Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Σελίδες

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΟΝΤΑΚΗΣ /// ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ





To κάλεσμα


              Τρεις πίνακες του Ε. Χόπερ
                    κι άλλοι τρεις.


Όμορφο είναι τ’ απομεσήμερο καθώς λιαζόμαστε
κι οι τρεις στον κήπο: μόνο ο μονότονος ήχος του ποτιστικού
κι ένα υπόκωφο γρύλισμα του σκύλου: μόλις που τ’ ακούγαμε
μα δεν το προσέξαμε τότε -
κι είχε κείνος ήδη τ’ αυτιά τεντωμένα
                                                          αργά
τ’ απόγεμα βαρκάδα στ’ απαλό το κύμα: κίνδυνος,
χτυπά το σήμαντρο κι ας είναι καταγάλανος ο ουρανός, μα εμείς
στην κουπαστή ζαλισμένοι ακούμε την αναίτια σειρήνα
                                                                                       γιατί,
τώρα κιόλας, πρέπει καβάλα να περάσουμε κι οι τρεις από στενή
στοά; κι είναι μέσα κατασκότεινα μα πρέπει, λέει,
να βγούμε στην άλλη έξοδο, κι ο χρόνος τελειώνει -



τώρα η εικόνα δείχνει τρία ορφανά παιδιά∙ πώς βρεθήκαμε εδώ
στην απέραντη απλωσιά; μοιάζει να φυσάει, χρόνια τώρα,
σχεδόν δεν ακούμε ο ένας τον άλλον: είχαμε κάποτε κι εμείς
γονιούς - αυτοί θα ξέρανε∙ έτσι είπε ο πρώτος, πέρα κοιτάζει
κι αρχίζει πάλι το κλάμα∙ ο δεύτερος, σκοτεινός,
θυμωμένος, πίσω δείχνει πως πρέπει να γυρίσουν: «ανόητοι,
δε βλέπετε πόσο βαθιά σας πήγε η ανεμελιά σας;»
και μοιάζει να στυλώνει τα πόδια στη γη∙ κι ο τρίτος
μ’ ανοιχτά τα σκέλια χάμω κάθεται και γελάει,
ένα γέλιο τρελού, κι όμως
                                               στον άλλο πίνακα
είν’ όλα τα ονόματα γραμμένα (μα πώς να δω καθαρά;)
τα χαρτιά μας αρχειοθετημένα - το δάχτυλο του γέροντα
μας δείχνει κάτι κίτρινα χειρόγραφα, με γράμματα
μεγάλα, στρογγυλά: όχι πώς είναι δα και τόσο παλιά,
μα ποιος έχει τώρα την υπομονή (μυρίζουνε κιόλας) -
ο γέρος έχει στραμμένο στο ημίφως ένα μάγουλο
πανιασμένο: «χαμένα θα πάνε», βγες βγες γρήγορα -μάλλον
είναι και τρελός-: αύριο ας τα μελετήσουμε, από χθες κιόλας
τα ’χουμε πεταμένα

                                   μα τώρα κιόλας, πολύς κόσμος κατεβαίνει
στην ακτή - αλλόκοτο θέαμα∙ και σχεδόν ακούγεται, μια βαθιά βοή,
σα να γίνεται κάτι μεγάλο: κι όσοι στέκονται στο φόντο
-μόλις αχνοφαίνονται- κουβαλάνε κάτι τεράστιους μπόγους∙
στη μέση ένα χαντάκι γεμίζει με χαρτιά, μηχανήματα - ρούχα
δε φοράνε πια οι μπροστινοί∙ κι ο πρώτος κλείνει τα μάτια
και πέφτει στο κύμα, μπροστά του άλλο κύμα
φουσκωμένο, κόκκινο, κι όλο πιο μπροστά -
απέραντη κι άχρωμη κι ανώνυμη η θάλασσα.



17.6.2018

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου