητεία της πλοκής
Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης
Η δεκαετία του 1980 (Ιδιωτικό Όραμα), 1989
Ηλίας Κεφάλας

 

 

 

 

 

ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ

 

 

Αποχαιρετώ τους ποιητές μας θα πει

Στον Μανόλη Αναγνωστάκη

Αποχαιρετώ τους ποιητές μας θα πει
ότι θάβω στο χώμα κάλυκες
από σφαίρες
που η ζωή ανάλωσε στη μάχη με το χρόνο,
από άνθη
που ο χρόνος προσέφερε, σημάδι αγάπης, στη ζωή.

Αποχαιρετώ τους ποιητές μας θα πει
ότι στα σπλάχνα μιας γυναίκας
κάπου στον κόσμο,
κυοφορείται ένα έμβρυο
που θα γίνει
η αυριανή λέξη,
η αυριανή σιωπή.

Αποχαιρετώ τους ποιητές μας θα πει
ότι ο κόσμος θα συνεχίζει
να ερωτεύεται,
να ονειρεύεται
και να θρηνεί,
ασφαλής
ότι κάποιος άλλος πέθανε στη θέση του,
ότι κάποιος άλλος έζησε γι’ αυτόν.

 

 

Η ανοσία της άγνοιας , Οδός Πανός, 2008

 

 

ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

 

Ο πατέρας έφυγε

Ο πατέρας έφυγε. Θέλω να πω: είναι στην πρώτη γραμμή. Στέκεται και περιμένει. Ή μάλλον δεν κάθεται ποτέ. Όλο νέες εισαγωγές στο νοσοκομείο κι εκείνος πρέπει ν’ αποφασίσει. Ήρεμα, ψύχραιμα. Να μην πανικοβάλλεται μες στον πανικό.
Όταν γυρίσει στο σπίτι, όχι πολλές αγκαλιές. Πώς είναι ένας ήρωας ο πατέρας όταν όλοι τον αποφεύγουν; Δεν τον πλησιάζουν.
Κι ο δικός μου ο πατέρας έφυγε, αλλά τότε ήξερα πως δε θα ξαναγυρίσει. Τι είναι αυτό που συνδέει τη σκιά του πατέρα με την ευθύνη; Την ευθύνη μιας χώρας, μιας κοινότητας, ενός πληθυσμού.
Κι εγώ έχω μείνει χωρίς αγκαλιές

 

www.poetscircle.gr

 

 

 

 

ΑΛΕΞΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

Μια μέρα σαν κι αυτή

 

Μια μέρα σαν κι αυτή θα έρθεις πάλι.
Το ξέρω.
Θα δέσεις πίσω τα μακριά μαλλιά,
θα αλλάξεις διαθέσεις, ύφος, τη γλώσσα και το σώμα,
και θα ‘ρθεις να μου πεις ξανά
όσα από παλιά γνωρίζω.
Μα τούτη τη φορά αλλιώτικα θα είναι όλα.
Γιατί εγώ δεν είμαι πια εκείνη.
Αλλόκοτη έγινα, μα αληθινή και πλήρης.
Και φέγγω τις νύχτες μακριά σου
σε μια θερμή και οικεία αγκαλιά

που αγαπώ κάθε φορά και πιο πολύ

 

Λέξεις στην άμμο, 24 γράμματα 2019

 

 

Mark Strand

 

ΜΑΡΚ ΣΤΡΑΝΤ

Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ

(μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη)

 

O γιος μου,
ο μονάκριβος γιος μου,
αυτός που ποτέ δεν είχα,
θα ήταν άντρας σήμερα.

Κινείται
στον άνεμο
άυλος, χωρίς όνομα.
Μερικές φορές

έρχεται
-πιο ελαφρύς απ’ τον αέρα-
και ακουμπά το κεφάλι του
πάνω στον ώμο μου

κι εγώ τον ρωτώ,
Γιέ μου,
πού μένεις,
πού κρύβεσαι:

Kαι μου απαντά
με κρύα ανάσα,
Ποτέ δεν το παρατήρησες
παρόλο που τηλεφωνούσα

και τηλεφωνούσα
και συνεχίζω να τηλεφωνώ
από ένα μέρος
πέρα

πέρα από την αγάπη,
όπου τίποτα
όπου τα πάντα
θέλουν να γεννηθούν.

 

Προσωρινή Αιωνιότητα, Βακχικόν 2019

 

 

 

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

 

 

Άνθρωπος στα μαύρα

Μετάφραση: Αλέξης Τραϊανός

Εκεί που οι τρεις πορφυροί
Κυματοθραύστες δέχονται το σκούντημα
Και το ρούφηγμα της γκρίζας θάλασσας

Στ’ αριστερά, και το κύμα
Ξεσφίγγει τη γροθιά του πάνω στο γκριζοκάστανο
Αγκιστρωτό ακρωτήρι της

Φυλακής του Ντιρ Άιλαντ
Με τα συγυρισμένα του χοιροστάσια,
Τα ορνιθοτροφεία και το πράσινο για τα ζώα

Στα δεξιά, κι ο μαρτιάτικος πάγος
Στιλβώνει τις πέτρινες λακκούβες ακόμη,
Υψώνονται οι γκρεμοί της αμμουδιάς στου ταμπάκου το χρώμα

Πάνω από μια πέτρα μεγάλη και μυτερή
Γυμνωμένη από κάθε ρεύμα που ξεσπά,
Κι εσύ, διασχίζοντας κείνες τις άσπρες

Πέτρες, τις δρασκέλισες με το νεκρό
Μαύρο παλτό σου, τα μαύρα παπούτσια, και τα
Μαύρα μαλλιά σου ως εκεί που στάθηκες,

Στεριωμένος στρόβιλος στη μακρινή
Άκρη, καθηλώνοντας πέτρες, αέρα,
Όλα αυτά, μαζί.

 

 

 

ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ

 

Ιντερμέδιο 2
Τ’ ΑΚΟΥΣ;
Πράσινα βαθιά νερά
σαπίζουν χρόνια
μέσα στα μάτια σου.
Δεν έχεις να τα ξοδέψεις,
έτσι τ’ αφήνεις και βαλτώνουνε.
Ούτε πουλιά ούτε λουλούδια.
Μόνο κάτι δέντρα καμένα
κι ένα αρχαίο ερπετό
να σέρνεται τυφλό στο βούρκο.
Σε βρίσκει με τη μυρωδιά
κι η ανάσα του σε φαρμακώνει.
Όμως αυτό αξιώθηκες.
Γι’ αυτό τις νύχτες με πανσέληνο
ρίχνεις κάποιον
στ’ ανοιχτά σαγόνια του,
για να το κρατήσεις ζωντανό.
Καθώς το φεγγάρι γεμίζει,
χτυπάει ανυπόμονα
με τη φολιδωτή ουρά του
τα πράσινα βαθιά νερά
που σαπίζουν χρόνια
μέσα στα μάτια σου.

 

ΑΡΚ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2009

 

 

 

 

 

 

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

 

Δεκέμβρης, σύννεφα και αιθαλομίχλη

ψάχνω αιτίες που τα μάτια μου θαμπώνουν

το κρύο σαν μανδύας με τυλίγει

όνειρα μαύρα κάθε βράδυ με κυκλώνουν.

 

Κλείνω τα μάτια, μη φανεί που κλαίω

χιλιάδες μάτια με τρυπούν σαν με κοιτάνε

νύχτες λευκές με στήνουνε στον τοίχο

δύσκολες μνήμες επικίνδυνα ρωτάνε.

 

Ζαλίζομαι, παραπατώ και πέφτω

μέσα σου λήθαργου το μαύρο το μπουντρούμι

σαν πειρατής σε μπάρκο που βουλιάζει

πνίγω την έλλειψη σ’ ένα μπουκάλι ρούμι.

 

 

Από τη συλλογή Μεταμοντέρνες αυταπάτες, 2021

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όταν ήμουν παιδί ήταν καλοκαίρι

φτιαγμένο γρήγορα ένα μικρό σπίτι

πρασινάδες θεόρατες μέσα στον Μάιο,

φρέσκο τσιμέντο μέσα σε ώριμα στάρια,

μία αυτοσχέδια κούνια, στο πλάι της

δύο κερασιές, δύο βερικοκιές, όλες νεαρές

δεν έμοιαζαν καν δέντρα, λίγα κλαδιά

όλα κι όλα, μα φορτωμένα καρπούς

η πλαστική κουρτίνα-κρόσσια κρατούσε

μύγες και μέλισσες μακριά, τη ζέστη όχι,

μας πολιορκούσαν τα τζιτζίκια ολόγυρα

το βράδυ στο τηγάνι της μητέρας

μελιτζάνες και κολοκυθάκια, μυρωδιές.

 

Αντί για παράθυρο έχασκε ένα κενό,

δίπλα από το κρεβάτι μου, καρφωμένο

μόνο ένα βαρύ ύφασμα, παραπέτασμα,

ήρθαμε στο σπίτι πριν έρθει το παράθυρο.

Το σπίτι με τη ράχη του στη θάλασσα

κρυβόταν πίσω από τη θάλασσα σταριών.

Όταν ήμουν παιδί, το κενό, η κουρτίνα

παραπέτασμα, ήταν όλοι οι φόβοι μου,

ντροπή για τον άντρα που θα γινόμουν,

ποιο αρθρόποδο θα φτάσει στο κρεβάτι μου

ποιος ληστής, ποιο πλάσμα άλλου πλανήτη,

ο θάνατος. Αναρωτιόμουν – ή φοβόμουν; –

όταν θα γεράσω θα είναι ακόμη καλοκαίρι;

 

Τώρα, το παράθυρο είναι πολυκαιρισμένο

μα το αφήνω από συνήθεια ανοιχτό,

δεν φοβάμαι πια κανέναν, ούτε τον θάνατο

που πολιορκεί το παλιό σπίτι, τα γέρικα δέντρα

τ’ απομεινάρια της κούνιας, τον γέρο που έγινα.

Μόνο φοβάμαι μήπως ο παιδικός φόβος

του έγινε συνήθεια δίχως να το καταλάβει

κι εκείνος ο πλούτος του ανοιχτού παράθυρου,

έγινε η στέρηση των παιδικών του χρόνων.

 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 2005-2015 , ενότητα Κύμα Άλμα

 

 

 

ΜΑΓΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ

 

Ακόμα ανατέλλω


Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη

Μπορείτε να με γράψετε στην ιστορία
Με τα πικρά ,στρεβλά σας ψέματα
Μπορείτε να με σύρετε στην ίδια τη βρωμιά
Αλλά ακόμα, σαν τη σκόνη, θ’ ανεβαίνω ψηλά.

Σας αναστατώνει η ευφορία μου;
Γιατί με περιβάλλετε με σκοτάδι;
Μήπως γιατί περπατώ σαν να κατέχω πετρελαιοπηγές
Που ξεχειλίζουν απ’ το σαλόνι μου;

Ακριβώς όπως τα φεγγάρια και όπως οι ήλιοι
Mε τη βεβαιότητα της παλίρροιας
Aκριβώς όπως οι ελπίδες που πηγάζουν από ψηλά
Ακόμα θ ανατέλλω.

θέλατε να με δείτε να σπάω;
Καλυμμένο κεφάλι και χαμηλωμένα μάτια;
‘Ωμους που πέφτουν κάτω σαν δάκρυα
Aδύναμη από τις οργισμένες μου κραυγές;

Μήπως το αγέρωχό μου ανάστημα σας προσβάλλει;
Δεν σας έρχεται πολύ δύσκολο
Που γελώ σαν να έχω ορυχεία χρυσού
Σκάβοντας στην πίσω αυλή μου;

Μπορείτε να με πυροβολήσετε με τις λέξεις σας
Μπορείτε να με σφάξετε με τη ματιά σας
Μπορείτε να με δολοφονήσετε με το μίσος σας
Αλλά ακόμα, σαν αέρας, θα ανεβαίνω ψηλά.

Μήπως η σεξουαλικότητά μου σας ενοχλεί;
Εκπλήσσεστε
Που χορεύω σαν να φορώ διαμάντια
Tη στιγμή που σμίγουν οι μηροί μου;

Πέρα από τις καλύβες της ντροπής της ιστορίας
Ανατέλλω
Πάνω από ένα παρελθόν που ρίζωσε στον πόνο
Ανατέλλω
Είμαι ένας μαύρος ωκεανός, κυματιστός και ανοιχτός
Εκπνέοντας γιγαντώνομαι κι αντέχω στην παλίρροια

Αφήνοντας πίσω νύχτες φόβου και τρόμου
Ανατέλλω
Σε ένα ηλιοβασίλεμα που είναι θαυμαστά ξάστερο
Ανατέλλω
Κουβαλώντας τα χαρίσματα που οι πρόγονοι μού κληροδότησαν
Είμαι το όνειρο και η ελπίδα του σκλάβου.
Ανατέλλω
Ανατέλλω
Ανατέλλω

***

 

https://ouevilblog.wordpress.com/2018/10/09/%CE%BC%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CE%BC%CE%B1/
 

 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

 

Ελένη

Είχε πατέρα ξωτικό, νεράιδα μάνα, μάγισσα γιαγιά

Και έπεσε η Ελένη
Σαν μήλο κάτω απ’ την ομίχλη

Διεκδίκησε κληρονομιά φτερών μεγάλων που
Καθώς ριζώνανε
Πλήγωναν την καρδιά και το μυαλό της

Δραπέτευσε από σπίτι όλο ρεύματα
Από γονείς ανήλικους
Παντρεύτηκε, μαθήτρια ακόμη
Λαχταρώντας οικογένεια γήινη

Ματαίως

Μεγάλωσε τον εαυτό της και την κόρη της
Γενναία, χωρίς άντρα

Σήμερα η Ελένη
Πλάσμα από μετάξι και ατσάλι
Πάγο και λάβα
Με λάμψη ολόγυρά της, σπάταλη
Και στο βυθό της, εξαργυρωμένη
Σε ασημένια τάματα ευχές

Έντιμη κληρονόμος
Μαθήτρια ισόβια
Ανήσυχη, του κόσμου τούτου και του άλλου
Ισορροπεί ζωή
Ανάμεσα σε στίχους και σενάρια ζωής

(Κι εκείνη η παντοδύναμη γιαγιά
– ας έχει αποσυρθεί χρόνια στο θάνατο
Φιλόδοξη, ακόμα τη στοιχειώνει:
Τη σπρώχνει στη σκηνή

Στο όνομά της
Στο όνομα όλων εκείνων
Των χρωματιστών ή μαύρων γυναικών
Που έδρασαν και δρουν στο παρασκήνιο
Τα άλλα χίλια πρόσωπά τους, πάντα
Ν’ αναβιώνει, να ερμηνεύει
Ν’ αποκαθιστά, να δικαιώνει)

 

 

από τη συλλογή, Το μοβ άλμπουμ, 2012 Ενότητα Α’ Οι φιλενάδες

 

 

 

ΝΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

 

Χωρίς εσένα

 

Δεν είμαι θλιμμένη
είμαι θλιβερή
Σαν σκιάχτρο στέκω ασθενική
κι η κάθε μου ικμάδα
δέχεται χωριστά το ψύχος του θανάτου
Χωρίς εσένα είμαι πληγή ανοικτή
που κανείς δεν φροντίζει
-ματαιοπονεί όποιος προσπαθεί.
Χωρίς εσένα είμαι ένα γράμμα
που εκκρεμεί
σε γλώσσα ατελέσφορη
σε αλφαβήτα τυφλή

μια στάλα ζωή αγόγγυστη, μηδενική

 

«Εγώ, απέναντι», εκδόσεις Βακχικόν 2017

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

 

ΦΙΛΗΣΤΕ

Φιλήστε
Μέχρι τα χείλη σας να ματώσουν

Ουρλιάξτε
Μέχρι οι φωνητικές σας χορδές να σπάσουν

Πετάξτε
Μέχρι να διαλυθούν τα φτερά σας

Αγαπήστε
Μέχρι να γίνουν θρύψαλα οι καρδιές σας

Ζήστε
Μέχρι θανάτου

Τότε μόνο θα μάθετε
Τι σημαίνει ελευθερία.

 

 

Τα ποιήματα της τρελής, Γαβριηλίδης 2009

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ

 

Η ΑΛΛΗ ΣΤΙΓΜΗ

 

Η μία μέρα έφερε την άλλη και η στιγμή την άλλη στιγμή.
Αίφνης ακίνητο το φεγγάρι. Κρότοι και λάμψεις στον
ορίζοντα, σκόρπισαν
Τα πουλιά κυνηγημένα στον αέρα, κάτι εδώ ανοίγει πέρα
ως πέρα τη στιγμή,
Κάτι τη διαστέλλει στα όριά της.
Η σιωπή πήρε του αίματος την όψη κι ένας απίστευτος
γκρεμός θαρρείς πώς άνοιξε
Κάτω απ’ τα σώματα που αναπαύονταν στη χλόη.
Το στάσιμο σαν το καρφί μπήκε στο ξαπλωμένο σώμα
και η στιγμή ανέτρεψε τη χαλαρότητα
της Ύπαρξης με έναν κοφτό σπασμό του χρόνου.
Ίλιγγος και φωτιά γύρω απ’ το πρόσωπο, πήρε να ρέει η
σιωπή του τέλους μες στη μνήμη.
Η λήθη σκέπασε με χιόνι τις φωνές, για μία ελάχιστη
στιγμή
Το μέσα βλέμμα άνοιξε στο άλλο βλέμμα, κι όχι σ’ αυτό
που βλέπεται
Ή που θαυμάζεται,
Αλλά σ’ αυτό που θεωρεί αδύνατο κι αδύναμο τον κόσμο
και φοβάται.

 

Η γεωγραφία της σιωπής, Περισπωμένη 2018

 

 

 

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΥ

 

Λίγο Πριν Την Ανάσταση

 

 

Όταν τον τύλιξε το σκοτάδι της νύχτας
και οι φρουροί αποκοιμήθηκαν
ήσυχοι στην άγνοιά τους
Εκείνος κατέβηκε από το σταυρό του
οι πληγές στα χέρια του ακόμα νωπές
το αίμα ξεραμένο
σχεδόν μαύρο
δεν ήταν στα καλύτερά του
η λάμψη του είχε χαθεί
ένα ελαφρύ ύφασμα κάλυπτε υποτυπωδώς τη γύμνια του
και το ακάνθινο στέμμα
είχε πλεχτεί στα μαλλιά του
τα ρούχα του είχαν μοιραστεί
κληρονομιά στους εχθρούς του καθόλου δεν τον ένοιαζε
όλα αυτά του ήταν ανέκαθεν βάρος
μόνο η δίψα του τον βασάνιζε
τόση χολή και όξος…
θα μπορούσε για μια φορά στη σύντομη ζωή του
να αυτοσχεδιάσει
να κάνει ένα θαύμα για τον εαυτό του
είχε αποδεχτεί αγόγγυστα τη μοίρα του
το τέλος του που πλησίαζε
ήθελε μόνο να παραμείνει για λίγο ακόμα άνθρωπος
όπου να ‘ναι θα ξημέρωνε
δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του
σύρθηκε εξαντλημένος στην καλύβα της
τον είδε και τρόμαξε
δεν πίστευε στα μάτια της
“λίγο νερό” της ψέλλισε
“ό,τι θες, Κύριέ μου” του απάντησε
και του δρόσισε τα χείλη
τώρα μπορούσε να γυρίσει στη θέση του
κι όλα να γίνουν κατά τας γραφάς…

 

(ανέκδοτο)

 

 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

 

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ  – ΡΟΥΚ

 

 

Η αλλοτρίωση της έλξης

 

Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μόνο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις τον θάνατο.

 

 

Η ανορεξία της ύπαρξης, Εκδ.Καστανιώτης 2011

 

 

 

ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

 

 Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού

 

Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,

είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,

η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,

η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;

Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι

των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,

η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.

Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

 

Πού ‘ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;

Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει

ο Πέτρος Αμπαγιάρ. ‘Αλλος κανείς

όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.

Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη

κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,

το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;

Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

 

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,

με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,

η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς

του Μαίν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,

κι η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη,

όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,

η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.

Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

 

Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,

τάχα θα τις έβρετε πουθενά,

τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;

Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

 

μτφρ. Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)

http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/xeni/vigion.htm

 

 

 

ΣΑΠΦΩ

 

 

 

Ύμνος στην Αφροδίτη

 

Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,

κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,

μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!

 

Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες

τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την

προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό παλάτι του

πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.

Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω

στη μαύρη γη.

 

Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον

αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,

μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,

με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,

τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο

πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;

Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;

 

Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται

δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα

σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα

και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που

η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.

 

[Μετάφραση: Δ. Ιακώβ ]

 

 

 

 

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου