Notationes / Σημειώσεις για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό
Σελίδες
▼
Σελίδες
▼
Σελίδες
▼
Σελίδες
▼
Σελίδες
▼
Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΟΝΤΑΚΗΣ /// ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ
To κάλεσμα
Τρεις πίνακες του Ε. Χόπερ κι άλλοι τρεις.
Όμορφο είναι τ’ απομεσήμερο καθώς λιαζόμαστε κι οι τρεις στον κήπο: μόνο ο μονότονος ήχος του ποτιστικού κι ένα υπόκωφο γρύλισμα του σκύλου: μόλις που τ’ ακούγαμε μα δεν το προσέξαμε τότε - κι είχε κείνος ήδη τ’ αυτιά τεντωμένα αργά τ’ απόγεμα βαρκάδα στ’ απαλό το κύμα: κίνδυνος, χτυπά το σήμαντρο κι ας είναι καταγάλανος ο ουρανός, μα εμείς στην κουπαστή ζαλισμένοι ακούμε την αναίτια σειρήνα γιατί, τώρα κιόλας, πρέπει καβάλα να περάσουμε κι οι τρεις από στενή στοά; κι είναι μέσα κατασκότεινα μα πρέπει, λέει, να βγούμε στην άλλη έξοδο, κι ο χρόνος τελειώνει -
τώρα η εικόνα δείχνει τρία ορφανά παιδιά∙ πώς βρεθήκαμε εδώ στην απέραντη απλωσιά; μοιάζει να φυσάει, χρόνια τώρα, σχεδόν δεν ακούμε ο ένας τον άλλον: είχαμε κάποτε κι εμείς γονιούς - αυτοί θα ξέρανε∙ έτσι είπε ο πρώτος, πέρα κοιτάζει κι αρχίζει πάλι το κλάμα∙ ο δεύτερος, σκοτεινός, θυμωμένος, πίσω δείχνει πως πρέπει να γυρίσουν: «ανόητοι, δε βλέπετε πόσο βαθιά σας πήγε η ανεμελιά σας;» και μοιάζει να στυλώνει τα πόδια στη γη∙ κι ο τρίτος μ’ ανοιχτά τα σκέλια χάμω κάθεται και γελάει, ένα γέλιο τρελού, κι όμως στον άλλο πίνακα είν’ όλα τα ονόματα γραμμένα (μα πώς να δω καθαρά;) τα χαρτιά μας αρχειοθετημένα - το δάχτυλο του γέροντα μας δείχνει κάτι κίτρινα χειρόγραφα, με γράμματα μεγάλα, στρογγυλά: όχι πώς είναι δα και τόσο παλιά, μα ποιος έχει τώρα την υπομονή (μυρίζουνε κιόλας) - ο γέρος έχει στραμμένο στο ημίφως ένα μάγουλο πανιασμένο: «χαμένα θα πάνε», βγες βγες γρήγορα -μάλλον είναι και τρελός-: αύριο ας τα μελετήσουμε, από χθες κιόλας τα ’χουμε πεταμένα μα τώρα κιόλας, πολύς κόσμος κατεβαίνει στην ακτή - αλλόκοτο θέαμα∙ και σχεδόν ακούγεται, μια βαθιά βοή, σα να γίνεται κάτι μεγάλο: κι όσοι στέκονται στο φόντο -μόλις αχνοφαίνονται- κουβαλάνε κάτι τεράστιους μπόγους∙ στη μέση ένα χαντάκι γεμίζει με χαρτιά, μηχανήματα - ρούχα δε φοράνε πια οι μπροστινοί∙ κι ο πρώτος κλείνει τα μάτια και πέφτει στο κύμα, μπροστά του άλλο κύμα φουσκωμένο, κόκκινο, κι όλο πιο μπροστά - απέραντη κι άχρωμη κι ανώνυμη η θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου