Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ //// ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ, Οι σκιερές γωνίες του μυαλού, βακχικόν, 2018 Γράφει η Αγγελική Δημουλή




             



ΓΡΑΦΕΙ  Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ




Το βιβλίο του Γιώργου Αναστασάκη είναι ένα «έντιμο» βιβλίο. Ήδη από το εξώφυλλο δηλώνει την πρόθεσή του να αποτίσει φόρο τιμής στους αγαπημένους του ποιητές, στους ποιητές του Μεσοπολέμου. Δεσπόζουσα μορφή στο εξώφυλλο αλλά και σε όλη την οργάνωση του βιβλίου είναι εκείνη του Κώστα Καρυωτάκη. Η συλλογή, επίσης, με σαφή ξανά αναφορά στον Καρυωτάκη, χωρίζεται σε τρια μέρη: ΕΛΕΓΕΙΑ-ΣΑΤΙΡΕΣ-ΝΗΠΕΝΘΗ.
Ο Καρυωτάκης εξέδοσε τρεις ποιητικές συλλογές: Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921), Ελεγεία και Σάτιρες (1927), στα οποία περιλαμβάνονται και οι 18 μεταφράσεις του ποιητή.
Βασικά θέματα της συλλογής είναι η ζωή, ο θάνατος και ο πόνος γενικά του ανθρώπου, θέματα υπαρξιακά αλλά και κοινωνικά. Τον προβληματίζει η κοινωνική αδικία και την κατακρίνει. Εξασκώντας και ο ίδιος ένα κοινωνικό επάγγελμα , εκείνο του πυροσβέστη των ΕΜΑΚ, καταγγέλει την ανισότητα. Γράφει για παράδειγμα στο Σονέτο της δυστυχίας και της απόγνωσης:
Αχρείοι, Ξενομπάτηδες
αιμοδιψείς σκυλεύουν
τη Χώρα μου ανεμπόδιστα
από τους αιρετούς

Απτόητοι όσοι θα ‘πρεπε
να την διαφεντεύουν
δωσίλογοι πολιτικοί
στερούμενοι αιδούς.

Κ’οι μάζες πάλι τους ψηφούν υπνωτισμένες
την χείρα τείνοντες για να ανταμειφθούν
ψυχές γεννιούνται καταδικασμένες...

Απελπισμένοι οδηγούνται στις κρεμάλες
στο ψευτοκούτι δεν το παίρνουνε γραμμή
στα χέρια όλων απ’ το αίμα τους οι στάλες...

Ο Αναστασάκης χρησιμοποιεί μια γνήσια ελληνική γλώσσα διανθισμένη με κρητικές λέξεις αλλά βαθιά επηρρεασμένη από τη γλώσσα του Φιλύρα, της Πολυδούρη, του Ουράνη αλλά και άλλων ποιητών του Μεσοπολέμου.
Διαβάζοντας τη συλλογή του Αναστασάκη, μας έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Γιάννη Δάλλα από την εισαγωγή του στον Φιλύρα. Γράφει: « Πώς εκφράζεται και πώς αποτιμάται η ουτοπία; Η ουτοπία μιας ατομικής ψυχής και φαντασίας, που βλασταίνει μακριά από την επίσημη βουή της ιστορίας και από τη μονοτονία του συρμού της καθιερωμένης ποίησης; Που φυτρώνει και βλασταίνει χαμηλά μέσα στα πράγματα και υπερβαίνοντας την εμπλοκή μαζί τους στήνει με τα ίδια μια άλλη, ωραιοποιημένη κοινωνία και εκεί επιχειρεί με τα «είδωλά» του μια φανταστική επικοινωνία. Πώς τιμάται και λαβαίνει σάρκα και οστά μια τέτοια ουτοπία; Με τη φαντασίωση και με την υλοποίηση της φαντασίωσης ισόβια με την ποίηση.»[1]
Και ακριβώς η ουσία της ποίησης είναι ο στόχος αυτής της συλλογής.
Οι τίτλοι των ποιημάτων άλλοτε δηλωτικοί και άλλοτε συνηποδηλωτικοί του περιεχομένου είναι γραμμένοι με αυθεντικότητα και ορμή αλλά και μια απαισιοδοξία που θυμίζει τον Καρυωτάκη και πάλι. Για παράδειγμα το ποίημα Δημόσιοι Λειτουργοί αποτελεί αποτελεί διττή αφιέρωση στον Καρυωτάκη, και ως τίτλο (σαφής αναφορά στην επαγγελματική ιδιότητα του ποιητή) αλλά και στην πεισιθανάτια ατμόσφαιρα που υποβάλλεται. Διαβάζω:

Στο ιερό καθήκον τους ταγμένοι
άραγ’η μέρα τι κυοφορεί;
Σαρδόνια θα γελά η ειμαρμένη;
Ή νήνεμη βραδιά στη θαλπωρή;

Θα μείνουν σιωπηλοί οι ασυρμάτοι;
Και οι σειρήνες άλαλες-βουβές;
Ή κάποιον θα ταράξουνε διαβάτη
Και θα πετάξει τις αποσκευές;

Νιώθουν ικανοποίηση γυρνώντας
Φέραν εις πέρας την αποστολή
Ρωτούν οι συνεδέλφοι τους κοιτώντας
Την σκούρα λερωμένη τους στολή

Έπειτα κατ’ ανάγκη συμπληρώνουν
Αναίτια κι αχρείαστα χαρτιά
Και οι βραχίονες τους μουτζουρώνουν
Την μάταιη σελίδα την πλατιά.

Η δημοσιοϋπαλληλική του σταδιοδρομία ήταν η βαριά πρέσσα που συνέθλιβε το στήθος του, και τον γέμιζε πίκρες. Ξένος από τον κόσμο, έγραφε σε ένα πεζό του ποίημα:
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα…»
Με τον τρόπο αυτό ο Πάνος Καραβίας θέλησε να σχηματοποιήσει το λήθαργο των ζωτικών ενστίκτων του Καρυωτάκη, για το μελετητή η καρυωτακική απαισιοδοξία κορυφώθηκε σε απόγνωση για ξεκάθαρα υπαρξιακούς λόγους, αλλά η προέλευσή της είναι σχεδόν αποκλειστικά ιστορικοκοινωνική. Η αδυναμία του Καρυωτάκη να σταθεί ανώτερος των περιστάσεων δεν ήταν αποτέλεσμα έλλειψης ψυχικού σθένους ή δειλίας, αλλά μάλλον μια ατυχής συγκυρία, την οποία επέτεινε ‒μάλλον ακούσια‒ η συσσώρευση ενός φάσματος προσωπικών εμποδίων και ρήξεων σε διαπροσωπικό επίπεδο.[2] ‘Ετσι και ο Αναστασάκης, καταπιεζόμενος από έναν κόσμο που δε μπορεί να πολεμήσει καθώς είναι η υπερδομή της κοινωνίας ενάντια στην ατομικότητα, γράφει, για να μπορέσει να αντέξει.
Και ολοκληρώνοντας τη συσχέτιση του Αναστασάκη με τον Καρυωτάκη δε μπορούμε να μην αναφέρουμε το ποίημα Προς επίρρωση και υπερθεματισμό στον Κ. Γ. Καρυωτάκη στο οποιο ο ποιητής διαλέγει να συνδιαλεγεί με τον αγαπημένο του ποιητή εν είδει καθυστερημένηςαπάντησης. Γράφει λοιπόν:
Είμαστε φίλε θλιβερές
Κιθάρες δίχως τάστα,
Και με συρμάτινες χορδές
Μπλεγμένες σαν κλωστές

Και άδολοι μικροαστοί
Από μιαν άλλη κάστα
Που μας αρπάζουν τη χαρά
Σεμνότυφοι ληστές.

Άδοξα είμαστε που λες
Και πορφυρά δοξάρια
Που ψάχνουν κολοφώνιο
Που πέφτει τους λειψό
Κι αντί απ’ άλογα ουρές,
Ψαρές από μουλάια
Μας γέλασαν και τέντωσαν
Στο τόξο το κομψό.

Είμαστε άκαμπτες, βουβές
Και ξύλινες  γκριμάτσες,
Της δυστυχίας του ντουνιά
Τ΄ αλλόκοτα τοτέμ

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι Οι σκιερές γωνίες του μυαλού είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί πολλές φορές, τόσο για τις εξωκειμενικές αναφορές του αλλά και για τις ενδοκειμενικές αναφορές του. Είναι μια πρώτη συλλογή που επιδέχεται συνέχειας, γραμμένη με ορμή, σεβασμό και αγάπη για μια «χαμηλόφωνη» όπως λένε γενιά ποιητών. Μόνο που το βιβλίο ετούτο δεν είναι καθόλου χαμηλόφωνο, αντίθετα βρέθηκε μοναδικό στο είδος του ανάμεσα σε μετανεωτερικά κείμενα και ξεχώρισε με το ήθος και τη συνέπειά του.



[1] Ρώμος Φιλύρας, μια παρουσίαση από τον Γιάννη Δάλλα, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ,9
[2] http://frear.gr/?p=15368

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου