Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ /// MARINA MONCADA DI MONFORTE (1967-2016)

Xάρης Βλαβιανός

Tο σπίτι που πέθανε δεν είχε μπάτλερ,
καμαριέρες, κηπουρούς.
Στους τοίχους του δεν κρεμόντουσαν πανάκριβα gobelins,
ή πίνακες με Παρθένες του Correggio.
Από το μπαλκόνι της δεν έβλεπε τη Villa Borghese 
ή τα σιντριβάνια της Piazza Navona.

Το επίθετό της ήταν μια φάρσα. 
Να έχεις πατέρα έναν Moncada, 
αλλά να μη ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν, 
να μην τον έχεις ποτέ συναντήσει; 
Τι παραμύθι πριγκηπικό ήταν αυτό;
Τι νόημα είχαν οι τίτλοι και τα οικόσημα;

Τη βρήκαν ημίγυμνη στο μπάνιο,
πεσμένη πάνω στα κρύα πλακάκια.

Ενδείξεις:
Ίχνη κοκαΐνης στο τραπέζι της κουζίνας. 
Ένα σημείωμα στο συρτάρι του κομοδίνου που έγραφε: 
«δεν θα καταλάβεις ποτέ γιατί τη μισούσα τόσο». 
Πέντε συλλογές σου στα ράφια της βιβλιοθήκης
και δύο έγχρωμες φωτογραφίες – στη μία την κρατάς αγκαλιά 
στην αυλή του εξοχικού σας στις Σπέτσες.

Ιατρικό πόρισμα: 
«Καρδιακό επεισόδιο. 
Ο θάνατος υπήρξε ακαριαίος».

Το έμαθες ενώ βρισκόσουν στο Βερολίνο.
 Λίγο πριν ανέβεις στο βήμα για να διαβάσεις αποσπάσματα 
από το αυτοβιογραφικό σου μυθιστόρημα χτύπησε το κινητό σου και μια ξένη φωνή σού ανακοίνωσε ότι 
«la tua sorella e morta». 
Έτσι ξερά, χωρίς άλλες λεπτομέρειες.

Ο ήλιος εκείνη τη στιγμή έλουζε το πρόσωπό σου.
Τα νερά της λίμνης Wannsee άστραφταν μέσα στο τρομαχτικό φως. 
Η Μαρίνα είχε πεθάνει.
Το Μαρινάκι σου είχε πεθάνει. 
Μόνη, χωρίς κανέναν στο πλευρό της. 
Ποιο πρόσωπο άραγε πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της 
τη στιγμή που ένιωσε τον πόνο στο στήθος; 
Της μητέρας της; Το δικό σου; Και τι σκέφτηκε; 
Πως το αίμα είχε γίνει εντέλει νερό;
Πως όλοι την πρόδωσαν; 
Κι εσύ;

Ναι.
Γιατί ήταν junkie και δεν άντεχες άλλο τα ψέματα και τους εκβιασμούς.
Δεν άντεχες άλλο τις διαρκείς ματαιώσεις,
το βάρος, το imbarazzo.

Ομολόγησέ το επιτέλους!

[πηγή:hartismag.gr]





ο σπίτι που πέθανε δεν είχε μπάτλερ,
καμαριέρες, κηπουρούς.
Στους τοίχους του δεν κρεμόντουσαν πανάκριβα gobelins,
ή πίνακες με Παρθένες του Correggio.
Από το μπαλκόνι της δεν έβλεπε τη Villa Borghese
ή τα σιντριβάνια της Piazza Navona.
Το επίθετό της ήταν μια φάρσα.
Να έχεις πατέρα έναν Moncada,
αλλά να μη ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν,
να μην τον έχεις ποτέ συναντήσει;
Τι παραμύθι πριγκηπικό ήταν αυτό;
Τι νόημα είχαν οι τίτλοι και τα οικόσημα;
Τη βρήκαν ημίγυμνη στο μπάνιο,
πεσμένη πάνω στα κρύα πλακάκια.
Ενδείξεις:
Ίχνη κοκαΐνης στο τραπέζι της κουζίνας.
Ένα σημείωμα  στο συρτάρι του κομοδίνου που έγραφε:
«δεν θα καταλάβεις ποτέ γιατί τη μισούσα τόσο».
Πέντε συλλογές σου στα ράφια της βιβλιοθήκης
και δύο έγχρωμες φωτογραφίες – στη μία την κρατάς αγκαλιά
στην αυλή του εξοχικού σας στις Σπέτσες.
Ιατρικό πόρισμα:
«Καρδιακό επεισόδιο.
Ο θάνατος υπήρξε ακαριαίος».
Το έμαθες ενώ βρισκόσουν στο Βερολίνο.
Λίγο πριν ανέβεις στο βήμα
για να διαβάσεις αποσπάσματα
από το αυτοβιογραφικό σου μυθιστόρημα
χτύπησε το κινητό σου και μια ξένη φωνή σού ανακοίνωσε ότι
«la tua sorella e morta».
Έτσι ξερά, χωρίς άλλες λεπτομέρειες.
Ο ήλιος εκείνη τη στιγμή έλουζε το πρόσωπό σου.
Τα νερά της λίμνης Wannsee άστραφταν μέσα στο τρομαχτικό φως.
Η Μαρίνα είχε πεθάνει.
Το Μαρινάκι σου είχε πεθάνει.
Μόνη, χωρίς κανέναν στο πλευρό της.
Ποιο πρόσωπο άραγε πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της
τη στιγμή που ένιωσε τον πόνο στο στήθος;
Της μητέρας της; Το δικό σου;
Και τι σκέφτηκε;
Πως το αίμα είχε γίνει εντέλει νερό;
Πως όλοι την πρόδωσαν;
Κι εσύ;
Ναι.
Γιατί ήταν junkie και δεν άντεχες άλλο τα ψέματα και τους εκβιασμούς.
Δεν άντεχες άλλο τις διαρκείς ματαιώσεις,
το βάρος, το imbarazzo.
Ομολόγησέ το επιτέλους!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου